Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ: Ο εκρηκτικός συγγραφέας- Αφιέρωμα
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ: Ο εκρηκτικός συγγραφέας
Ο Μ. Καραγάτσης (κατά κόσμον Δημήτρης Ροδόπουλος), ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λογοτεχνικής Γενιάς του ’30, γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου του 1908 στην Αθήνα και πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1960 στο σπίτι του, στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ. Ήταν το πέμπτο και τελευταίο παιδί του Γεώργιου Ροδόπουλου και της Ανθής Μουλούλη, με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τα αδέρφια του. Ο πατέρας του καταγόταν από παλιά πατρινή οικογένεια γαιοκτημόνων, που οι ρίζες της έφθαναν μέχρι τα προεπαναστικά χρόνια, ενώ η μητέρα του καταγόταν από τον Τύρναβο Θεσσαλίας. Στο χωριό Ραψάνη, η οικογένεια περνούσε τις καλοκαιρινές της διακοπές και ο μικρός Δημήτρης συνήθιζε να διαβάζει κάτω από ένα καραγάτσι (φτελιά), που βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας του Άη -Θανάση.
Από τη σκιά αυτού του δέντρου εμπνεύστηκε και το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο. Το αρχικό Μ. προέρχεται – πιθανότατα – από τον Μίτια των Αδερφών Καραμαζόφ του Ντοστογιέφσκι, τον οποίο διάβαζε και θαύμαζε πολύ. Έτσι είχε προκύψει και το προσωνύμιο Μίτια με το οποίο τον αποκαλούσαν οι συμφοιτητές του για χρόνια ακόμη και μετά το Πανεπιστήμιο. Ο ίδιος όμως δεν ξεκαθάρισε ποτέ το αινιγματικό Μ.
Τα νεανικά χρόνια
Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος, ασχολήθηκε και με την πολιτική, και εργαζόταν ως τραπεζικός. Αυτό είχε ωςαποτέλεσμα να παίρνει συχνές μεταθέσεις σε διάφορες πόλεις (Τρίκαλα, Πύργος Ηλείας, Αίγιο, Θεσσαλονίκη, Λάρισα). Ο μικρός Δημήτρης μαθαίνει τα πρώτα του γράμματα στο Αρσάκειο δημοτικό σχολείο της Λάρισας. Η πλατωνική του αγάπη για τη νεαρή του δασκάλα, την κυρία Νίτσα, θα του εμπνεύσει το πρώτο του διήγημα. Το ομώνυμο έργο το γράφει, ως λεπτός νοσταλγός, σε ηλικία δεκαεννέα ετών(1927) και δύο χρόνια αργότερα αποσπά τον γ΄ έπαινο στον Α’ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Νέας Εστίας, μαζί με τα ευμενή σχόλια του Γρηγόριου Ξενόπουλου.
Τις γυμνασιακές του σπουδές τις ολοκληρώνει στη Θεσσαλονίκη, όπουεκδιπλώνεται και το λογοτεχνικό του ταλέντο. Ως έφηβος γράφει ποιήματα, τα οποία υπογράφει με το ψευδώνυμο Δ. Πτελεάτης. Μετά το απολυτήριο του Γυμνασίου, γράφεται στη Νομική του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, αλλά αναγκάζεται για οικονομικούς λόγους να διακόψει και να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου συνεχίζει τις νομικές και οικονομικές του σπουδές και παίρνει πτυχίο το 1931. Ανάμεσα στους συμφοιτητές του ήταν οι Άγγελος Τερζάκης, Γεώργιος Θεοτοκάς και Οδυσσέας Ελύτης. Η φοιτητική του ζωή περιγράφεται στο διήγημά του Οι διαπρεπείς.
Η Χίμαιρα
Αμέσως αρχίζει να εργάζεται στην ελβετικών συμφερόντων ασφαλιστική εταιρεία Surveillance, που διευθύνει ο αδερφός του Νίκος στον Πειραιά. Τότε ξεκινά και η γνωριμία του με το λιμάνι, το οποίο αγάπησε σε βάθος. Στα μυθιστορήματά του, το λιμάνι και η ευρύτερη περιοχή του Πειραιά γίνονται πολύ συχνά ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωντανεύει τους ήρωες και τις ιστορίες τους.
