Νίκος Καββαδίας: Ο Ενάλιος Ποιητής

Νίκος Καββαδίας: Ο Ενάλιος Ποιητής

«απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω

και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά»

Σαν σήμερα το 1975 έκλεισε τα μάτια του ο αιώνιος ονειροπόλος θαλασσοπόρος Νίκος Καββαδίας. Ο «Κόλιας», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, ήταν ένας άντρας με διπλή υπόσταση, ποιητής και ναυτικός. Ανήκει σχηματικά στη γενιά του 30, αν και διαφοροποιήθηκε αρκετά από αυτήν χάρη στην ιδιότυπη μυθολογία του. Ο άνδρας που θα παραμείνει «ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», ήταν ένας κολασμένος άγιος, που με την έντεχνη ποίησή του αποτύπωσε με τον καλύτερο τρόπο την έλξη του Έλληνα για την θάλασσα.

Οι καταβολές του Νίκου Καββαδία

Η οικογένεια Καββαδία και ο Νίκος μικρός

Ο ποιητής της θάλασσας, Νίκος Καββαδίας, πρωτοείδε το φως του ήλιου στις 11 Ιανουαρίου του 1910, στην περιοχή Χαρμπίν της Μαντζουρίας, δίπλα στο υγρό στοιχείο, καθώς ο ποταμός Ουσούρ διέσχιζε την ευρύτερη περιοχή. Ο πατέρας του, Χαρίλαος Καββαδίας, και η μητέρα του, Δωροθέα Αγγελάτου, είχαν καταγωγή από την Κεφαλλονιά. Μέχρι την ηλικία των τεσσάρων ετών η οικογένεια απαριθμεί πέντε μέλη μαζί με τα αδέρφια του, την Ευγενία (Τζένια) και τον Δημήτρη (Μήκια). Αργότερα, με την άφιξη της οικογένειας στην Ελλάδα θα προστεθεί και ο βενιαμίν Αργύρης.

Ο Χαρίλαος διέθετε γραφείο γενικού εμπορίου και μάλιστα αποτελούσε τον βασικό τροφοδότη του τσαρικού στρατού.  Όμως στις αρχές του 1914, καθώς ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οικογένεια αποφάσισε να επιστρέψει στη γενέθλια πατρίδα. Έτσι, ο Νικόλας ταξίδεψε για πρώτη φορά στη ζωή του για να μετοικίσει στο Αργοστόλι. Για δεκαπέντε μέρες διέσχισαν οικογενειακώς τα Ουράλια Όρη και την ενδοχώρα με τον Υπερσιβηρικό και με τη βοήθεια συγγενών έφτασαν στην Ελλάδα μέσω Κωνσταντινούπολης. Αφού τακτοποιήθηκε η Δωροθέα με τα παιδιά, ο Χαρίλαος επέστρεψε στη Ρωσία για να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις του, ενώ μαινόταν ο πόλεμος. Μέσα στη δίνη των πολιτικών αναταράξεων της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Το 1921 επανασυνδέεται με την οικογένειά του στην Ελλάδα, αλλά, έχοντας καταστραφεί οικονομικά, δυσκολεύεται πλέον να ταιριάξει στα νέα δεδομένα. Στη «Βάρδια» ο Καββαδίας θα γράψει:  «Ο πατέρας μου… ο λαθρέμπορος του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίχτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα…».

Στο Αργοστόλι ο απόηχος του πολέμου δεν ταράζει την ήρεμη καθημερινότητα και η είδηση ότι ο πατέρας φυλακίστηκε δε φτάνει ποτέ. Τα παιδιά περνούν τα απογεύματα με τη νταντά στην πλατεία αρχικά. Μέχρι που από το νησί παρελαύνει ο συμμαχικός στρατός και τα οχήματά του. Ο Νίκος «δραπέτευε» από τη μητρική κηδεμονία για να συγχρωτίζεται με αυτούς τους θεόρατους γίγαντες, κυρίως τους Σενεγαλέζους. Τα παιδικά του μάτια μαγεύονται από το εντυπωσιακό χρώμα και το ανάστημα. Όταν ο πατέρας φτάνει στο νησί τσακισμένος από τη μακρόχρονη φυλάκιση θα σαλπάρουν για τον Πειραιά.

