Σιμόν ντε Μποβουάρ: Η Μητέρα του Φεμινισμού
Μητέρα του φεμινισμού. Γυναίκα κατ’ επιλογή. Η πολυγραφότατη διανοούμενη Σιμόν ντε Mποβουάρ άφησε το δικό της ανεξίτηλο αποτύπωμα στον πνευματικό κόσμο του 20ου αιώνα. Ήταν μία πολυεπίπεδη προσωπικότητα. Ένας άνθρωπος δυναμικός και συνάμα ευαίσθητος. Φιλόσοφος, συγγραφέας, ακτιβίστρια που το όνομά της φιγουράρει, ως και σήμερα, δίπλα σε αυτό του υπαρξιστή και συντρόφου της Ζαν Πωλ Σαρτρ.
Η πολυτάραχη ζωή της Μποβουάρ: Η οικογένεια
Το πρώτο από τα δύο κορίτσια του Georges Bertrand de Beauvoir και της Françoise Brasseur γεννήθηκε στη λεωφόρο Raspail στο Παρίσι, στις 9 Ιανουαρίου 1908.
Η Simone Lucie Ernestine Marie Bertrand de Beauvoir (όπως ήταν το πλήρες ονοματέπωνυμό της) μεγάλωσε μαζί με την αδελφή της, Ελέν, σε μία αριστοκρατική οικογένεια που είχε εκπέσει οικονομικά και λίγο πριν τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο έχασε την περιουσία της.
Ο πατέρας της, ευγενικής καταγωγής και δικηγόρος στο επάγγελμα, ήταν ένας- συντηρητικός μεν, άθεος δε- άνδρας με καλλιτεχνικές ευαισθησίες και πλούσια βιβλιοθήκη, κάτι που αργότερα θα διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση του πνεύματος της πρωτότοκης κόρης του. Φημολογείται, πως οι εξωσυζυγικές σχέσεις του πατέρα της Σιμόν ντε Μποβουάρ οδήγησαν τα οικονομικά της οικογένειας σε δυσχέρεια.
Η μητέρα της ήταν από ευκατάστατη οικογένεια, καθολική και βαθιά θρησκευόμενη. Φρόντισε με ιδιαίτερο ζήλο την ηθική διαπαιδαγώγηση των κοριτσιών της και τον εκκλησιασμό τους. Παράλληλα, μερίμνησε και για την κατάλληλη παιδεία που θα εξασφάλιζε στις κόρες της έναν καλό γάμο. Η Σιμόν όμως, θα αποδειχθεί σκέτη «απογοήτευση» και στους δύο τομείς. Άλλωστε, όπως η ίδια καταγράφει: «Ήμουν φτιαγμένη για έναν άλλο πλανήτη. Έκανα λάθος στο δρόμο.»
Με την αδερφή της, Ελέν ντε Μποβουάρ, έχουν γενικά καλές σχέσεις. Όμως η Έλεν στα μάτια της Σιμόν φαίνεται πολύ συνηθισμένη και συντηρητική. Η «πουπέτ», όπως είναι το παρανόμι της μικρής, μεγαλώνει στην σκιά της αδελφής της και πραγματοποιεί τα σχέδια της μητέρας τους για σπουδές στις τέχνες (τυγχάνει αναγνώρισης από τον Πικάσο) κι έναν καλό γάμο – προς απογοήτευση της αδερφή της.
Η Σιμόν είναι προστατευτική, σχεδόν επικριτική με την αδελφή της και τις επιλογές της. Ωστόσο οι δύο αδερφές υποστηρίζουν η μία την άλλη στα δύσκολα, παρόλο που η Σιμόν στη διαθήκη της δεν της επιτρέπει πνευματικά δικαιώματα στο έργο της.
Μποβουάρ και εφηβική ηλικία
Για τις περισσότερες κοπέλες της τάξης της το μέλλον είναι προαποφασισμένο. Ο γάμος, η μητρότητα και ο ρόλος της οικοδέσποινας των «μεγαλοαστικών σαλονιών» ήταν πεπρωμένο για τη Σιμόν ντε Μποβουάρ.
Κατά την παιδική της ηλικία είναι υπόδειγμα διαγωγής. Ακολουθεί πιστά τη μητέρα της στην τέλεση των θρησκευτικών της καθηκόντων. Είναι ευσεβής και εκφράζει την επιθυμία να αφιερωθεί στο Θεό.