Για επαγγελματικούς λόγους ξεκινά και τα δικά του ταξίδια. Επισκέπτεται τη Σύρο, τη Μυτιλήνη, την Καλαμάτα. Μέσα από τις πολύωρες συζητήσεις που πιάνει με τους ντόπιους, γνωρίζει τους τόπους, τα τοπία και τις ιστορίες τους.
Το λογοτεχνικό του βλέμμα επικεντρώνεται στα 1933 στη Σύρο. Στο αιγαιοπελαγίτικο κυκλαδονήσι των καπεταναίων γεννιέται καλλιτεχνικά η Χίμαιρα. Η Μαρίνα Μπαρέ, η Νορμανδή ελληνίστρια, σαγηνευμένη από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, θα απαρνηθεί την παλιά θλιβερή ζωή της στα σκοτεινά τοπία της Ρουέν και θα αναζητήσει, υπό το φως του ήλιου, την απόλυτη ευτυχία. Μην έχοντας εξερευνήσει όμως τα άδυτα της δικής της ψυχής και υπό την επίδραση του εκτυφλωτικού φωτός, η Μαρίνα θα βιώσει την αναπότρεπτη κλιμάκωση της δικής της τραγωδίας. Ο Καραγάτσης βάζει στο επίκεντρο του στοχασμού του το δίπολο έρωτας – θάνατος, που ορίζεται από την τρίτη ανεξιχνίαστη δύναμη, το Ριζικό.
Για δεύτερη φορά, μέσα στην ίδια μέρα, έκλεισε τα μάτια. Ένα τέτοιο φως ξεπερνούσε τις δυνάμεις της. Η καρδιά της σκίρτησε: «Ποιο ριζικό με περιμένει, κάτω από αυτό το φως; Τι βέλη φυλάει στη φαρέτρα του ο Φοίβος για μένα;»
Η Μεγάλη Χίμαιρα
Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο
Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν (1933), η Χίμαιρα και ο Γιούγκερμαν (1938) συναποτελούν την τριλογία Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο, ταξινόμηση που έκανε ο ίδιος ο συγγραφέας. Η Χίμαιρα και ο Γιούγκερμαν δημοσιεύονται σε συνέχειες στη Νέα Εστία. Ο τίτλος, βέβαια, είναι ειρωνικός, αφού ο εγκλιματισμός των ηρώων του δεν επιτυγχάνεται ποτέ. Παρόλ’ αυτά, οι ήρωες αυτοί είναι γεμάτοι σφρίγος και γοητεία. Απολαμβάνουν την εξωστρέφεια της κοινωνικής ζωής και την ομορφιά της ελληνικής φύσης. Αισθάνονται επιτέλους Έλληνες∙ ψευδαίσθηση. Ωστόσο, οι ξένοι αυτοί είναι αγωνιστές. Βιώνουν τη χαρά, τον έρωτα, την επιτυχία, τον θρίαμβο. Κάποια στιγμή όμως αναμετριούνταιμε την υπέρτατη δύναμη, τη Μοίρα. Και έρχονται αντιμέτωποι με τον σκληρό νόμο της τραγικότητας του ανθρώπου.
Και ο ίδιος ο συγγραφέας αισθανόταν ξένος. «Όταν η συνείδησή του ξανοίχτηκε στη μεγάλη κοινωνία των ανθρώπων, αισθάνθηκε διαφορετικός, εγωκεντρικός, αναφομοίωτος, προκλητικός έως και επικίνδυνος για τους κανονικούς. Το modus Vivendi στο οποίο καταλήγει και τον κάνει έναν τόσο επιτυχημένο συγγραφέα αλλά και ενδιαφέροντα ανθρώπινο τύπο, βασίζεται στον συνδυασμό της διαρκούς επίγνωσης της συμβατικότητας του κόσμου, όχι με μια άρνηση αλλά με την πλήρη αποδοχή της ζωής.» (Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Μ.Καραγάτσης: η ενέργεια του διχασμού, η δύναμη της αντίφασης, περ. ΑΝΤΙ)
Το 1935 γνωρίζει τη Νίκη Καρυστινάκη, γόνο οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο και φοιτήτρια στο τελετυαίο έτος της Σχολής Καλών Τεχνών. Οι γονείς της, φυσικά, θα προτιμούσαν να δουν την κόρη τους δίπλα σε κάποιον Ανδριώτη εφοπλιστή, αλλά η Νίκη παντρεύεται τον νεαρό συγγραφέα. Ο γάμος του ζευγαριού γίνεται τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων της ίδιας χρονιάς. Τον Οκτώβριο του 1936 γεννιέται η κόρη τους. Ο τοκετός παρουσιάζει επιπλοκές για τη μητέρα, αλλά ευτυχώς τις ξεπερνά. Οι γονείς, όπως το είχαν προαποφασίσει, δίνουν στη μοναχοκόρη τους το όνομα της ηρωίδας της Χίμαιρας, Μαρίνας.
