Υπέρ Μαντιθέου 1

Παράγραφος 8

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου

Διήγηση-Απόδειξη Παράγραφος 8

 

Πρωτότυπο Κείμενο

Ἔτι δέ͵ ὦ βουλή͵ εἴπερ ἵππευσα͵ οὐκ ἂν ἦν ἔξαρνος ὡς δεινόν τι πεποιηκώς͵ ἀλλ΄ ἠξίουν͵ ἀποδείξας ὡς οὐδεὶς ὑπ΄ ἐμοῦ τῶν πολιτῶν κακῶς πέπονθε͵ δοκιμάζεσθαι. Ὁρῶ δὲ καὶ ὑμᾶς ταύτῃ τῇ γνώμῃ χρωμένους͵ καὶ πολλοὺς μὲν τῶν τότε ἱππευσάντων βουλεύοντας͵ πολλοὺς δ΄ αὐτῶν στρατηγοὺς καὶ ἱππάρχους κεχειροτονημένους. Ὣστε μηδὲν δι΄ ἄλλο με ἡγεῖσθε ταύτην ποιεῖσθαι τὴν ἀπολογίαν͵ ἢ ὅτι περιφανῶς ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι. Ἀνάβηθι δέ μοι καὶ μαρτύρησον.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Μετάφραση

Επιπλέον, κύριοι Βουλευτές, εάν βέβαια είχα καταταγεί στο ιππικό, δεν θα το αρνιόμουν σαν να έχω κάνει κάτι κακό, αλλά θα αξίωνα να επικυρωθεί η εκλογή μου, εάν αποδείκνυα ότι κανείς από τους πολίτες δεν έπαθε κακό από μένα. Και βλέπω ότι και εσείς έχετε την ίδια γνώμη και πολλοί από αυτούς που τότε ήταν ιππείς είναι Βουλευτές (τώρα) και πολλοί από αυτούς έχουν χειροτονηθεί στρατηγοί και ίππαρχοι. Επομένως, για κανένα άλλο λόγο να μη νομίζετε ότι κάνω αυτή την απολογία, παρά επειδή τόλμησαν ολοφάνερα να με κατηγορήσουν ψευδώς. Ανέβα λοιπόν και κατάθεσε τη μαρτυρία σου για μένα.

Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Ἔτι δέ͵ ὦ βουλή͵

εἴπερ ἵππευσα͵

οὐκ ἂν ἦν ἔξαρνος

ὡς δεινόν τι πεποιηκώς͵

ἀλλ΄ ἠξίουν

δοκιμάζεσθαι͵

ἀποδείξας ὡς οὐδεὶς

τῶν πολιτῶν

κακῶς πέπονθε ὑπ΄ ἐμοῦ.

Ὁρῶ δὲ καὶ ὑμᾶς

ταύτῃ τῇ γνώμῃ χρωμένους͵

καὶ πολλοὺς μὲν τῶν

τότε ἱππευσάντων

βουλεύοντας͵

πολλοὺς δ΄ αὐτῶν

κεχειροτονημένους

στρατηγοὺς καὶ ἱππάρχους.

Ὣστε μηδὲν δι΄ ἄλλο

ἡγεῖσθε με

ποιεῖσθαι ταύτην τὴν ἀπολογίαν͵

ἢ ὅτι ἐτόλμησάν περιφανῶς

καταψεύσασθαι μου.

Ἀνάβηθι δέ μοι

καὶ μαρτύρησον.

Επιπλέον, κύριοι Βουλευτές,

εάν βέβαια είχα καταταγεί στο ιππικό,

δεν θα το αρνιόμουν

σαν να έχω κάνει κάτι κακό,

αλλά θα αξίωνα

να επικυρωθεί η εκλογή μου,

εάν αποδείκνυα ότι κανείς

από τους πολίτες

δεν έπαθε κακό από μένα.

Και βλέπω ότι και εσείς

έχετε την ίδια γνώμη

και πολλοί από αυτούς που

τότε ήταν ιππείς

είναι Βουλευτές (τώρα)

και πολλοί από αυτούς

έχουν χειροτονηθεί

στρατηγοί και ίππαρχοι.

Επομένως, για κανένα άλλο λόγο

να μη νομίζετε

ότι κάνω αυτή την απολογία,

παρά επειδή τόλμησαν ολοφάνερα

να με κατηγορήσουν ψευδώς.

Ανέβα λοιπόν

και κατάθεσε τη μαρτυρία σου για μένα.

