Υπέρ Μαντιθέου 1

Παράγραφος 7

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου

Διήγηση-Απόδειξη Παράγραφος 7

Πρωτότυπο Κείμενο

Ἐμὲ τοίνυν οὐδεὶς ἂν ἀποδείξειεν οὔτ΄ ἀπενεχθέντα ὑπὸ τῶν φυλάρχων οὔτε παραδοθέντα τοῖς συνδίκοις οὔτε κατάστασιν καταβαλόντα. Καίτοι πᾶσι ῥᾴδιον τοῦτο γνῶναι͵ ὅτι ἀναγκαῖον ἦν τοῖς φυλάρχοις͵ εἰ μὴ ἀποδείξειαν τοὺς ἔχοντας τὰς καταστάσεις͵ αὐτοῖς ζημιοῦσθαι. Ὣστε πολὺ ἂν δικαιότερον ἐκείνοις τοῖς γράμμασιν ἢ τούτοις πιστεύοιτε· ἐκ μὲν γὰρ τούτων ῥᾴδιον ἦν ἐξαλειφθῆναι τῷ βουλομένῳ͵ ἐν ἐκείνοις δὲ τοὺς ἱππεύσαντας ἀναγκαῖον ἦν ὑπὸ τῶν φυλάρχων ἀπενεχθῆναι.

Μετάφραση

Εμένα όμως κανείς δε θα μπορούσε να αποδείξει ούτε ότι περιλήφθηκα στους καταλόγους από τους φυλάρχους, ούτε ότι παραπέμφθηκα στους δημόσιους συνηγόρους ούτε ότι επέστρεψα το χρηματικό επίδομα. Και μάλιστα είναι πολύ εύκολο να το μάθουν όλοι αυτό, ότι δηλαδή ήταν ανάγκη οι φύλαρχοι, εάν δεν παρουσίαζαν αυτούς που είχαν πάρει το χρηματικό επίδομα, να πληρώσουν οι ίδιοι το ποσό. Επομένως, θα ήταν πολύ δικαιότερο να πιστεύετε τους καταλόγους εκείνων παρά την πινακίδα. Γιατί από την πινακίδα ήταν εύκολο να εξαλειφθεί όποιος το επιθυμούσε, ενώ σε εκείνους ήταν ανάγκη οι φύλαρχοι να παρουσιάσουν όσους υπηρέτησαν στο ιππικό.

Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Ἐμὲ τοίνυν οὐδεὶς

ἂν ἀποδείξειεν

οὔτ΄ ἀπενεχθέντα

ὑπὸ τῶν φυλάρχων

οὔτε παραδοθέντα

τοῖς συνδίκοις

οὔτε κατάστασιν καταβαλόντα.

Καίτοι ῥᾴδιον

γνῶναι πᾶσι τοῦτο͵

ὅτι ἀναγκαῖον ἦν τοῖς φυλάρχοις͵

εἰ μὴ ἀποδείξειαν

τοὺς ἔχοντας

τὰς καταστάσεις͵

ζημιοῦσθαι αὐτοῖς.

Ὣστε πολὺ δικαιότερον

ἂν πιστεύοιτε

ἐκείνοις τοῖς γράμμασιν

ἢ τούτοις ·

ἐκ μὲν γὰρ τούτων ῥᾴδιον ἦν

ἐξαλειφθῆναι τῷ βουλομένῳ͵

ἐν ἐκείνοις δὲ ἀναγκαῖον ἦν

ὑπὸ τῶν φυλάρχων

ἀπενεχθῆναι

τοὺς ἱππεύσαντας.

Εμένα όμως κανείς

δε θα μπορούσε να αποδείξει

ούτε ότι περιλήφθηκα στους καταλόγους

από τους φυλάρχους,

ούτε ότι παραπέμφθηκα

στους δημόσιους συνηγόρους

ούτε ότι επέστρεψα το χρηματικό επίδομα.

Και μάλιστα είναι πολύ εύκολο

να το μάθουν όλοι αυτό,

ότι δηλαδή ήταν ανάγκη οι φύλαρχοι,

εάν δεν παρουσίαζαν

αυτούς που είχαν πάρει

το χρηματικό επίδομα,

να πληρώσουν οι ίδιοι το ποσό.