Όμως, κατά την εφηβική της ηλικία, αφυπνίζεται μέσα της ένα επαναστατικό πνεύμα. Γίνεται άτακτη και αυθάδης. Αποκτά κριτική στάση απέναντι στα ηθικοπλαστικά διδάγματα της μητέρας της και γίνεται ανυπάκουη. Στις διακοπές της, η βιβλιοφάγος έφηβη, παραθερίζει στη Λιμουζέν κοντά στον παππού της διαβάζοντας αδιάκοπα. Αρχίζει να μελετά και τα βιβλία του πατέρα της.
14 χρονών, το κορίτσι, έχει ήδη έντονα οξυμένη σκέψη και υπαρξιακές αναζητήσεις. Συχνά οι γονείς της, ελέγχουν τα αναγνώσματά της, απαγορεύοντάς της την πρόσβαση σε συγκεκριμένα ράφια της βιβλιοθήκης ή περνώντας καρφίτσες στις «απαγορευμένες» σελίδες των βιβλίων. Ωστόσο, τίποτα δεν την αποτρέπει να διαβάσει κορυφαίους στοχαστές όπως τους: Μπερνστάιν, Μπατάιγ, Μωπασάν, Μπουρζέ, Κλώντ Φαρρέρ.
«Και τότε μού έγινε μια αποκάλυψη απόλυτα εκθαμβωτική• ποτέ δεν απαρνιόμουν πράγματα που μ’ ευχαριστούσαν επειδή δήθεν ο Θεός τα απαγόρευε. Άρα δεν πίστευα πια σ’ εκείνον! Εκείνη τη νύχτα απλά και μόνο βεβαιώθηκα για κάτι που είχε ήδη συμβεί. Δεν με κυρίευσε φόβος• είχα το παράδειγμα του πατέρα μου που κι αυτός δεν πίστευε. Μονάχα που δεν τόλμησα να μιλήσω γι’ αυτό το θέμα σε κανένα- ήταν ένα μυστικό που βάραινε πολύ μέσα μου κι εγώ αισθανόμουν μόνη.»
Η ίδια παραδέχεται, πως εξαιτίας της μοναξιάς της, παγιώθηκε μέσα της η έντονη επιθυμία για συγγραφή. Ήθελε, όχι απλώς να εξωτερικεύσει, αλλά να κοινοποιήσει τις σκέψεις της και την ιδεολογία που αποκρυσταλλωνόταν σιγά σιγά μέσα της. Η δήλωσή της, κάτω από την ερώτηση του λευκώματος μιας φίλης της σχετικά με τη μελλοντική της ζωή, προοικονομεί την εξέλιξη της κοπέλας:
«Θέλω να γίνω διάσημη συγγραφέας.»
Ακαδημαϊκή και επαγγελματική πορεία της Μποβουάρ
Έχοντας λάβει το μπακαλορεά της από το καθολικό λύκειο Cours Désir, σπουδάζει στη Σορβόννη στο École Normale Supérieure Φιλοσοφία. Αριστεύει και συνεχίζει με μεταπτυχιακές σπουδές.
Στα 21 της γνωρίζεται με τον- όχι και τόσο γοητευτικό αλλά , διανοητικά οξυδερκή συμφοιτητή της- Ζαν Πωλ Σαρτρ. Ένας άνδρας, που έμελλε να γίνει μοίρα της, άνθρωπός της και πνευματικός συνοδοιπόρος της.
Ο Ρενέ Μαέ, αγαπημένος φίλος του Σαρτρ, την πολιορκεί ερωτικά με σθένος. Μάλιστα, της αποδίδει το διάσημο προσωνύμιο «κάστορας» παίζοντας με την ομοιότητα του επωνύμου της και με την αγγλική λέξη «beaver» (Κάστορας). Μάταια πασχίζει να της τραβήξει την προσοχή. Η Σιμόν έχει γοητευθεί από το μυαλό του υπαρξιστή.
Μετά την επιτυχία της στις εξετάσεις των καθηγητών φιλοσοφίας το 1929, η Σιμόν, διδάσκει το γνωστικό της αντικείμενο με ζήλο στη μέση εκπαίδευση στα σχολεία της Ρουέν, της Μασσαλίας και των Παρισίων από το 1931 έως το 1943 και γίνεται οικονομικά ανεξάρτητη. Είναι η νεότερη καθηγήτρια φιλοσοφίας με πύρινες διαλέξεις για την ελευθερία και την ισότητα σε μία δύσκολη πολιτικά περίοδο για τη Γαλλία. Λέγεται ότι δέχθηκε επίπληξη για την οξύτατη κριτική που ασκούσε στην κοινωνική καταπίεση της γυναίκας.
