Λατινικά Ενότητα 38
Η μοίρα της Καικιλίας
Caecilia, uxor Metelli,
dum petit
prisco more
nuptiale omen
filiae sororis,
ipsa fecit omen.
Quodam nocte nam
persedebat
in sacello
cum filia sororis
expectabatque
dum audiretur
aliqua vox
congruens
proposito.
Tandem puella,
fessa
longa mora standi,
rogavit materteram,
ut sibi cederet
paulisper loco.
Tum Caecilia dixit puellae:
«ego libenter
tibi cedo sede mea».
Hoc dictum
confirmavit post paulo
ipsa res.
Mortua est nam Caecilia,
quam Metellus,
dum vixit,
amavit multum;
postea is
duxit puellam in matrimonium.
Η Καικιλία, η σύζυγος του Μετέλλου,
ενώ επεδίωκε
σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα
την εμφάνιση γαμήλιου οιωνού
για την κόρη της αδελφή της,
η ίδια δημιούργησε τον οιωνό.
Μια νύχτα δηλαδή
καθόταν (για πολλή ώρα)
σε κάποιο μικρό ιερό
μαζί με την κόρη της αδελφής της
και περίμενε,
μέχρι να ακουστεί
κάποια φωνή
που να ανταποκρινόταν
στο σκοπό τους.
Στο τέλος η κοπέλα,
κουρασμένη
από την πολλή ορθοστασία,
ζήτησε από τη θεία της
να της παραχωρήσει
για λίγο τη θέση της.
Τότε η Καικιλία είπε στην κοπέλα:
«Εγώ πρόθυμα
σου παραχωρώ τη θέση μου».
Αυτόν τον λόγο
επιβεβαίωσε μετά από λίγο
η ίδια η πραγματικότητα.
Πέθανε δηλαδή η Καικιλία,
την οποία ο Μέτελλος,
όσο ζούσε,
την αγαπούσε πολύ·
αργότερα αυτός
πήρε την κοπέλα για γυναίκα του.
Caecilia: ονομαστική ενικ. του ουσ. Caecilia, Caeciliae (θηλ. α’ κλ.) = η Καικιλία.
uxor: ονομαστική ενικ. του ουσ. uxor, uxoris (θηλ. γ’ κλ.) = η σύζυγος.
Metelli: γενική ενικ. του ουσ. Metellus, Metelli (αρσ. β’ κλ.) = ο Μέτελλος.
dum: χρονικός σύνδεσμος· εισάγει χρονικές προτ. του σύγχρονου (= ενώ, όταν) και του υστερόχρονου (= μέχρι, ώσπου).
more: αφαιρετική ενικ. του ουσ. mos, moris (αρσ. γ’ κλ.) = το έθιμο.
prisco: αφαιρετική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. priscus, prisca, priscum = αρχαίος, πατροπαράδοτος.
omen: αιτιατική ενικ. του ουσ. omen, ominis (ουδ. γ’ κλ.) = ο οιωνός.
nuptiale: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. nuptialis, nuptialis, nuptiale = γαμήλιος.
petit: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. peto, peti(v)i, petitum, petere (3) = ζητώ, επιδιώκω.
filiae: δοτική ενικ. του ουσ. filia, filiae (θηλ. α’ κλ.) = η κόρη. [Δοτική και αφαιρετική πληθ.: filiis & filiabus.]
sororis: γενική ενικ. του ουσ. soror, sororis (θηλ. γ’ κλ.) = η αδελφή.
ipsa: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, της δεικτικής (ως οριστικής) αντων. ipse, ipsa, ipsum = ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο.
fecit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. facio, feci, factum, facere (3, 15 σε –io) = κάνω. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: fac.]
omen: αιτιατική ενικ. του ουσ. omen, ominis (ουδ. γ’ κλ.) = ο οιωνός.
nam: διασαφητικός παρατακτικός σύνδεσμος = δηλαδή.
in: πρόθεση (+ αφαιρετική) = σε.
sacello: αφαιρετική ενικ. του ουσ. sacellum, sacelli (ουδ. β’ κλ.) = το μικρό ιερό, το μικρό τέμενος.
quodam: αφαιρετική ενικ., ουδ. γένους, της επιθετικής αόριστης αντων. quidam, quaedam, quoddam = κάποιος, κάποια, κάποιο.