Επομένως, θα ήταν πολύ δικαιότερο

να πιστεύετε

τους καταλόγους εκείνων

παρά την πινακίδα.

Γιατί από την πινακίδα ήταν εύκολο

να εξαλειφθεί όποιος το επιθυμούσε,

ενώ σε εκείνους ήταν ανάγκη

οι φύλαρχοι να

παρουσιάσουν

όσους υπηρέτησαν στο ιππικό.

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

ἐμέ: αιτιατ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (ἐμέ=εμένα).

τοίνυν: συμπερασματικός σύνδεσμος (=άρα, επομένως, ).

οὐδείς: ονομ. εν. αρσ. της αόριστης επιμεριστικής αντω­νυμίας οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν (= κανείς).

ἂν: δυνητικό μόριο.

ἀποδείξειεν: γ’ εν. ευκτ. αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. ἀποδείκνυμιἀποδεικνύω (β΄ τύπος, αιολικός) (= α­ποδεικνύω).

οὒτ'(= οὒτε): παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος (= ού­τε).

ἀπενεχθέντα: αιτιατ. εν. αρσ. της μετοχής παθ. αορ. ρ. ἀποφέρομαι (= αναφέ­ρομαι, αναγράφομαι).

ὑπό: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= από).

τῶν φυλάρχων: γεν. πληθ. αρσ. του ου­σιαστικού β’ κλίσης ὁ φύλαρχος (= ο φύλαρχος, ο αρχηγός της φυλής).

οὒτ’: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος (= ού­τε).

παραδοθέντα: αιτιατ. εν. αρσ. της μετοχής αορ. β΄ μέσης φωνής του ρ. παραδίδομαι (= εδώ παρα­πέμπομαι).

τοῖς συνδίκοις: δοτ. πληθ. αρσ. του ου­σιαστικού β’ κλίσης ὁ σύνδικος (= ο συνήγορος του δημοσίου).

οὒτε: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος (= ού­τε).

κατάστασιν: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστικού γ’ κλίσης ἡ κατάστασις, τῆς καταστάσεως (= το επίδομα, το χρηματικό βοήθημα).

καταβαλόντα: αιτιατ. εν. αρσ. της μετοχής αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. καταβάλλω (= πληρώνω).

(καταβάλλω κατάστασιν = επιστρέφω στην πόλη το επίδομα που μου έδωσε όταν κατατάχτηκα στο ιππικό).

καίτοι: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= και όμως, εντούτοις, και βέβαια, και πράγματι).

πᾶσι: δοτ. πληθ. αρσ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας πᾶς, πᾶσα, πᾶν (= καθένας, καθεμία, καθένα).

ῥᾴδιον: ονομ. εν. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ ῥᾴδιος, ἡ ῥᾳδία, τὸ ῥᾴδιον (= ο εύκολος, η εύκολη, το εύκολο).

τοῦτο: αιτιατ. εν. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).

γνῶναι: απαρ. αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. γιγνώσκω (= γνωρίζω).

ὃτι: ειδικός σύνδεσμος (= ότι).

ἀναγκαῖον: ονομ. εν. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθετού ὁ ἀναγκαῖος, ἡ ἀναγκαία, τὸ ἀναγκαῖον (= αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο).

(ἀναγκαῖον ἐστί = είναι ανάγκη).

ἦν: γ΄ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).

τοῖς φυλάρχοις: δοτ. πληθ. αρσ. του ου­σιαστικού β’ κλίσης ὁ φύλαρχος (= ο φύλαρχος, ο αρχηγός της φυλής).

εἰ: υποθετικός σύνδεσμος (= εάν).

μὴ: αρνητικό επίρρημα, αρνητικό μόριο (= δεν, μην).

ἀποδείξειαν: γ’ πληθ. ευκτ. αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. ἀποδείκνυμι και ἀποδει­κνύω (β΄ τύπος, αιολικός) (= αποδεικνύω).

τοὺς ἒχοντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἒχω (=έχω, κατέχω).

τάς καταστάσεις: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστικού γ’ κλίσης κατάστασις, τῆς καταστάσεως (= το επίδομα, το χρηματικό βοήθημα).

αