[…] Τις τελευταίες μέρες ο Ζορμπάς άναβε μάνι μάνι τη φωτιά, μαγέρευε, τρώγαμε, και χάνουνταν κατά το δρόμο του χωριού. Ύστερα από κάμποση ώρα γύριζε πίσω κατσουφιασμένος.
-Πού γύριζες πάλι, Ζορμπά; τον ρωτούσα.
-Μούντζωσ` τα αφεντικό, έλεγε και άλλαζε κουβέντα.
Ένα βράδυ που γύριζε, με ρώτησε με αγωνία:
-Υπάρχει, δεν υπάρχει Θεός; Τι λες και του λόγου σου, αφεντικό; Κι αν υπάρχει – όλα γίνουνται- πως τον φαντάζεσαι;
Ανασήκωσα τους ώμους, δεν αποκρίθηκα.
-Εγώ, μη γελάσεις, αφεντικό, φαντάζουμαι το Θεό απαράλλαχτο σαν και μένα. Μονάχα πιο αψηλό, πιο δυνατό, πιο παλαβό∙ κι αθάνατο. Κάθεται σε μαλακές προβιές χουζουρεμένα, κι η παράγκα του είναι ο ουρανός. Όχι από γκαζοτενεκέδες, σαν τη δικιά μας, παρά από σύννεφα. Κρατάει στο δεξό του χέρι όχι σπαθί, όχι ζυγαριά, αυτά τα εργαλεία είναι για τους φονιάδες και τους μπακάληδες∙ ο Θεός κρατά ένα μεγάλο σφουγγάρι γεμάτο νερό, σα σύννεφο της βροχής. Δεξά του η Παράδεισο, ζερβά του η Κόλαση. Έρχεται η κακομοίρα η ψυχή, τσίτσιδη, γιατί έχασε το κορμί της και τουρτουρίζει. Ο Θεός την κοιτάζει και γελάει κάτω από τα μουτσάκια του∙ μα καμώνεται τον μπαμπούλα. «Έλα εδώ, της λέει, και χοντραίνει τη φωνή του, έλα εδώ, καταραμένη!» Και πιάνει την ανάκριση. Πέφτει η ψυχή στα πόδια του Θεού. «Αμάν! Του φωνάζει∙ ήμαρτον!» Και δώστου να λέει, να λέει τα κρίματά της. Λέει, λέει, δεν έχουν τελειωμό. Κι ο Θεός βαριέται, χασμουριέται. «Σώπα πιά, της φωνάζει, με ξεκούφανες!» Και φάπ! Δίνει μια με το σφουγγάρι και σβήνει όλες τις αμαρτίες. «Ξεκουμπίσου στην Παράδεισο! της κάνει. -Πέτρο, βαλ` την και τούτη μέσα, την κακομοίρα!»
»Γιατί πρέπει να ξέρεις, αφεντικό, ο Θεός είναι άρχοντας μεγάλος∙ κι αυτό θα πει αρχοντιά: να συχωρνάς!
Τη βραδιά εκείνη, θυμούμαι, όταν μου τ` αράδιασε αυτά ο Ζορμπάς, γέλασα∙ όμως από τότε η «αρχοντιά» αυτή του Θεού σαρκώνουνταν κι έδενε μέσα μου, πονετικιά, ανοιχτοχέρα και παντοδύναμη.
Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Κεφάλαιο IX, σελ. 117-118, Εκδόσεις Καζαντζάκη