Το ταξίδι για την Αθήνα

Από το νησί μετακομίζουν στο μεγάλο λιμάνι της Ελλάδας. Ο Νίκος βλέπει τα φώτα στις  αποβάθρες του Πειραιά σε ηλικία 11 χρονών. Στο δημοτικό είναι συμμαθητής με τον μετέπειτα ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη  και τον θεολόγο Παπά- Γιώργη Πυρουνάκη. Μαζί διαβάζουν βιβλία περιπέτειας, καθώς ο «Κόλιας» αγαπά τον Ιούλιο Βέρν. Εμπνέεται από το ταξιδιάρικο ύφος και αρχίζει την πρωτόλεια παραγωγή. Ξεκινάει, με την παρότρυνση του πατέρα του, να εκδίδει τον «Σχολικό Σάτυρο», ένα φυλλάδιο με περιπαιχτικό χαρακτήρα, μία σάτιρα της σχολικής ζωής. Χαρακτηριστικό της παιδικής αφέλειας είναι το ύψιλον στον τίτλο. Αλλά κι όταν παύει η κυκλοφορία του γράφει στη «Διάπλαση των Παίδων». Επιλέγει το ψευδώνυμο «Ο Μικρός Ποιητής», κάτι που προοιωνίζει την εξέλιξη του στα γράμματα.

Με τον συγγραφέα και στρατιωτικό ιατρό Παύλο Νιρβάνα, τον οποίο ο Νίκος Καββαδίας γνώρισε όταν ήταν στο Γυμνάσιο. (1935)

Στο γυμνάσιο στέλνει τα ποιήματα που υπογράφει ως Πέτρος Βαλχάλας στο περιοδικό της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας». Ο πατέρας του φίλου του, Κώστα Αποστολίδη, Παύλος Νιρβάνας σε έναν τόμο με χρονογραφήματα της εποχής κάνει την αφιέρωση«Στο μικρό μου φίλο Ν. Καββαδία, ἀπό ἐκτίμηση στο νεαρό του τάλαντο.». Η αφιέρωση αποτελεί επισφράγισμα της μελλοντικής αναγνώρισης του θαλασσινού ποιητή.

Ταυτόχρονα, στην Ελληνική πραγματικότητα διαδραματίζονται σκηνές μιας πρωτοφανούς ανθρώπινης τραγωδίας. Στο λιμάνι του Πειραιά καταφθάνουν κατά χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, ένα τσακισμένο ανθρώπινο ψηφιδωτό που κατακλύζει το λιμάνι, τα στενά και τις πλατείες. Κουρελιασμένες ψυχές που αναζητούν χώρο να ριζώσουν. Η φιλόξενη οικογένεια Καββαδία νοίκιασε σε ένα ζευγάρι από το Τσεσμέ και την ψυχοκόρη τους ένα από τα δωμάτια του σπιτιού τους. Όπως καταγράφει η Ευγενία Καββαδία, η αδελφή του Νίκου, οι άνθρωποι αυτοί είχαν βιβλική μορφή και εγκαρτέρηση.  Ήταν η «τέλεια αντίθεση» συγκριτικά με τον πατέρα που αδυνατούσε να προσαρμοστεί στην ανέχεια της νέας του ζωής.

