Παπαδάκη

Αλκυόνη Παπαδάκη: Αποκλειστική συνέντευξη εφ’όλης της ύλης!!

Στη λογοτεχνία έχουν υπάρξει τεράστιες προσωπικότητες, που όχι μόνο την εκπροσώπησαν επάξια, αλλά την ανέδειξαν, την υπηρέτησαν με πάθος και μεράκι και προσέφεραν νέους ορίζοντες στο αναγνωστικό κοινό. Προσωπικότητες που κατέθεσαν την ψυχή τους, την άδειασαν πάνω σε ένα λευκό χαρτί…Το πιο ζωντανό χαρτί με νόημα, ουσία και ζωή! Αναμφισβήτητα, μία εκ των τριών-τεσσάρων κορυφαίων λογοτεχνικών προσωπικοτήτων που έχουν υπάρξει στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και ίσως η κορυφαία του 20ου αιώνα είναι η Αλκυόνη Παπαδάκη! Η «μαστόρισσα της λογοτεχνίας», όπως αυτοαποκαλείται, συμπληρώνει φέτος 30 (!) χρόνια διαρκούς υπηρεσίας κι επάξιας εκπροσώπησης στη λογοτεχνία!

Εικόνα από την βιβλιοπαρουσίαση στην Ξάνθη.

Πριν από μερικές μέρες είχα μία σπάνια και μοναδική ευκαιρία να τη συναντήσω εκ του σύνεγγυς. Στις 14 Δεκεμβρίου 2018, παρουσίασε το νέο της βιβλίο «Το Χαμόγελο του Δράκου», από τις εκδόσεις Διόπτρα στην Ξάνθη. Το πρωί της ίδια ημέρας, την συνάντησα προσωπικά, στο υπέροχο βιβλιοπωλείο της εξαιρετικής κυρίας και φίλης, Δήμητρας Πυργελή. Εξαιρετικά οικεία, ευγενέστατη και δεκτικότατη, δέχτηκε να μιλήσει για όλους και για όλα! Αυτό που συνέβη εκείνη την ημέρα δεν θα το χαρακτηρίσω συνέντευξη αλλά συζήτηση. Γιατί δεν ήταν συνέντευξη με το κλασικό νόημα του όρου…! Ήταν μια πολύ όμορφη κουβέντα, που κύλησε υπέροχα για 40 λεπτά. Καθώς η σπουδαία λογοτέχνιδα δε δίνει συχνά συνεντεύξεις, η παρούσα αποτελεί ξεχωριστή ευκαιρία για όσους ενδιαφέρονται να γνωρίσουν πτυχές του χαρακτήρα και της ζωής της που δεν αποκαλύπτονται στο έργο της.

Χ.Α.: Ο μπαμπάς ήταν δάσκαλος, η μαμά «ονειροπόλα». Γιατί «ονειροπόλα»;

Α.Π.: Γιατί ήταν μια πολύ ρομαντική ύπαρξη. Διάβαζε μυθιστορήματα της εποχής εκείνης, «τα δακρύβρεχτα». Όταν τα διάβαζε, κλαίγαμε όλοι στην οικογένεια. Επίσης, της άρεσαν οι βόλτες στους λόφους, τα λουλούδια, η φύση…Εντελώς εκτός πραγματικότητας η μαμά μου (γέλια).

Χ.Α.: Έχετε πάρει στοιχεία από τη μητέρα σας;

Α.Π.: Έχω πάρει, ναι! Αυτό που την χαρακτήριζε – και σίγουρα το έχω πάρει- είναι, ότι είχε μια ιδιαίτερη οπτική στα πράγματα. Σαν να φωτογράφιζε την κάθε κατάσταση και μετά την περιέγραφε πολύ ζωντανά, βάζοντας και δικά της στοιχεία. Μύθο, πολύ χιούμορ…Και μπορούσε να δώσει στον κάθε άνθρωπο που θα έβλεπε ένα παρανόμι (όπως λέμε στην Κρήτη), ένα παρατσούκλι. Μάλιστα, όταν πια ζούσαμε στην Αθήνα και ήταν στα τελευταία χρόνια της ζωής της δεν μπορούσε να βγει έξω. Καθόταν, λοιπόν, στο παράθυρο του σπιτιού (μέναμε ψηλά τότε) και παρατηρώντας τον κάθε άνθρωπο, τον περιέγραφε πολύ παραστατικά δίνοντάς ένα παρατσούκλι, το οποίο ταίριαζε ακριβώς! Αυτή λοιπόν, την οπτική στα πράγματα, το ότι έμενε στην ουσία των πραγμάτων και δεν φλυαρούσε, την έχω πάρει από τη μητέρα μου μου. Αν έγραφε η μαμά μου σήμερα, θα έγραφε έτσι. Και την λυρικότητα και την παραστατικότητά της πήρα βέβαια…Αλλά και το χιούμορ…

Χ.Α.: Από τον πατέρα σας ποιο χαρακτηριστικό πήρατε;

Α.Π.: Από τον πατέρα μου τον δάσκαλο, έχω πάρει το αίσθημα της δικαιοσύνης, του χρέους, της υπομονής…Έχω πάρει και από εκείνον στοιχεία… Και είχα και μια γιαγιά, η οποία ήταν πάρα πολύ δυναμική, καμία σχέση με την κόρη της (τη μαμά μου δηλαδή…γέλια)! Δυστυχώς, δεν είμαι σαν εκείνη. Δεν της μοιάζω. Εγώ είμαι σαν τη μητέρα μου. Ευαίσθητη κι ευάλωτη. Την γιαγιά μου την έλεγαν Ανδρομάχη. όνομα και πράμα…Καταλαβαίνεις (γέλια)! Μάλιστα, σε κάποια δύσκολα περιστατικά λέω από μέσα μου: «Ξύπνα Ανδρομάχη! Λάβε τα μέτρα σου, γιατί κινδυνεύουμε (γέλια)»!

