Ο Πατούχας: Κριτήριο Αξιολόγησης Λογοτεχνίας Β Λυκείου (Νέα Μορφή)
Ο ΠΑΤΟΥΧΑΣ είναι ένα από τα πιο πρωτότυπα έργα της νεοελληνικής μας πεζογραφίας. Μια απλή, αλλά σωστά ψυχολογημένη ιστορία εξελίσσεται στη Βιάννο της Κρήτης. Κεντρικός ήρωας της ιστορίας είναι ένας παράξενος έφηβος, πρωτόγονος και γεμάτος αυθορμητισμό, που ρίχνεται ξαφνικά μέσα στη μικρή, αλλά όλο ζωντάνια κοινωνία τον χωριού με τον εξαιρετικά ιδιότυπο κόσμο του.
(απόσπασμα)
Το γεγονός της ημέρας εις το χωριό ήτο η εμφάνισις του υιού του Σαϊτονικολή, αγνώστου σχεδόν μέχρι τούδε, όστις ούτω επαρουσιάσθη έξαφνα, μίαν Κυριακήν του 1863, δεκαοκτώ ετών, ανδρούκλακας ως εκεί πάνω, με ανάπτυξιν καταπληκτικήν. Του διαόλου το Σαϊτονικολή, γιο που τον έκαμε! Είδες μπόι, είδες πλάτες; Και τι έχει να γίνει ακόμη όσο ν’ αντροπατήσει*! Πού ‘ταν αυτό το παιδί, κι έτσι μονομιάς επετάχτηκε άντρας θεριεμένος;
Βέβαια στη χώρα δεν ήτο. Το πράγμα εφαίνετο μια ώρα μακριά. Μετά την πρώτην εντύπωσιν, οι φιλόψογοι* ήρχισαν να βλέπουν διάφορα ψεγάδια εις τον νέον, και τα εμπαικτικά γέλια διεδέχθηοαν τον θαυμασμόν. Ελέγετο δηλαδή ότι, επειδή έζη μέχρι τούδε μακράν των ανθρώπων, βοσκός εις τα βουνά από μικρό παιδί, είχε γίνει ζώον με τα ζώα· μόνο που δεν εκουτούλα. Να μιλήσει καλά καλά δεν ήξευρε και άμα ευρίσκετο μεταξύ ανθρώπων τα ‘χανε κι έκανε σαν αγριότραγος που κοιτάζει από πού να φύγει.
Η δε Σπυριδολενιά, διάσημος ψεγαδιάστρα* και δια τούτο λίαν επίφοβος, έτοιμη πάντοτε, αν εστραβοπατούσες, να σου βγάλει τραγούδι, όταν τον είδεν έκαμε τάχα πως εφοβήθη, μάνα μου! Έπειτα εγέλασε τον συριστικόν και ξηρόν γέλωτά της και σκύψασα εψιθύρισε προς την παρακαθημένην το εξής αυτοσχέδιον επίγραμμα:*
Καλώς τονε που πρόβαλε με τσι μακρές χερούκλες,
Με τα μεγάλα μάγουλα και με τσι ποδαρούκλες.
Το δίστιχον τούτο, με το οποίον η Σπυριδολενιά εχάραξεν, ως δια μονοκονδυλιάς, την γελοιογραφίαν του νέου, μεταδοθέν από ακοής εις ακοήν, μετά μικρών σκιρτηματικών γελώτων, παρήγαγε πλήμμυραν φαιδρότητος εις τον όμιλον των γυναικών, αίτινες καθήμεναι υπό τον μεγάλον πλάτανον με τα κυριακάτικά των, παρετήρουν τους διερχομένους από το δισταύρι*. Μία εξ αυτών κατελήφθη υπό σπασμωδικού ακαταβλήτου γέλωτος και ενώ δια της μιας χειρός εκράτει τα στήθη της, δια της άλλης εκτύπα τον ώμον της Λενιάς:
— Θεοσκοτωμένη, να σκάσω θέλω απού τα γέλια, σε καλό να μου βγούνε!
Όσον δε παρετήρουν τον νέον απομακρυνόμενον, με τα μεγάλα χέρια κρεμάμενα, ως περιττά και δυσοικονόμητα εξαρτήματα, με τα μεγάλα πόδια, εις τα οποία είχε μεταδοθεί το σάστισμα της κεφαλής, όλον εκείνον τον κολοσσόν, όστις από την παραζάλην της ανθρωποφοβίας εβάδιζεν ως στραβός, προσκόπτων εις τους λίθους, η κωμική του επιγράμματος εικών εφαίνετο περισσότερον ταιριαστή και οι γέλωτες δεν έπαυον.
Μετά τινας ώρας το δίστιχον έκαμε το γύρον του χωριού, συνοδευόμενον και υπό εμπαικτικού επιθέτου. Δια να συμπληρώσει το έργον της η Σπυριδολενιά, τον επονόμασε Πατούχαν, εμπνευσθείσα από τους πλατείς του πόδας, το καταπληκτικότερον χαρακτηριστικόν του καταπληκτικού εκείνου εφήβου.
Ο Μανόλης, ο επονομασθείς ούτω Πατούχας, είχε δείξει από μικράς ηλικίας τόσην αγάπην προς την ποιμενικήν ζωήν, ώστε μετά δυσκολίας τον απέσπασεν ο πατήρ του από τα πρόβατα, δια να τον παραδώσει εις τον διδάσκαλον, ένα καλόγηρον, όστις προ ολίγου είχεν ανοίξει σχολείον, όπου έδιδε περισσοτέρους ραβδισμούς παρά μαθήματα.
Ι. Κονδυλάκης
________________________________________
αντροπατώ: μπαίνω στην ανδρική ηλικία.
φιλόψογος: αυτός που του αρέσει να βρίσκει ψεγάδια.
ψεγαδιάστρα: αυτή που βρίσκει και τονίζει τα ψεγάδια, τα ελαττώματα των άλλων.
επίγραμμα: εδώ: σύντομο σατιρικό στιχούργημα.
δισταύρι: σταυροδρόμι.