Όμως, αυτή δεν ήταν η μόνη της περιπέτεια σχετικά με τα διδακτικά της καθήκοντα. Με τις ημερομηνίες να μην είναι απόλυτα επιβεβαιωμένες, το 1941 η φιλοναζιστική κυβέρνηση του Βισύ την απαλλάσσει από τα διδακτικά της καθήκοντα, καθώς οι πεποιθήσεις της κρίνονται «επικίνδυνες».
Η Μποβουάρ, υποστηρίζει ανοιχτά τη σχέση μιας μαθήτριάς της με έναν Ισπανό εβραϊκής καταγωγής. Παράλληλα, κυκλοφορεί η φήμη, ότι τη διδασκαλία της παύει οριστικά το 1943, όταν απολύεται από το σχολείο που δίδασκε μετά από καταγγελία γονέα ότι είχε συνάψει σχέση με μαθήτριά της. Πάντως, η χρονική συγκυρία συμπίπτει με το πρώτο της λογοτεχνικό παιδί «Η Καλεσμένη» (1943).
Ιδεολογικοί αγώνες της Μποβουάρ
Κατά τη διάρκεια της κατοχής στη Γαλλία, γνωρίζεται με την «αντιστασιακή ελίτ»: Τον Καμύ, τον Ζενέ και τον Πικάσο.
Ταυτόχρονα, αφιερώνεται στο γράψιμο και συμμετέχει ενεργά στην επαναστατική οργάνωση «Σοσιαλισμός και Ελευθερία» που ιδρύει ο Σαρτρ για την ενίσχυση της γαλλικής αντίστασης.
Κατά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, συνεργάζεται με τον Σαρτρ για τη έκδοση της αριστερής πολιτικής εφημερίδας «Μοντέρνοι καιροί».
Συχνάζει στο καφέ Les Deux Magots στην πλατεία Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε, το οποίο γίνεται δίαυλος διάδοσης επαναστατικών αντιλήψεων και της διαλεκτικής για τον υπαρξισμό. Ανάμεσα στους υπόλοιπους διανοούμενους συγκαταλέγεται και ο Έλληνας φιλόσοφος Κώστας Αξελός, που συχνά συνδιαλέγεται με το ζεύγος Μποβουάρ – Σαρτρ. Οι πολιτικές και φιλοσοφικές τους συζητήσεις, αλλά και τα κοκτέιλ με τα οποία τις συνοδεύουν, καταγράφονται στην ιστορία.
Με τον Σαρτρ εκτός από κοινή πορεία στη ζωή, θα έχουν και κοινή ιδεολογική πορεία. Αρχικά, προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας. Το 1956, ωστόσο, αποχωρούν από το κόμμα, μετά τη Σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία και στρέφονται προς τον Μαοϊσμό, ενώ το 1960 αποδέχονται την πρόσκληση του Φιντέλ Κάστρο και επισκέπτονται τη Κούβα.
Η πολυτάραχη δεκαετία του ’60 ανατέλλει με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ να πρωτοστατεί στις ανατροπές, καθώς μάχεται υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών. Μάλιστα, καταγγέλλει την κακοποίηση μιας αλγερινής από τις γαλλικές κατοχικές δυνάμεις, πράξη για την οποία θα υποστεί απειλές. Αλλά δε θα υποκύψει. Η ανυπακοή και η επανάσταση είναι σύμφυτα της Σιμόν.
Φεύγει για τη Μέση Ανατολή, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι «εξ’αποστάσεως» διανοούμενη. Στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του Μάη του ’68 συντάσσεται με το φοιτητικό κίνημα. Το θρυλικό καφέ Les Deux Magots γίνεται σημείο συγκέντρωσης διανοούμενων. Μαζί με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ και τους σκηνοθέτες Γκοντάρ και Μαλ γράφουν και μοιράζουν δωρεάν την ακραία ριζοσπαστική μαοϊκή εφημερίδα «Η υπόθεση του λαού».
