Post bellum Actiacum
Cassius Parmensis,
qui fuerat
in exercitu
Marci Antonii,
confugit Athenas.
Ibi vix dederat
sollicitum animum
somno,
cum apparuit repente
ei horrenda species.
Existimavit venire
ad se hominem
ingentis magnitudinis
et squalida facie,
similem effigiei mortui.
Quem simul aspexit Cassius,
concepit timorem
cupivit audire
nomenque eius.
Ille respondit se
esse Orcum.
Tum terror concussit Cassium
et eum excitavit e somno.
Cassius inclamavit servos
et eos interrogavit de homine.
Illi viderant neminem.
Cassius dedit se
iterum somno
somniavit eandemque speciem.
Paucis post diebus
res ipsa
confirmavit
fidem somnii.
Nam Octavianus
eum adfecit
supplicio capitis.
Μετά από τη ναυμαχία στο Άκτιο
ο Κάσιος από την Πάρμα,
ο οποίος είχε υπηρετήσει
στο στρατό
του Μάρκου Αντωνίου,
κατέφυγε στην Αθήνα.
Εκεί, πριν καλά καλά παραδώσει
την ταραγμένη ψυχή (του)
στον ύπνο,
εμφανίστηκε ξαφνικά
σε αυτόν μια φρικτή μορφή.
Νόμισε ότι ερχόταν
προς το μέρος του άνθρωπος
πελωρίου μεγέθους
και με βρόμικο πρόσωπο,
όμοιος με εικόνα νεκρού.
Μόλις τον είδε ο Κάσιος,
τον έπιασε φόβος
και θέλησε να μάθει
το όνομά του.
Εκείνος απάντησε
ότι ήταν ο Πλούτωνας.
Τότε τρόμος συντάραξε τον Κάσιο
και τον ξύπνησε από τον ύπνο.
Ο Κάσιος φώναξε τους δούλους
και τους ρώτησε για τον άνθρωπο.
Εκείνοι δεν είχαν δει κανέναν.
Ο Κάσιος παραδόθηκε
για δεύτερη φορά στον ύπνο
και ονειρεύτηκε την ίδια μορφή.
Λίγες μέρες αργότερα
η ίδια η πραγματικότητα
επιβεβαίωσε
την αξιοπιστία του ονείρου.
Γιατί ο Οκταβιανός
του επέβαλε
την ποινή του θανάτου
post: πρόθεση (+ αιτιατική) = μετά από.
bellum: αιτιατική ενικ. του ουσ. bellum, belli (ουδ. β’ κλ.) = ο πόλεμος· εδώ: η ναυμαχία.
Actiacum: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. Actiacus, -a, -um = του Ακτίου.
Cassius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Cassius, Cassii / Cassi (αρσ. β’ κλ.) = ο Κάσσιος. [Κλητική ενικ.: Casi.]
Parmensis: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. Parmensis, –is, –e = από την Πάρμα.
qui: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.
in: πρόθεση (+ αφαιρετική) = σε.
exercitu: αφαιρετική ενικ. του ουσ. exercitus, exercitus (αρσ. δ’ κλ.) = ο στρατός.
M. (= Marci): γενική ενικ. του ουσ. Marcus, Marci (αρσ. β’ κλ.) = ο Μάρκος.
Antonii: γενική ενικ. του ουσ. Antonius, Antonii / Antoni (αρσ. β’ κλ.) = ο Αντώνιος. [Κλητική ενικ.: Antoni.]
fuerat: γ’ ενικ. οριστικής υπερσυντελίκου του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, βρίσκομαι· εδώ: υπηρετώ.