Η οικογενειακή ζωή και ο Γιούγκερμαν
Ο ερχομός του παιδιού λειτουργεί ανασταλτικά για τον Καραγάτση. Φύσει νευρικός χαρακτήρας, δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη νέα φάση της οικογενειακής ζωής και απομονώνεται. Κλείνεται στον εαυτό του, δυσκολεύεται να σηκωθεί από το κρεβάτι, δεν μπορεί να πάει στη δουλειά του, εντείνονται οι αϋπνίες του και, φυσικά, σταματά να γράφει. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το προσωπικό τέλμα αρχίζει νοερά να μορφοποιεί τους ήρωες και την πλοκή του πιο προσωπικού του μυθιστορήματος, του Γιούγκερμαν.
Ο Βασίλης Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, Φινλανδός στην καταγωγή, έχει υπηρετήσει ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού – κοζάκος – και με το τέλος της επανάστασης των μπολσεβίκων αποφασίζει να ταξιδέψει στη ζεστή Ελλάδα. Μαζί του κουβαλά την ψυχρή λογική του Βορρά, τον πολεμικό χαρακτήρα των κοζάκων, τον αριβισμό αλλά και την ηδονολατρεία του ίδιου. Το κλίμα τού ταιριάζει και οι άνθρωποι τον έλκουν. Παρότι στην αρχή αναμειγνύεται με τον υπόκοσμο, το ανήσυχο πνεύμα του σε συνδυασμό με τη φιλοδοξία και την κυριαρχικότητά του τον οδηγεί σε πνευματική και κοινωνική αναβάθμιση. Απολαμβάνει την εκτίμηση και τη φιλοξενία, στοιχεία που τον μεταλλάζουν προς το καλύτερο. Κυρίως, όμως, ανακαλύπτει την εσώψυχη φιλία και την ιδανική αγάπη, στοιχεία που επηρεάζουν αμετάκλητα τη νοοψυχική του δομή.
Την κοίταξε, κι είδε στα μάτια της τη νοημοσύνη. Του μίλησε, κι άκουσε από τα χείλη της τη φωνή της καλοσύνης. Του χαμογέλασε, κι είδε στ’ ωχρό πρόσωπό της την αγάπη. Του ‘πιασε το χέρι, κι η ψυχή της τον πότισε ως τ’ άδυτα.
Γιούγκερμαν
Παρ’όλα αυτά, οι δαίμονες του παρελθόντος του καραδοκούν και ενσαρκώνονται απειλητικά σε ένα αισθησιακό πρότυπο γυναίκας που τον καταδιώκει μέχρι τέλους. Οι βεβαιότητες των επιτυχιών του καταρρίπτονται σαν χάρτινος πύργος, όταν γνωρίζει την απώλεια. Εδώ, ο θάνατος ταυτίζεται απόλυτα με την εξελληνισμένη οντότητά του, αυτή που έφτιαξε υπό το απατηλό φως του Φοίβου και αυτή που εγκαταλείπει σαν μανδύα, για να (ξανα)βρεί τον εαυτό του σε νέες θάλασσες.
Η τρικυμία είναι η ζωή. […] Η ζωή μου ήταν και είναι πάντοτε τρικυμία. Αντίστρεψε τους όρους, και θα ιδής πόσο αλλάζουν οι έννοιες. Στο τέλος δε θυμάσαι πού είναι η τρικυμία και πού η ζωή…
Γιούγκερμαν
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1940. Η ελευθεροστομία και η θεματική του θορύβησαν τους περισσότερους κριτικούς της εποχής, οι οποίοι καταφέρθηκαν εναντίον του έργου.
