Υπέρ Μαντιθέου 1

Παράγραφος 9

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου

Διήγηση-Απόδειξη Παράγραφος 9

Πρωτότυπο Κείμενο

Περὶ μὲν τοίνυν αὐτῆς τῆς αἰτίας οὐκ οἶδ΄ ὅ τι δεῖ πλείω λέγειν· δοκεῖ δέ μοι͵ ὦ βουλή͵ ἐν μὲν τοῖς ἄλλοις ἀγῶσι περὶ αὐτῶν μόνων τῶν κατηγορημένων προσήκειν ἀπολογεῖσθαι͵ ἐν δὲ ταῖς δοκιμασίαις δίκαιον εἶναι παντὸς τοῦ βίου λόγον διδόναι. Δέομαι οὖν ὑμῶν μετ΄ εὐνοίας ἀκροάσασθαί μου. Ποιήσομαι δὲ τὴν ἀπολογίαν ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων.

Μετάφραση

Σχετικά, λοιπόν, με την ίδια την κατηγορία δεν γνωρίζω γιατί πρέπει να πω περισσότερα. Μου φαίνεται, κύριοι Βουλευτές, ότι στους υπόλοιπους δικαστικούς αγώνες ταιριάζει να απολογείται (ο κατηγορούμενος) μόνο για τις κατηγορίες αυτές καθαυτές, στις δοκιμασίες όμως είναι δίκαιο να λογοδοτεί για ολόκληρο το βίο του. Σας παρακαλώ, λοιπόν, να με ακούσετε με εύνοια. Και θα κάνω την απολογία μου όσο το δυνατόν πιο σύντομη.

Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Περὶ μὲν τοίνυν

αὐτῆς τῆς αἰτίας

οὐκ οἶδ΄

ὅ τι δεῖ πλείω λέγειν·

δοκεῖ δέ μοι͵ ὦ βουλή͵

ἐν μὲν τοῖς ἄλλοις

ἀγῶσι

προσήκειν

ἀπολογεῖσθαι

περὶ αὐτῶν μόνων

τῶν κατηγορημένων͵

ἐν δὲ ταῖς δοκιμασίαις

δίκαιον εἶναι

λόγον διδόναι παντὸς τοῦ βίου.

Δέομαι οὖν ὑμῶν

ἀκροάσασθαί μου μετ΄ εὐνοίας.

Ποιήσομαι δὲ τὴν ἀπολογίαν

ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων.

Σχετικά, λοιπόν,

με την ίδια την κατηγορία

δεν γνωρίζω

γιατί πρέπει να πω περισσότερα.

Μου φαίνεται, κύριοι Βουλευτές,

ότι στους υπόλοιπους

δικαστικούς αγώνες

ταιριάζει

να απολογείται (ο κατηγορούμενος)

μόνο για τις κατηγορίες

αυτές καθαυτές,

στις δοκιμασίες όμως

είναι δίκαιο

να λογοδοτεί για όλο το βίο του.

Σας παρακαλώ, λοιπόν,

να με ακούσετε με εύνοια.

Και θα κάνω την απολογία μου

όσο το δυνατόν πιο σύντομη.

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

Περί: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= για, σχετικά με).

μὲν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= λοι­πόν).

τοίνυν: συμπερασματικός σύνδεσμος (= λοιπόν).

αὐτῆς: γεν. εν. θηλ. της οριστικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο).

τῆς αἰτίας: γεν. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ αἰτία (= η κατηγορία).

οὐκ: αρνητικό επίρρημα, αρνητικό μόριο (= όχι, δεν).

οἶδ’ (= οἶδα): α΄ εν. οριστ. παρακ. με σημασία ενεστ. ενεργ. φωνής του άχρηστου στον ενεστώτα και παρατατικό γνωστικού ρ. εἲδω (οἶδα = γνωρίζω).

,τι: αιτιατ. εν. ουδ. της αναφορικής αντωνυμίας ὃστις, ἣτις, ὃ,τι (= ο οποίος, η οποία, το οποίο).

δεῖ: γ΄ εν. οριστ. ενεστ. ενεργ. φωνής του απρόσωπου ρ. δεῖ (= πρέπει).

πλείω: αιτιατ. πληθ. ουδ. του ανώμαλου επιθέτου πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολύ (= πολύς, πολλή, πολύ) στο συγκριτικό βαθμό (β΄ τύπος, κανονικο τύπος πλείονα).

λέγειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. λέγω (= λέω).

δοκεῖ: γ’ εν. οριστ. ενεστ. ενεργ. φωνής του απρό­σωπου ρ. δοκεῖ (= φαίνεται).

δέ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, όμως).

μοι: δοτ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α΄ προσώπου (δεύτερος τύπος, αδύνατος ή εγκλιτικός) (μοι = σε εμένα, για μένα).

