Σοφία Βέμπο: Η φωνή της Εθνικής μας Αντίστασης

Σοφία Βέμπο: Η φωνή της Εθνικής μας Αντίστασης

Σοφία Βέμπο:

Η φωνή της εθνικής μας αντίστασης

 Η «τραγουδίστρια της Νίκης»

Η Σοφία Βέμπο γεννιέται στις 10 Φεβρουαρίου του 1910, στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης και αφήνει την τελευταία της πνοή στις 11 Μαρτίου του 1978, σε ηλικία 68 ετών. Η οικογένειά της έρχεται με το προσφυγικό κύμα του ’22 και εγκαθίσταται μόνιμα στον Βόλο, όπου οι γονείς της εργάζονται ως καπνεργάτες. Το πραγματικό της επίθετο ήταν Μπέμπου, αλλά το κοινό της την αποκαλούσε Βέμπο από τις πρώτες καλλιτεχνικές της εμφανίσεις, οπότε και το άλλαξε, ακολουθώντας όλες τις νόμιμες διαδικασίες, σε Βέμπο. Πρωτοεμφανίστηκε στο καλλιτεχνικό στερέωμα ως τραγουδίστρια και ηθοποιός, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, με το τραγούδι «Τσιγγάνα μαυρομάτα» και συνέχισε την καριέρα της και κατά τη μεταπολεμική περίοδο, έως και τη δεκαετία του ’50.

Η Σοφία σε νεαρή ηλικία

Έγινε γνωστή ως «τραγουδίστρια της Νίκης», καθώς συνέδεσε το όνομά της με την εθνική αντίσταση απέναντι στην εισβολή των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων του Μπενίτο Μουσολίνι. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940, στις 10: 00 π.μ. ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος διακόπτει τη ροή του ραδιοφωνικού προγράμματος του σταθμού Αθηνών και προβαίνει στην ιστορική ανακοίνωση της επίθεσης των ιταλικών δυνάμεων κατά της Ελλάδας. Ο πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει.

«Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών. Έκτακτο ανακοινωθέν. Η Ελλάς από της έκτης πρωινής της σήμερον βρίσκεται σε εμπόλεμον κατάστασιν προς την Ιταλίαν.»

Η Σοφία, με τη χαρακτηριστική κοντράλτο[1] φωνή της, με έκταση, δύναμη και συναίσθημα, τίθεται στο πλευρό των αγωνιζόμενων Ελλήνων στρατιωτών στο αλβανικό μέτωπο. Το τραγούδι με το οποίο συνδέει το όνομά της είναι το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», το οποίο γίνεται μουσικό σύμβολο εθνικής αντίστασης και υπερηφάνειας, και γνωρίζει, όπως είναι αναμενόμενο, τεράστια επιτυχία. Ουσιαστικά, πρόκειται για το τραγούδι «Ζεχρά» του 1938 σε στίχους Αιμίλιου Σαββίδη και μουσική Μιχάλη Σουγιούλ, σε πρώτη εκτέλεση από την ίδια. Τους στίχους διασκεύασε ο Μίμης Τραϊφόρος, προσδίδοντας πατριωτικό περιεχόμενο. Μάλιστα, λέγεται ότι ο τελευταίος στίχος ήταν: «Αν δε ’ρθείτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ», τον οποίο η Βέμπο θεώρησε ιδιαιτέρως σκληρό και γι’ αυτό ο Τραϊφόρος τον άλλαξε σε: «Με της νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά». Τότε αναπτύσσονται και τα πρώτα αισθήματα αγάπης με τον Τραϊφόρο, αγάπη που θα οδηγήσει σε αρραβώνα το 1942 και αρκετά χρόνια αργότερα σε γάμο.

Η «τραγουδίστρια της Νίκης»

Η «τραγουδίστρια της Νίκης»

 

Μεσ’ τους δρόμους τριγυρνάνε

οι μανάδες και κοιτάνε ν’ αντικρίσουνε

Τα παιδιά τους π’ ορκιστήκαν

στο σταθμό όταν χωριστήκαν να νικήσουνε.

 

Μα για ‘κείνους που ‘χουν φύγει

και η δόξα τους τυλίγει, ας χαιρόμαστε.

Και ποτέ καμιά ας μη κλάψει

κάθε πόνο της ας κάψει, κι ας ευχόμαστε.

 

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,

που σκληρά πολεμάτε

πάνω στα βουνά.

Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά,

προσευχόμαστε όλες

Να’ ρθετε ξανά.