Ο πατέρας γίνεται οξύθυμος, ειδικά όσο εξασθενεί από την αρρώστια. Μα πάντα επιμελείται τη μόρφωση των παιδιών. Τους ανεβάζει συχνά στην Αθήνα, στον Ελευθερουδάκη για να αγοράσουν βιβλία. Είναι αυστηρός. Όμως η μάνα, σταθερή αξία και φάρος φωτεινός, τηρεί τις ισορροπίες ανάμεσα στον εύθραυστο σύζυγο και τα ατίθασα παιδιά. Και, όταν ο Χαρίλαος Καββαδίας αποτυγχάνει να βρει δουλειά στα καράβια, η Δωροθέα αποχωρίζεται τα κοσμήματά της.

Το “Κυρήνεια”, το ιστορικό πλοίο που μετέφερε τους Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία και συμμετείχε στους δύο παγκόσμιους πολέμους.

«Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.

Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.»

Το 1929 ο πατέρας του Νίκου Καββαδία έσβησε από καρκίνο. Ο Νίκος, παρόλο που είχε περάσει με επιτυχία τις εξετάσεις στην Ιατρική, απευθύνεται στους συγγενείς της μητέρας του για να δουλέψει στο πρακτορείο τους. Γρήγορα όμως μπάρκαρε για ταξίδια εξωτικά με το φορτηγό Άγιος Νικόλας. Ολόκληρη η ζωή του από τότε έχει γεύση αλμυρή. Η θάλασσα και η περιπέτεια θα τον ακολουθούν.

Ο Καββαδίας και η «Αντίσταση»

«Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο, δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.»

Το 1930 ο Νίκος Καββαδίας ακούει τις σειρήνες της θάλασσας. Από τότε μέχρι και το 1936 ο Νίκος Καββαδίας ταξιδεύει. Το 1932 δημοσιεύει το «Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη» στο «Πειραϊκόν Βήμα». Το 1933 εκδίδεται σε 245 αντίτυπα από τις εκδόσεις «Κύκλος» η ποιητική συλλογή «Μαραμπού», με εισαγωγικό σημείωμα του ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ. Ο Φώτος Πολίτης υποδέχεται τον νεαρό ποιητή με το γνήσιο ανθρωπισμό και την ενδιαφέρουσα μυθολογία με θερμές κριτικές. Το 1939 παίρνει το δίπλωμά του ως ραδιοτηλεγραφητής με τη βοήθεια των συγγενών της μητέρας του, η οποία μαράζωνε να τον βλέπει να θαλασσοδέρνεται. Ο πόλεμος τον βρήκε το 1933 στην οδό Αγίου Μελετίου 10, στην Κυψέλη, την ίδια περίοδο που ο Λόρκα εκδίδει τον «Ματωμένο Γάμο».

Συμμετέχει στον Αλβανικό πόλεμο το 1940. Δεν κατατάσσεται στο ναυτικό, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά στο πεζικό. Είναι από τους τελευταίους που επιστρέφει από το μέτωπο ισχνός, πεινασμένος, σκιά του εαυτού του, με τα πόδια. Την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής παραμένει ξέμπαρκος και παίρνει μέρος στις γραμμές του ΕΑΜ ναυτικών και του ΕΑΜ ποιητών (έπος διπλούν). Στις 6 Οκτωβρίου 1944 ταξιδεύει με το «Κορίθνια», ως ασυρματιστής, με περιοριστικούς όρους, λόγω των «φρονημάτων» του.

Τη ζοφερή περίοδο αυτή ο Καββαδίας «συντάσσει» ένα ποίημα αφιερωμένο στη Μέλπω Αξιώτη. Το 1945 δημοσιεύεται στα «Ελληνικά Γράμματα» το ποίημα «Αντίσταση», το οποίο δεν ανήκει στα πολυδιαβασμένα δημιουργήματα του Νίκου, αλλά μελοποιήθηκε από τον Διονύση Τσακνή:

«Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί./ Τα’ άρματα ζώνεσαι μ’ αρχαία κραυγή πολέμου./ Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,/Οι κρεμασμένοι στα δεντρά , μπαίγνιο του ανέμου.»