nocte: αφαιρετική ενικ. του ουσ. nox, noctis (θηλ. γ’ κλ.) = η νύχτα. [Αφαιρετική ενικ.: nocte & noctu. Γενική πληθ.: noctium.]
cum: πρόθεση (+ αφαιρετική) = μαζί με.
sororis: γενική ενικ. του ουσ. soror, sororis (θηλ. γ’ κλ.) = η αδελφή.
filiae: δοτική ενικ. του ουσ. filia, filiae (θηλ. α’ κλ.) = η κόρη. [Δοτική και αφαιρετική πληθ.: filiis & filiabus.]
persedebat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. persedeo, persedi, persessum, persedere (2) = κάθομαι για πολλή ώρα.
expectabat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. expecto, expectavi, expectatum, expectare (1) = περιμένω.
–que: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και. [Είναι εγκλιτική λέξη.]
dum: χρονικός σύνδεσμος· εισάγει χρονικές προτ. του σύγχρονου (= ενώ, όταν) και του υστερόχρονου (= μέχρι, ώσπου).
aliqua: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, της επιθετικής αόριστης αντων. aliqui, aliqua, aliquod = κάποιος, κάποια, κάποιο.
vox: ονομαστική ενικ. του ουσ. vox, vocis (θηλ. γ’ κλ.) = η φωνή.
congruens: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, της μετοχής ενεστώτα του ρήμ. congruo, congrui, ‒, congruere (3) = συμφωνώ, αρμόζω.
proposito: δοτική ενικ. του ουσ. propositum, propositi (ουδ. β’ κλ.) = ο σκοπός.
audiretur: γ’ ενικ. υποτακτικής παρατατικού παθ. φων. του ρήμ. audio, audivi, auditum, audire (4) = ακούω.
tandem: χρονικό επίρρ. = στο τέλος, τελικά.
puella: ονομαστική ενικ. του ουσ. puella, puellae (θηλ. α’ κλ.) = η κοπέλα.
longa: αφαιρετική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. longus, longa, longum = μακρύς, μακρόχρονος.
mora: αφαιρετική ενικ. του ουσ. mora, morae (θηλ. α’ κλ.) = η χρονοτριβή, η καθυστέρηση.
standi: γενική γερουνδίου του ρήμ. sto, steti, statum, stare (1) = στέκομαι.
fessa: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φωνής του ρήμ. fatiscor, fessus sum, fatisci (3, αποθ.) = κουράζομαι.
rogavit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. rogo, rogavi, rogatum, rogare (1) = ζητώ, παρακαλώ.
materteram: αιτιατική ενικ. του ουσ. matertera, materterae (θηλ. α’ κλ.) = η θεία (από την πλευρά της μητέρας).
ut: βουλητικός σύνδεσμος = να.
sibi: δοτική ενικ., του γ’ προσ. της προσωπικής αντων.
paulisper: χρονικό επίρρ. = για λίγο.
loco: αφαιρετική ενικ. του ουσ. locus, loci (αρσ. β’ κλ.) = ο τόπος, το μέρος. [Πληθ. αριθμός: (αρσ.) loci, locorum (= χωρία βιβλίου) και (ουδ.) loca, locorum (= τόποι) (ετερογενές).]
cederet: γ’ ενικ. υποτακτικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. cedo, cessi, cessum, cedere (3) = παραχωρώ.
tum: χρονικό επίρρ. = τότε, έπειτα.
Caecilia: ονομαστική ενικ. του ουσ. Caecilia, Caeciliae (θηλ. α’ κλ.) = η Καικιλία.
puellae: δοτική ενικ. του ουσ. puella, puellae (θηλ. α’ κλ.) = η κοπέλα.
dixit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicere (3) = λέγω. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: dic.]
ego: ονομαστική ενικ., του α’ προσ. της προσωπικής αντων.
libenter: τροπικό επίρρ. = πρόθυμα. [Προέρχεται από την επιθετικοποιημένη μετοχή ενεστώτα libens, libens, libens (γενική: libentis) = πρόθυμος.]
tibi: δοτική ενικ., του β’ προσ. της προσωπικής αντων.
mea: αφαιρετική ενικ., θηλ. γένους, της κτητικής αντων. του α’ προσ. για 1 κτήτορα meus, mea, meum = δικός μου, δική μου, δικό μου. [Κλητική ενικ. αρσ. γένους: mi & meus.]