Μπορεί ο Γιούγκερμαν να τον βοηθά να ξαναβρεί τον εαυτό του, αλλά η οικογενειακή ζωή τον καταπιέζει. Η μαρτυρία της κόρης του είναι χαρακτηριστική:
“Δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Καραγάτσης ήταν ένας εύκολος άνθρωπος στο σπίτι του. Φαίνεται πως ο θεσμός της οικογένειας τον έπνιγε. Έσκαγε. Από την άλλη όμως, ήθελε και τη σιγουριά, την καλοπέρασή του: τα κολλαρισμένα πουκάμισα, τα φρεσκοσιδερωμένα κουστούμια, τα καλογυαλισμένα παπούτσια και φυσικά πάνω απ’ όλα το καλό φαγητό.”
Μαρίνα Καραγάτση, περιοδικό ΑΝΤΙ
Η κοινωνική ζωή και η φιλία με τον Μαραμπού
Παρόλ΄αυτά, το σπίτι της οικογένειας είναι πάντα ανοιχτό για όλους τους φίλους. Δεν είναι λίγοι αυτοί που φιλοξενήθηκαναπό τους Καραγάτσηδες, όταν βρέθηκαν σε δύσκολη στιγμή, στη διάρκεια του πολέμου ή και αργότερα (Βενέζης, Λουντέμης, κ.α.). Προσωπικός του φίλος με τον οποίο διατηρούσε στενή αλληλογραφία ήταν και ο Νίκος Καββαδίας. Ο Μαραμπούς, όπως αποκαλούσε συχνά ο Καραγάτσης τον φίλο του, προσμένει με λαχτάρα τα γράμματά του. Ιδιαίτερα κατά τη δύσκολη περίοδο του πολέμου, η αλληλογραφία τους πυκνώνει και η φιλία τους στερεώνεται. Οι θαλασσινοί δρόμοι και τα ποιήματα του Κόλια τροφοδοτούν τη φαντασία του συγγραφέα. Μάλιστα, στα Στερνά του Γιούγκερμαν (1941), ο γέρος πλέον Βάσιας στοχάζεται ξάστερα πάνω στον στίχο κάποιου ανισόρροπου ποιητή:
Ο μπούσουλας είναι που στρίβει ή το καράβι;
Η μακρόχρονη φιλία τους βασίζεται στον αμοιβαίο θαυμασμό του ενός για τον άλλον. Σε δύο διηγήματά του, στην Μπουχούνστα (από τη συλλογή Πυρετός) και στο Cruz del Sur (από τη συλλογή Η λιτανεία των ασεβών) ο Καραγάτσης τοποθετεί τον φίλο του ως μυθοπλαστικό πρόσωπο. Μάλιστα, στην Μπουχούνστα, είναι εναργέστατη η ενσάρκωσή του, καθώς απλώς παραλλάζει το όνομά του από Καββαδίας σε Καβαδίεφ!
Δύο χρόνια αργότερα, το 1947 ο Καββαδίας, με την έκδοση του Πούσι, ανταποδίδει την ευγενική κειμενική χειρονομία του φίλου του, αφιερώνοντάς του το ποίημα Black and White.
Νατουραλισμός και γέλιο
Η πένα του Καραγάτση είναι το δίχως άλλο απομυθοποιητική. Με έντονη την επίδραση του νατουραλισμού, αποτυπώνει την κοινωνική αδικία, την τραχύτητα και την περιπλοκότητα της ζωής, την τραγικότητα του ανθρώπου. Μάλιστα, ο θεσσαλικός κάμπος – όπου περνούσε τα καλοκαίρια του – γίνεται συχνά ένα τεράστιο νατουραλιστικό σκηνικό, το οποίο πλαισιώνει τις ιστορίες του. Τέτοια θέματα διακρίνουμε και στα διηγήματά του, στα οποία επιδίδεται με ανάλογη δεξιοτεχνία. Το Συναξάρι των αμαρτωλών (1935), Η λιτανεία των ασεβών (1940), Πυρετός (1945), το Μεγάλο Συναξάρι (1951) και Η μεγάλη λιτανεία (1956) είναι οι συλλογές των διηγημάτων του. Το 1956 του απονεμήθηκε και το Κρατικό Βραβείο διηγήματος. Επιπλέον, το 1943 εκδόθηκαν οι νουβέλες, Το μπουρίνι, Νυχτερινή Ιστορία, Λειτουργία σε λα ύφεσις και μία μελέτη με τίτλο Ο έρωτας στο νεοελληνικό μυθιστόρημα.