Athenas: αιτιατική πληθ. του ουσ. Athenae, Athenarum (θηλ. α’ κλ.) = η Αθήνα. [Δεν έχει ενικό.]
confugit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. confugio, confugi, –, confugere (3, 15 σε –io) = καταφεύγω.
ibi: τοπικό επίρρ. = εκεί.
vix: χρονικό επίρρ. = μόλις.
animum: αιτιατική ενικ. του ουσ. animus, animi (αρσ. β’ κλ.) = η ψυχή.
sollicitum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. sollicitus, –a, –um = ταραγμένος.
somno: δοτική ενικ. του ουσ. somnus, somni (αρσ. β’ κλ.) = ο ύπνος.
dederat: γ’ ενικ. οριστικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. do, dedi, datum, dare (1) = δίνω, παραδίνω.
cum: χρονικός σύνδεσμος = όταν. [Εδώ είναι ο αντίστροφος cum. Για τα είδη του συνδέσμου cum βλ. σελ. …]
repente: τροπικό επίρρ. = ξαφνικά. [Προέρχεται από το επίθ. της γ’ κλ. repens, repens, repens (γενική: repentis) = απροσδόκητος, αιφνίδιος.]
apparuit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. appareo, apparui, apparitum, apparere (2) [+ δοτική] = εμφανίζομαι.
ei: δοτική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
species: ονομαστική ενικ. του ουσ. species, speciei (θηλ. ε’ κλ.) = η μορφή. [Στον πληθ. αριθμό έχει μόνο ονομαστική, αιτιατική και κλητική: species.]
horrenda: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. horrendus, –a, –um = φρικτός, αυτός που μπορεί να προκαλέσει τον τρόμο, ο τρομακτικός. [Είναι το γερουνδιακό του ρήμ. horreo, horrui, ‒, horrere (2) = τρομάζω, προκαλώ τρόμο.]
existimavit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. existimo, existimavi, existimatum, existimare (1) = νομίζω, εκτιμώ, θεωρώ.
ad: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.
se: αιτιατική ενικ., του γ’ προσ. της προσωπικής αντων.
venire: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. venio, veni, ventum, venire (4) = έρχομαι.
hominem: αιτιατική ενικ. του ουσ. homo, hominis (αρσ. γ’ κλ.) = ο άνθρωπος.
ingentis: γενική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. ingens, ingens, ingens (γενική: ingentis) = πελώριος.
magnitudinis: γενική ενικ. του ουσ. magnitudo, magnitudinis (θηλ. γ’ κλ.) = το μέγεθος, το ανάστημα.
et: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και.
facie: αφαιρετική ενικ. του ουσ. facies, faciei (θηλ. ε’ κλ.) = το πρόσωπο. [Στον πληθ. αριθμό έχει μόνο ονομαστική, αιτιατική και κλητική: facies.]
squalida: αφαιρετική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. squalidus, –a, –um = βρόμικος.
similem: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. similis, –is, –e = όμοιος. [ΣΥΓΚΡ.: similior, –ior, –ius. ΥΠΕΡΘ.: simillimus, –a, –um.]
effigiei: δοτική ενικ. του ουσ. effigies, effigiei (θηλ. ε’ κλ.) = το είδωλο. [Στον πληθ. αριθμό έχει μόνο ονομαστική, αιτιατική και κλητική: effigies.]
mortui: γενική ενικ. του ουσ. mortuus, mortui (αρσ. β’ κλ.) = ο νεκρός.
quem: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.
simul: χρονικός σύνδεσμος = μόλις.
aspexit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. aspicio, aspexi, aspectum, aspicere (3, 15 σε –io) = βλέπω, αντικρίζω, κοιτάζω.
Cassius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Cassius, Cassii / Cassi (αρσ. β’ κλ.) = ο Κάσσιος. [Κλητική ενικ.: Casi.]
timorem: αιτιατική ενικ. του ουσ. timor, timoris (αρσ. γ’ κλ.) = ο φόβος.
concepit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. concipio, concepi, conceptum, concipere (3, 15-σε io) = πιάνω, καταλαμβάνω.
nomen: αιτιατική ενικ. του ουσ. nomen, nominis (ουδ. γ’ κλ.) = το όνομα.
–que: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και. [Είναι εγκλιτική λέξη.]
eius: γενική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
audire: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. audio, audi(v)i, auditum, audire (4) = ακούω· εδώ: πληροφορούμαι.
cupivit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. cupio, cupi(v)i, cupitum, cupere (3, 15 σε -io) = επιθυμώ.
respondit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. respondeo, respondi, responsum, respondere (2) = απαντώ.
ille: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής αντων. ille, illa, illud = εκείνος, εκείνη, εκείνο.
se: αιτιατική ενικ., του γ’ προσ. της προσωπικής αντων.
esse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι.
