Ζιλμπέρ Σινουέ «Ιρένα Σέντλερ»
Από το 1942, με κίνδυνο της ζωής της, η Ιρένα Σέντλερ, υπάλληλος της Κοινωνικής Πρόνοιας στη Βαρσοβία, κατάφερε να φυγαδεύσει περίπου δυόμισι χιλιάδες παιδιά από το εβραϊκό γκέτο, ενώ φυλασσόταν νύχτα και μέρα από τους Ναζί.
Η μικρή Εστέρ φορούσε ένα γκρι πανωφόρι και ένα μάλλινο σκουφάκι που κάλυπτε τις καστανές μπούκλες της. Δεν ήταν πάνω από επτά ετών. Κρατούσε από το χέρι την Ιρένα και οι δυο τους βάδιζαν πίσω από έναν άντρα ο οποίος πριν από μία ώρα τούς ήταν τελείως άγνωστος. Ο Όλεκ τον είχε συστήσει ως τον άνθρωπο που θα τις έβγαζε από το γκέτο και του οποίου έπρεπε να ακολουθήσουν κατά γράμμα τις οδηγίες.
Ήταν δέκα η ώρα το πρωί όταν έφτασαν μπροστά σε ένα οίκημα από τούβλο, μισοκατεστραμμένο, που ακουμπούσε στον ανατολικό τοίχο του γκέτο. Συρματοπλέγματα κάλυπταν τη στέγη και τα περισσότερα παράθυρα είχαν από ένα μόνο παραθυρόφυλλο. Τη στιγμή
που διέσχιζαν την είσοδο, η Ιρένα έσκυψε προς το παιδί.
«Εστέρ, καλή μου, όταν περάσουμε αυτή την πόρτα, να θυμάσαι πως δεν θα ονομάζεσαι πια Εστέρ παρά μόνο βαθιά μες στην καρδιά σου. Για όλο τον κόσμο είσαι η Αλεξάνδρα.
Δείξε μου ότι ξέρεις να κάνεις το σημείο του σταυρού…»
Το παιδί έκανε τις κινήσεις που του είχε μάθει η Ιρένα. «Ωραία. Θυμάσαι και την προσευχή που σου έμαθα;» Η Εστέρ άρχισε να λέει: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου…»
Η Ιρένα της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο.
«Πολύ καλά. Πολύ καλά, Αλεξάνδρα. Τώρα θα προχωρήσουμε μαζί σε πολλούς διαδρόμους. Μπορεί να συναντήσουμε ανθρώπους με στολή που θα σε τρομάξουν. Αν σου πουν κάτι, εσύ δεν πρέπει να τους απαντήσεις, παρά μόνο να τους κοιτάξεις χαμογελώντας. Ξέρω
ότι μπορείς να το κάνεις. Η μαμά σου μου μίλησε για σένα και μου είπε ότι έπαιζες θέατρο πριν έρθεις στο γκέτο. Θα παίξεις λοιπόν λίγο θέατρο και σήμερα. Ο ρόλος σου είναι αυτός ενός φρόνιμου κοριτσιού που συνοδεύει τη θεία του που ήρθε να πάρει κάτι χαρτιά από ένα γραφείο. Κατάλαβες, Αλεξάνδρα;»
«Μάλιστα, θεία». […]
Ο Στέφαν ήπιε μια τελευταία γουλιά μπίρα.
«Τελικά, σε ποιον εμπιστεύτηκες τη μικρή;»
«Σε μια πολωνική οικογένεια από το Προύσκοβ. Η μητέρα δεν κατάφερε ν’ αποκτήσει ποτέ παιδιά. Την υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Συνομίλησα αρκετή ώρα μαζί της για να βεβαιωθώ ότι ήταν καλοί άνθρωποι. Κι έτσι θα γίνεται στο μέλλον. Όπως και να ‘χει, έχω
καταλάβει ότι κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή».
Χωρίς να το θέλει, έκλεισε τα μάτια. Οι εικόνες της άφιξής της στο σπίτι του ζεύγους πέρασαν σαν αστραπή από το μάτι του νου της. Ο άντρας και η γυναίκα είχαν δείξει μεγάλη τρυφερότητα και είχαν τη σύνεση να μην πάρουν το κορίτσι αγκαλιά. Δεν ήθελαν να το τρομάξουν. Περιορίστηκαν σε λόγια που λέει κανείς σε τρομαγμένα παιδιά. Ύστερα η γυναίκα είχε οδηγήσει τη μικρή στο δωμάτιο που από δω και πέρα θα ήταν δικό της. Μια κούκλα και ένα αρκουδάκι ήταν πάνω στο κρεβάτι. «Είναι δικά σου», της είπε. Το κοριτσάκι δίστασε λιγάκι, αλλά μετά προχώρησε, πήρε την κούκλα και την έσφιξε πάνω της. Από εκείνη τη στιγμή, η Ιρένα ανέπνεε λίγο καλύτερα.
«Βέβαια», είπε ο Στεφάν, «κανείς δεν ξέρει αν οι γονείς αυτών των παιδιών θα είναι ακόμα στη ζωή όταν τελειώσει ο πόλεμος. Και όταν γίνει αυτό, ξέρεις καλά ότι θα θελήσουν να τα ξαναπάρουν. Το έχεις σκεφτεί;»
Η Ιρένα κατένευσε.
«Από την αρχή σημειώνω τα πάντα σε ένα τετράδιο. Τα νέα ονόματα των παιδιών, τα ονόματα των γονέων τους και των ανθρώπων στους οποίους τα έχω εμπιστευτεί. Όλα.»
Ο Στεφάν δεν έκρυψε την ανησυχία του.
«Πρόσεχε! Αν το βρουν οι Γερμανοί, δεν κινδυνεύεις μόνο εσύ, αλλά και τα παιδιά και εκείνοι που τα φιλοξενούν!»
Ζιλμπέρ Σινουέ «Ιρένα Σέντλερ», Εκδόσεις Ψυχογιός, 2018