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

ἒτι: ποσοτικό επίρρημα (= ακόμα).

δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, όμως).

ὦ βουλή: κλητ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ βου­λή (= οι Βουλευτές).

εἲπερ: υποθετικός σύνδεσμος < εἰ + πέρ (εἰ = εάν και πέρ = εγκλιτικό, επιτατικό, βεβαιωτικό μόριο).

ἳππευσα: α’ εν. οριστ. αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. ἱππεύω (= είμαι ιππέας, υπηρετώ στο ιππικό).

οὐκ: αρνητικό επίρρημα, αρνητικό μόριο (= όχι, δεν).

ἂν: δυνητικό μόριο.

: α’ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).

ἒξαρνος: ονομ. εν. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ/ἡ ἒξαρνος, τὸ ἒξαρνον (= αυτός που αρνιέται με επιμονή, απολύ­τως, κατηγορηματικά).

(ἒξαρνος εἰμί = αρνούμαι).

ὡς: αναφορικό τροπικό παραβολικό επίρρημα (= σαν, καθώς).

δεινόν: αιτιατ. εν. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ δεινός, ἡ δεινή, τὸ δεινόν (= φοβερός, φοβερή, φοβερό).

τι: αιτιατ. εν. ουδ. της αόριστης αντωνυμίας τίς, τίς, τί (= κάποιος, κάποια, κάποιο ή κάτι).

πεποιηκώς: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής παρακ. ενεργ. φωνής του ρ. ποιέω- ποιῶ (= κάνω).

ἀλλ (= ἀλλά): παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά).

ἠξίουν: α’ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ἀξιόω- ἀξιῶ (= έχω την αξίωση, προβάλλω την αξίωση).

ἀποδείξας: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. ἀποδείκνυμιἀποδεικνύω (= αποδεικνύω).

ὡς: ειδικός σύνδεσμος (= ότι κατά τη γνώμη μου, ότι τά­χα, ότι δήθεν).

οὐδείς: ονομ. εν. αρσ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν (= κανείς, καμία, κανένα).

ὑπ (= ὑπὸ): κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= από).

ἐμοῦ: γεν. εν. προσωπικής αντωνυμίας του α΄ προσώπου (ἐμοῦ=εμένα).

τῶν πολιτών: γεν. πληθ. αρσ. του ουσια­στικού α’ κλίσης ὁ πολίτης (= ο πολίτης).

κακῶς: τροπικό επίρρημα (= κακώς, άσχημα).

πέπονθε: γ’ εν. οριστ. παρακ. ενεργ. φωνής του ρ. πάσχω (= παθαίνω, υποφέρω).

(κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι).

δοκιμάζεσθαι: απαρ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. δοκιμάζομαι (= επικυρώνεται η εκλογή μου).

ὁρῶ: αεν. οριστ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ὁράω-ὁρῶ (= βλέπω).

δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, όμως).

καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

ὑμᾶς: αιτιατ. πληθ. της προσωπικής αντωνυ­μίας β’ προσώπου (ὑμᾶς=εσάς).

ταύτῃ: δοτ. εν. θηλ. της δεικτικής αντωνυ­μίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).

τῇ γνώμῃ: δοτ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ γνώ­μη (= η γνώμη).

χρωμένους: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. μέσης φωνής του ρ. χρήομαι, χρῶμαι (= χρη­σιμοποιώ).

(χρῶμαι ταύτῃ τῇ γνώμῃ = έχω αυτή τη γνώμη).

καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

πολλούς: αιτιατ. πληθ. αρσ. του ανώμαλου επιθέτου πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολύ (= πολύς, πολλή, πολύ).

μὲν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, όμως).

τότε: χρονικό επίρρημα (= τότε).

τῶν ἱππευσάντων: γεν. πληθ. αρσ. της μετοχής αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. ἱππεύω (= είμαι ιππέας, υπηρετώ στο ιππικό).

βουλεύοντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. βουλεύω (= είμαι Βουλευτής).

πολλούς: αιτιατ. πληθ. αρσ. του ανώμαλου επιθέτου πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολύ (= πολύς, πολλή, πολύ).

δ’ (= δε): παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, όμως).

αὐτῶν: γεν. πληθ. αρσ. της οριστικής-επαναληπτικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= αυτός, αυτή, αυτό).

στρατηγούς: αιτιατ. πληθ. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ στρατηγός (= ο στρατηγός).

καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

ἱππαρχους: αιτιατ. πληθ. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ ἳππαρχος (= ο αρχηγός του ιππικού).

κεχειροτονημένους: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής παρακ. μέσης φωνής του ρ. χειροτονέομαι- χειροτονοῦμαι (= εκλέγομαι με χειροτονία, δηλαδή με ανάταση των χεριών).

ὣστε: συμπερασματικός σύνδεσμος (= ώστε).

μηδέν: αιτιατ. εν. ουδ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας μηδείς, μηδεμία, μηδέν (= κανείς, καμία, κανένα ή τίποτα).

δι’ (= διά): κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= για).

ἂλλο: αιτιατ. εν. ουδ. της αόριστης επιμεριστικής αντω­νυμίας ἂλλος, ἂλλη, ἂλλο (= άλλος, άλλη, άλλο).

με: αιτιατ. εν. προσωπικής αντωνυμίας απροσώπου (δεύτερος τύπος, αδύνατος ή εγκλιτικός) (με= εμένα, με).

ἡγεῖσθε: β’ πληθ. προστ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. ἡγέομαι, ἡγοῦμαι (= νομίζω).

ταύτην: αιτιατ. εν. θηλ. της δεικτικής αντω­νυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).

ποιεῖσθαι: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ποιέομαι-ποιοῦμαι (=κατασκευάζω, θεωρώ).

(ποιοῦμαι τὴν ἀπολογίαν = απολογούμαι).

τὴν ἀπολογίαν: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστι­κού α’ κλίσης ἀπολογία (= η απολογία).

: διαζευκτικός σύνδεσμος (= παρά, ή).

ὃτι: αιτιολογικός σύνδεσμος (= διότι).

περιφανῶς: τροπικό επίρρημα (= ολοφάνερα).

ἐτόλμησαν: γ’ πληθ. οριστ. αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. τολμάω-τολμῶ (= τολμώ).

μου: γεν. εν. προσωπικής αντωνυμίας α΄ προσώπου (δεύτερος τύπος, αδύνατος ή εγκλιτικός) (μου = εμένα).

καταψεύσασθαι: απαρ. αορ. α’ μέσης φωνής του ρ. καταψεύδομαι (=υποκρίνομαι, προσποιούμαι).

(καταψεύδομαί τινος = λέω ψέματα ενα­ντίον κάποιου).

ἀνάβηθι: β’ εν. προστ. αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. ἀναβαίνω (= ανεβαίνω).

δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, όμως).

μοι: δοτ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α΄ προσώπου (δεύτερος τύπος, αδύνατος ή εγκλιτικός) (μοι = σε εμένα, για μένα).

καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

μαρτύρησον: β’ εν. προστ. αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. μαρτυρέω-μαρτυρῶ (= καταθέτω μαρτυρία).