ὦ βουλή: κλητ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ βουλή (= οι Βουλευτές).

ἐν: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με δοτική (= σε).

μὲν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= λοι­πόν).

τοῖς ἂλλοις: δοτ. πληθ. αρσ. της αόριστης επιμεριστι­κής αντωνυμίας ἂλλος, ἂλλη, ἂλλο (= άλλος, άλλη, άλλο).

τοῖς ἀγῶσι: δοτ. πληθ. αρσ. του ουσιαστι­κού γ’ κλίσης ἀγών, τοῦ ἀγῶνος (= ο δικαστικός αγώνας, η δίκη).

περί: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= για, σχετικά με).

αὐτῶν: γεν. πληθ. ουδ. της οριστικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο).

μόνων: γεν. πληθ. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ μόνος, ἡ μόνη, τὸ μόνον (= μόνος, μόνη, μόνο).

τῶν κατηγορημένων: γεν. πληθ. ουδ. της μετοχής παρακ. μέσης φωνής του ρ. κατηγορέομαικατηγοροῦμαι (= κατηγορούμαι).

(τὰ κατηγορημένα = οι κατηγορίες).

προσήκειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. προσήκει (= ταιριάζει, αρμόζει).

ἀπολογεῖσθαι: απαρ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. ἀπολογέομαιἀπολογοῦμαι (= απολογούμαι).

ἐν: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με δοτική (= σε).

δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= λοι­πόν).

ταῖς δοκιμασίαις: δοτ. πληθ. θηλ. του ουσια­στικού α’ κλίσης ἡ δοκιμασία (= ο έλεγχος επάρκειας για ανάληψη δημόσιου λειτουργήματος).

δίκαιον: αιτιατ. εν. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ δίκαιος, ἡ δικαία, τὸ δίκαιον (= δίκαιος, δίκαιη, δίκαιο).

εἶναι: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).

παντός: γεν. εν. αρσ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας, πᾶς, πᾶσα, πᾶν (= καθένας, καθεμία, καθένα).

τοῦ βίου: γεν. εν. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης βίος (= η ζωή).

λόγον: αιτιατ. εν. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης λόγος (= ο λόγος).

διδόναι: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. δίδωμι (= δίνω).

δέομαι: α΄ εν. οριστ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. δέομαι (= παρακαλώ).

οὖν: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος (= λοιπόν).

ὑμῶν: γεν. πληθ. προσωπικής αντωνυ­μίας β’ προ­σώπου (ὑμῶν=εσάς).

μετ'(= μετά): κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= με, μαζί με).

εὐνοίας: γεν. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ εὒνοια (= η ευμένεια, η καλή διάθεση).

ἀκροάσασθαὶ: απαρ. αορ. α’ μέσης φωνής του ρ. ἀκροάομαιἀκροῶμαι (= ακούω).

μου: γεν. εν. προσωπικής αντωνυμίας α΄ προσώπου (δεύτερος τύπος, αδύνατος ή εγκλιτικός) (μου = εμένα).

ποιήσομαι: α’ εν. οριστ. μέλλ. μέσης φωνής του ρ. ποιέομαιποιοῦμαι (=κατασκευάζω, θεωρώ).

(ποιοῦμαι τὴν ἀπολογίαν = απολογούμαι).

δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= λοι­πόν).

τὴν ἀπολογίαν: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστι­κού α’ κλίσης ἡ ἀπολογία (= η απολογία).

ὡς: αναφορικό τροπικό παραβολικό επίρρημα (= όπως, καθώς).

ἂν: αοριστολογικό μόριο (= τυχόν, ή παραμένει αμετάφραστο).

δύνωμαι: α΄ εν. υποτ. ενεστ. μέσης φωνής του α­ποθετικού ρ. δύναμαι (= μπορώ).

διά: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= με).

βραχυτάτων: γεν. πληθ. αρσ. του τριτόκλιτου επιθέτου ὁ βραχύς, ἡ βραχεῖα, τὸ βραχύ (= μι­κρός, λίγος, σύντομος) στον υπερθετικό βαθμό.