Χ.Α.: Την αγάπη για τη γραφή, την κληροδότησε ο μπαμπάς -δάσκαλος ή η μαμά-«ονειροπόλα»;

Α.Π.: Όχι, κανένας. Ουσιαστικά και ο μπαμπάς έγραφε αλλά ουσιαστικά κανένας. Πιστεύω, ότι, αρχικά, υπάρχει ένα ταλέντο. Εκτός από αυτό, είχε έναν αδελφό η μαμά μου. Ποιητή! Ο θείος μου δηλαδή…Έγραφε πολύ ωραία ποιήματα κι αρθρογραφούσε στις εφημερίδες. Αυτός λοιπόν, ο θείος μου, ερχόταν στο σπίτι μας κάθε βδομάδα και με πήγαινε στο λόφο. Εγώ τότε, δεν πήγαινα ακόμα σχολείο, ήμουν μικρό κορίτσι. Εκεί, μου διάβαζε ποιήματα δικά του και άλλων. Μου έμαθε να βλέπω τα όμορφα πράγματα της φύσης. Τα πουλιά, τα δένδρα…Μου έμαθε να τα βλέπω.

Χ.Α.: Και είναι αλήθεια, ότι τα έχετε ενσωματώσει όλα αυτά τα στοιχεία στα βιβλία σας…Προσωποποιούνται οι γλάροι, τα πουλιά, τα δένδρα κλπ…

Α.Π.: Ναι, ναι! Τα έχω ενσωματώσει. Εγώ, επειδή αγαπούσα πολύ τον θείο μου, μόλις έμαθα να γράφω, ήθελα να κάνω κάτι σαν και αυτόν. Έτσι, ό,τι θυμόμουν από εκείνον, ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό, τα έγραφα και του τα άφηνα στο κομοδίνο του, τα μεσημέρια που αυτός ησύχαζε. Κάποια στιγμή τα διάβαζε και μου έλεγε: «Μπράβο, μπράβο!». Και κάπως έτσι ξεκίνησε η επαφή με το γράψιμο.

Χ.Α.: Η επαφή με το γράψιμο δηλαδή, ξεκίνησε από πολύ μικρή, από τα παιδικά χρόνια;

Α.Π.: Ναι, ναι! Από πολύ μικρή. Όταν έμαθα να γράφω.

Χ.Α.: Πότε ξεκινήσατε να σκαρώνετε μικρά συγγραφικά πράγματα;

Α.Π.: Όταν έμαθα να γράφω. Κατευθείαν. Ήθελα αμέσως κάτι να γράψω. Σαν το θείο μου. Ό,τι βέβαια, μπορούσε να γράψει ένα μικρό παιδί στην ηλικία μου…Καταλαβαίνεις…

Χ.Α.: Κρατούσατε κάποιο ημερολόγιο, όπως συνηθιζόταν και συνηθίζεται ακόμα;

Α.Π.: Όχι. Αν και στο Δημοτικό έγραφα και διηγήματα! Βέβαια, της ηλικίας μου. Δεν ήταν προς δημοσίευση (γέλια). Όταν πήγα στο Γυμνάσιο, ήμουν εσωτερική στη Γαλλική Σχολή στα Χανιά. Τότε όντως όλα τα κορίτσια κρατούσαν ημερολόγιο. Εγώ δεν κράτησα ποτέ ημερολόγιο. Αλλά, όταν μου ερχόταν κάποια σκέψη στο μυαλό την έγραφα και την έδινα αμέσως στη διπλανή μου. Ήθελα την επικοινωνία. Δεν ήθελα να τα κρατήσω για μένα. Ήθελα ό,τι έγραφα, να φύγει κατευθείαν προς τους άλλους. Να το επικοινωνήσω. Έτσι, λοιπόν, στο Γυμνάσιο, ξεκίνησε η ιστορία με το γράψιμο. Μάλιστα, ό,τι έγραφα, δημοσιευόταν στις τοπικές εφημερίδες. Εντάξει, δεν ήμουν παιδί-θαύμα. Απλά ήμουν ένα μοναχικό παιδί κατά βάθος. Εσωτερικά όμως. Εξωτερικά, πάντα ήθελα να έρθω σε επαφή με τους άλλους. Στο Γυμνάσιο διάβαζα πολλή λογοτεχνία. Τους τότε σύγχρονους Έλληνες και Ρώσους λογοτέχνες. Διάβαζα και πολύ Καζαντζάκη. Όλον τον Καζαντζάκη τον διάβασα με φακό κάτω από τα σκεπάσματα! Δεν επιτρεπόταν να διαβάσουμε Καζαντζάκη. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο άτομο που να έφαγε ξύλο για τον Καζαντζάκη (γέλια). Ένα βράδυ είχα ξεχαστεί με το φακό και τον έστρεψα στον τοίχο. Μία καλόγρια που μας επιτηρούσε είδε το φως, ήρθε μέσα στο δωμάτιο, μου τράβηξε τα σκεπάσματα και μου έδωσε και δυο χαστούκια (γέλια). Στο έτος Καζαντζάκη μάλιστα, το έλεγα και γελούσαμε, ότι δεν υπάρχει άτομο που να έφαγε ξύλο για τον Καζαντζάκη εκτός από εμένα (γέλια). Τα διηγήματά μου, τότε λοιπόν, ήταν επηρεασμένα από τον Καζαντζάκη. Ακόμα και στα πρώτα μου βιβλία υπάρχει μια επίδραση από τον Καζαντζάκη. Όχι μίμηση, αλλά επιρροή, που την ξεπέρασα σιγά σιγά. Ο Καζαντζάκης ήταν δάσκαλος για εμένα. Έμαθα πόσο μεγάλη σημασία έχουν οι λέξεις που θα αποφασίσεις να γράψεις, το νόημα που θέλεις…Αυτό το πήρα από εκείνον….Κι εντάξει…Το ‘χω ακόμα.