Ετυμολογική προσέγγιση

ἳππευσα (ἱππεύω): < ἱππεύς < ἳππος

ἒξαρνος (ἒξαρνος): < ἐξ+ ἀρνέομαι –οῦμαι

δεινόν (δεινός): < δέος

ἠξίουν (ἀξιῶ): < ἂξιος

ἀποδείξας( ἀποδείνυμι): < ἀπό + δείκνυμι

πολιτῶν (ὁ πολίτης): < πόλις

δοκιμάζεσθαι (δοκιμάζομαι): < δόκιμος < δοκέω -ῶ

γνώμη (ἡ γνώμη): < γιγνώσκω

βουλεύοντας (βουλεύω): < ἡ βουλή

στρατηγούς (ό στρατηγός): < στρατός + άγω

ἱππάρχους (ὁ ἳππαρχος): < ἳππος + ἂρχω

κεχειροτονημένους (χειροτονοῦμαι): <χείρ + τείνω

ἀπολογίαν (ἡ ἀπολογία): < ἀπό + λόγος < λέγω

περιφανῶς: < περί + φαίνομαι

ἐτόλμησαν (τολμῶ): < τόλμη

ἀνάβηθι ( ἀναβαίνω): < ἀνά + βαίνω

μαρτύρησον (μαρτυρῶ): < μάρτυς

Λεξιλογικός πίνακας

α.ε. Μετάφραση Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε.
βουλή βουλή βλ. παρ. 1 βουλή
ἵππευσα ιππεύω βλ. παρ. 3 ἳππευον
δεινόν φοβερός δέος, δεινός, δεινοπαθώ, δειλός
πεποιηκώς κάνω βλ. παρ. 1 ποιεῖν
ἠξίουν αξιώνω βλ. παρ. 3 ἀξιῶ
ἀποδείξας αποδεικνύω βλ. παρ. 7 ἀποδείξειεν
πολιτῶν πολίτης πολιτεία, πολιτειακός, πολιτεύομαι, πολιτική, απολίτευτος, πόλη, συμπολιτεία, άπολις, πολιτισμός, απολίτιστος
κακῶς άσχημα βλ. παρ. 1 κακῶς
πέπονθε υποφέρω πάσχω, παθαίνω, πάθημα, πάθος, παθοποιία, απάθεια, απαθής, περιπαθής, παθητικός, παθογόνος, εμπάθεια, εμπαθής, συμπάσχω, συμπαθής, συμπαθητικός, συμπαθώ
δοκιμάζεσθαι περνάω δοκιμασία βλ. παρ. 3 δοκιμάζειν
ὁρῶ βλέπω όραση, ορατός, αόρατος, ενόραση, αδιόρατος, οφθαλμός, μάτι, ιδέα, άποψη, κάτοψη, ύποπτος, εποπτεία, πανόραμα, υπερόπτης, αυτόπτης, κάτοπτρο, προοπτική, μέτωπο, πρόσωπο, προσωπείο
γνώμῃ άποψη βλ. παρ. 5 γνώμην
χρωμένους χρησιμοποιώ χρήση, χρήμα, κατάχρηση, χρηστικός, άχρηστος, εύχρηστος, δύσχρηστος, χρησιμοποίηση, χρηματιστήριο, χρηματοδοτώ
πολλοὺς πολλοί βλ. παρ. 1 πολλήν
βουλεύοντας είμαι Βουλευτής Βουλευτής, βούλευμα, βουλή, Βουλευτήριο, βουλευτικός, διαβουλεύομαι, διαβούλευση, επιβουλή, συμβούλιο
στρατηγοὺς στρατηγός στρατηγείο, στρατηγικός, στρατήγημα, υποστράτηγος
ἱππάρχους αρχηγός ιππικού βλ. παρ. 3 ἳππευον
κεχειροτονημένους εκλέγω χειροτονία, χειροτονημένος, χειροτονώ, αχειροτόνητος
ἡγεῖσθε θεωρώ βλ. παρ. 1 ἡγοῦμαι
ἀπολογίαν απολογία απολογητικός, απολογούμαι, απολογούμενος, απολογητής
περιφανῶς ολοφάνερα βλ. παρ. 3 φαίνωμαι
ἐτόλμησάν τολμώ τολμηρός, τόλμη, τόλμημα, άτολμος, παράτολμος
καταψεύσασθαι λέω ψέματα ψεύδομαι, ψεύτης, ψεύδος, αδιάψευστος, αψευδής, διάψευση, ψευδομάρτυρας, ψευδαίσθηση, ψευδάργυρος, ψευδορκία
ἀνάβηθι ανεβαίνω ανάβαση, αναβατήρας, αναβατόριο, αναβάτης, απόβαση, κατάβαση, βάδην, βαθμός, βωμός, βάθρο, βατήρας, βατός, βήμα, διαβήτης, διάβημα, επέμβαση, παρέμβαση
μαρτύρησον δίνω μαρτυρία μαρτυρία, μάρτυρας, μαρτυρικός, μαρτύριο, διαμαρτυρία