Ετυμολογική προσέγγιση

ἀγῶσι (ὁ ἀγών): < ἂγω

κατηγορημένων (κατηγοροῦμαι): < κατήγορος < κατά + ἀγορεύω

προσήκει (προσήκω): < πρός + ἢκω (=έχω έρθει)

ἀπολογεῖσθαι (ἀπολογοῦμαι): < ἀπόλογος < ἀπό + λέγω

δοκιμασίαις (ἡ δοκιμασία): < δοκιμάζω < δόκιμος < δοκέω -ῶ

εὐνοίας (ἡ εὒνοια): < εὖ + νοῦς

ἀκροάσασθαι (ἀκροῶμαι): < ἂκρος + οὖς

Λεξιλογικός πίνακας

α.ε. Μετάφραση Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε.
αἰτίας κατηγορία αιτία, αιτιατός, αιτιακός, αιτιατική, υπαίτιος, αναίτος
οἶδα γνωρίζω βλ. παρ. 1 συνῄδειν
πλείω περισσοτέρο βλ. παρ. 3 πλέον
λέγειν λέγω βλ. παρ. 2 λέγοντος
δοκεῖ νομίζω βλ. παρ. 3 δόξαν
βουλή βουλή βλ. παρ. 1 βουλή
ἀγῶσι δικαστικός αγώνας αγωνίζομαι, αγωνιστικός, αγωνιστής, αγώνισμα, αγώνας, διαγωνισμός, διαγώνισμα, διαγωνιστικός, διαγωνιζόμενος
κατηγορημένων κατηγορία βλ. παρ. 1 κατηγόροις
προσήκειν ταιριάζει ανήκω, καθήκον, προσηκόντως
ἀπολογεῖσθαι απολογούμαι βλ. παρ. 8 ἀπολογίαν
δοκιμασίαις δοκιμασία βλ. παρ. 3 δοκιμάζειν
δίκαιον δίκαιος δικαιοσύνη, δικαιώνω, άδικος, ένδικος, δικαστήριο, δικαστικός
εἶναι είναι βλ. παρ. 3 εἰμί
παντὸς ολόκληρος βλ. παρ. 1 παντός
βίου ζωή έμβιος, άβιος, βιώσιμος, βιοτικός, διαβίωση, επιβίωση, συμβίωση, βίος, βιολογία, βιολογικός
λόγον λόγος βλ. παρ. 2 λέγοντος
διδόναι δίνω δόση, δίνω, δοτός, δόσιμο, δότης, δωρεά, δώρο, δωρίζω
δέομαι παρακαλώ δέηση, δεητικός, ενδεής, ένδεια
εὐνοίας εύνοια βλ. παρ. 3 εὒνους
ἀκροάσασθαί ακούω ακροατήριο, ακροατής, ακροαματικότητα, ακροαστικός, ακρόαση
ποιήσομαι κάνω βλ. παρ. 1 ποιεῖν
ἀπολογίαν απολογία βλ. παρ. 8 ἀπολογίαν
δύνωμαι μπορώ δύναμη, δυνατός, δυναμικός, δυνατότητα, αδύναμος, αδύνατος, δυναμίτης, ενδυναμώνω, δυνάστης, δυναστεία, δυναμωτικός
βραχυτάτων σύντομα βράχυνση, βραχύβιος, βραχύτητα, βραχυκύκλωμα, βραχυκυκλώνω, βραχυλογία, βραχυπρόθεσμος, βραχύσωμος

Χρονικές αντικαταστάσεις

  • οἶδα, ᾒδειν/ ᾒδη, εἲσομαι/ εἰδήσω, (ἒγνων, ἒγνωκα, ἐγνώκειν)
  • δεῖ, ἒδει, δεήσει, ἐδέησε, δεδέηκε, ἐδεδεήκει
  • λέγειν, λέξειν/ ἐρεῖν, λέξαι/ εἰπεῖν, εἰρηκέναι
  • δοκεῖ, ἐδόκει, δόξει, ἒδοξε, δέδοκται, ἐδέδοκτο
  • κατηγορουμένων, κατηγορηθησομένων, κατηγορηθέντων, κατηγορημένων
  • ἀπολογεῖσθαι, ἀπολογήσεσθαι, ἀπολογήσασθαι/ ἀπολογηθῆναι, ἀπολελογῆσθαι
  • εἶναι, ἒσεσθαι, γενέσθαι, γεγονέναι
  • διδόναι, δώσειν, δοῦναι, δεδωκέναι
  • δέομαι, ἐδεόμην, δεήσομαι, δεηθήσομαι, ἐδεήθην, δεδέημαι, ἐδεδεήμην
  • ἀκροᾶσθαι, ἀκροάσεσθαι, ἀκροάσασθαι/ (ἀκροασθῆναι), (ἠκροᾶσθαι)
  • ποιοῦμαι, ἐποιούμην, ποιήσομαι,ποιηθήσομαι, ἐποιησάμην, ἐποιήθην, πεποίημαι, ἐπεποιήμην
  • δύνωμαι, (δυνήσωμαι/ δυνηθῶ/ δυνασθῶ, δεδυνημένος ὦ

Εγκλιτικές αντικαταστάσεις

  • οἶδα, εἰδῶ, εἰδείην, (εἰδέναι, εἰδώς)
  • δεῖ, δέῃ, δέοι, (δεῖν, δέον)
  • δοκεῖ, δοκῇ, δοκοῖ/ δοκοίη, δοκείτω, (δοκεῖν, δοκοῦν)
  • δέομαι, δέωμαι, δεοίμην, (δεῖσθαι, δεόμενος)
  • ποιήσομαι, ποιησοίμην, (ποιήσεσθαι, ποιησόμενος)
  • δύναμαι, δύνωμαι, δυναίμην, (δύνασθαι, δυνάμενος)

Συντακτική ανάλυση

οὐκ οἶδα: Κύρια πρόταση

οὐκ οἶδα: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο.