Δύο χρόνια αργότερα εκδίδει το  «Πούσι», χαρισμένο στη μονάκριβη ανιψιά του Έλγκα Καββαδία, την «Αίγλη» του:

«Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι

άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή

τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι

που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί»

(Θεσσαλονίκη)

Ένα τραγικό συμβάν θα συνταράξει τον Νίκο Καββαδία και θα τον καλύψει με βαρύ πένθος. Ο μικρότερος αδελφός του, ο Αργύρης, πρώτος πλοίαρχος σε φορτηγά πλοία, αυτοκτονεί μέσα στη καμπίνα του, στην Ιαπωνία. Για δέκα χρόνια ο ποιητής θα σωπάσει και δε θα γράψει. Θα επανέλθει στα γράμματα το 1967 με το «Κοσμά του Ινδικοπλεύστη»:

«Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό

και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,

πες μου, στην άγια πίστη σου, πως να προσευχηθώ;

σε ποιον να ξομολογηθώ και που να μεταλάβω;»

Ο «Κόλιας»

Κοντός με λίγα μαλλιά. Τα μάτια του μεγάλα και στρογγυλά σαν ψαριού και ατημέλητη όψη. Φοράει πάντα πουλόβερ και προστατεύει το κεφάλι του από τον μανιασμένο θαλασσινό αέρα με σκούφο. Ο Καββαδίας ήταν ένας λιγομίλητος αλλά εγκάρδιος άνθρωπος. Φιλικός, οικείος και ανθρώπινος.  Η Έλγκα θυμάται τον θείο της να την μαλώνει: «Σπουδαίος είναι όποιος είναι άνθρωπος. Μην το ξαναπείς, μην ξεχωρίζεις τους ανθρώπους». Είναι μία αρχή που ο αιώνιος εραστής της θάλασσας τηρεί. Χαρακτηριστικό είναι πως, αν και αξιωματικός, έτρωγε με το πλήρωμα. Έτσι και στους στίχους του, θα βρούμε ανθρώπους περιθωριακούς. Μιλάει με συμπάθεια για ναυτικούς «στιγματισμένους», για γυναίκες κοινές, ομοφυλόφιλους και ναρκομανείς. Όχι πως ήταν αυτός ακριβώς ο κόσμος που συναναστρεφόταν ο Καββαδίας. Μα αυτός είναι ο κόσμος που τον γοητεύει.

Η γοργόνα- χορεύτρια στο αριστερό του μπράτσο

Ένας χαρακτήρας με χιλιόχρωμα τατουάζ – οι μύχιες επιθυμίες της ψυχής χαραγμένες στη σάρκα- ήταν ο Καββαδίας. Στο αριστερό του μπράτσο είχε μία γοργόνα- χορεύτρια. Είχε «στιγματιστεί» στις Ινδίες. Έλεγε ιστορίες για εκείνη. Τα βράδια έπεφτε για ύπνο με το φόβο ότι θα τον παρατούσε. Ξημέρωνε όμως κι εκείνη παρέμενε εκεί. Η μόνη πιστή γυναίκα που δεν τον εγκατέλειπε. Αιώνιες ερωμένες του ήταν η γοργονά του και η θάλασσα. Ήταν περήφανος για τα τατουάζ του σε μία εποχή κατά την οποία η δερματοστιξία θεωρούνταν χαρακτηριστικό των παριών.

«Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.

Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.

Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω

ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.»

Διφυής ο Καββαδίας, ναυτικός και ποιητής, με σεβασμό στην απεραντοσύνη της θάλασσας και αγάπη για την τέχνη. Ακούει όπερα – αδυναμία του είναι ο Βέρντι-  και κινεζική μουσική. Αγαπά τη ζωγραφική – αμέτρητες οι καταγραφές πινάκων στα ποιήματά του: «Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι./ Εγώ, και σ’ έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό».  Άλλοι του έχουν προσδώσει τον χαρακτηρισμό του «ιδιόρρυθμου» και άλλοι του «καταραμένου ποιητή». Παρανόησαν αμφότεροι. Ένας άγιος της κολάσεως είναι ο Νίκος, με επιρροές από τον Μπωντλαίρ. Εξ ου και η ακαταμάχητη γοητεία του.