Χρονικές αντικαταστάσεις

  • ἱππεύω, ἳππευον, ἱππεύσω, ἳππευσα, ἳππευκα, ἱππεύκειν
  • εἰμί, ἦν/ἦ, ἒσομαι, ἐγενόμην, γέγονα, έγεγόνειν
  • ποιῶν, ποιήσων, ποιήσας, πεποιηκώς
  • ἀξιῶ, ἠξίουν, ἀξιώσω, ἠξίωσα, ἠξίωκα, ἠξιώκειν
  • ἀποδεικνύς, ἀποδείξων, ἀποδείξας, ἀποδεδειχώς
  • πάσχει, ἒπασχε, πείσεται, ἒπαθε, πέπονθε, ἐπεπόνθει
  • δοκιμάζεσθαι, δοκιμασθήσεσθαι, δοκιμασθῆναι, δεδοκιμάσθαι
  • ὁρῶ, ἐώρων, ὂψομαι, εἶδον, ἐό(ώ)ρακα/ὂπωπα, ἐωράκειν/ ὠπώπειν
  • χρωμένους, χρησομένους/χρησθησομένους, χρησαμένους/χρησθέντας, κεχρημένους
  • ἱππευόντων, ἱππευσόντων, ἱππευσάντων, ἱππευκότων
  • βουλεύοντας, βουλεύσοντας, βουλεύσαντας, βεβουλευκότας
  • χειροτονουμένους, (χειροτονησομένους/χειροτονηθησομένους, χειροτονησαμένους), χειροτονηθέντας, κεχειροτονημένους
  • ἡγεῖσθε, ἡγήσασθε/ἡγήθητε, ἣγησθε
  • ποιεῖσθαι, ποιήσεσθαι/ποιηθήσεσθαι, ποιήσασθαι/ποιηθῆναι, πεποιῆσθαι
  • τολμῶσι, ἐτόλμων, τολμήσουσι, ἐτόλμησαν, τετολμήκασι
  • καταψεύδεσθαι, καταψεύσεσθαι/(καταψευσθήσεσθαι), καταψεύσασθαι/καταψευσθῆναι, κατεψεῦσθαι
  • ἀνάβαινε, ἀνάβηθι, ἀναβεβηκώς ἲσθι
  • μαρτύρει, μαρτύρησον, μεμαρτυρηκώς ἲσθι

Εγκλιτικές αντικαταστάσεις

ἳππευσα, ἱππεύσω, ἱππεύσαιμι, (ἱππεῦσαι, ἱππεύσας)

πέπονθε, πεπονθώς ῇ, πεπονθώς εἲη, πεπονθώς ἒστω, (πεπονθέναι, πεπονθώς)

ὁρῶ, ὁρῶ, ὁρῷμι/ὁρῴην, (ὁρᾶν, ὁρῶν)

ἡγεῖσθε, ἡγῆσθε, ἡγοῖσθε, ἡγεῖσθε, (ἡγεῖσθαι, ἡγούμενοι)

ἐτόλμησαν, τολμήσωσι, τόλμήσαιεν/τολμήσειαν, τολμησάντων/τολμησάτωσαν, (τολμῆσαι, τολμήσαντες)

ἀνέβης, ἀναβῇς, ἀναβαίης, ἀνάβηθι, (ἀναβῆναι, ἀναβάς)

ἐμαρτύρησας, μαρτυρήσῃς, μαρτυρήσαις/μαρτυρήσειας, μαρτύρησον, (μαρτυρῆσαι, μαρτυρήσας)

Συντακτική ανάλυση

Ἔτι δέ͵ ὦ βουλή͵ οὐκ ἂν ἦν ἔξαρνος ὡς δεινόν τι πεποιηκώς: Κύρια πρόταση

οὐκ ἂν ἦν: ρήμα / ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ ἔξαρνος: κατηγορούμενο στο ἐγώ (ενν.) μέσω του συνδετικού ρήματος οὐκ ἂν ἦν.

ὡς πεποιηκώς: επιρρηματική αιτιολογική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο οὐκ ἂν ἦν .

τι: σύστοιχο αντικείμενο στο πεποιηκώς.

δεινόν: επιθετικός προσδιορισμός στο τι.

ἒτι: επιρρηματικός προσδιορισμός της προσθήκης στο οὐκ ἂν ἦν .

ὦ βουλή: κλητική προσφώνηση.

εἴπερ ἵππευσα: Δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός της προϋπόθεσης στο ἂν ἦν ἔξαρνος κύριας πρότασης που προηγείται. Εκφράζει το αντίθετο του πραγματικού. (Υπόθεση: εἴπερ ἵππευσα Απόδοση: οὐκ ἂν ἦν ἔξαρνος ἀλλ΄ ἠξίουν (ἂν) δοκιμάζεσθαι).

ἵππευσα: ρήμα/ ἐγώ(ενν.): υποκείμενο.

ἀλλ΄ ἠξίουν (ἂν) δοκιμάζεσθαι ἀποδείξας: Κύρια πρόταση

ἠξίουν (ἂν): ρήμα/ ἐγώ(ενν.): υποκείμενο/ δοκιμάζεσθαι: αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο ἐγώ (ενν.)(ταυτοπροσωπία).