Το 1959 εκδίδεται το «Δεύτερο Φύλο», ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για την πραγματική θέση της γυναίκας, μία καταγγελία ενάντια στην ατέρμονη καταδυνάστευση των γυναικών. Κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, η Σιμόν δεν παύει να έχει την πρωτοκαθεδρία για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων του γυναικείου φύλου. Συμμετέχει σε κινητοποιήσεις για την κατάκτηση του δικαιώματος της νόμιμης άμβλωσης και της αντισύλληψης και υπογράφει το περιλάλητο κείμενο – παραδοχή των 342 επώνυμων γυναικών στο οποίο δήλωναν ότι είχαν καταφύγει παράνομα σε άμβλωση. Εκφωνεί «πύρινους» λόγους και διαδηλώνει υπέρ της ισότητας στην εκπαίδευση και υπέρ της οικονομικής ανεξαρτησίας των γυναικών από τους συζύγους τους.
Το τέλος της Μποβουάρ
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ, που τόσο αγωνίστηκε και για τα δικαιώματα της τρίτης ηλικίας, πεθαίνει με διαφορά έξι χρόνων παρά μία μέρα από τον – αιώνια αγαπημένο της – Σαρτρ. Η υγεία της είχε εξασθενίσει αρκετά, τόσο εξαιτίας του γήρατος όσο και του αισθήματος μοναξιάς που ολοένα αυξανόταν μετά τον θάνατο του αγαπημένου της «ανθρωπάκου». Η πνευμονία επιδείνωσε την κατάσταση της καταβεβλημένης Σιμόν. Πεθαίνει στις 14 Απριλίου 1986 έχοντας στο πλευρό της την υιοθετημένη κόρη της, Σιλβί Λε Μπον. Η ταφή της γίνεται στο Κοιμητήριο του Μονπαρνάς του Παρισιού, πλάι στον αγαπημένο της Ζαν Πωλ. Στο χέρι της ήταν περασμένο ένα δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει ο συγγραφέας Νέλσον Όλγκεν.
Η Μποβουάρ και το αντίθετο φύλο: Σιμόν και Σαρτρ
Πρώτος της εραστής και αγάπη παντοτινή είναι ο μέγας διανοητής Ζαν Πωλ Σαρτρ.
«Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός πως η «μητέρα του φεμινισμού» έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση πολλών ως η σύντροφος ενός σπουδαίου άντρα, αλλά η σχέση της Μποβουάρ με τον Σαρτρ, τόσο στον έρωτα όσο και στη φιλοσοφία, είναι ιδιαίτερη, αμφίδρομη και ανεξάρτητη.»
Η σχέση τους είναι φλογερή, αντισυμβατική και απελευθερωμένη. Εμφορούμενοι και οι δύο από τη φιλοσοφική αντίληψη για την ατομική ελευθερία, ύμνησαν τον έρωτα ως πράξη σεξουαλική και τίμησαν τη συντροφική αγάπη. Πειραματίστηκαν ποικιλοτρόπως στον ερωτικό τομέα. Ήταν δοτικοί, τολμηροί και ποτέ δεν περιόρισε ο ένας τον άλλον:
«Αυτό θεωρώ αληθινή γενναιοδωρία: Να τα δίνεις όλα και να αισθάνεσαι πως δεν σου έχει κοστίσει κάτι». Ίσως κάποια στιγμή μονάχα, το επιπόλαιο φλερτ του Σαρτρ με μία Αμερικανίδα υπήκοο να κράτησε ανησυχητικά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όμως, πέρασαν 30 χρόνια μαζί και, όπως η ίδια ομολογεί, μόνο μία φορά έπεσαν για ύπνο τσακωμένοι. «Αγάπη μου … μου είχες πει κάποτε ότι μ’ αγαπάς επειδή με κάνεις ευτυχισμένη (ίσως να μην το θυμάσαι, λες τόσα πολλά ανόητα πράγματα) λοιπόν αυτή την στιγμή θα πρέπει να μ’ αγαπάς πολύ, γιατί μ’ έκανες ακόμη πιο ευτυχισμένη. Υπερκέρασες ακόμη και το πόσο δυστυχισμένο έκανα τον εαυτό μου εξ’ αιτίας σου.»
Δεν παντρεύτηκαν ποτέ κι ούτε απέκτησαν παιδιά. Εκείνος εντούτοις, για να την προστατεύσει, της κάνει πρόταση γάμου το 1931.
