Νικηφόρος Βρεττάκος: Ο Αγωνιστής Ποιητής
Σαν σήμερα, στις 4 Αυγούστου 1991, αφήνει την τελευταία του πνοή, στην Πλούμιτσα Λακωνίας, ένας από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες ποιητές, ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Είναι εκείνη η μέρα που η πένα του δεν θα γράψει κάποιο ποίημα, αλλά, τον επίλογο μιας διαρκούς μάχης ενός αγωνιστή. Γεννημένος στις Κροκεές της Λακωνίας, την Πρωτοχρονιά του 1912, κατάφερε με την ποίησή του να γίνει αποδεκτός, όχι μόνο από το σύνολο του ποιητικού κόσμου, αλλά, -κυρίως- από τον κόσμο που δεν ανήκε σε αυτόν, αλλά τον λάτρεψε και ταυτίστηκε με την ποίησή του. Ο Βρεττάκος βραβεύτηκε με τόσα εγχώρια βραβεία όσο κανένας, ωστόσο, αν και προτάθηκε 4 (!) φορές για Νόμπελ Λογοτεχνίας, δεν το κέρδισε ποτέ.
Η πολυκύμαντη ζωή του Ν. Βρεττάκου
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ήταν το δεύτερο παιδί από τα έξι συνολικά της οικογένειάς του. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Βρεττάκος και μητέρα του η Ευγενία Παπαδημητρίου, δύο άνθρωποι που προσπάθησαν να αναθρέψουν με κόπο τα έξι τέκνα τους, παρά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Τα πρώτα χρόνια του ποιητή ήταν ήσυχα και ανέμελα. Ζούσε στο αγρόκτημα της οικογένειας, στη φύση, που τόσο ύμνησε μέσα από την ποίησή του, έχοντας κοντά του για παρέα, τον αγαπημένο του Ταϋγετο, στοιχεία που καθόρισαν εν πολλοίς μεγάλο μέρος του έργου του.
Στα νηπιακά του χρόνια φοίτησε σε σχολείο στην Πλούμιτσα Λακωνίας, περιοχή στην οποία βρισκόταν το πατρικό σπίτι του Βρεττάκου.
Το 1917 η οικογένεια επιστρέφει στις Κροκεές και ο ποιητής φοιτά στο τοπικό σχολείο, το οποίο -και παρά τις πολλές οικονομικές αντιξοότητες και της ασθένειας του πατέρα του- καταφέρνει να το ολοκληρώσει με επιτυχία.
Εν συνεχεία, θα φοιτήσει στο Γυμνάσιο του Γυθείου, όπου είχε συμμαθητή τον μεγάλο ποιητή Γιάννη Ρίτσο.
Το 1928, σε μια χρονιά ορόσημο για τον Βρεττάκο, όντας 16 ετών, παραδίδει δύο διαλέξεις με θέματα από «τη Δικαιοσύνη και Παιδεία ως τη διάσπαση του ατόμου».
Η ζωή στην Αθήνα και οι δυσκολίες
Το Νοέμβριο του 1929 ο μεγάλος ποιητής μετακομίζει στην Αθήνα και -εν αγνοία του- θα βιώσει μια δεκαετία με έντονες οικονομικές δυσχέρειες, «πόλεμο» στο έργο του και θα αναγκαστεί, πολύ γρήγορα, να συνδυάσει την εργασία για τα προς το ζην, με την αγάπη του για την ποίηση.
Αρχικά, θα φοιτήσει στη Νομική σχολή, την οποία, όμως, γρήγορα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει προκειμένου να εργαστεί, καθώς η ισχνή οικονομική κατάσταση του ιδίου, αλλά, και της οικογενείας του δεν του επέτρεπε να σπουδάσει.
Θα εργαστεί σε διάφορα επαγγέλματα. Αρχικά, θα δουλέψει ως υπάλληλος σε εταιρεία ύδρευσης και ως το 1932 θα εργαστεί σε πάμπολλες, κυρίως, χειρωνακτικές εργασίες.
Παράλληλα όμως, η πένα του έχει ακόμα την αδάμαστη δύναμη να εκφράσει όσα ένιωθε και -παρά τις οικονομικές δυσχέρειες- δεν σταματά την ποιητική του έκφραση. Το 1932 θα διακόψει όλες τις υποχρεώσεις του προκειμένου να στρατευτεί στην Τρίπολη, αλλά, θα θητεύσει μόνο ένα τετράμηνο ως προστάτης οικογενείας.
Τα συνεχή επαγγέλματα και η λογοκρισία στο έργο του
Έναν χρόνο αργότερα θα εργαστεί ως γραφέας στις Γενικές Αποθήκες Στρατού, μια εργασία που θα αποφέρει μια καρμική γνωριμία, καθώς θα γνωρίσει την τότε φοιτήτρια φιλολογίας, Καλλιόπη Αποστολίδη, με την οποία θα αποκτήσει αργότερα δύο παιδιά. Την ίδια περίοδο, εκδίδει δύο σπουδαίες ποιητικές συλλογές, η πρώτη «Κάτω από Σκιές και Φώτα» (1933) θα ενθουσιάσει, ενώ με τη δεύτερη «Κατεβαίνοντας στη Σιγή των αιώνων», θα αναγκάσει τον Κωστή Παλαμά να ζητήσει επίμονα να τον γνωρίσει.