Χ.Α.: Το πρώτο πράγμα που γράψατε για πρώτη φορά ποιο ήταν;

Α.Π.: Γράμμα στο Θεό (γέλια)! Ήταν ένα μήνυμα, καθώς στο σπίτι μας, ως οικογένεια, περάσαμε πολλές δύσκολες καταστάσεις μετά τον εμφύλιο και υπήρχε πολλή θλίψη, πένθος και όλα τούτα…Εγώ, σαν παιδί, δεν μπορούσα να βρω μια φωλιά να αισθανθώ καλά…Κι αφού έκανα την προσευχή μου και δεν με άκουγε κανείς, αποφάσισα (ήμουν 6 χρονών τότε) κι έστειλα ένα γράμμα: «Αγαπημένε μου Θεέ, θέλω στο σπίτι μας όλοι να γελάμε και να ‘μαστε καλά…». 2-3 αράδες…Το ‘κλεισα σε φάκελο. Έγραψα προς τον Θεό και το ‘ριξα μέσα στο κουτί του ταχυδρομείου. Είχα και αποστολέα. Ο ταχυδρόμος, όταν πήγε στο ταχυδρομικό κουτί, βρήκε το γράμμα μου και το ΄δωσε στον πατέρα μου κι εκείνος το φύλαξε. Όταν πια μεγάλωσα και τελείωσα το Γυμνάσιο με φώναξε και μου είπε: «Έλα εδώ εσύ. Έχεις μια ανεπίδοτη επιστολή (γέλια)»! Το 2ο γράμμα που έγραψα ήταν για το θείο μου. Είχε φύγει πια από τα Χανιά και ζούσε στο Ηράκλειο. Άρχιζα λοιπόν, να του στέλνω γραμματάκια και να μου απαντάει…

Χ.Α.: Διάβασα σε παλιές δηλώσεις σας για τα δύσκολα παιδικά χρόνια που περάσατε. Γιατί δύσκολα; Από οικονομικής άποψης να υποθέσω;

Α.Π.: Όχι, όχι. Μόνο αυτό δεν μας έλειψε. Ποτέ. Ήταν δύσκολα και γεμάτη θλίψη λόγω του μετεμφυλιακού κλίματος κι όσων ακολούθησαν. Δηλαδή, η μαμά μου μπήκε στη φυλακή χωρίς να έχει αναμειχθεί πουθενά. Λόγω ενός αδελφού της που ήταν στο βουνό. Το ίδιο και η γιαγιά μου και ο παππούς μου. Εγώ ζούσα τότε εναλλάξ με τις θείες μου. Όταν πια, η μαμά μου αποφυλακίσθηκε, είχε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Ήταν ρομαντική κι ευαίσθητη, δεν άντεξε…Η γιαγιά ήταν παλικάρι! Μετά ακολούθησαν τα πένθη και οι θλίψεις…Δεν υπήρχε καιρός να ασχοληθεί κανείς με ένα παιδί. Παρά μόνο να φάω καλά και να ντυθώ. Ο μόνος που είχε χρόνο να ασχοληθεί ήταν ο θείος μου. Για αυτό τον αγαπούσα και πολύ.

Χ.Α.: Πότε καταλάβατε ότι το ταλέντο σας θα σας οδηγήσει -ίσως- σε μια εκδοτική επιτυχία;

Α.Π.: Όχι, ποτέ δεν το κατάλαβα. Εγώ, αυτό που ήθελα να γίνω, όταν άρχισα να καταλαβαίνω, ήταν δημοσιογράφος. Αυτό ήθελα, αυτό μου άρεσε. Μικρή βέβαια, έλεγα, πως θέλω να γίνω τραγουδίστρια…! Αλλά η δημοσιογραφία ήταν το όνειρό μου. Να είμαι μαζί στον κόσμο, με τους άλλους. Δεν ήθελα να είμαι μόνη μου κάπου. Δούλεψα στη δημοσιογραφία. Ήταν μία από τις καλύτερες περιόδους της ζωής μου. Μου’χει μείνει απωθημένο. Δεν ολοκλήρωσα την πορεία μου. Δούλευα στην εφημερίδα (Αυγή) πριν τη δικτατορία. Ήμουν νεαρή. Πολύ νεαρή. Μετά τη δικτατορία είχα οικογένεια και δεν συνέχισα. Πριν τη δικτατορία μάλιστα, είχα πάει ως μαθητευόμενη στο ΒΗΜΑ και στα ΝΕΑ. Στη συνέχεια, έγραψα το «Κόκκινο Σπίτι», που ήταν βιογραφικό. Το έδωσα στην Αυγή, το είδαν, με κάλεσαν εκεί, κατάλαβα ότι εκεί έπρεπε να είμαι και δούλεψα κανονικά. Είχε μπει φαρδύ-πλατύ το όνομά μου στο ελεύθερο ρεπορτάζ. Αυτό ήθελα να κάνω. Με έστελναν λοιπόν, σε διαδηλώσεις, εργατικά ατυχήματα κλπ…Εγώ τη δημοσιογραφία έτσι την ήθελα. Ελεύθερη.