 

Φωτογραφία Ελλήνων στρατιωτών από το αλβανικό μέτωπο

Έτσι η Βέμπο εμψυχώνει τους πολεμιστές στα βουνά της Αλβανίας και το όνομά της ταυτίζεται ανεξίτηλα με το αλβανικό έπος. Οι  μισές εισπράξεις από τις παραστάσεις δίδονται για την ενίσχυση του μετώπου και η ίδια η Σοφία προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες. Άλλα τραγούδια της, σατιρίζοντας τους Ιταλούς στρατηγούς και αξιωματικούς, ενισχύουν τα ψυχικά αντισώματα των Ελλήνων στρατιωτών, μειώνοντας την ένταση των κακουχιών του πολέμου. Παράλληλα, την ίδια περίοδο (1941) πρωταγωνιστεί σε επιθεωρήσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι, με την κήρυξη του πολέμου, όλες οι επιθεωρήσεις προσαρμόζουν τη θεματική τους στην πολεμική επικαιρότητα.

Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του

Και τη σκούφια την ψηλή του

Μ’ όλα τα φτερά.

Και μια νύχτα με φεγγάρι

Την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε τον φουκαρά.

Τον τσολιά μας τον λεβέντη βρίσκει στα βουνά

Και ταράζει τον αφέντη τον μακαρονά,

Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,

Με την Ελλάδα ποιος μου είπε να τα βάνω;

Παράλληλα με τις θεατρικές της εμφανίσεις, η Βέμπο καθώς και όλοι οι άλλοι καλλιτέχνες της εποχής, δίνει παραστάσεις στα νοσοκομεία και σκορπίζει τη χαρά και το γέλιο στους τραυματισμένους ήρωες και στο νοσηλευτικό προσωπικό. Ωστόσο, η καλλιτεχνική της δράση αρχίζει να γίνεται ενοχλητική για τους εχθρούς της χώρας και του έθνους. Οι Ναζί ετοιμάζονται να εισβάλλουν στην Ελλάδα. Η ίδια στην αυτοβιογραφία της εξομολογείται ότι βγαίνοντας μία νύχτα από το θέατρο «Μοντιάλ», όπου έπαιζε στην παράσταση «Πολεμική

Σατιρικό σκίτσο της εποχής

επιθεώρησις» και, πηγαίνοντας για το θέατρο «Αλάμπρα», όπου έπαιζε η αδερφή της Αλίκη, δέχτηκε χτύπημα στο πρόσωπο…

«Ξαφνικά ένιωσα ένα τρομερό σε δύναμη κρύο χτύπημα στο πρόσωπο. Ήταν σαν σιδερένια γροθιά. Σωριάστηκα αμέσως. Επρόλαβα να φωνάξω: “Με σκότωσες παλιάνθρωπε.” Τίποτε άλλο, λιποθύμησα.»

Την επόμενη μέρα δέχτηκε απειλητικό τηλεφώνημα:

«Σ’ τα σπάσαμε τα μούτρα για να μην μπορής να βγαίνεις στο θέατρο και να λες αυτά που λες.»

Μα η Σοφία δεν κάμφθηκε και απάντησε:

«Μην στεναχωριέστε», τους απάντησα, «θα τα πω στο ραδιόφωνο. Ήταν φανεροί πλέον οι δολοφόνοι μου: ή φασίσται Ιταλοί ή άνθρωποι της Γκεστάπο.»

Η Βέμπο με Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο

Οι διώκτες της δεν έμειναν σε εκείνο το τηλεφώνημα, αλλά άρχισαν να την παρακολουθούν. Μετά από μία απογευματινή της παράσταση, δύο λοχαγοί της Γκεστάπο τής ζητούν να τους ακολουθήσει. Την οδηγούν στα ανακριτικά γραφεία και κατόπιν στις φυλακές Αβέρωφ. Την αναγκάζουν να υπογράψει χαρτί στο οποίο διαβεβαίωνε ότι δε θα ξανατραγουδούσε πατριωτικά τραγούδια. Το κάνει, αλλά συνεχίζει να τραγουδά και να στέλνει τα αντιστασιακά της μηνύματα με έμμεσο τρόπο. Λίγο αργότερα, οι Ιταλοί ζητούν με ανακοίνωσή τους να σταματήσει να τραγουδά. Παύει να ασκεί το επάγγελμά της, αλλά μετά από λίγο παίρνει την άδειά της πίσω. Ο κλοιός, όμως, σφίγγει επικίνδυνα γύρω της και τελικά η Σοφία φυγαδεύεται, μεταμφιεσμένη σε καλόγρια, στη Μέση Ανατολή, όπου συνεχίζει να τραγουδά, εμψυχώνοντας τα ελληνικά και τα συμμαχικά στρατεύματα. Εκεί, παραμένει για τρεισήμισι χρόνια (1942 – 1946).