Το 1935, χρονιά ορόσημο για τον Βρεττάκο, το έργο του «Ο Πόλεμος» θα βρεθεί στην πυρά από το καθεστώς του Μεταξά και ο ποιητής θα δεχτεί ισχυρό πλήγμα. Στη συνέχεια, αφού πλέον έχει αποχωρήσει και από την προηγούμενη εργασία του, θα εργαστεί στα Μεταξουργεία (1935), ως ιδιωτικός υπάλληλος (1936) και ως εργάτης υφαντουργείου, ενώ την περίοδο αυτή (1936-7) απέκτησε την κόρη του (Τζένη) Ευγενία Παπαδημητρίου.
Δύο χρόνια αργότερα, η φιλία του με τον Θέμο Αμβούργο, θα του αποφέρει μια αξιοπρεπή εργασία, αφού ο τελευταίος θα μεσολαβήσει και θα προσληφθεί ο Βρεττάκος στο Υπουργείο Εργασίας.
Η μεταπολεμική ζωή κι ο Πειραιάς
Την περίοδο 1946-62 ο ποιητής θα βρεθεί να ζει μόνιμα στον Πειραιά, ασχολούμενος με διάφορα επαγγέλματα, για ακόμη μια φορά στη ζωή του, και παράλληλα συνεχίζει την ενασχόλησή του με την ποίηση. Αρχικά, το 1946, θα εργαστεί ξανά ως γραφέας, αυτή τη φορά στον Οικονομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών Πειραιά, και την ίδια χρονιά θα υπογράψει τη Διαμαρτυρία των Ελλήνων Λογοτεχνών. Την επόμενη χρονιά, θα εργαστεί ως δημοσιογράφος σε λογοτεχνικά έντυπα, ενώ, το 1948 θα συνάψει ισχυρή φιλία, που μόνο ο θάνατος θα την διακόψει, με τον Άγγελο Σικελιανό.
Το 1949 θα γράψει το λυρικό δοκίμιο «Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου», έργο που αποτέλεσε αφορμή για να διαγραφεί από το Κ.Κ.Ε.
Η ενασχόλησή του, όμως, με την πολιτική δε σταμάτησε, καθώς, το 1955 θα εκλεγεί δημοτικός σύμβουλος Πειραιά και παράλληλα είχε ήδη θέσει ισχυρά θεμέλια φιλίας με το ζεύγος Μιλλιέξ. Από τη θέση του δημοτικού συμβούλου θα ιδρύσει το Πειραϊκό θέατρο Δημήτρη Ροντήρη, το Ιστορικό αρχείο, τη Φιλαρμονική Πειραιά και τη Δημοτική Πινακοθήκη.
Το 1957 θα μεταβεί με τους καλούς του φίλους, Στράτη Μυριβήλη και Άγι Θέρο στην Σοβιετική Ένωση προσκεκλημένος από σπουδαστές της Μόσχας, με αφορμή τη Παγκόσμια Συνάντηση Δημοκρατικής Νεολαίας.
Το 1958 εξέδωσε τον «Έναν από τους δύο κόσμους» μαζί με τον Αυγέρη και τον Ρίτσο και με αφορμή αυτό κατηγορήθηκαν ότι παρέβαιναν το νόμο 509 (περί κινδύνου του πολιτεύματος και του καθεστώτος).
Τέσσερα χρόνια μετά, όμως, ο Βρεττάκος θα βρεθεί για πρώτη φορά στην ανεργία, δεχόμενος αλλεπάλληλα πλήγματα. Αρχικά, ο Συνεταιρισμός, στον οποίο εργαζόταν, διαλύθηκε και εν συνεχεία, το σπίτι του θα κατεδαφιστεί. Παράλληλα όμως, δέχεται και ψήγματα χαράς, καθώς, τιμάται με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και γνωρίζεται με την γυναίκα του Μαξίμ Γκόργκι. Το 1964 καταφέρνει να εργαστεί -επιτέλους-, έστω κι ως ιματιοφύλακας, στο Εθνικό Θέατρο. Στον Πειραιά υπάρχει τιμής ένεκεν η προτομή του.
Η Δικτατορία, η Μεταπολίτευση και οι τιμές.
Το 1967 εγκαθιδρύεται η δικτατορία στην Ελλάδα και ο γιος του ποιητή, Κώστας, φυλακίζεται. Ο Βρεττάκος αυτοεξορίζεται στην Ελβετία και, από εκεί, θα πραγματοποιήσει μια σειρά από ταξίδια σε Παλέρμο, Λονδίνο, Ρώμη, Παρίσι, Ζάγκρεμπ, Μόναχο, Βουκουρέστι, Δαλματικές ακτές και θα γνωρίσει νέους κόσμους. Θα τιμηθεί από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και αργότερα (1969) θα εκδώσει το αυτοβιογραφικό κείμενο «Η Οδύνη» στη Νέα Υόρκη.