«Ο γάμος είναι περιορισμός, αστικοποίηση, αλλά και θεσμοθετημένη παρέμβαση του κράτους στην ιδιωτική ζωή των πολιτών» θα απαντήσει εκείνη.
Επιμένουν μαζί. Η Σιμόν του συμπαραστέκεται όσο περνά τα ψυχωτικά του επεισόδια. Επιβιώνουν μέσα από τον πόλεμο κι ακόμα και όταν αιχμαλωτίζεται ο Σαρτρ, αλληλογραφούν για να μεταδώσουν το κουράγιο ο ένας στον άλλο.
Πάντοτε υποστήριζε ο ένας τον άλλον. Η σκέψη τους σφυρηλατήθηκε μέσα από κοινούς αγώνες. Η επιρροή του Ζαν Πωλ στην κοσμοθεωρία της ένθερμης φεμινίστριας Σιμόν είναι ολοφάνερη. Τα φιλοσοφικά της γραπτά συνδέονται στενά με τον «Σαρτριριανό» υπαρξισμό, αν και είναι ανεξάρτητα από αυτόν. Αλλά και η επιρροή της σκέψης της, από την άλλη μεριά, διαπνέει το έργο του. Με τον Σαρτρ καταφέρνουν να υπερβούν την έννοια του ζευγαριού. Γίνονται σύντροφοι. Συνεργάτες. Συν-δημιουργοί. Και μάλιστα, είναι πολύ παραγωγικοί. Ο ένας διαβάζει και διορθώνει τα γραπτά του άλλου.
Όταν ο «ανθρωπάκος» της παθαίνει εγκεφαλικό και σταδιακά χάνει την όρασή του, αρχίζει να μαγνητοφωνεί τις συνεντεύξεις που του έπαιρνε, ώστε να διασώσει τη διανόησή του πριν το τέλος. Τελικά, ο Σαρτρ πεθαίνει το 1980 από πνευμονικό οίδημα. «Ο μόνος τρόπος να με πληγώσει ήταν να πεθάνει» καταγράφει στο έργο της. Και μένει μόνη, παγιδευμένη σε εκείνη τη γνώριμη μοναξιά που είχε βιώσει στην εφηβεία της.
Ένα χρόνο αργότερα γράφει το «La ceremonie des audieux» για τα τελευταία δύσκολα χρόνια του εκλεκτού της καρδιάς της. Λίγο μετά την απώλεια αυτή η υιοθετημένη κόρη του αγαπημένου της, Αρλέτ Ελκάιμ Σαρτρ, δημοσιεύει στην εφημερίδα Liberation μία ανοικτή επιστολή προς τη Σιμόν ντε Μποβουάρ στην οποία την κατηγορεί για κατάχρηση του πνευματικού έργου του Σαρτρ και ασέβεια προς τον άρρωστο πατέρα της όσο εκείνος ήταν αδύναμος εξαιτίας του γήρατος. Η φιλόσοφος δεν απαντά σε αυτή την κατηγορία. Μετά από δύο χρόνια δημοσιοποιεί επιστολές του προς την ίδια που αποδεικνύουν την αγάπη που της είχε (ο Σαρτρ) και την ειλικρινή φροντίδα που του παρείχε εκείνη. Πριν αφήσει την τελευταία της πνοή έγραψε για τον σύντροφό της:
« Στην ζωή μου είχα μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία: τη σχέση μου με τον Σαρτρ. Σε περισσότερο από τριάντα χρόνια, μόνο μια φορά πήγαμε για ύπνο τσακωμένοι. »
Η Μποβουάρ και οι άλλοι άνδρες της ζωής της
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ ζει με ένταση. Είναι γυναίκα δυναμική. Έχει πάθος για ελευθερία και γνώση. Συγχρωτίζεται με διανοούμενους και επαναστάτες. Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο Αμερικάνος συγγραφέας Νέλσον Όλγκρεν («Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι») και ο Γάλλος σκηνοθέτης Κλοντ Λανζμάν.
Τον πρώτο τον γνωρίζει στο Σικάγο το 1947. Είναι εραστής παθιασμένος, φλογερός. Την αγαπά πολύ, δεν αντέχει να την μοιράζεται και τη ζητάει σε γάμο. Όμως, η Σιμόν έχει τάξει την ψυχή της αλλού και αρνείται. Χωρίζουν τελεσίδικα το 1963 με τον Όλγκεν να της προσδίδει άσεμνους χαρακτηρισμούς.