Orcum: αιτιατική ενικ. του ουσ. Orcus, Orci (αρσ. β’ κλ.) = ο Πλούτωνας. [Δεν έχει πληθ.]
tum: χρονικό επίρρ. = τότε.
terror: ονομαστική ενικ. του ουσ. terror, terroris (αρσ. γ’ κλ.) = ο τρόμος.
Cassium: αιτιατική ενικ. του ουσ. Cassius, Cassii / Cassi (αρσ. β’ κλ.) = ο Κάσσιος. [Κλητική ενικ.: Casi.]
concussit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. concutio, concussi, concussum, concutere (3, 15 σε –io) = συνταράζω.
e(x): πρόθεση (+ αφαιρετική) = από. [Αν μετά την πρόθεση ex έπεται λέξη που αρχίζει από σύμφωνο, τότε αποβάλλεται το x.]
somno: αφαιρετική ενικ. του ουσ. somnus, somni (αρσ. β’ κλ.) = ο ύπνος.
eum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
excitavit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. excito, excitavi, excitatum, excitare (1) = σηκώνω, ξεσηκώνω.
Cassius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Cassius, Casii / Casi (αρσ. β’ κλ.) = ο Κάσσιος. [Κλητική ενικ.: Casi.]
servos: αιτιατική πληθ. του ουσ. servus, servi (αρσ. β’ κλ.) = ο δούλος.
inclamavit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. inclamo, inclamavi, inclamatum, inclamare (1) = φωνάζω.
de: πρόθεση (+ αφαιρετική) = για, σχετικά με.
homine: αφαιρετική ενικ. του ουσ. homo, hominis (αρσ. γ’ κλ.) = ο άνθρωπος.
eos: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
interrogavit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. interrogo, interrogavi, interrogatum, interrogare (1) = ρωτώ.
illi: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, της δεικτικής αντων. ille, illa, illud = εκείνος, εκείνη, εκείνο.
neminem: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της αόριστης ουσιαστικής αντων. nemo, nemo, nihil = κανένας, καμία, κανένα / τίποτα.
viderant: γ’ πληθ. οριστικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. video, vidi, visum, videre (2) = βλέπω.
Cassius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Cassius, Cassii / Cassi (αρσ. β’ κλ.) = ο Κάσσιος. [Κλητική ενικ.: Casi.]
iterum: χρονικό επίρρ. = για δεύτερη φορά.
se: αιτιατική ενικ., του γ’ προσ. της προσωπικής αντων.
somno: δοτική ενικ. του ουσ. somnus, somni (αρσ. β’ κλ.) = ο ύπνος.
dedit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. do, dedi, datum, dare (1) = δίνω, παραδίνω.
eandem: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. idem, eadem, idem = ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο.
speciem: αιτιατική ενικ. του ουσ. species, speciei (θηλ. ε’ κλ.) = η μορφή. [Στον πληθ. αριθμό έχει μόνο ονομαστική, αιτιατική και κλητική: species.]
somniavit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. somnio, somniavi, somniatum, somniare (1) = ονειρεύομαι.
paucis: αφαιρετική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. paucus, –a, –um = λίγος.
post: χρονικό επίρρ. = μετά.
diebus: αφαιρετική πληθ. του ουσ. dies, diei (αρσ. ε’ κλ.) = η ημέρα.
res: ονομαστική ενικ. του ουσ. res, rei (θηλ. ε’ κλ.) = το πράγμα· εδώ: η πραγματικότητα.
ipsa: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, της δεικτικής (ως οριστικής) αντων. ipse, ipsa, ipsum = ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο.
fidem: αιτιατική ενικ. του ουσ. fides, fidei (θηλ. ε’ κλ.) = η πίστη· εδώ: η αξιοπιστία. [Δεν έχει πληθ.]
somnii: γενική ενικ. του ουσ. somnium, somnii / somni (ουδ. β’ κλ.) = το όνειρο.
confirmavit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. confirmo, confirmavi, confirmatum, confirmare (1) = επιβεβαιώνω.
nam: αιτιολογικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = γιατί, δηλαδή.