Το 1974, με την πτώση της δικτατορίας, θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Θα ακολουθήσουν μια σειρά από βραβεύσεις και τιμές. Αρχικά, θα τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών και το 1986 θα αποτελέσει μέλος της.
Θα αναγορευθεί, εν συνεχεία, Επίτιμος Διδάκτωρ του τμήματος φιλολογίας στο ΕΚΠΑ, ενώ νωρίτερα, είχε αναγορευθεί Επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με Ρίτσο και Βαλέτα το 1984 και Επίτιμος Πρόεδρος Γραμμάτων και Τεχνών στον Πειραιά, ενώ, τιμές απόλαυσε και από πολλούς δήμους της χώρας. Όμως, το 1991 η καρδιά του δεν θα αντέξει και θα τον προδώσει. Πεθαίνει από ανακοπή στις 4 Αυγούστου 1991 και θάβεται στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.
Έτσι, σιγεί για πάντα, η αγωνιστική, ελπιδοφόρα, αισιόδοξη και παθιασμένη ποιητική του πένα και με αυτόν το θάνατο ολοκληρώνεται ένα τεράστιο κεφάλαιο για τη νεοελληνική ποίηση.
Το έργο του
Τεράστια αξία και σημασία έχει το έργο του, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε έναν ποιητή της εμβέλειας του Βρεττάκου. Οι περίοδοι της ποίησής του χωρίζονται σε τέσσερα μέρη. Η πρώτη περίοδος (1929-51) αποτελείται από πρωτότυπα ποιήματα των μαθητικών του χρόνων, ενώ μέχρι το 1940 εξέδωσε 6 συλλογές ποιημάτων στον τόμο «Γκριμάτσες του Ατόμου».
Η δεύτερη περίοδος (από το 1951 κ.ε.) θα χαρακτηριστεί από την μετάβαση από την έντονη λυρικότητα στη δραματική γραφή. Σε αυτήν την περίοδο θα εκδώσει τον συλλογικό τόμο «Τα ποιήματα 1929-1951».
Η τρίτη και σημαντικότερη περίοδος (1952-1975) περιλαμβάνει ποιήματα που εξυμνούν το μεγαλείο της φύσης (γράφει σωρεία ποιημάτων με αφορμή την αγάπη του για τον Ταΰγετο), του φωτός, την αγάπη, την αγνότητα , ενώ ο ποιητής προσπαθεί να εξισορροπήσει τον ηθικοπνευματικό του προβληματισμό με τη δραματικότητα του στίχου του.
Τέλος, στην τέταρτη περίοδο (1975-1990) είναι διάχυτη η διαρκής αισιοδοξία, η διαρκής και γρήγορη επανάσταση και η εξύμνηση για την ελληνικότητα και την ανθρώπινη ζωή.
Αποτίμηση εν είδει επιλόγου
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος άφησε πίσω του πλούσια παρακαταθήκη, ένα έργο που θα εμπνεύσει τους επόμενους και θα θυμίζει ότι η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας. Παρά τις οικονομικές -κι όχι μόνο- αντιξοότητες, δεν δείλιασε, δεν το έβαλε ποτέ κάτω, αγωνίστηκε κάθε φορά και από διαφορετικό μετερίζι, τίμησε την πατρίδα του και τον ελληνισμό. Προσπάθησε να εμπνεύσει τους ανθρώπους του τότε, να αγωνιστούν, προσπάθησε να τους δώσει ελπίδα, κουράγιο, αισιοδοξία. Γνώρισε σπουδαίες προσωπικότητες των γραμμάτων και αναγνωρίστηκε, τόσο από το σύνολο του ποιητικού και πνευματικού κόσμου, όσο και από απλούς αναγνώστες. Οι δυσκολίες χαλύβδωσαν την ποιητική ψυχή του και με μόνιμη συντροφιά την πένα του εξωτερίκευε τα εσώτερα συναισθήματά του. Αυτός ήταν ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ένας αγωνιστής που ευχαρίστησε στο τέλος το Θεό που του έδωσε την ποίηση: «Αν δε μου ‘δινες την ποίηση, Κύριε, δε θα ‘χα τίποτα για να ζήσω. Αυτά τα χωράφια δε θα ‘ταν δικά μου».
”Αλλά η γλώσσα του σύμπαντος έχει μια μόνο λέξη. Όλα λένε: «Αγάπη».” Ν. Βρεττάκος
Παρακάτω παρατίθεται ένα βίντεο με αποσπάσματα από δυο σημαντικά ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου. Το πρώτο είναι «ο άνθρωπος, ο κόσμος και η ποίηση», το δεύτερο «ο πράσινος κήπος». Απολαύστε τα!
Χάρης Αβραμίδης για την ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω.
Η Ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!