Υπέρ Μαντιθέου 1

Παράγραφος 21

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου

Επίλογος Παράγραφος 21

Πρωτότυπο Κείμενο

Ἃμα δὲ ὑμᾶς ὁρῶν (τὰ γὰρ ἀληθῆ χρὴ λέγειν) τοὺς τοιούτους μόνους <τινὸς> ἀξίους νομίζοντας εἶναι, ὥστε ὁρῶν ὑμᾶς ταύτην τὴν γνώμην ἔχοντας τίς οὐκ ἂν ἐπαρθείη πράττειν καὶ λέγειν ὑπὲρ τῆς πόλεως; Ἒτι δὲ τί ἂν τοῖς τοιούτοις ἄχθοισθε; Οὐ γὰρ ἕτεροι περὶ αὐτῶν κριταί εἰσιν͵ ἀλλ΄ ὑμεῖς.

Μετάφραση

Ταυτόχρονα από την άλλη βλέποντας εσάς (γιατί η αλήθεια πρέπει να λέγεται) να νομίζετε ότι μόνο οι τέτοιου είδους (άνθρωποι) είναι άξιοι για κάποιο αξίωμα. Επομένως, βλέποντας εσάς να έχετε τέτοια γνώμη ποιος δε θα μπορούσε να παρακινηθεί να πράττει και να μιλά για χάρη της πόλεως; Επιπλέον γιατί στεναχωριέστε με τέτοιου είδους ανθρώπους; Αφού δεν είναι κριτές για αυτούς άλλοι αλλά εσείς.

Ἃμα δὲ

ὁρῶν ὑμᾶς

(τὰ γὰρ ἀληθῆ

χρὴ λέγειν)

νομίζοντας μόνους

τοὺς τοιούτους εἶναι

ἀξίους <τινὸς>,

ὥστε ὁρῶν ὑμᾶς

ἔχοντας ταύτην τὴν γνώμην

τίς οὐκ ἂν ἐπαρθείη

πράττειν καὶ

λέγειν ὑπὲρ τῆς πόλεως;

Ἒτι δὲ τί ἂν ἄχθοισθε

τοῖς τοιούτοις ;

Οὐ γὰρ εἰσιν κριταί περὶ αὐτῶν

ἕτεροι͵ ἀλλ΄ ὑμεῖς.

Ταυτόχρονα από την

άλλη βλέποντας εσάς

(γιατί η αλήθεια

πρέπει να λέγεται )

να νομίζετε ότι μόνο

οι τέτοιου είδους (άνθρωποι) είναι

άξιοι για κάποιο αξίωμα.

Επομένως, βλέποντας εσάς

να έχετε τέτοια γνώμη

ποιος δε θα μπορούσε να παρακινηθεί

να πράττει και

να μιλά για χάρη της πόλεως;

Επιπλέον γιατί στεναχωριέστε

με τέτοιου είδους ανθρώπους;

Αφού δεν είναι κριτές για αυτούς

άλλοι  αλλά εσείς.

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

ὑμᾶς: αιτιατ. πληθ. προσωπικής αντωνυ­μίας β’ προσώπου (ὑμᾶς= εσάς).

ὁρῶν: ονομ. εν. αρσ. της με­τοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ὁράωὁρῶ (= βλέ­πω).

γὰρ: αιτιολογικός σύνδεσμος (= βέβαια).

τὰ ἀληθῆ: αιτιατ. πληθ. ουδ. του τριτόκλιτου επιθέτου ὁ/ἡ ἀληθής, τὸ ἀληθές (= φανερός, ειλικρινής).

χρή: γ’ εν. οριστ. ενεστ. ενεργ. φωνής του απρόσωπου ρ. χρή ή χρεών ἐστί (= είναι ανάγκη, πρέπει).

τοιούτους: αιτιατ. πληθ. αρσ. της δεικτικής αντωνυμίας τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) (= τέτοιος, τέτοια, τέτοιο).

μόνους: αιτιατ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ μόνος, ἡ μόνη, τὸ μόνον (= μόνος, μόνη, μόνο).

τινός: γεν. εν. του ουδ. της αόριστης αντωνυμίας τίς, τίς, τὶ (= κάποιος, κάποια, κάποιο).

ἀξίους: αιτιατ. πληθ. αρσ. του τρικα­τάληκτου επιθέτου ὁ ἂξιος, ἡ ἀξία, τὸ ἂξιον (= ο άξιος).

νομίζοντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. νομίζω (= νομί­ζω, πιστεύω).

εἶναι: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).

ὣστε: συμπερασματικός σύνδεσμος (εδώ) παρατακτικός (= επομένως, ).

ταύτῃ: αιτιατ. εν. θηλ. της δεικτικής αντω­νυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).

τὴν γνώμην: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ γνώμη.

ἒχοντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἒχω (= έχω).

τίς: ονομ. εν. αρσ. της ερωτηματικής αντωνυμίας τίς, τίς, τί (= ποιος, ποια, ποιο).