Octavianus: ονομαστική ενικ. του ουσ. Octavianus, Octaviani (αρσ. β’ κλ.) = ο Οκταβιανός.
supplicio: αφαιρετική ενικ. του ουσ. supplicium, supplicii / supplici (ουδ. β’ κλ.) = η τιμωρία. [Στον πληθ. αριθμό: supplicia, suppliciorum = η λατρεία (ετερόσημο).]
capitis: γενική ενικ. του ουσ. caput, capitis (ουδ. γ’ κλ.) = το κεφάλι· εδώ: η θανατική ποινή.
eum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
adfecit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. adficio, adfeci, adfectum, adficere & afficio, affeci, affectum, afficere (3, 15 σε -io) [+ αφαιρετική οργανική του μέσου] = περιβάλλω.
A΄ κλίση
Θηλυκά
Athenae, –arum (δεν έχει ενικό)
Αρσενικά
animus, -i
Cassius, -ii, (-i)
Antonius, -ii, (-i)
mortuus, -i
Octavianus, -i
Orcus, –i (δεν έχει πληθυντικό)
servus, –i
somnus, -i
Ουδέτερα
bellum, -i
somnium, -i
supplicium, -i
Γ΄κλίση
Αρσενικά
homo, hominis
timor, timoris
terror, teroris
Θηλυκά
magnitudo, magnitudinis
Ουδέτερα
caput, capitis
nomen, nominis
Δ΄κλίση
Αρσενικά
exercitus, -us
Ε΄κλίση
Αρσενικά
dies, -ei
Θηλυκά
effigies, -ei
facies, -ei
fides, –ei (δεν έχει πληθυντικό)
res, -rei
species, -ei
Β΄Κλίση
Θετικός
Actiacus, -a, -um
horrendus, -a, -um
paucus, -a, -um
sollicitus, -a, -um
squalidus, -a, -um
Συγκριτικός
–
–
paucior, -ior, -ius
sollicitior, -ior, -ius
squalidior, -ior, -ius
Υπερθετικός
–
–
paucissimus, -a, -um
solicitissimus, -a, -um
squalidissimus, -a, -um
Γ΄Κλίση
Parmensis, -is, -e
ingens -ntis
similis, -is, -e
–
ingentior, -ior, -ius
similior, -ior, -ius
–
ingentissimus, -a, -um
similissimus, -a, -um
idem, eadem, idem
ille, illa, illud
ipse, ipsa, ipsum
is, ea, id
nemo, nihil
qui, quae, quod
se
δεικτική επαναληπτική
δεικτική
δεικτική οριστική
δεικτική επαναληπτική
αόριστη ουσιαστική
αναφορική
προσωπική
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΣΟΥΠΙΝΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
confirmo confirmavi confirmatum confirmare
do dedi datum dare
excito excitavi excitatum excitare
existimo existimavi existimatum existimare
inclamo inclamavi inclamatum inclamare
interrogo interrogavi interrogatum interrogare
somnio somniavi somniatum somniare
Β’ ΣΥΖΥΓΙΑ
appareo apparui apparitum apparere
respondeo respondi responsum respondere
video vidi visum videre
Γ’ ΣΥΖΥΓΙΑ
adficio adfeci adfectum adficere Σε -io
afficio affeci affectum afficere Σε -io
aspicio aspexi aspectum aspicere Σε -io
concipio concepi conceptum concipere Σε -io
concutio concussi concussum concutere Σε -io
confugio confugi – confugere Σε -io
cupio cupi(v)i cupitum cupere Σε -io
Δ’ ΣΥΖΥΓΙΑ
audio audi(v)i auditum audire
venio veni ventum venire
sum fui esse Βοηθητικό
confugit: ρήμ. ● Cassius: υποκ. του confugit ● Parmenis: παράθεση στο Cassius ● Athenas: αιτιατική της κατεύθυνσης στο confugit ● post bellum: εμπρόθ. προσδ. του χρόνου στο confugit ● Actiacum: επιθετικός προσδ. στο bellum.
fuerat: ρήμ. ● qui: υποκ. του fuerat ● in exercitu: εμπρόθ. προσδ. της κατάστασης στο fuerat ● M. Antonii: γενική κτητική στο exercitu.