Από το έργο του δε λείπει και το γέλιο. Οι ήρωές του γελούν, άλλοτε καλόκαρδα, άλλοτε εκ βαθέων και άλλοτε καγχαστικά. Με ένα τέτοιο καγχαστικό γέλιο Ας γελάσω! σταματά απότομα και το τελευταίο του μυθιστόρημα, το «10».
Τα ελαττώματα και οι κηνσορικές αντεγκλήσεις των λαϊκών χαρακτήρων του προσκαλούν κατ’ επανάληψιν τον αναγνώστη σε μια απολαυστική μέθεξη γέλιου. Ένας τέτοιος ήρωας είναι και ο Μιχαήλ Φουντούκος, ο αυτοαποκαλούμενος Άρχων του Κόσμου, ο οποίος μετέρχεται το πιο «εύλογο» επιχείρημα, για να πείσει την ερωμένη του ότι είναι προορισμένος να νυμφευθεί απόγονο αρχοντικής οικογένειας.
Μάρθα, πρέπει να καταλάβεις.( Όταν κάποιος κάνει κάποια παλιανθρωπιά σε κάποιον, έχει την αξίωση ο δέυτερος κάποιος να κατανοήσει την αδήριτη ανάγκη που ωθεί τον πρώτο στη διάπραξη της παλιανθρωπιάς.) Πρέπει να καταλάβεις ότι με καλούν ανώτερα – για να μην πω ανώτατα – πεπρωμένα, που αποκλείουν απολύτως την προοπτική του γάμου μας…
Το «10»
Ο πολυσχιδής συγγραφέας
Το 1944 γράφει το μυθιστόρημα ο Κοτζαμπάσης του Καστρόπυργου, με ήρωα τον προπάππο του. Επηρεασμένος από τις ευρωπαϊκές τάσεις των συγχρόνων του Ευρωπαιών πεζογράφων (Ζ. Ντυαμέλ, Ζ. Ρομαίν, Τζ. Γκαλσγουόρθι) με τα πολύτομα αφηγηματικά έργα, θέλει να δημιουργήσει μια σειρά δέκα ιστορικών μυθιστορημάτων που θα κάλυπταν τη νεότερη ελληνική ιστορία από την Επανάσταση του ’21 ως τη σύγχρονη εποχή, με τίτλο Ο κόσμος που πεθαίνει. Τελικά, καταφέρνει εκτός από τον Κοτζαμπάση να γράψει άλλα δύο βιβλία που εντάσσονται σε αυτή τη σειρά, το Αίμα χαμένο και κερδισμένο (1947) και Τα στερνά του Μίχαλου (1949).
Τρεις θάνατοι σημάδεψαν τον ψυχισμό του συγγραφέα∙ ο θάνατος της μεγάλης του αδερφής Ροδόπης από
αυτοκτονία (1937), του πατέρα του τον οποίο θαύμαζε και μισούσε ταυτόχρονα λίγους μήνες αργότερα (1938) και της μητέρας του (1946), την οποία υπεραγαπούσε. Για την πολυαγαπημένη του μητέρα γράφει την ίδια χρονιά τον Μεγάλο Ύπνο, το πιο αυτοβιογραφικό από τα έργα του, και την ίδια χρονιά αρχίζει τη συστηματική ενασχόλησή του με το θέατρο. Γράφει το θεατρικό έργο Μπαρ Ελδοράδο (ανέβηκε από το θίασο «Αλίκης – Μουσούρη») και αναλαμβάνει την κριτική του θεάτρου στην εφημερίδα Η Βραδυνή. Επίσης, τότε προβάλλεται και η αντιστασιακή ταινία Καταδρομή σε σενάριο και σκηνοθεσία του ίδιου.Το 1949 πηγαίνει στον Γράμμο ως πολεμικός ανταποκριτής της Βραδυνής και κατά τη διετία ’49 – ’50 ταξιδεύει σε διάφορες χώρες (Αγγλία, Ιταλία, Αίγυπτο) ως απεσταλμένος της εφημερίδας. Το 1952 ξεκινά να εργάζεται στη διαφημιστική εταιρέια ΑΔΕΛ, της οποίας υπήρξε και συνιδρυτής. Το 1954 γράφει το Αμρι α μούγκου: Στο χέρι του Θεού, έργο που ξεφεύγει από το οικείο ύφος του, στο οποίο καταγράφει τις εντυπώσεις του από το ταξίδι του στην Ανατολική Αφρική.