Με τον Λανζμάν η ερωτική περιπέτεια ξεκίνησε το 1952, χρονιά, που ο Σαρτρ τον προσέλαβε ως βοηθό του στην επιθεώρηση «Μοντέρνοι Καιροί». Εκεί, γνωρίστηκε με την, κατά 17 χρόνια μεγαλύτερή του, Σιμόν ντε Μποβουάρ και θέλχτηκε από την οξύνοια του πνεύματός της και τη γοητεία της προσωπικότητάς της. Για δύο χρόνια έζησαν κάτω από την ίδια στέγη, κατάσταση που δεν άντεξε εκείνη.
Παράλληλα, ο αιώνια αγαπημένος της σχετίστηκε ερωτικά με την ετεροθαλή αδελφή του βοηθού του, μία – εξαιρετικής ομορφιάς και γνώσεων – νεαρή. Σε επιστολή της στον Λανζμάν, η Σιμόν γράφει:«Είσαι η πρώτη απόλυτη αγάπη μου, αυτή που συμβαίνει μόνο μία φορά ( στη ζωή) ή ίσως ποτέ. Νομίζω ότι δεν θα έλεγα ποτέ τα λόγια που τώρα έρχονται φυσικά σε μένα όταν σε βλέπω – σε λατρεύω. Σας λατρεύω με όλο μου το σώμα και την ψυχή … Είστε η μοίρα μου, η αιωνιότητά μου, η ζωή μου». Η επιστολή δημοσιεύτηκε από τη Le Monde μαζί με τη συνέντευξη του 92χρονου Λανζμάν, ο οποίος μίλησε για το χρονικό της σχέσης τους. Σήμερα η αλληλογραφία τους (μετρά 112 επιστολές) βρίσκεται στα χέρια των ερευνητών του Γέιλ και παραμένει αδημοσίευτη.
Η πολυσχιδής προσωπικότητα της Μποβουάρ
Αν και το έργο της Μποβουάρ είναι βαθιά αυτοβιογραφικό, είναι δύσκολο κανείς να προσεγγίσει την προσωπικότητα μίας γυναίκας που είχε τεράστια απήχηση κι άσκησε παγκόσμια επιρροή ήδη από την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα. Οι συντηρητικοί την έψεξαν για την αντισυμβατική της σχέση με τον Σαρτρ, την ελευθεριάζουσα προσωπική της ζωή και τα φημολογούμενα σκάνδαλα με τις μαθήτριές της. Όμως, η Σιμόν ήταν πνεύμα ανήσυχο και άνθρωπος ελεύθερος. Ήταν ευφυέστατη και αποζητούσε την αγάπη:
«Είμαι πολύ έξυπνη, πολύ απαιτητική και πολύ επινοητική για να μπορέσει κανείς να με καταλάβει ολοκληρωτικά. Κανείς δεν με γνωρίζει ή με αγαπάει ολοκληρωτικά. Έχω μόνο τον εαυτό μου», καταγράφει μέσα στη μοναξιά της.
Θεωρούσε πως το γυναικείο πρότυπο είναι ένα κατασκεύασμα της πατριαρχικής κοινωνίας. Στον αντίποδα, υποστήριζε πως κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας ή κοινωνικής τάξης πρέπει να ενθαρρύνεται να ορίζει τον εαυτό του και ταυτόχρονα να αναλαμβάνει την ευθύνη που συνεπιφέρει αυτή η ελευθερία. Και η Μποβουάρ ανέλαβε κάθε ευθύνη των επιλογών της. Έμεινε σταθερή στην ιδεολογική της τοποθέτηση, τόσο πολιτικά, όσο και κοινωνικά. Παράλληλα με τη συγγραφή, ταξίδεψε σε μέρη που μαίνονταν ο πόλεμος και η αδικία. Ανήκει στο είδος του πνευματικού ανθρώπου που δίνει το παρών στο πεδίο της μάχης. Η ίδια δηλώνει:
« Άλλαξε τη ζωή σου σήμερα. Μη στοιχηματίζεις στο μέλλον, ενέργησε τώρα χωρίς καθυστέρηση.»