Χ.Α.: Μικρή, είχατε πει, ότι θέλετε να αλλάξετε τον κόσμο. Τον αλλάξατε;

Α.Π.: (γέλια). Όχι! Στην ηλικία που ήμουν, πίστευα και στο καλύτερο και στην αλλαγή του κόσμου. Όταν πια κατάλαβα, ότι δεν μπορώ να το κάνω, δεν ήταν εύκολο, είπα να αλλάξω τον εαυτό μου. Ούτε και αυτό μπόρεσα να το κάνω (γέλια)! Αλλά, εν πάσει περιπτώσει, επειδή δεν είμαι από τους ανθρώπους που έχω το κεφάλι χαμηλά, πιστεύω ότι κάτι θα γίνει. Η εποχή που ζούμε είναι δύσκολη κι απάνθρωπη για τον άνθρωπο! Πιστεύω ότι θα αλλάξει. Θα έχουμε ένα ξημέρωμα! Είμαι αισιόδοξη.

Χ.Α.: Συνηθίζετε πάντοτε, ιδίως στα βιβλία σας, να προσφέρετε αυτόν τον τόνο αισιοδοξίας…

Α.Π.: Ναι, υπάρχει στα βιβλία μου. Ενώ περιγράφω γεγονότα τραγικά, κάπου υπάρχει μια αχτίδα φωτός. Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα. Καμία νύχτα δεν είναι αξημέρωτη. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι να ζούμε. Αν δω με γυμνό μάτι την πραγματικότητα, τρομάζω. Πού πάει ο άνθρωπος; Είναι ένα θηρίο, που ετοιμάζεται να κατασπαράξει τον άλλο; Ένας δράκος; Κάτι θα γίνει…Κάτι πρέπει να γίνει….Υπάρχουν ομάδες ανθρώπων, που μπορούν να προχωρήσουν τον πολιτισμό. Ο πολιτισμός από αυτούς προχωρά. Που έχουν μεράκι και δύναμη να αντισταθούν σε κάποια πράγματα κι όχι μέσα από τα εκάστοτε Υπουργεία και τις κυβερνήσεις…

Χ.Α.: Πιστεύετε δηλαδή στη νέα γενιά;

Α.Π.: Πιστεύω στη νέα γενιά. Αλίμονο…!

Χ.Α.: Με τη λογοτεχνία πότε ξεκινάτε να ασχολείστε;

Α.Π.: Ουσιαστικά από τα 19 μου χρόνια. Στα 19 μου χρόνια έγραψα το «Κόκκινο Σπίτι». Ήταν η ματιά ενός νεαρού παιδιού απέναντι στα γεγονότα. Είχα μαζέψει πολύ υλικό μέσα μου, κυρίως λόγω του εμφυλίου. Έχουν γραφτεί πολλά για εκείνη την περίοδο αλλά μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού όχι. Είχε κάνει εντύπωση τότε. Ουσιαστικά, ασχολήθηκα με τη λογοτεχνία μετά τη μεταπολίτευση.

Χ.Α.: Έχετε δηλώσει πως «η αλήθεια είναι πως, όταν μεγάλωσα αρκετά, έκανα φιλότιμες προσπάθειες για να μην μπλεχτώ στα δίχτυα της λογοτεχνίας». Γιατί; Φοβηθήκατε τη λογοτεχνία; Έχετε μετανιώσει εντέλει;

Α.Π.: Θα σου πω γιατί. Δεν φοβάμαι τη λογοτεχνία. Όχι, καθόλου. Φοβάμαι την ψυχή μου, που την βάζω σε (αυτήν την) ταλαιπωρία. Είναι μεγάλη κούραση να βγάζεις την ψυχή σου. Αν δεν βγάζεις την ψυχή σου δεν κάνεις τίποτα. Αυτό λοιπόν, είναι μία ταλαιπωρία. Κι επειδή μου αρέσει να κάνω και πολλά άλλα πράγματα, όταν τελειώνω ένα βιβλίο λέω «πως εντάξει, ας ασχοληθώ με αυτά που κάνω καθημερινά. Τα εύκολα και τα χαρούμενα». Ύστερα όμως, μαζεύεται υλικό μέσα μου και θέλω να το εξωτερικεύσω προς τον κόσμο. Έτσι, ξανακυλά πάλι η ιστορία. Δεν το μετάνιωσα όμως. Όχι, δεν το μετάνιωσα.