ἀποδείξας: επιρρηματική υποθετική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της προϋπόθεσης στο ἠξίουν (ἂν)

Υπάρχει λανθάνων υποθετικός λόγος που εκφράζει το αντίθετο του πραγματικού. (Υπόθεση: εἴ ἀπέδειξα Απόδοση: ἠξίουν (ἂν) δοκιμάζεσθαι).

ὡς οὐδεὶς ὑπ΄ ἐμοῦ τῶν πολιτῶν κακῶς πέπονθε: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ως αντικείμενο στο ἀποδείξας της κύριας πρότασης που προηγείται.

κακῶς πέπονθε: ρήμα/ οὐδεὶς: υποκείμενο.

τῶν πολιτῶν: γενική διαιρετική στο οὐδεὶς.

ὑπ΄ ἐμοῦ: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του ποιητικού αιτίου στο κακῶς πέπονθε.

ὁρῶ δὲ καὶ ὑμᾶς ταύτῃ τῇ γνώμῃ χρωμένους͵ καὶ πολλοὺς μὲν τῶν τότε ἱππευσάντων βουλεύοντας͵ πολλοὺς δ΄ αὐτῶν στρατηγοὺς καὶ ἱππάρχους κεχειροτονημένους: Κύρια πρόταση

ὁρῶ: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ ὑμᾶς -πολλοὺς: αντικείμενα.

χρωμένους: κατηγορηματική μετοχή από το ὁρῶ με υποκείμενο ὑμᾶς ως κατηγορηματικός προσδιορισμός του υποκειμένου της.

τῇ γνώμῃ: αντικείμενο στο χρωμένους.

ταύτῃ: επιθετικός προσδιορισμός στο τῇ γνώμῃ.

βουλεύοντας: κατηγορηματική μετοχή από το ὁρῶ με υποκείμενο πολλοὺς μὲν ως κατηγορηματικός προσδιορισμός του υποκειμένου της.

τῶν ἱππευσάντων: επιθετική μετοχή με υποκείμενο το άρθρο της, τῶν, ως γενική διαιρετική στο πολλοὺς.

τότε: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο τῶν ἱππευσάντων.

κεχειροτονημένους: κατηγορηματική μετοχή από το ὁρῶ με υποκείμενο πολλοὺς δὲ ως κατηγορηματικός προσδιορισμός του υποκειμένου της.

αὐτῶν: γενική διαιρετική στο πολλοὺς.

στρατηγοὺς καὶ ἱππάρχους: κατηγορούμενα στο πολλούς δὲ μέσω του συνδετικού ρήματος κεχειροτονημένους.

Ὣστε μηδὲν δι΄ ἄλλο με ἡγεῖσθε ταύτην ποιεῖσθαι τὴν ἀπολογίαν: Δευτερεύουσα επιρρηματική συμπερασματική πρόταση σε θέση κύριας πρότασης.

ἡγεῖσθε: ρήμα/ ὑμεῖς (ενν.): υποκείμενο/ ποιεῖσθαι: αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο με (ετεροπροσωπία).

τὴν ἀπολογίαν: αντικείμενο στο ποιεῖσθαι.

ἄλλο: επιθετικός προσδιορισμός στο μηδὲν.

δι΄ μηδὲν: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο ποιεῖσθαι.

ταύτην: επιθετικός προσδιορισμός στο τὴν ἀπολογίαν.

ἢ ὅτι περιφανῶς ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι: Δευτερεύουσα επιρρηματική αιτιολογική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο ποιεῖσθαι τὴν ἀπολογίαν της δευτερεύουσας επιρρηματικής συμπερασματικής πρότασης που προηγείται. Αποτελεί επίσης (μαζί με το ) β΄ όρο σύγκρισης. Ο πρώτος είναι ο εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας μηδὲν δι΄ ἄλλο της πρότασης που προηγείται.

ἐτόλμησάν: ρήμα/ οὖτοι(ενν.): υποκείμενο/ καταψεύσασθαι: αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο οὖτοι ενν.)(ταυτοπροσωπία).

περιφανῶς: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο καταψεύσασθαι.

μου: αντικείμενο στο καταψεύσασθαι.

Ἀνάβηθι δέ μοι: Κύρια πρόταση

Ἀνάβηθι: ρήμα/ σύ(ενν.): υποκείμενο.

 μοι: δοτική προσωπική χαριστική στο Ἀνάβηθι.

καὶ μαρτύρησον: Κύρια πρόταση

μαρτύρησον: ρήμα/ σύ(ενν.): υποκείμενο.

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.