Η Μποβουάρ εκμεταλλεύτηκε την δημοτικότητά της για να μιλήσει υπέρ του γυναικείου φύλου και κατάφερε να του δώσει φωνή. Είναι ένα πρόσωπο, ως και σήμερα διαχρονικό κι όσο τα δικαιώματα των γυναικών καταπατώνται τόσο στον αναπτυσσόμενο όσο και στο «δυτικό» κόσμο, το κάλεσμά της για ελευθερία και ισότητα παραμένει επίκαιρο.
Το «Δεύτερο Φύλο» της Μποβουάρ
Έχοντας κλείσει τα 41 έτη, το 1949, η ακτιβίστρια και υπέρμαχος των δικαιωμάτων της γυναίκας, Σιμόν ντε Μποβουάρ, συγγράφει το έργο που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για το φεμινιστικό κίνημα, το «Δεύτερο Φύλο». Στη φράση της «Δεν γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι» εσωκλείεται όλο το νόημα του βιβλίου της αλλά και της φεμινιστικής ιδεολογίας συνολικά.
Το «Δεύτερο Φύλο», αρχικά, είναι μία μελέτη, η οποία ερευνά τις καθιερωμένες θεωρίες για τον γυναικείο ρόλο στις κοινωνίες της εποχής. Παράλληλα, αποτελεί μία ιστορική καταγραφή του γυναικείου καταναγκασμού και μία κριτική στις κοινωνικές συμβάσεις που επιβάλλουν στις γυναίκες τον μονόδρομο της μητρότητας και την υποχρέωση για δημιουργία οικογένειας.
Επιπλέον, υπερτονίζει τη σημασία της ελευθερίας της επιλογής σε ό,τι αφορά τον οικογενειακό προγραμματισμό, της βοήθειας στην ανατροφή των παιδιών και την χειραφέτηση από την αντρική επιρροή. Καταγγέλλει ότι η γυναίκα είναι επιφορτισμένη με πολλαπλούς κοινωνικούς ρόλους (μητέρα, σύζυγος, εργαζόμενη, νοικοκυρά) και απαιτεί ουσιαστική ισοτιμία ανάμεσα στα δύο φύλα.
Το βιβλίο δέχθηκε δριμύτατη κριτική, καθώς ήταν ιδιαιτέρως ρηξικέλευθο για την εποχή που γράφτηκε. Ήταν ένα κάλεσμα στις γυναίκες να αποδεσμευτούν από τα ηθικοκοινωνικά πρότυπα με τα οποία εμποτίζονταν για αιώνες. Αρχικά, ούτε οι ομοϊδεάτες της είδαν την έκδοση του εν λόγω πονήματος με θετική ματιά, ενώ το βιβλίο κατάφερε να κερδίσει για πολλά χρόνια μία θέση στη λίστα του Βατικανού με τα απαγορευμένα βιβλία (Index Librorum Prohibitum). Ωστόσο, και κόντρα σε κάθε αντίρρηση, τα 50.000 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης ξεπουλάνε μέσα σε μία εβδομάδα! Έτσι, η Μποβουάρ γίνεται αποδέκτης οικουμενικής αναγνωρισιμότητας.
Το συγγραφικό έργο της Μποβουάρ
Το έργο της είναι σε μεγάλο μέρος αυτοβιογραφικό και αποπνέει τον αέρα της πνευματικής ζωής της Γαλλίας από το διάστημα 1930 έως το 1970. Αυτό διαφαίνεται κυρίως στο «Mémoires d’une jeune fille rangée» («Αναμνήσεις μιας καθώς πρέπει κόρης», 1958), στο «La Force de l’âge» («Η δύναμη της ηλικίας», 1960) και στο «La Force des choses» («Η δύναμη των πραγμάτων», 1963).
Ωστόσο, η πρώτη εμφάνισή της στον πνευματικό κόσμο γίνεται με το «L’ Invitée» («Η καλεσμένη», 1943). Αποτελεί ένα μυθοπλαστικό έργο που καταγράφει χρονικά τη σχέση της με την Olga Kosakiewicz (φοιτήτριά της) αλλά και μία διερεύνηση της πολυσχιδούς της σχέσης με τον Σαρτρ.