Χ.Α.: Τι κερδίσατε από το γράψιμο και τι χάσατε; 

Α.Π.: Σίγουρα έχασα χρόνο και ξεκούραση. Όπως είπα πριν η λογοτεχνία μού απορροφά πολύ χρόνο και μου αρέσει να κάνω και άλλα πράγματα εκτός από αυτό. Κέρδισα πολλά. Κέρδισα, γιατί εισέπραξα κι ακόμα εισπράττω πάρα πολλή αγάπη και μπορώ να σου πω, ότι πάρα πολλές φορές αισθάνομαι άσχημα, άβολα. Λέω, πως δεν αξίζω τόσο μεγάλη αγάπη. Δεν είχα ποτέ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου και βλέπω πραγματική αγάπη. Από όλες τις ηλικίες κι από όλα τα μορφωτικά στρώματα. Έρχονται και με βρίσκουν μάλιστα, καθηγητές στην έδρα της Φιλολογίας, που διδάσκουν αποκλειστικά λογοτεχνία και μου λένε καλά λόγια κι έρχονται και άνθρωποι που δεν είναι τόσο διαβασμένοι και μου λένε πόσο καλό τους έκανα. Κι αναρωτιέμαι: «ποια είμαι εγώ;» Αισθάνομαι άβολα. «Εγώ τα κάνω αυτά;» Άλλους έσωσα εμένα ποιος θα με σώσει; (γέλια)! Έχω ακούσει βέβαια κι ακραία πράγματα!

Χ.Α.: Ποια ήταν τα πιο ακραία περιστατικά που έχετε ακούσει ή σας έχουν πει;

Α.Π.: Είναι πολλά. Θυμάμαι δύο. Για παράδειγμα, μία κοπέλα ήρθε και με βρήκε κλαίγοντας, πρόσφατα, και μου είπε ότι είχε σκοπό να αυτοκτονήσει μέχρι που έτυχε να διαβάσει κάποια αποσπάσματα από ένα βιβλίο μου, ούτε καν ολόκληρο…Αποφάσισε λοιπόν, να μην το βάλει κάτω κι άλλαξε τελικά την πορεία της. Είναι υπερβολή αυτό! Κι ένα δεύτερο, αφορά μία κυρία από τη Ρόδο, δεν την ξέρω προσωπικά, της οποίας η αδελφή με λάτρευε. Είχε διαβάσει ως τότε όλα μου τα βιβλία. Δυστυχώς, ήταν σε άσχημη κατάσταση η υγεία της και φοβόταν ότι δεν προλάβαινε να διαβάσει το επόμενο, που επρόκειτο να κυκλοφορήσει. Δυστυχώς, η κοπέλα πέθανε. Η αδελφή της λοιπόν, μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο, το πήρε και πήγαινε καθημερινά πάνω στο μνήμα της αδελφής της και της διάβαζε. Για εμένα ήταν ακραία αυτά. Ακραία μου είπες!

Χ.Α.: Φέτος, συμπληρώνετε 30 χρόνια (!) διαρκούς παρουσίας κι ενασχόλησης με τη λογοτεχνία. Σε κάθε βιβλίο σας υπάρχουν ως θεματικοί άξονες οι ανθρώπινες σχέσεις και η διείσδυση στα μύχια της ψυχής των ανθρώπων. Πώς καταφέρνετε να μην επαναλαμβάνεστε; Πώς ανανεώνεται η έμπνευσή σας και από πού αντλείτε έμπνευση; 

Α.Π.: Πέρασαν 30 χρόνια; (γέλια) Έτσι ακριβώς είναι. Ναι. Όντως με ενδιαφέρουν οι ανθρώπινες σχέσεις και το εσωτερικό της ψυχής των ανθρώπων. Αλλά αυτό, σχετικά με το πώς εμπνέομαι, μου το ρωτάει πολύς κόσμος. Μα έμπνευση υπάρχει παντού. Γύρω μας. Τα πάντα. Οι άνθρωποι, τα γεγονότα, η φύση, ακόμα και το πώς θα κάτσει κάποιος και θα σου μιλήσει για εμένα έμπνευση είναι. Κι όλα είναι καινούργια κάθε φορά. Δεν είναι η έμπνευση μια ξαφνική φώτιση του Αγίου Πνεύματος. Είναι ο τρόπος να βλέπεις τα πράγματα, να μπορείς να ακούς και να αισθάνεσαι τον άνθρωπο κοντά σου. Εγώ, επειδή πάντοτε έκανα παρέα με όλους τους ανθρώπους, δεν ήμουν ποτέ μόνη μου, έμαθα να πιάνω το χέρι του άλλου και να τον νιώθω. Δεν μπορώ να πω, φυσικά, ότι αγαπάω όλους τους ανθρώπους, γιατί είναι πολύ μεγάλη κουβέντα. Αλλά μπορώ να πω, ότι νιώθω όλους τους ανθρώπους. Αν έμαθα κάτι στη ζωή μου είναι αυτό. Είμαι κοντά στο λάθος τους, δε θα πάρω εγώ την πέτρα να τους την πετάξω λόγω του λάθους τους, δε θα τους κρίνω εγώ. Και δεν έχω περάσει εύκολα στη ζωή μου. Καμιά φορά λέω ότι έχω περάσει όχι μόνο 40 αλλά 80 κύματα.

Χ.Α.: Τι σας ενοχλεί στη σημερινή κοινωνία, στους ανθρώπους;

Α.Π.: Είμαι πολύ μακριά, απέναντι, στη χυδαιότητα, την υποκρισία και την έπαρση. Τα απεχθάνομαι και δεν τα καταλαβαίνω με τίποτα.

 

Σχετικά με το καινούργιο της βιβλίο: Το Χαμόγελο του Δράκου (Εκδόσεις Διόπτρα).

Χ.Α.: Το καινούργιο σας βιβλίο θίγει ένα αιώνιο ζήτημα. Τη σχέση μάνας-κόρης. Βάσει των προσωπικών σας εμπειριών και από όσα έχετε ακούσει, θεωρείτε ότι θα υπάρξει λύση ώστε να εξομαλυνθεί η σχέση αυτή;

Α.Π.: Όχι. Πάντα θα υπάρχει θέμα μάνας-κόρης. Πολλές φορές η μάνα είναι η φωλιά μας, πολλές φορές όμως, είναι ο δράκος.