Λίγο πριν το τέλος
Το 1956 γράφει τον Κίτρινο Φάκελο, ένα πολυπρισματικό αφήγημα με στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος. Το έργο αυτό αποτελεί σταθμό στην πεζογραφική διαδρομή του συγγραφέα και μεταφέρθηκε (όπως και άλλα) ως τηλεοπτική σειρά στη μικρή οθόνη. Έργο στο οποίο ξετυλίγει αριστοτεχνικά εκτός των άλλων και το μοναδικό σαρκαστικό του ύφος.
Με το να ακολουθείς τον δρόμο μου, οδηγείσαι σε αδιέξοδο. Να βρεις το δικό σου δρόμο; Πολύ αμφιβάλλω αν θα το καταφέρεις. Δεν έχεις μυθοπλαστική ιδιοσυγκρασία, δεν είσαι τίποτα. Θέλεις μια καλή συμβουλή; Ύπαγε εις μοναστήριον. Εκεί θα μπορείς να θαυμάζεις το Θεό, χωρίς να’ χεις την αξίωση να τον φτάσεις. Η καλογερική είναι η δόξα των μετριοτήτων.
Ο Κίτρινος Φάκελος
Τότε ξεκινά και το ογκώδες μυθιστόρημα Σέργιος και Βάκχος. Παράλληλα, αποφασίζει να θέσει υποψηφιότητα με το Κόμμα των Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη, χωρίς ωστόσο να εκλεγεί. Στις ίδιες εκλογές ο αδερφός του Τάκης ήταν υποψήφιος με την ΕΡΕ. Το 1957 συμμετείχε και πάλι στις εκλογές. Την υποψηφιότητά του την αντιμετώπιζε με αυτοσαρκασμό. Την ίδια χρονιά το επώνυμο Καραγάτσης νομιμοποιήθηκε με νομαρχιακή απόφαση.
Το 1958 κυκλοφόρησε Το μυθιστόρημα των τεσσάρων, μια λογοτεχνική «σκυταλοδρομία» των Καραγάτση, Βενέζη, Τερζάκη και Μυριβήλη. Όμως, μανιώδης καπνιστής καθώς ήταν, παθαίνει σοβαρό έμφραγμα του μυοκαρδίου στις 8 Νοεμβρίου του 1958.
Πεπεισμένος για την επιβαρυμένη πλέον υγεία του, ξανακλείνεται στον εαυτό του και αποφεύγει κάθε συναναστροφή. Αφοσιώνεται με πάθος στην ολοκλήρωση του Σέργιου και Βάκχου καθώς και του 10, το οποίο έμελλε να είναι το πρώτο έργο μιας τετραλογίας, άλλα έμεινε ημιτελές.
Το έργο του Καραγάτση διαπνέεται από εκρήξεις νατουραλισμού, ρεαλισμού, λυρισμού και φιλοσοφικού στοχασμού. Στις περιγραφές του αποδίδει έναν άθλιο χαρακτήρα με την ίδια πιστότητα που αποδίδει ένα πανέμορφο τοπίο. Διεισδύει στον ψυχισμό όλων των χαρακτήρων του χωρίς να ξεχωρίζει τους μείζονες από τους ήσσονες. Σε όλους προσδίδει ζωντάνια και μυθιστορηματική αρτιότητα, αφιερώνοντάς τους τον απαραίτητο αφηγηματικό χώρο και χρόνο. Δεν ταυτίστηκε ποτέ απόλυτα με κανένα ρεύμα. Η γραφή του είναι πληθωρική και πηγάζει από την αστείρευτη μυθοπλαστική του φαντασία, την κυριότερη αρετή του.