Δεν ήθελε την προβολή ο Καββαδίας: «Δεν είμαι γυρολόγος να διαφημίζω την πραμάτεια μου. Φτάνει να διαβάσει κανείς προσεκτικά τα ποιήματά μου και θα βρει εκεί ό,τι θέλει για μένα, δεν έχω να πω κάτι περισσότερο». Στο σπίτι του όμως παρήλαυναν οι φίλοι, άνθρωποι της τέχνης, δείπνα και απαγγελίες και αφηγήσεις ιστοριών από τα ταξίδια του συνθέτουν την εικόνα της κοινωνικής του ζωής.

Κι αν έχει να τον ψέξει κανείς για κάτι, είναι αυτό: «Μονάχα καμιά φορά, έτσι ανοργάνωτος που ήταν, μπορεί να έχανε ένα πακέτο τσιγάρα όπου είχε σημειώσει κάποιους στίχους που τους ήθελε και τότε μας έβαζε να το ψάχνουμε παντού, ακόμη και στα σκουπίδια…» σύμφωνα με την Έλγκα.

Η Ποίηση του Καββαδία

Ίσως είναι ο κατεξοχήν βιωματικός ποιητής. Καθοδηγούμενος από την ακαταγώνιστη έλξη για τη θάλασσα, μέσα από τους στίχους με το ναυτικό ιδίωμα, μεταφέρει τον αναγνώστη στο ενάλιο τοπίο. Ο κόσμος των βαποριών και της τρικυμίας, ένας κόσμος μοναδικός, γοητευτικός, ανεπανάληπτος ενσαρκώνεται στον Καββαδία. Η ζωντανή εικονοπλασία συνεπαίρνει ακόμα και τον αμύητο που γρήγορα ξεχνά τις άγνωστες λέξεις της ναυτικής ζωής. Ο Καββαδίας με ρεαλιστικό τρόπο και τροπικό ένδυμα παραθέτει τη ναυτική ηθογραφία. Η πεζογραφία διεισδύει στην ποίηση. Καράβια, ναυτικοί, λιμάνια, έρωτες και θάνατος συνθέτουν το ποιητικό σκηνικό. Η ροπή για τη θάλασσα- ερωμένη διαπερνά  το έργο του «Κόλια» και βρίσκεται σε απόλυτη αντιστοιχία με τη θαλασσινή ιδιοσυγκρασία του Έλληνα. Ίσως γι’ αυτό ο Δημήτρης Νικορέτζος έγραψε: « Ο Καββαδίας είναι επίκαιρος. Ξεπερνά τις συμπληγάδες του χρόνου, περνώντας πάντα την αιώνια ρότα του».

Η ποίηση του Νίκου Καββαδία βρίθει από συναισθήματα. Η απογοήτευση και η ματαίωση τον κατατρύχουν. Η  τρυφερότητα και το μίσος βρίσκονται σε απόλυτη αντίστιξη. Η ταπείνωση και η αμαρτία, η στέρηση, η μοναξιά και η ανάγκη για επικοινωνία διαπερνούν το έργο του. Τη λυρική απογείωση προσφέρει ο ερωτισμός, ο αισθησιασμός και το βαθύ μυστήριο της θάλασσας.

Lyndia, 1956

«Τη νύχτα σου `πα στο καμπούνι μια ιστορία, 

την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,

τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα

κι όλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο η πορεία…»

 

Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.

Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.

Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι

μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.»