Χ.Α.: Είναι εφικτό να σταματήσει η μάνα να είναι επιβλητική, παρεμβατική στην κόρη; Ακόμα, και στην επιλογή συντρόφου;

Α.Π.: Κοίταξε, αυτό έχει ήδη σταματήσει να εξαπλώνεται, ιδίως στη νέα γενιά. Αλλά η μάνα δεν παύει ποτέ να αποτελεί φωλιά για το παιδί κι όταν αυτή δεν υπάρχει, τότε ψάχνεις να την βρεις. Υπάρχει πάντα ένα κενό, που δεν αναπληρώνεται με τίποτα. Κι όταν υπάρχει μια πληγή στη σχέση μάνας-κόρης, επίσης δεν επουλώνεται τελείως. Μπορεί να αιμορραγήσει ξανά. Είναι πολύ καθοριστική η σχέση αυτή.

Χ.Α.: Ο πατέρας τι ρόλο έχει στη σχέση αυτή; Οφείλει και πρέπει να παρέμβει;

Α.Π.: Οφείλει να παρέμβει, όταν μπορεί…Και βεβαίως παίζει ρόλο κι ο πατέρας…Αλλά πιο μεγάλη σημασία στη σχέση αυτή έχει η μάνα…Η μάνα είναι αυτή που καθορίζει τα πράγματα. Σέρνεται εξαιτίας αυτής μία ανάμνηση -καλή ή κακή- πίσω σου…

Χ.Α.: Έχετε επιλέξει για τίτλο του καινούργιου σας βιβλίου «Το Χαμόγελο του δράκου». Είναι ένας περίεργος και οξύμωρος τίτλος. Χαμογελούν ποτέ οι δράκοι;

Α.Π.: Εννοώ βέβαια, τους δράκους μέσα μας. Μπορεί κάποια στιγμή να τους κάνουμε να χαμογελάσουν. Πώς; Με την αγάπη, ότι η ζωή είναι μπροστά και μας περιμένει. Λέω πολλές φορές, ότι η ζωή μας περιμένει στην επόμενη στροφή και πρέπει να κρατάμε ένα λουλούδι για να μας γνωρίσει. Είναι πολύ ποιητικό, ακούγεται ποιητικό, αλλά μπορεί να είναι κι έτσι…

Χ.Α.: Ο δράκος είναι πάντα η μάνα;

Α.Π.: Όχι, δεν είναι πάντα. Αλλά μπορεί και να είναι…Μπορεί να είναι κι άλλα πράγματα. Π.χ. ο φόβος, που ίσως να πηγάζει από άλλες καταστάσεις, πιο δυσάρεστες…Οι κακές εμπειρίες μπορεί να είναι οι δράκοι.

Χ.Α: Ο δράκος είναι πάντα και θα είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα; Πηγάζει εσωτερικά κι εκεί πεθαίνει;

Α.Π.: Ήταν, είναι και θα είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα. Μέσα μας γεννιέται και μέσα μας πεθαίνει. Αν πεθαίνει…! Είναι πολύ δύσκολο να πεθάνει. Πολλές φορές λέω, ότι τον δράκο τον σκότωσε μονάχα ο Αϊ Γιώργης (γέλια)! Αλλά μπορεί ο δράκος να κάτσει στη γωνιά του και να μη δείχνει το στόμα του.

Χ.Α.: Στη σχέση μάνας-γιου δεν παρατηρούνται οι ίδιες αντιξοότητες όπως στη σχέση μάνας-κόρης. Γιατί;

Α.Π.: Στη σχέση μάνας-γιου όχι. Όντως. Γιατί, στη σχέση μάνας-κόρης έχουμε δύο γυναίκες. Σε δύο γυναίκες ανάμεσα πάντα υπάρχει άλλη σχέση. Η σχέση αυτή είναι ανταγωνιστική. Όταν βέβαια υπάρχει ανταγωνισμός. Η κόρη για παράδειγμα με τον πατέρα αλλά και ο γιος με τη μάνα δεν έχουν τέτοια σχέση. Δεν θα έλεγα, ότι είναι θέμα φύλου. Οι μάνες πάντα λίγο-πολύ καμαρώνουν για το γιο τους.

Χ.Α.: Στο βιβλίο σας εντοπίζεται ένα αρκετά τολμηρό-απογυμνωμένο από καθωσπρεπισμού- λεξιλόγιο. Δεν το φοβηθήκατε; Μήπως νιώσει μια συστολή το κοινό;

Α.Π.: Όχι. Ποτέ δεν φοβήθηκα. Δεν με ενδιαφέρει. Έχει και σκληρές λέξεις και σκληρές αλήθειες. Άκουσε να δεις. Εγώ θέλω οι ήρωες στα βιβλία μου να είναι αληθινοί. Όχι ρετουσαρισμένοι από εμένα. Θα μιλήσουν όπως πρόκειται να μιλήσουν βάσει του χαρακτήρα τους. Αλλιώς θα είναι χάρτινοι. Δεν τους θέλω. Εγώ γράφω κινηματογραφικά. Και παραδοσιακά. Με στυλό και χαρτί. Θέλω να δω τις λέξεις να ζωντανεύουν. Δεν γράφω ποτέ σε υπολογιστή. Έχω μια απόσταση. Εγώ θέλω να έχω την εικόνα μπροστά μου. Να παιδεύομαι, να ψάχνω να βρω τις λέξεις. Έτσι έχω μάθει και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Και αυτό είναι που με κουράζει. Είναι ένα στοίχημα κάθε φορά για μένα, πώς να τη ζωντανεύω (τη λέξη) στο χαρτί. Δεν θέλω να υπάρχουν «σελίδες-κομπάρσοι». Που να μην έχουν να πουν πράγματα. Θέλω κάθε σελίδα να έχει να πει κάτι. Δεν έχει σημασία το βιβλίο πόσο μεγάλο θα είναι. Σημασία έχει να πει κάτι. Η λογοτεχνία αν δεν μπορεί να ανοίξει ένα παράθυρο στη ψυχή σου, να αγγίξει μια χορδή μέσα σου να παράγει ήχο, δεν αξίζει!

