Απόσπασμα από τη συλλογή διαλέξεων του Κορνήλιου Καστοριάδη Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα (τρίτος τόμος), εκδόσεις Κριτική. Ο Κ. Καστοριάδης (Κωνσταντινούπολη 11/03/1922 – Παρίσι 26/12/1997) ήταν φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής.
Έρχομαι τώρα στο κυρίως θέμα του σημερινού σεμιναρίου: το ζήτημα της αυτόνομης κοινωνίας. Το έθιξα ήδη στο προηγούμενο σεμινάριο, θα το επαναλάβω εν συντομία το κεφάλαιο της αυτονομίας σε ατομικό επίπεδο. Ονομάζω αυτόνομο το άτομο το οποίο εμφανίζει ισχυρή ψυχική επένδυση του αληθινού, έχει λίγο πολύ την πραγματική ικανότητα να αναγνωρίζει την επιθυμία του και, βεβαίως, να τη διακρίνει από την πραγματικότητα, και είναι ικανό να ενεργεί έχοντας επίγνωση των επιθυμιών του, τις οποίες αποδέχεται και αναλαμβάνει. Μπορούμε να δούμε, και εδώ επίσης, ότι κατά μία έννοια αυτός ο ορισμός είναι σχεδόν «ουδέτερος ηθικά». Τούτο υποδηλώνει ότι το αυτόνομο άτομο δεν είναι αναγκαστικά καλό άτομο με την απλούστερη και τη βαθύτερη έννοια του όρου. Μπορούμε, παραδείγματος χάριν, να φανταστούμε ότι το άτομο αυτό ωθείται για κάποιους λόγους να σκοτώσει κάποιον, πράγμα που οπωσδήποτε δεν είναι «καλό». Για την ώρα δεν θα προσπαθήσουμε να προχωρήσουμε πιο πέρα. Τί μπορούμε λοιπόν να πούμε για την ετερονομία στο επίπεδο του ατόμου; Αν θεωρήσουμε -πράγμα που προφανώς συνιστά αφαίρεση- το άτομο καθ’ αυτό, θα πούμε ότι είναι ετερόνομο το άτομο που ενεργεί υπό την κυριαρχία των ενορμήσεών του, όντας υπόδουλο σε ένα ασυνείδητο απέναντι στο οποίο είναι εξ’ ορισμού τυφλό. Για το άτομο αυτό μπορεί να πει κανείς, σύμφωνα με την παλιά λατινική έκφραση agitur, non agit: είναι ενεργούμενο δεν ενεργεί, υποκινείται από τις τυφλές δυνάμεις εντός του, αλλά δεν το γνωρίζει.
Αν εξετάσουμε τώρα την ιδέα της ετερονομίας στο επίπεδο της κοινωνικής θέσμισης, μπορούμε να διακρίνουμε ασφαλώς δύο απόψεις. Από τη μια μεριά υπάρχει η εσωτερίκευση της ετερονομίας: αποτελούν πηγή ετερονομίας τα κοινωνικά στοιχεία τα οποία έχω εσωτερικεύσει, στο μέτρο που έχουν καταστεί φετίχ και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση -όχι τα κοινωνικά στοιχεία εν γένει, αλλά στο βαθμό που έχουν γίνει τέτοια ώστε να μην μπορώ διόλου να τα αμφισβητήσω. Από την άλλη μεριά, η ετερονομία είναι επίσης εξωτερική ετερονομία, δηλαδή ο εξαναγκασμός που ασκείται από μια εξουσία η οποία βρίσκεται απέναντί μου, είτε αυτός είναι σωματικός, οικονομικός ή συνιστά ακόμα και ιδεολογική χειραγώγηση, τα δε όριά της με αυτό που αποκάλεσα εσωτερίκευση της ετερονομίας είναι αρκετά ασαφή. Θα έπρεπε εξάλλου να προχωρήσουμε τον όρο ιδεολογική χειραγώγηση στις ρητές ιδεολογίες των νεότερων χρόνων. Φυσικά, ούτε η πραγματικότητα αυτή καθαυτή ούτε η αρχή της πραγματικότητας αποτελούν πηγές ετερονομίας, παρά τις διάφορες ανοησίες που έχουν λεχθεί γύρω από αυτό το θέμα (παραλογισμοί του είδους: ο νόμος της βαρύτητας με καταπιέζει διότι θα ήθελα να πετάξω). Και όταν μιλάμε για πραγματικότητα, κυρίως δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτήν τη θεμελιώδη πλευρά που συνιστά ο θάνατος. Μέσα από το θέμα του θανάτου μπορούμε να προσπαθήσουμε να εισάγουμε ένα άλλο θέμα, το οποίο αφορά αυτό που ορισμένοι αποκάλεσαν περατότητα του ανθρώπινου όντος. Όσο για εμένα, είμαι αντίθετος σε αυτή την ορολογία και σε αυτόν τον τρόπο προσέγγισης του προβλήματος […] όπως και να έχει όμως το πράγμα, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο θάνατος και γενικότερα η πραγματικότητα αποτελούν πηγή ετερονομίας, ακριβώς όπως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την ύπαρξη άλλων ατόμων ή της κοινωνίας ως πηγή ετερονομίας. Μόνο συλλογική ύπαρξη υπάρχει, μόνο κοινωνική ύπαρξη υπάρχει. Είναι γελοίο να υποστηρίζει κανείς ότι η κόλαση είναι οι άλλοι. Οι άλλοι, όπως και η ίδια η πραγματικότητα, μπορεί να είναι πηγή εμποδίων, αλλά είναι επίσης και πηγή δυνατοτήτων. Ετούτο δε θα εξαρτηθεί, επίσης και κυρίως, από αυτό που είμαι εγώ.
Κ. Καστοριάδης (1984). Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα (τρίτος τόμος). Εκδόσεις Κριτική