 

Για τη μελέτη του έργου του Νίκου Καββαδία κυκλοφορούν γλωσσάρια, ώστε να βοηθήσουν τον αμύητο στη ναυτική ορολογία να κατανοήσει τους στίχους του, καθώς το θαλασσινό λεξιλόγιο συνυφαίνεται με το κεφαλλονίτικο ιδίωμα.  Όμως παρά την άγνοια των πολλών, όλοι κάποια στιγμή έχουν σιγοτραγουδήσει τα ποιήματά του. Γι’ αυτό φρόντισε – κυρίως- ο Θάνος Μικρούτσικος, ο οποίος μάλιστα δέχθηκε περιπαιχτικές κριτικές, αρχικά, όταν μελοποίησε τον Καββαδία. Όμως όσο δύσλεκτος και αν ακούγεται ο Καββαδίας, τόσο αγγίζει τον ακροατή μέσω της αμεσότητας της ποίησής του. Ο αναγνώστης βρίσκει σε αυτή κομμάτια του εαυτού του. Ο Θάνος ευτυχώς δε δίστασε, και το 1977 μας συστήνει μέσα από το δίσκο του τον κόσμο του Καββαδία. Μέχρι σήμερα μετράει 1.000.000 αντίτυπα:

« Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.

Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.

Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι…

Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό με νανουρίζει.

 

Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.

Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.

Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.

Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.»

Πάνω από 400 τοπωνύμια περιέχονται στους στίχους του Καββαδία. Περιοχές, λιμάνια, μπαρ, ξενοδοχεία  παρελαύνουν από τις γραμμές της κοσμοπολίτικης ποίησής του. Ταξίδεψε στα περισσότερα από αυτά μάλλον με το νου. Το Αλγέρι, η Μπούρμα, ο Yara- Yara, το Ρετζίνα στη Μαρσίλια και πολλά ακόμα οριοθετούν το πεδίο της δράσης των ηρώων του.

Ο «Ναυτικός» Καββαδίας

Η φυσικότητα του λόγου και οι βιωματικές εικόνες της ποίησης του Νίκου Καββαδία οφείλονται στο γεγονός ότι ταξιδεύει με πλοία φορτηγά. Δύσκολες οι συνθήκες που επικρατούν μέσα σε αυτά τα πελώρια κήτη. Συναντάει διαφορετικούς τύπους ανθρώπων και πολιτισμών μέσα σε αυτά. Την κοινωνία του βαποριού συνθέτουν οι ναυτικοί. Η πάλη με το υγρό στοιχείο και οι τροπικές κακουχίες σφυρηλατούν αυτή την ιδιαίτερη φυλή ανθρώπων. Οι διαφορές της εθνικής καταγωγής παρουσιάζονται στην πραγματική τους διάσταση. Στη ναυτική του ηθογραφία ο Νίκος παρουσιάζει πρόσωπα, όχι την εθνική τους ταυτότητα. Ο μεγάλος τους φόβος είναι η αρρώστια της εποχής, η σύφιλη. Ο «Κόλιας» ως ασυρματιστής ξέρει να ακούει. Αφουγκράζεται τις αγωνίες τους και τους φόβους τους. Εμπνέει πολλούς να γίνουν ναυτικοί και να ξετυλίξουν το μίτο των ενάλιων μυστηρίων.

Ο Νίκος Καββαδίας ως ασυρματιστής

Η εσωτερική πάλη των ναυτικών να ξεφύγουν από τον “τυφώνα” και να συμβιβαστούν με «τη στεριανή ζάλη» , η αγωνία να δαμάσουν το υγρό στοιχείο και τα τερτίπια του καιρού και – βαθύτερα- οι κλυδωνισμοί της αβεβαιότητας που πυροδοτεί η φουσκοθαλασσιά αισθητοποιούνται στο «Καραντί»:

«Παντιέρα κίτρινη σινιάλο του νερού
φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο
τα δυο φανάρια της νυκτός κι ο Πιζανέλο
ξεθωριασμένος απ’ το κύμα του καιρού

Το καραντί το καραντί θα μας μπατάρει
σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά
από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά
κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει»

Ο Νίκος και η «Γυναίκα»

« “κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω”/ ωστόσο οι κάβοι σου σκλήρυναν την παλάμη»