sede: αφαιρετική ενικ. του ουσ. sedes, sedis (θηλ. γ’ κλ.) = η έδρα, το κάθισμα. [Γενική πληθ.: sedum.]
cedo: α’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. cedo, cessi, cessum, cedere (3) = αποχωρώ, παραχωρώ.
hoc: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, της δεικτικής αντων. hic, haec, hoc = αυτός, αυτή, αυτό.
dictum: αιτιατική ενικ. του ουσ. dictum, dicti (ουδ. β’ κλ.) = ο λόγος.
paulo: αφαιρετική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. paulus, paula, paulum = λίγος.
post: χρονικό επίρρ. = έπειτα, μετά.
res: ονομαστική ενικ. του ουσ. res, rei (θηλ. ε’ κλ.) = το πράγμα.
ipsa: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, της δεικτικής (ως οριστικής) αντων. ipse, ipsa, ipsum = ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο.
confirmavit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. της confirmo, confirmavi, confirmatum, confirmare (1) = επιβεβαιώνω.
nam: διασαφητικός παρατακτικός σύνδεσμος = δηλαδή.
mortua est: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου του ρήμ. morior, mortuus sum, mori (3, 15 σε -io, αποθ.) = πεθαίνω. [Μετοχή μέλλοντα: moriturus, -a, -um.]
Caecilia: ονομαστική ενικ. του ουσ. Caecilia, Caeciliae (θηλ. α’ κλ.) = η Καικιλία.
quam: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.
Metellus: ονομαστική ενικ. του ουσ. Metellus, Metelli (αρσ. β’ κλ.) = ο Μέτελλος.
dum: χρονικός σύνδεσμος· εισάγει χρονικές προτ. του σύγχρονου (= ενώ, όταν) και του υστερόχρονου (= μέχρι, ώσπου).
vixit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. vivo, vixi, victum, vivere (3) = ζω.
multum: ποσοτικό επίρρ. = πολύ. [ΣΥΓΚΡ.: plus. ΥΠΡΘ.: plurimum.]
amavit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. amo, amavi, amatum, amare (1) = αγαπώ.
postea: χρονικό επίρρ. = μετά, έπειτα.
is: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
puellam: αιτιατική ενικ. του ουσ. puella, puellae (θηλ. α’ κλ.) = η κοπέλα.
in: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.
matrimonium: αιτιατική ενικ. του ουσ. matrimonium, matrimonii / matrimoni (ουδ. β’ κλ.) = ο γάμος
duxit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. duco, duxi, ductum, ducere (3) = οδηγώ. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: duc.]
A΄ κλίση
Θηλυκά
Caecilia, -ae
filia, –ae
matertera, -ae
mora, -ae
puella, -ae
Β΄ κλίση
Αρσενικά
locus, -i
Metellus, -i
Ουδέτερα
dictum, -i
matrimonium, -ii, (-i)
propositum, -i
sacellum, -i
Γ΄κλίση
Αρσενικά
mos, mοris
Θηλυκά
nox, noctis
soror, sorοris
sedes, sedis
uxor, uxοris
vox, vοcis
Ουδέτερα
omen, ominis
Ε΄κλίση
Θηλυκά
res, rei
Β΄Κλίση
Θετικός
fessus, -a, -um
longus, -a, -um
paulus, -a, -um
priscus, -a, -um
Συγκριτικός
–
longior, -ior, -ius
–
–
Υπερθετικός
–
longissimus, -a, -um
–
–
Γ΄Κλίση
nuptialis, -is, -e
–
–
aliqui, aliqua, aliquod
ego
hic, haec, hoc
ipse, ipsa, ipsum
is, ea, id
meus, mea, meum
qui, quae, quod
quidam, quaedam, quoddam
se
tu
αόριστη επιθετική
προσωπική
δεικτική
δεικτική οριστική
δεικτική επαναληπτική
κτητική
αναφορική
αόριστη επιθετική
προσωπική
προσωπική
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΣΟΥΠΙΝΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Α’ ΣΥΖΥΓΙΑ
amo amavi amatum amare
confirmo confirmavi confirmatum confirmare
expecto expectavi expectatum expectare
rogo rogavi rogatum rogare
sto steti statum stare
Β’ ΣΥΖΥΓΙΑ
persedeo persedi persessum persedere
Γ’ ΣΥΖΥΓΙΑ
cedo cessi cessum cedere
congruo congrui – congruere
dico dixi dictum dicere
duco duxi ductum ducere
facio feci factum facere 15 σε -io
peto peti(v)i petitum petere
vivo vixi victum vivere
morior mortuus sum – mori αποθ./ μτχ. μέλλ. moriturus
Δ’ ΣΥΖΥΓΙΑ
audio audivi auditum audire
fecit: ρήμ. ● Caecilia: υποκ. του petit ● uxor: παράθεση στο Caecilia ● Metelli: γενική κτητική στο uxor ● ipsa: επιθετικός προσδ. στο Caecilia ● omen: αντικ. του fecit.