“…δεν κρίνω ποτέ με επιπολαιότητα, ευκολία συνειδήσεως ή ευτέλεια πάθους. Κατά βάσιν είμαι καλλιτέχνης. Και κρίνω σαν καλλιτέχνης με κατανόηση, ευρύτητα και καλωσύνη…”
Μ. Καραγάτσης
Οι μοναδικές ομορφιές…
Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ξυπνούσε από τα χαράματα, κατέβαινε στον Πειραιά και κατέγραφε όσα
διαδραματίζονταν μπροστά του. Μετά επέστρεφε στο σπίτι του και ασχολούνταν αποκλειστικά με τη συγγραφή.
Στις 13 Σεπτεμβρίου παθαίνει νέο έμφραγμα. Λίγες ώρες νωρίτερα είχε διαβάσει σε δύο συναδέλφους του στην ΑΔΕΛ τον τελευταίο διάλογο που είχε γράψει για το 10. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, ύστερα από πολύωρη ταχυκαρδία και έχοντας σιγοψιθυρίσει στην κόρη του Μαρίνα μια άρια από την Τραβιάτα του Βέρντι, αφήνει την τελευταία του πνοή. Ήταν μόλις 52 ετών και είχε δημοσιεύσει 21 βιβλία.
“Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου”
Ο Κίτρινος Φάκελος ή Από το Ημερολόγιο του Κωστή Ρούση
(Η φράση βρίσκεται χαραγμένη στον τάφο του συγγραφέα, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών)
Ένα αδιάκοπα ανήσυχο και μαχητικό πνεύμα με έντονες εξάρσεις, όταν φανατιζόταν με τις κατά καιρούς ιδέες του. Η προσωπική του λύτρωση μέσα από το έργο του τον απασχολούσε σταθερά και γι’ αυτό ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στην όποια κριτική κι αντιδρούσε με ορμή και οργή. Δεν χώρεσε ποτέ σε λογοτεχνικές κλίκες, από αυτές που ανθούν
στα γράμματά μας. Είχε μια θεσσαλική ντομπροσύνη και λεβεντιά. Ο Καραγάτσης ήταν προσωπικότητα στα γράμματά μας. Μια μορφή. (Κώστας Σταματίου, Σεπτέμβριος 1960)
Από αυτό το αφιέρωμα δε θα μπορούσε να λείπει και το τελευταίο απόσπασμα από τον αποχαιρετιστήριο λόγο του Ηλία Βενέζη που αποτυπώνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την οπτική του φίλου του Καραγάτση απέναντι στη ζωή και τη λογοτεχνία:
“Ο Μ. Καραγάτσης τόλμησε να βάλει πολλή γη στην ομορφιά, και ν’ αγνοήσει τις εξιδανικεύσεις, τα αισθήματα και τα όνειρα ακριβώς γι’ αυτό: γιατί πίστευε πολύ στην ομορφιά, και γιατί κατά βάθος ήταν ένας ονειροπόλος που κυνηγούσε χίμαιρες.”
ΠΗΓΕΣ
- Καραγάτση, Μ, Η Μεγάλη Χίμαιρα, Προγραμμα θεατρικής παράστασης, Θέατρο Πορεία
- Καραγάτση, Μ, Γιούγκερμαν, Πρόγραμμα θεατρικής παράστασης, Θέατρο Πορεία
- Καραγάτση, Μ, Η Μεγάλη Χίμαιρα, εκδόσεις Εστία
- Καραγάτση, Μ, Γιούγκερμαν, εκδόσεις Εστία
- Καραγάτση, Μ, Ο Κίτρινος Φάκελος, εκδόσεις Εστία
- Καραγάτση, Μ, Το 10, εκδόσεις Εστία
- Καραγάτση, Μαρίνα, Το Ευχαριστημένο ή Οι δικοί μου άνθρωποι, εκδόσεις Άγρα
- Μικέ, Μαίρη, Αλληλογραφία Νίκου Καββαδία – Μ. Καραγάτση, εκδόσεις Άγρα
- Πολίτη, Λίνου, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Άθηνα 1978
- Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, β’ τεύχος, ΟΕΔΒ
- https://tvxs.gr/news/san-simera/o-ainigmatikos-m-karagatsis
- https://anemourion.blogspot.com/2018/04/blog-post_93.html
Μαρία Κασιμάτη για την Ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!
Η Ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!