Το γνωστότερο μυθιστόρημά της είναι το «Les Mandarins» («Οι Μανδαρίνοι», 1954), το οποίο της χάρισε το βραβείο Γκονκούρ. Το βιβλίο αυτό αναφέρεται σε μία ομάδα διανοούμενων, οι οποίοι προσπαθούν να ξεφύγουν από τον «πνευματικό τους ελιτισμό» την επαύριο του πολέμου και να λάβουν ενεργή συμμετοχή στην πολιτική ζωή. Η επιρροή του υπαρξισμού είναι έντονη.
Μία ομαλή εισαγωγή στον υπαρξισμό, θεωρείται το «Pour une morale de l’ambiguïté» («Για μια ηθική της αμφισβήτησης», 1947), το οποίο συχνά συνδέεται με το έργο του Σαρτρ «Το είναι και το μηδέν». Ακόμα, ένα έργο που κινείται στις αρχές της θεωρίας του υπαρξισμού είναι το «L’Existentialisme et la Sagesse des nations» («Ο υπαρξισμός και η σοφία των εθνών», 1948). Ένα χρόνο αργότερα, συγγράφει τη βίβλο του φεμινισμού το «Le Deuxième Sexe»
Επίσης, η Σιμόν δείχνει ενδιαφέρον για τα γηρατειά και τα δικαιώματα της τρίτης ηλικίας, όπως φαίνεται στο έργο «La Vieillesse» («Τα γηρατειά», 1970). Το βιβλίο της «Une Mort très douce» («Ένας πολύ γλυκός θάνατος», 1964) έχει ως κεντρικό γεγονός τον θάνατο της μητέρας της. Ενώ το 1981, έγραψε το βιβλίο «La ceremonie des Audieux» («Η τελετή του αποχαιρετισμού»), μία επίπονη εξιστόρηση των τελευταίων χρόνων του Σαρτρ.
Ταυτόχρονα, εκδίδει ταξιδιωτικά δοκίμια βασισμένα στα ταξίδιά της: «L’Amérique au jour le jour» («Η Αμερική από μέρα σε μέρα», 1948) και το «La Longue Marche» («Η Μεγάλη Πορεία», 1957) για το ταξίδι της στην Κίνα, που αποτελεί και μία συμπαθητική παρουσίαση του Μαοϊσμού. Μεταξύ αυτών την εργογραφία της Σιμόν ντε Μποβουάρ συμπληρώνουν το «Le sang des autres» («Το αίμα των άλλων», 1945), το «Tous les hommes sont mortels» («Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί», 1946), το «Les belles images» («Οι ωραίες εικόνες», 1966), το «La femme rompue» («Η κουρασμένη γυναίκα», 1968), το «Pyrrhus et Cinéas» («Πύρρος και Κινέας», 1944), το «Privilèges» («Προνόμια», 1955) και το “Tout compte fait” («Συνολικά», 1972). Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά.
Επίλογος
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ υπήρξε η γυναίκα που αγωνίστηκε όσο καμία για την ίδια τη γυναίκα. Προέβαλε με μοναδικό τρόπο την εκρηκτική, θηλυκή της πλευρά- κι όχι την σεξουαλικότητά της- με σκοπό να αναγκάσει την τότε ανδροκρατούμενη κοινωνία να δεχθεί τη γυναίκα ως ίση δίπλα στον άνδρα. Προετοίμασε την αφύπνιση του γυναικείου φύλου και προώθησε τους αγώνες για την κατάκτηση των δικαιωμάτων του. Η ίδια διερωτάται με εύθυμο ύφος: «Με τι θα ασχολούνταν ο Πρίγκιπας του Παραμυθιού αν δεν έπρεπε να ξυπνήσει την Ωραία Κοιμωμένη;» Δασκάλα, φιλόσοφος, συγγραφέας, ερωμένη, ακτιβίστρια, μα πάνω από όλα γυναίκα. Η Σιμόν (με το τυρμπάν στα μαλλιά – σύμβολο μια εποχής) υπερπήδησε τα στεγανά, κήρυξε την ελευθερία του ατόμου και συμμετείχε στην αφρόκρεμα της διανόησης που διαμόρφωσε την ιδεολογική σκέψη του 20ου αιώνα.
Παρακάτω παρατίθεται ένα βίντεο στο οποίο παρουσιάζεται η εξαιρετικά σπάνια επιστολή της Μποβουάρ προς τον αγαπημένο της Ζ.Π.Σαρτρ. Καλή απόλαυση!
Πηγές: 1,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11,12,13
Νικολέτα Μιχαλοπούλου για την ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω.
Η Ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!