οὐ (οὐκ): αρνητικό επίρρημα, αρνητικό μόριο (= όχι, δεν).

ἂν: δυνητικό μόριο.

ἐπαρθείη: γ’ εν. ευκτ. αορ. μέσης φωνής του ρ. ἐπαίρομαι (= παρακινούμαι, περηφανεύομαι).

πράττειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. πράτ­τω (= κάνω).

ἒτι: ποσοτικό επίρρημα (= επιπλέον).

τί: αιτιατ. εν. ουδ. της ερωτηματικής αντωνυμίας τίς, τίς, τί (= ποιος, ποια, ποιο).

τοιούτοις: δοτ. πληθ. αρσ. της δεικτικής αντωνυμίας τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) (= τέ­τοιος, τέτοια, τέτοιο).

ἂχθοισθε: β’ πληθ. ευκτ. ενεστ. μέσης φωνής του αποθετικού ρ. ἂχθομαι (= δυσαρεστούμαι, ενοχλούμαι, στενοχω­ριέμαι με κάποιον).

ἓτεροι: ονομ. πληθ. αρσ. της αόριστης επιμερι­στικής αντωνυμίας ἓτερος, ἑτέρα, ἓτερον (= ο άλλος από τους δύο, η άλλη από τις δύο, το άλλο από τα δύο).

περί: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= για, σχετικά με).

αὐτῶν: γεν. πληθ. αρσ. της οριστικής-επαναληπτικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= αυτός, αυτή, αυτό).

κριταί: ονομ. πληθ. αρσ. του ουσιαστι­κού α’ κλίσης ὁ κριτής (= ο κριτής, ο δικαστής).

εἰσίν: γ’ πληθ. οριστ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. εἰμί (= είμαι).

ἀλλ’ (= ἀλλά): παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, όμως).

ὑμεῖς: ονομ. πληθ. προσωπικής αντω­νυμίας β’ προσώπου (ὑμεῖς= εσείς).

Ετυμολογική προσέγγιση

ἀληθῆ (ἀληθής): < (στερ.) + λανθάνω

νομίζοντας (νομίζω): < νόμος < νέμω

γνώμην (ἡ γνώμη): < γιγνώσκω

ἐπαρθείη (ἐπαίρομαι): < ἐπί + αἲρομαι (= σηκώνομαι)

κριταί (ὁ κριτής): < κρίνω

Λεξιλογικός πίνακας

α.ε. Μετάφραση Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε.
ὁρῶν βλέπω βλ. παρ. 8 ὁρῶ
ἀληθῆ αλήθεια αλήθεια, αληθινός, αληθής, αναληθής, επαληθεύω, επαλήθευση, αληθοφανής, αληθοφάνεια
λέγειν λέω βλ. παρ. 2 λέγοντος
ἀξίους άξιος βλ. παρ. 3 ἀξιῶ
νομίζοντας νομίζω βλ. παρ. 13 νομίζοντας
εἶναι είναι βλ. παρ. 3 εἰμί
γνώμην άποψη βλ. παρ. 5 γνώμην
ἔχοντας έχω βλ. παρ. 1 εἶχον
ἐπαρθείη περηφανεύομαι έπαρση, επηρμένος, έπαρμα
πράττειν κάνω βλ. παρ. 2 πεπραγμένων
πόλεως πόλη βλ. παρ. 3 πολιτείας
ἄχθοισθε δυσαρεστούμαι βλ. παρ. 20 ἀχθομένων
ἕτεροι άλλοι ετεροίωση, ετεροδημότης, ετερώνυμος, ετεροθαλής
κριταί κριτής κρίση, κρίνω, κριτικός, ανακρίνω, ανάκριση, ανακριτής, διάκριση, διακριτός, διακριτικός, διακεκριμένος, διακρίνω, απόκριση, υποκριτής, υποκρίνομαι, αδιάκριτος, ευδιάκριτος, δυσδιάκριτος
εἰσιν είμαι βλ. παρ. 3 εἰμί

Χρονικές αντικαταστάσεις

ὁρῶν, ὀψόμενος, ἰδών, ἑορακώς

χρή, χρῆ, ἐχρῆν

νομίζοντας, νομιοῦντας, νομίσαντας, νενομικότας

εἶναι, ἒσεσθαι, γενέσθαι, γεγονέναι

ἒχοντας, ἓξοντας/ σχήσοντας, σχόντας, ἐσχηκότας

ἐπαίροιτο, ἐπαροῖτο/ (ἐπαρθήσοιτο), ἐπαίραιτο/ ἐπαρθείη, ἐπηρμένος εἲη

πράττειν, πράξειν, πρᾶξαι, πεπραχέναι/πεπραγέναι

λέγειν, λέξειν/ ἐρεῖν, λέξαι/ εἰπεῖν, εἰρηκέναι

ἂχθοισθε, ἀχθέσοισθε/ ἀχθεσθήσοισθε, ἀχθεσθείητε –εῖτε, ἠχθημένοι εἲητε/εἶτε

εἰσί, ἦσαν, ἒσονται, ἐγένοντο, γεγόνασι, ἐγεγόνεσαν

Εγκλιτικές αντικαταστάσεις

χρή/ χρεών ἐστί, (χρῇ/ χρεών ᾖ), χρείη/ χρεών εἲη, χρεών ἒστω, (χρῆναι/ χρεών εἶναι, τό χρεών)