dederat: ρήμ. ● ενν. Cassius: υποκ. του dederat ● animum: άμεσο αντικ. του dederat ● sollicitum: επιθετικός προσδ. στο animum ● somno: έμμεσο αντικ. του dederat ● ibi: επιρρ. προσδ. της στάσης σε τόπο στο dederat ● vix: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο dederat.
apparuit: ρήμ. ● species: υποκ. του apparuit ● horrenda: επιθετικός προσδ. στο species ● ei: αντικ. του apparuit ● repente: επιρρ. προσδ. του τρόπου στο apparuit.
existimavit: ρήμ. ● ενν. Cassius: υποκ. του existimavit ● venire: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του existimavit ● hominem: υποκείμενο του venire (ετεροπροσωπία) ● ad se: εμπρόθ. προσδ. κατεύθυνσης (σε πρόσωπο) στο venire· η αντων. se εκφράζει έμμεση αυτοπάθεια, γιατί, ενώ εξαρτάται από το απαρέμφατο venire, αναφέρεται στο ενν. υποκείμενο Cassius του ρήμ. existimavit και όχι στο υποκείμενο hominem του venire ● magnitudinis: γενική της ιδιότητας στο hominem ● ingentis: επιθετικός προσδ. στο magnitudinis ● facie: αφαιρετική της ιδιότητας στο hominem ● squalida: επιθετικός προσδ. στο facie ● similem: παράθεση στο hominem ● effigiei: δοτική αντικειμενική (ως συμπλήρωμα) στο similem ● mortui: επιθετική μτχ., γενική κτητική στο effigiei.
aspexit: ρήμ. ● Cassius: υποκ. του aspexit ● quem (= eum): αντικ. του aspexit.
concepit: ρήμ. ● ενν. Cassius: υποκ. του concepit ● timorem: αντικ. του concepit.
cupivit: ρήμ. ● ενν. Cassius: υποκ. του cupivit και του audire (ταυτοπροσωπία) ● audire: τελικό απαρέμφατο, αντικ. του cupivit ● nomen: αντικ. του audire ● eius: γενική κτητική στο nomen.
respondit: ρήμ. ● ille: υποκ. του respondit ● esse: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του respondit ● se: υποκείμενο του esse (λατινισμός) ● Orcum: κατηγορούμενο στο υποκ. se του esse.
concussit: ρήμ. ● terror: υποκ. του concussit ● Cassium: αντικ. του concussit ● tum: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο concussit.
excitavit: ρήμ. ● ενν. terror: υποκ. του excitavit ● eum: αντικ. του excitavit ● e somno: εμπρόθ. προσδ. που δηλώνει έξοδο από κατάσταση στο excitavit.
inclamavit: ρήμ. ● Cassius: υποκ. του inclamavit ● servos: αντικ. του inclamavit.
interrogavit: ρήμ. ● ενν. Cassius: υποκ. του interrogavit ● eos: αντικ. του interrogavit ● de homine: εμπρόθ. προσδ. της αναφοράς στο interrogavit.
viderant: ρήμ. ● illi: υποκ. του viderant ● neminem: αντικ. του viderant.
dedit: ρήμ. ● Cassius: υποκ. του dedit ● se: άμεσο αντικ. του dedit· εκφράζει άμεση αυτοπάθεια ● somno: έμμεσο αντικ. του dedit ● iterum: επίρρ. προσδ. του χρόνου στο dedit.
somniavit: ρήμ. ● ενν. Cassius: υποκ. του somniavit ● speciem: αντικ. του somniavit ● eandem: επιθετικός προσδ. στο speciem.
confirmavit: ρήμ. ● res: υποκ. του confirmavit ● ipsa: επιθετικός προσδ. στο res ● fidem: αντικ. του confirmavit ● somnii: γενική υποκειμενική στο fidem ● post: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο confirmavit ● diebus: αφαιρετική του μέτρου στο post ● paucis: επιθετικός προσδ. στο diebus.
adfecit: ρήμ. ● Octavianus: υποκ. του adfecit ● eum: αντικ. του adfecit ● supplicio: αφαιρετική του μέσου στο adfecit ● capitis: γενική της ποινής στην περίφραση supplicio adfecit.
Η ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.