Χ.Α.: Μέσα στο (πρόσφατο) βιβλίο σας υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία;

Α.Π.: Ναι, εν μέρει. Έχω βιώσει την έλλειψη της μάνας λόγω των όσων συνέβησαν μετά τον εμφύλιο. Αλλά όχι σε τέτοια έκταση που περιγράφω στο βιβλίο. Αλλά πάντα στα βιβλία μου, μπαίνει κι ένα βιογραφικό στοιχείο. Κάτι θυμάσαι από τον εαυτό σου και το βάζεις. Μάλιστα, τώρα τελευταία μου αρέσει που άρχισα να βάζω παρενθέσεις στα κείμενα των βιβλίων μου. Αποτελούν προσωπικά μου σχόλια είτε με σαρκασμό είτε με χιούμορ. Αλλά το πιο βιογραφικό μου βιβλίο, το- καθαρά- βιογραφικό ήταν το «Κόκκινο Σπίτι». Αν το έγραφα τώρα, θα το έγραφα διαφορετικά. Με περισσότερα στοιχεία…Αλλά δεν ήθελα να το αλλάξω. Ήθελα να αφήσω την «άγουρη», συγγραφική μου ματιά.

Χ.Α.: Είστε ίσως η πρώτη και μοναδική λογοτέχνιδα, που επιλέξατε από το πρώτο κιόλας βιβλίο να εκθέσετε προσωπικά-βιογραφικά σας στοιχεία και δεν το κάνατε προς το τέλος της πορείας σας. Δεν το φοβηθήκατε; Ότι ξεκινάτε την πορεία σας μέσω προσωπικής έκθεσης;

Α.Π.: Όχι. Δεν φοβήθηκα ποτέ να εκθέσω τον εαυτό μου από το πρώτο κιόλας βιβλίο, ούτε το σκέφτηκα. Εξάλλου, εξέθεσα τον εαυτό μιας μικρής 19χρονης κοπέλας.

Χ.Α.: Πρόσεξα, ότι παιδεύετε τα βιβλία σας. Εκδίδετε ανά δύο χρόνια ένα βιβλίο. Είναι κάτι που σχεδιάζετε ή βγήκε τυχαία;

Α.Π.: Όχι, είναι τυχαίο. Τίποτα δεν σχεδίασα. Ποτέ. Απλά παιδεύω το κάθε βιβλίο μου. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά ενώ κάθε φορά λέω πως δεν θα το επιχειρήσω, κάθε φορά το επαναλαμβάνω.

Χ.Α.: Πόσο καιρό σάς παίρνει να γράψετε το επόμενο βιβλίο από τη στιγμή που τελειώσατε με το προηγούμενο;

Α.Π.: Κάποιους μήνες. Εγώ, όταν ξεκινάω να γράψω ένα βιβλίο δεν κοιτάω και δεν θυμάμαι τι έγραψα στα προηγούμενα. Είναι σαν να το κάνω πρώτη φορά και είναι το στοίχημα που βάζω με τον εαυτό μου. Και μου αρέσει να βλέπω αν θα τα καταφέρω. Καμία σελίδα στα βιβλία μου δεν την δουλεύω μόνο μία φορά. Την γράφω, την ξαναγράφω και προσπαθώ να τη φθάσω στο σημείο που θέλω. Κι επίσης, ένα άλλο χαρακτηριστικό μου είναι ότι πάντα γνωρίζω το τέλος σε κάθε βιβλίο μου. Θέλω να ξέρω τι θα κάνω. Έχω μελετήσει τους ήρωες, τους γνωρίζω, κάπου τους έχω συναντήσει. Για λίγο, για πολύ, για μια στιγμή…Μαθαίνοντας τους ήρωες μαθαίνω κι εγώ μέσα από αυτούς. Μαθαίνω τον εαυτό μου. Δεν είναι άγνωστα πρόσωπα σε εμένα. Οι διάλογοι μού βγαίνουν πολύ εύκολα, επειδή ξέρω, πώς θα μιλήσει ο κάθε ήρωας. Όπως είναι στην πραγματικότητα. Έτσι θα μιλήσει. Είναι ένα είδος θεάτρου. Μπαίνεις στο πετσί του ήρωα. Κι όπως είπα, ξέρω πάντα την τελευταία σελίδα. Ποτέ την αρχή! Μπορεί να μην ξέρω πώς να αρχίσω, αλλά ξέρω πώς θα τελειώσω.