Η γυναικεία μορφή διατρέχει την ποίηση του Καββαδία. Οι γυναίκες των λιμανιών, οι παστρικιές και οι άλλες, από σπίτι, πότε ομορφαίνουν τη βάρδια στη γέφυρα και πότε ταλανίζουν τον ναυτικό. Άλλες προσμένουν καρτερικά, είναι θλιμμένες, άλλες στυγνές, σαν αρπαχτικά: «Έπεσε το πούσι αποβραδίς, / το καραβοφάναρο χαμένο, / κ’ έφτασες χωρίς να σε προσμένω / μες στην τιμονιέρα να με δεις.»

Ο ίδιος ο Καββαδίας παραδέχεται πως φοβότανε τον έρωτα και τον κορόιδευε. Μόνο με τις γυναίκες των μπορντέλων πλάγιαζε. Μάταιος ο έρωτας, αγοραίος αλλά και ιδανικός για τον Νίκο. Τον πραγματικό έρωτα μάλλον τον γνώρισε σε ηλικία 65 ετών και ήταν ανεκπλήρωτος:

«Κοριτσάκι μου,

Θαλασσωμένο απόψε το Αιγαίο. Το ίδιο κι εγώ.
[…] Η παρηγοριά μου
ήταν η «ώρα» σου. Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή
το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου.
Από δείλια και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας…»

Το 1973 γνωρίζει τη Θεανώ Σουνά, μία φιλόλογο 25 χρονών τότε, ως εκπλήρωση της «κατάρας» μιας γυναίκας που τον αγάπησε χωρίς ανταπόκριση: «Σε καταριέμαι να αγαπήσεις εξήντα χρονών και να δούμε τότε πώς θα γελάς τώρα που φεύγεις!». Μα ο έρωτας αυτός είναι αδύνατο να ευοδωθεί. Αρχικά ο Καββαδίας εξοστρακίζει από τη ζωή του τη νεαρή γυναίκα, για να την προστατέψει. Όταν όμως, το μετανιώνει, η Θεανώ δεν επιστρέφει.

Μασσαλία ( 1950)

Για χάρη της γράφει πάνω στο κατάστρωμα του «Aquarius» το «Fata Morgana», έναν ύμνο στη γυναίκα,που αργότερα μελοποιεί η Μαρίζα Κωχ . Στο ποίημα αυτό ο ποιητής σαν προσκυνητής λατρεύει τη γυναικεία ύπαρξη:

«Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο ἀπ᾿ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.»

Με όλες του τις αισθήσεις ο Νίκος Καββαδίας περιγράφει σε μία σουρεαλιστική ποιητική εικονοποιία τον γυναικείο κόλπο, απογυμνώνοντας το θέμα του από κάθε χυδαιότητα, εξυμνώντας τη μαγεία και την ομορφιά του αλλά και επισημαίνοντας την επικινδυνότητα. Το «επίχρισμα» είναι ικανό να καταστρέψει τον ερωτευμένο προσκυνητή: «Το ἐπίχρισμά του ἅγια σκουρια που μᾶς γερνᾶ,  μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπό  μᾶς, και μᾶς σκοτώνει.»

Ένα όνειρο απατηλό, μία νεφέλη είναι η γυναίκα αυτή για τον Καββαδία, καθώς χάνεται στις «θολές γραμμές των οριζόντων». Είναι μία Φάτα Μοργκάνα, μία οφθαλμαπάτη, ένα είδος αντικατοπτρισμού που ανήκει στα μετεωρολογικά φαινόμενα, που προκαλεί στιγμιαία την ελπίδα στους ναυτικούς, με αποτέλεσμα να κάνει ακόμα πιο επώδυνη την επιστροφή στην πραγματικότητα. Άλλωστε «Πάντα οἱ κυκλῶνες ἔχουν γυναικεῖο ὄνομα.»

Το τελευταίο ταξίδι του ποιητή Ν. Καββαδία

«Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,

κι από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,

δε θα ναι ποιητικότερο και πι όμορφο,

ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;»

Λέγεται πως το 1932 ο Νίκος Καββαδίας συγκλονισμένος από την αυτοκτονία του νεαρού ποιητή Καίσαρος Εμμανουήλ γράφει το ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ». Ο Καίσαρας άφησε ένα σημείωμα με τα τελευταία του λόγια «Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει». Η ιστορία ανήκει στη σφαίρα του φανταστικού. Τα λόγια του ποιητή Εμμανουήλ αποτελούν απλώς την προμετωπίδα του ποιήματος, το οποίο ο Καββαδίας χρησιμοποίησε ως όχημα για να μεταδώσει την ελπίδα στον φίλο του που μάλλον έπασχε από κατάθλιψη. «Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει…» « Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,/ κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει./ εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,/ κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.»

Η φυγή προς τη θάλασσα και η δραπέτευσή από το παραδεκτό, η «λόξα του η νεανική»,  εξαίρονται από τον Καββαδία ως θεραπεία της θλίψης. Βέβαια, ο ποιητής δεν ένιωθε νοσταλγία για τα ναυτικά, αφού διαρκώς ταξίδευε, αλλά προσμονή για το επόμενο μπάρκο. Έτσι ένιωθε μεγάλη ανυπομονησία και τον Φεβρουάριο του 1975. Και ταξίδεψε μια για πάντα,όμως χωρίς επιστροφή:

20 χρονών ήταν ο Καββαδίας όταν έγραψε:

« Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ

σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,

θα ‘χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ

και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.»

Την Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 1975 ο Νίκος Καββαδίας έσβησε μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, σε ηλικία 65 ετών, στην κλινική Άγιοι Απόστολοι, δίχως να προλάβει να δει τυπωμένο το «Τραβέρσο», το οποίο θα εκδοθεί μετά από δύο μήνες. Αυτό που φοβόταν, έγινε.

Το Corinthia ( 1947)

Η μνήμη του Καββαδία, ωστόσο, δεν έσβησε ποτέ. Η ποίησή του αναζωπυρώνει τη θύμησή του και οι μελοποιήσεις του έργου του διαρκώς προσκαλούν τους ακροατές του στα ίδια ταξίδια, τα ήδη καταγεγραμμένα, τα ήδη διαβασμένα. Ένα αέναο ταξίδι άλλωστε είναι η ποίηση. Ένα ταξίδι του μυαλού. Όπως κατέγραψε ο Νίκος και τραγούδησαν οι Ξέμπαρκοι:

«Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,

όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.

Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; Ματώνει, δε σκοτώνει.

Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.»

Το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ και η ανάμνηση των στίχων, των λιμανιών, των ηρώων και της θάλασσας του Καββαδία θυμίζουν αιώνια επιστροφή για όλους εμάς που αγαπάμε την ποίησή του.

«Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε ίσως τη Γκρέτα να επιστρέψει»

Ακολουθούν δύο βίντεο που πιστεύω ότι θα κλείσουν με τον καλύτερο τρόπο το αφιέρωμα στον ποιητή της θάλασσας.

Ο Νίκος Καββαδίας διαβάζει το ποίημα “Γυναίκα”

“Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ” από τον Δημήτρη Ζερβουδάκη και η ιστορία της μελοποίησης

 

Πηγές: 1, 2, 3, 4, 5, 6

Σημείωση

Ο αναγνώστης ας μου συγχωρήσει το προσωπικό ύφος, μα το αφιέρωμα πηγάζει από τις δικές μου «Γκρέτες» που με μύησαν στον Καββαδία, αλλά και σε όλους όσοι απολαμβάνουν τους στίχους του.

 

Νικολέτα Μιχαλοπούλου για την ομάδα του filologika.gr


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω.

Η Ομάδα του filologika.gr

Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!

0
Would love your thoughts, please comment.x