petit: ρήμ. ● ενν. Caecilia: υποκ. του petit ● omen: αντικ. του petit ● nuptiale: επιθετικός προσδ. στο omen ● filiae: δοτική προσωπική χαριστική στο petit ● sorοris: γενική κτητική στο filiae ● more: αφαιρετική (οργανική) του τρόπου στο petit ● prisco: επιθετικός προσδ. στο more.
persedebat: ρήμ. ● ενν. Caecilia: υποκ. του persedebat ● in sacello: εμπρόθ. προσδ. της στάσης σε τόπο στο persedebat ● quodam: επιθετικός προσδ. στο nocte ● cum filia: εμπρόθ. προσδ. της της συνοδείας (ή της «κοινωνίας» ακριβέστερα, αφού δεν έχουμε εδώ ρήμ. κίνησης) στο persedebat ● sororis: γενική κτητική στο filia ● nocte: αφαιρετική του χρόνου στο persedebat.
expectabat: ρήμ. ● ενν. Caecilia: υποκ. του expectabat.
audiretur: ρήμ. ● vox: υποκ. του audiretur ● aliqua: επιθετικός προσδ. στο vox ● congruens: επιθετική μετοχή, επιθετικός προσδ. στο vox ● proposito: αντικ. της μετοχής congruens (ως συμπλήρωμά της).
rogavit: ρήμ. ● puella: υποκ. του rogavit ● materteram: άμεσο αντικ. του rogavit ● ut […] cederet (πρότ. 7): δευτ. ουσιαστική βουλητική πρότ., έμμεσο αντικ. του rogavit ● fessa: αιτιολογική μετοχή, συνημμένη στο puella ● mora: αφαιρετική (οργανική) του εξωτερικού αναγκαστικού αιτίου στη μετοχή fessa ● longa: επιθετικός προσδ. στο mora ● standi: γενική γερουνδίου, γενική αντικειμενική στο mora (ως συμπλήρωμά του) ● tandem: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο rogavit.
cederet: ρήμ. ● ενν. ea: υποκ. του cederet ● sibi: δοτική προσωπική χαριστική στο cederet· εκφράζει έμμεση αυτοπάθεια ● loco: αντικ. (σε αφαιρετική κυρίως) του cederet ● paulisper: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο cederet.
dixit: ρήμ. ● Caecilia: υποκ. του dixit ● puellae: έμμεσο αντικ. του dixit (άμεσο δεν υπάρχει εδώ, γιατί τα λόγια της μεταφέρονται με κύρια πρόταση σε ευθύ λόγο) ● tum: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο dixit.
cedo: ρήμ. ● ego: υποκ. του cedo ● tibi: δοτική προσωπική χαριστική στο cedo ● sede: αντικ. (σε αφαιρετική κυρίως) του cedo ● mea: επιθετικός προσδ. στο sede ● libenter: επιρρ. προσδ. του τρόπου στο cedo.
confirmavit: ρήμ. ● res: υποκ. του confirmavit ● ipsa: επιθετικός προσδ. στο res ● dictum: αντικ. του confirmavit ● hoc: επιθετικός προσδ. στο dictum ● post: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο confirmavit ● paulo: αφαιρετική (οργανική) του μέτρου στο post.
mortua est: ρήμ. ● Caecilia: υποκ. του mortua est.
amavit: ρήμ. ● Metellus: υποκ. του amavit ● quam: αντικ. του amavit ● multum: επιρρ. προσδ. του ποσού στο amavit.
vixit: ρήμ. ● ενν. Caecilia: υποκ. του vixit.
duxit: ρήμ. ● is: υποκ. του duxit ● puellam: αντικ. του duxit ● in matrimonium: εμπρόθ. προσδ. που δηλώνει είσοδο σε κατάσταση στο duxit ● postea: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο duxit.
Η ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.