Περὶ μὲν τοίνυν αὐτῆς τῆς αἰτίας ὅ τι δεῖ πλείω λέγειν: Δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση ως αντικείμενο στο οὐκ οἶδα της κύριας πρότασης που προηγείται.

δεῖ: ρήμα /λέγειν: υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο ἐμὲ (ενν.)(ετεροπροσωπία)/ πλείω: αντικείμενο σύστοιχο στο λέγειν.

Περὶ τῆς αἰτίας: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο λέγειν.

αὐτῆς: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο τῆς αἰτίας.

ὅ τι: επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο δεῖ (λέγειν)

δοκεῖ δέ μοι͵ ὦ βουλή͵ ἐν μὲν τοῖς ἄλλοις ἀγῶσι περὶ αὐτῶν μόνων τῶν κατηγορημένων προσήκειν ἀπολογεῖσθαι͵ ἐν δὲ ταῖς δοκιμασίαις δίκαιον εἶναι παντὸς τοῦ βίου λόγον διδόναι: Κύρια πρόταση

δοκεῖ: ρήμα/ μοι: δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου στο δοκεῖ.

προσήκειν: υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος, ειδικό απαρέμφατο, με υποκείμενο ἀπολογεῖσθαι (ετεροπροσωπία).

ἀπολογεῖσθαι: υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος προσήκειν, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο τὸν φεύγοντα (ενν.)(ετεροπροσωπία).

ἐν μὲν τοῖς ἀγῶσι: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της κατάστασης στο ἀπολογεῖσθαι.

τοῖς ἄλλοις: επιθετικός προσδιορισμός στο ἀγῶσι.

περὶ τῶν κατηγορημένων: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο ἀπολογεῖσθαι.

αὐτῶν: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο κατηγορημένων.

μόνων: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο κατηγορημένων.

δίκαιον εἶναι: υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος δοκεῖ, ειδικό απαρέμφατο, με υποκείμενο διδόναι (ετεροπροσωπία).

διδόναι: υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος δίκαιον εἶναι, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο τὸν δοκιμαζόμενον (ενν.)(ετεροπροσωπία).

λόγον: αντικείμενο στο διδόναι.

τοῦ βίου: γενική αντικειμενική στο λόγον.

παντὸς: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο τοῦ βίου.

ἐν ταῖς δοκιμασίαις: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της κατάστασης στο δίκαιον εἶναι.

ὦ βουλή: κλητική προσφώνηση.

δέομαι οὖν ὑμῶν μετ΄ εὐνοίας ἀκροάσασθαί μου: Κύρια πρόταση

δέομαι: ρήμα/ ἐγώ(ενν.): υποκείμενο/ ὑμῶν: έμμεσο αντικείμενο/ ἀκροάσασθαί: άμεσο αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο ὑμᾶς (ετεροπροσωπία).

μου: αντικείμενο στο ἀκροάσασθαί.

μετ΄ εὐνοίας: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ἀκροάσασθαί.

ποιήσομαι δὲ τὴν ἀπολογίαν: Κύρια πρόταση

ποιήσομαι: ρήμα/ ἐγώ(ενν.): υποκείμενο/ τὴν ἀπολογίαν: αντικείμενο

ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων: Δευτερεύουσα αναφορική παραβολική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού στο ποιήσομαι της κύριας πρότασης που προηγείται. Υπάρχει λανθάνων υποθετικός λόγος που εκφράζει το προσδοκώμενο. (Υπόθεση: ἂν δύνωμαι Απόδοση: ποιήσομαι τὴν ἀπολογίαν).

ἂν δύνωμαι: ρήμα/ ἐγώ(ενν.): υποκείμενο/ ποιήσασθαι (ενν.): αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο ἐγώ (ενν.)(ταυτοπροσωπία).

τὴν ἀπολογίαν (ενν.): αντικείμενο στο ποιήσασθαι (ενν.)

διὰ βραχυτάτων: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ποιήσασθαι (ενν.)

ὣς: επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού στο δύνωμαι.

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.