ἐπήρθη, ἐπαρθῇ, ἐπαρθείη, ἐπαρθήτω, (ἐπαρθῆναι, ἐπαρθείς)

ἂχθεσθε, ἂχθησθε, ἂχθοισθε, ἂχθεσθε, (ἂχθεσθαι, ἀχθόμενοι)

εἰσί, ὦσι, εἶεν/ εἲησαν, ἒστων/ ὂντων/ ἒστωσαν, (εἶναι, ὂντες)

Συντακτική ανάλυση

ἅμα δὲ ὑμᾶς ὁρῶν τοὺς τοιούτους μόνους ἀξίους τινὸς νομίζοντας εἶναι (δοκῶ φιλοτιμότερον διατεθῆναι): Κύρια πρόταση

δοκῶ(ενν.): ρήμα/ ἐγώ(ενν.): υποκείμενο / διατεθῆναι(ενν.): αντικείμενο, ειδικό απαρέμφατο με υποκείμενο ἐγώ(ενν.)(ταυτοπροσωπία).

φιλοτιμότερον: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο διατεθῆναι (ενν.)

ὁρῶν: επιρρηματική αιτιολογική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (ενν.) (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο διατεθῆναι.

ὑμᾶς: αντικείμενο στο ὁρῶν.

νομίζοντας: κατηγορηματική μετοχή από το ὁρῶν με υποκείμενο ὑμᾶς ως κατηγορηματικός προσδιορισμός στο υποκείμενό της.

εἶναι: αντικείμενο στο νομίζοντας, ειδικό απαρέμφατο με υποκείμενο τοὺς τοιούτους (ετεροπροσωπία).

μόνους: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο τοὺς τοιούτους.

ἀξίους: κατηγορούμενο στο τοὺς τοιούτους μέσω του συνδετικού ρήματος εἶναι.

τινὸς: γενική της αξίας στο ἀξίους.

(τὰ γὰρ ἀληθῆ χρὴ λέγειν): Κύρια πρόταση

χρὴ: ρήμα/ λέγειν: υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο τινά (ενν.) (ετεροπροσωπία).

τὰ γὰρ ἀληθῆ: αντικείμενο σύστοιχο στο λέγειν.

ὥστε ὁρῶν ὑμᾶς ταύτην τὴν γνώμην ἔχοντας τίς οὐκ ἂν ἐπαρθείη πράττειν καὶ λέγειν ὑπὲρ τῆς πόλεως;: Κύρια πρόταση

οὐκ ἂν ἐπαρθείη: ρήμα/ τίς: υποκείμενο/ πράττειν καὶ λέγειν: αντικείμενα, τελικά απαρέμφατα με υποκείμενο τίς (ταυτοπροσωπία).

ὁρῶν: επιρρηματική τροπική μετοχή με υποκείμενο τίς (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ἐπαρθείη.

ὑμᾶς: αντικείμενο στο ὁρῶν.

ἔχοντας: κατηγορηματική μετοχή από το ὁρῶν με υποκείμενο ὑμᾶς ως κατηγορηματικός προσδιορισμός στο υποκείμενό της.

τὴν γνώμην: αντικείμενο στο ἔχοντας.

ταύτην: επιθετικός προσδιορισμός στο τὴν γνώμην.

ὑπὲρ τῆς πόλεως: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της υπεράσπισης στα πράττειν καὶ λέγειν.

Ἒτι δὲ τί ἂν τοῖς τοιούτοις ἄχθοισθε;: Κύρια πρόταση

ἂν ἄχθοισθε: ρήμα/ ἡμεῖς (ενν.): υποκείμενο/ τοῖς τοιούτοις: αντικείμενο.

τί: αιτιατική της αιτίας ως επιρρηματικός προσδιορισμός στο ἂν ἄχθοισθε.

ἒτι: επιρρηματικός προσδιορισμός της προσθήκης στο ἂν ἂχθοισθε.

Οὐ γὰρ ἕτεροι περὶ αὐτῶν κριταί εἰσιν: Κύρια πρόταση

εἰσιν: ρήμα/ οὐχ ἕτεροι: υποκείμενο/ κριταί: κατηγορούμενο στο οὐχ ἕτεροι μέσω του συνδετικού ρήματος εἰσιν.

περὶ αὐτῶν: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο εἰσιν.

ἀλλ΄ ὑμεῖς (ἐστέ κριταί): Κύρια πρόταση

ἐστέ (ενν.): ρήμα/ ὑμεῖς: υποκείμενο/ κριταί (ενν.): κατηγορούμενο στο ὑμεῖς μέσω του συνδετικού ρήματος ἐστέ (ενν.)

dit button to change this text. Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.