Ευγενία Φακίνου «Νυχτερινή ακρόαση»
Η Ελένη, ο Μάξιμος, οι δίδυμες μοδίστρες Σία και Σία, ο Λουκάς κι η Αμαλίτσα, βιώνουν όλοι τους ματαιωμένες ελπίδες και ακυρωμένα πάθη. Είναι άνθρωποι στωικοί αλλά όχι παραιτημένοι, που τους συνδέει το ραδιόφωνο και οι νυχτερινές εκπομπές, στις οποίες βρίσκουν ένα αντίδοτο στη μοναξιά και μια ελπίδα για την επόμενη μέρα.
Ξεκινάει το ψάξιμο από τ’ αριστερά, άκρη άκρη, πιο αριστερά δεν πάει η βελόνα. Λαϊκό τραγούδι, ξένο τραγούδι, ο σταθμός της καλής εκκλησίας, που δεν τρομάζει με κηρύγματα για θανάσιμες αμαρτίες κι αντίστοιχες ποινές, για βδελυρές πράξεις, για ένα θεό τιμωρό κι άσπλαχνο, όχι, όχι τέτοια, δεν τ’ αντέχει, και γρήγορα προσπερνάει τον επόμενο σταθμό, της σκληρόκαρδης εκκλησίας, αλλά και τον κυβερνητικό σταθμό –εκεί όλα βαίνουν καλώς πάντα, η οικονομία έχει ανακάμψει, η ανεργία μειώνεται, η εγκληματικότητα έχει παταχθεί–, μουσική, μουσική, μουσική, κι επιτέλους φτάνει εκεί που ήθελε εξαρχής, εκεί που θα μπορούσε να πάει απ’ την αρχή χωρίς να ψάχνει στα τυφλά, αλλά είναι πάντα ανοιχτή σε μια έκπληξη, σε κάτι αναπάντεχο, που δεν περιμένει αλλά μπορεί να της αρέσει, και είναι η μοναδική έκπληξη που αντέχει, επειδή γενικώς απεχθάνεται το απρόσμενο.
Η αγαπημένη της εκπομπή «άνοιγε» τα μικρόφωνα, όπως έλεγε ο ταλαντούχος παραγωγός –αν και δεν του ταίριαζε αυτός ο προσδιορισμός, αφού στην πραγματικότητα τσίγκλιζε και ωθούσε τους ακροατές του σε κάτι που ήταν από σουρεαλιστικό έως παράλογο θεατρικό παιχνίδι.
Δεν ήταν η μοναδική εκπομπή που έδινε λόγο στους ακροατές υπήρχαν και δυο τρεις αθλητικού περιεχομένου –όπου γίνονταν καβγάδες ολκής, και οι άνθρωποι θυμόντουσαν πάσες, γκολ και πέναλτι, ονόματα παικτών και διαιτητών, φάσεις που είχαν συμβεί πριν από δεκαετίες–, μία πολιτικού ενδιαφέροντος με άλλου είδους διαξιφισμούς και ακόμα δύο με ρομαντική διάθεση και αφιερώσεις παλαιών τραγουδιών. Αυτή όμως, η Ελένη, είχε αγκιστρωθεί στη συγκεκριμένη εκπομπή. Την ξάφνιαζε ο μεγάλος αριθμός συμμετεχόντων, που τηλεφωνούσαν απ’ όλες τις άκρες της χώρας, αντάλλασσαν χαιρετίσματα, είχαν δημιουργήσει φιλίες μεταξύ τους και με τον παραγωγό, που ήξερε όχι μόνο τους ίδιους αλλά και το σόι τους και ρωτούσε: «Τι κάνει η κυρά;», «Το παιδί πέρασε στις πανελλαδικές;», «Βγήκε απ’ το νοσοκομείο ο πατέρας;»
Η Ελένη που δεν άκουγε παθητικά την εκπομπή, είχε διαχωρίσει τους ακροατές σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στους επαγγελματίες, που το ‘χε φέρει η ανάγκη να δουλεύουν νύχτα –ταξιτζήδες, νταλικέρηδες, σεκιουριτάδες, φουρνάρηδες, ναυτικούς και νοσοκόμες–, κι απ’ την άλλη, σ’ αυτούς που αποκαλούσε «μοναχικές ψυχές», κατηγορία στην οποία έβαζε και τον εαυτό της.
Της άρεσαν τα ευφάνταστα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσαν κι έδειχναν χιούμορ, αυτοσαρκασμό και ειρωνεία, γοητευόταν από μια αυθεντική λαϊκότητα, από ένα είδος ανθρώπων που δεν είχε σχεδόν ποτέ τη δυνατότητα να συναντήσει. […]
Από το ραδιόφωνο ακουγόταν ένα λαϊκό τραγούδι, για μια άπιστη, παραγγελιά κάποιου σεκιουριτά από τη Λιβαδειά, κι η Ελένη καθυστέρησε τακτοποιώντας τα τρία πλυμένα πιάτα στη θέση τους, γέμισε το ποτήρι της με νερό, έσφιξε λίγο παραπάνω τη βρύση που τις τελευταίες μέρες είχε αρχίσει να στάζει, και γύριζε στη θέση της όταν άκουσε τον παραγωγό να χαιρετά εγκαρδίως τον επόμενο ακροατή: «Καλώς τον Μάξιμο το φαροφύλακα».
Γλίστρησε το ποτήρι απ’ τα χέρια της, έπεσε κι έσπασε κομμάτια πάνω στα πλακάκια, το νερό πετάχτηκε παντού, και στα πόδια της, που τα έβρεξε ως τα νύχια.
Ευγενία Φακίνου, Νυχτερινή ακρόαση, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018