Χ.Α.: Τα διαβάσματά σας από παιδί ποια ήταν;

Α.Π.: Αρχικά, είχα ακούσματα. Η μαμά μου διάβαζε κι έπαιζε συγχρόνως κάποια κομμάτια από έργα εκείνης της εποχής. Τα έκανε παράσταση. Όσον αφορά τα διαβάσματά μου, διάβαζα πολλή λογοτεχνία στο Γυμνάσιο. Ελληνική και ξένη. Μυριβήλη, Βενέζη, Καζαντζάκη, όπως προείπα και Ρώσους λογοτέχνες. Μόνο μυθιστορήματα. Δεν διάβασα ποτέ Άρλεκιν και παιδικά βιβλία. Για το δεύτερο βέβαια, ήταν λάθος μου. Με μάγευαν οι παρομοιώσεις, οι προσωποποιήσεις, οι μεταφορές κλπ…Δεν ξέρω να γράψω διαφορετικά. Αφού κάποιες φορές λέω, πως ακόμα και μια αίτηση να συμπληρώσω με παρομοίωση θα το κάνω…(γέλια)!

Χ.Α.: Τι θα σας κέντριζε το ενδιαφέρον σε ένα βιβλίο;

Α.Π.: Ο τρόπος που είναι γραμμένο. Πλοκή είναι εύκολο να βρεις ή και να φτιάξεις. Το πώς θα το αποδώσεις είναι το ζητούμενο. Κι επίσης, θα πρέπει η ψυχή να κάνει ένα ταξίδι μέσα στο βιβλίο. Αλλιώς δεν έχει νόημα.

Χ.Α.: Τι θα συμβουλεύατε τους νέους/επίδοξους συγγραφείς και ιδίως όσους επιθυμούν να ασχοληθούν με τη συγγραφή ή με τη λογοτεχνία εν προκειμένω; 

Α.Π.: Κατ’αρχάς, αν κάποιος έχει ταλέντο θα βγει στην επιφάνεια. Αλλά μόνο το ταλέντο δεν φτάνει. Χρειάζεται δουλειά. Σκληρή. Χρειάζεται να διαβάσεις πολύ. Να βλέπεις γύρω σου. Από βιτρίνα δεν μπορείς να γράψεις αληθινά. Να έρθεις σε επαφή με τον κόσμο και να ξέρεις πια, πώς θα σκεφθεί και θα μιλήσει ο καθένας…Θέλει όμως, κατά κύριο λόγο, δουλειά. Όχι να γράψεις μια σελίδα, να την παρατήσεις πηγαίνοντας στην επόμενη, αλλά να επιμείνεις σε αυτήν. Να μην έχεις έπαρση και αλαζονεία. Πολλές φορές αυτό λέω στα νέα παιδιά. Δεν είναι ούτε έκθεση ιδεών ούτε ημερολόγιο η λογοτεχνία! Δεν είναι ψυχοθεραπεία! Είναι δημιουργία. Σου δίνει τη χαρά, όταν θα τελειώσει το δημιούργημά σου. Κατά τη διάρκειά του όμως, είναι ψυχοφθόρο. Ακούω πολλούς, που ομολογούν, ότι εκτονώνονται μέσα από μία δημιουργία! Πώς; Τι θα πει αυτό;; Είναι δυνατόν; Τι να εκτονώσεις; Μέχρι να αδειάσεις και να καταθέσεις την ψυχή σου είναι πολύ ψυχοφθόρο. Αλλά γράφοντας δεν ψυχοθεραπεύεσαι. Δεν είναι φυσικά, καθόλου εύκολο. Επίσης, εγώ δεν έχω πει ποτέ ότι είμαι συγγραφέας. Γιατί δεν είμαι. Ο συγγραφέας παράγει επιστημονικό έργο. Εγώ, δηλώνω, ότι είμαι μαστόρισσα τη λογοτεχνίας. Αλλά  όχι συγγραφέας. Είναι σαν να φοράς βαρύ παλτό τον Αύγουστο (γέλια)!

Χ.Α.: Και μια τελευταία ερώτηση: Πώς είστε στην καθημερινότητά σας; Σκέφτεστε το γράψιμο συχνά;

Α.Π.: Μια απλή γυναίκα είμαι. Σκέφτομαι το γράψιμο. Αλλά μπορεί να το σκέφτομαι κάνοντας δουλειές στο σπίτι. Αυτό είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να το αποτυπώσεις στο χαρτί. Μου αρέσει να περιποιούμαι τα λουλούδια μου, να μαγειρεύω, να στολίζω το σπίτι μου…Μου αρέσει η καθημερινότητα και να τη ζω. Δεν τη θεωρώ βάρος. Δεν πρέπει να την μετατρέπουμε, όμως, σε ρουτίνα. Πρέπει να προσπαθούμε να κάνουμε την ομορφιά της ημέρας, να δίνουμε στην κάθε μέρα μια σφραγίδα, κάτι που να την κάνει να ξεχωρίζει. Και αυτό συμβουλεύω την εγγονή μου.


Ευχαριστώ, για ακόμη μια φορά την κ. Αλκυόνη Παπαδάκη για αυτήν τη σπουδαία συνέντευξη που παραχώρησε. Φυσικά, ευχαριστώ θερμά και την Δήμητρα Πυργελή για τον χώρο (της) που μας παραχώρησε, ώστε να είμαστε απαλλαγμένοι από κάθε ήχο και να λειτουργήσουν όλα απρόσκοπτα.

Καλές γιορτές και καλή χρονιά με υγεία, τύχη και δημιουργικότητα σε όλες και όλους!

 

Χάρης Αβραμίδης  για την ομάδα του filologika.gr

Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω.

Η Ομάδα του filologika.gr

Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!

0
Would love your thoughts, please comment.x