 

Η Βέμπο με τον Μίμη Τραϊφόρο

Το μεγαλύτερο μέρος από τα έσοδα των εμφανίσεών που πραγματοποιεί πηγαίνει στον εθνικό αγώνα για την απελευθέρωση. Μετά την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία, το Συμμαχικό στρατηγείο τής διαθέτει πολεμικό αεροσκάφος, για να επιστρέψει στην πατρίδα. Τότε, κι ενώ βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας της, αποφασίζει να πάει στην Αμερική, όπου την είχε προσκαλέσει ο απόδημος ελληνισμός και να μείνει για δυόμισι χρόνια. Όμως, το βλέμμα της είναι στραμμένο προς την Ελλάδα, την οποία υπεραγαπά και σε αυτήν θέλει να γυρίσει και να ολοκληρώσει την καριέρα της.

 

 

Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά

Μου χαϊδεύεις μετά τα μαλλιά

Κι όλη μέρα γελάς, λόγια λες τρυφερά

και γεμίζεις το σπίτι χαρά.

Πόσο χαίρομαι που μ’ αγαπάς

Πάντα κάπου τα βράδια με πας

Και τις νύχτες ρωτάς αν κι εγώ σ’ αγαπώ,

αλλά αυτά δεν μπορώ να τα πω.

Σοφία Βέμπο – στίχοι, Χρήστος Γιαννακόπουλος, μουσική, Γ. Κυπαρίσσης

 

Πίσω στην πατρίδα – η τελευταία αντιστασιακή πράξη

Γυρίζει στην Ελλάδα το 1949 και ανοίγει το πρώτο της θέατρο στην οδό Καρόλου στην Αθήνα, στο όνομά της: «Θέατρο Βέμπο». Πραγματοποιεί έτσι το μεγάλο της όνειρο και ανεβάζει τις παραστάσεις: «Έχετε γεια βρυσούλες», «Σταρ Ελλάς», «Τρόλεϋ Μπας», «Ρωμιός» αλλά και την τεράστια εισπρακτική επιτυχία «Στουρνάρη 288». Κοντά σε αυτές και μεγάλες επιτυχίες τραγουδιών της, όπως η «Λόντρα» και η «Ταμπακιέρα». Λίγο αργότερα, εμφανίζεται και στην κινηματογραφική ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, σε έναν σύντομο αλλά χαρακτηριστικό ρόλο.

Το φεγγάρι είναι κόκκινο

Το ποτάμι είναι βαθύ

Κι η αγάπη μου στα χέρια σου

είναι κάτασπρο πουλί.

 

Το φεγγάρι πήγε κι έπεσε στο ποτάμι το βαθύ

κι η αγάπη μου κιτρίνισε

σαν τη φλόγα στο κερί…

Έλα αγάπη μου και χόρεψε ίσαμ’ αύριο το πρωί.

Σοφία Βέμπο – Μάνος Χατζιδάκις, άλμπουμ «Στέλλα», 1955

 

Φωτογραφία από μουσική παράσταση

Με τον Μίμη Τραϊφόρο έχει έναν θυελλώδη δεσμό που περνά μέσα από πολλά κύματα πάθους, ζήλιας, ψυχρότητας και επανασύνδεσης. Ως γυναίκα ήταν παράφορα ζηλιάρα και συχνά έφτανε στα άκρα, όταν είχε υπόνοιες απιστίας από την πλευρά του Μίμη, και ξεσπούσε με έντονο και βίαιο κάποιες φορές τρόπο στις γυναίκες που υποψιαζόταν ότι είχαν παράνομες σχέσεις με τον αρραβωνιαστικό της. Η σύνδεση των δύο ήταν βαθιά πνευματική και γι’ αυτό τόσο δυνατή. Όσο η Σοφία βρισκόταν στην Αμερική, ο Μίμης ήταν στην Ελλάδα και σε ένα γράμμα που της έστειλε, εκείνη απάντησε ψυχρά και τυπικά. Αυτή η αντίδρασή της ήταν και η αφορμή για το τραγούδι που της έγραψε και τελικά το ερμήνευσε…

Ας ερχόσουν για λίγο

μοναχά για ένα βράδυ…

Να γεμίσεις με φως

το φριχτό μου σκοτάδι…

Και στα δυο σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά

Ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά…

Στίχοι Μίμης Τραϊφόρος, μουσική Μιχάλης Σουγιούλ

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, είχε αποσυρθεί από την καλλιτεχνική δράση. Ζούσε μαζί με τον Μίμη, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1957, αλλά είχε εθιστεί στο αλκοόλ και στα ηρεμιστικά. Λέγεται πως οι απιστίες του Μίμη είχαν κλονίσει τον ψυχισμό της και ήταν ίσως μία από τις αιτίες του εθισμού της. Ζούσαν στην οδό Στουρνάρα στο κέντρο της Αθήνας και τη βραδιά της εισβολής του τανκ στο Πολυτεχνείο, η Σοφία προέβη σε μία ακόμη αντιστασιακή ενέργεια, αυτή τη φορά απέναντι στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Την ώρα που συνέβαινε η εισβολή, η Σοφία κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας, άνοιξε την πόρτα και έβαλε μέσα όσους περισσότερους φοιτητές αναζητούσαν καταφύγιο. Η κίνησή της μαθεύτηκε ασφαλώς, διαδόθηκε ταχύτατα και λίγο αργότερα η Ασφάλεια τής χτύπησε το κουδούνι. Η ίδια αρνήθηκε ότι συνέβαινε κάτι «παράνομο» και οι ασφαλίτες αποχώρησαν. Ποιος θα τολμούσε να εναντιωθεί στην «τραγουδίστρια της Νίκης»; Με αυτήν την πράξη αντιστάθμισε και τις αρνητικές εντυπώσεις που είχε προκαλέσει με τις εμφανίσεις της σε χαμηλής αισθητικής στάθμης Ολυμπιάδες της χούντας, τραγουδώντας τα πατριωτικά τραγούδια του ’40.

Η Σοφία σε ώριμη ηλικία

Έφυγε από τη ζωή στις 11 Μαρτίου του 1978 από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο σύζυγός της επιμελήθηκε με συγκινητική αφοσίωση όλα τα τραγούδια που είχε ερμηνεύσει η Σοφία με την έκδοση και επανέκδοσή των ηχογραφήσεών τους κι έτσι διατηρήθηκαν στη συλλογική μας μνήμη μέχρι τις μέρες μας. Η ίδια είχε αναφέρει ότι δε φανταζόταν ποτέ ότι θα δοξαζόταν από ολόκληρη την Ελλάδα για την καλλιτεχνική της προσφορά. Ήταν μία απλή προσφυγοπούλα από φτωχή οικογένεια που ανακάλυψε το ταλέντο της, το καλλιέργησε και τη στιγμή που χρειάστηκε να υπηρετήσει, μέσω της τέχνης της, την πατρίδα το έκανε με όλο το θάρρος και το πάθος που απαιτούσαν οι περιστάσεις, αψηφώντας τον θάνατο. Παράλληλα, όμως, ήταν και μία γυναίκα με πάθη, εκρήξεις και ατυχείς – ορισμένες φορές – καλλιτεχνικές επιλογές. Η βαθιά και γεμάτη συναίσθημα φωνή της συνοδεύει όλα τα τραγούδια της και, κάθε χρόνο, την Εθνική Επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, γεμίζοντας υπερηφάνεια και συγκίνηση μεγάλους και μικρούς άγνωστους ακροατές…

 

«Τα τραγούδια μου τούτα τα χαρίζω σε σένα, άγνωστε, αγαπημένε ακροατή, μαζί με την ευγνωμοσύνη και την αγάπη μου την αλογάριαστη.»

Ιδιόχειρο σημείωμα Σοφίας Βέμπο

 

 

 

ΠΗΓΕΣ

www.tovima.gr/2014/03/28/culture/sofia-bempo-erwtes-kai-xronia-den-tha-ta-mathete-pote/

www.bing.com/search?q=σοφία+βέμπο+kaliterilamia.gr&qs=n&form=QBRE&msbsrank=0_1__0&sp=-1&pq=σοφία+βέμπο+kaliterilamia.

www.ethnos.gr/music/article/130547/sofiabempohagnosthistoriatoythrylikoypaidiathselladospaidia

www.bovary.gr/sofia-bempo

www.sansimera.gr/biographies/155

 

 

[1] Πολύ βαθιά χροιά γυναικείας φωνής

 

Μαρία Κασιμάτη για την Ομάδα του filologika.gr


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!

Η Ομάδα του filologika.gr

Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!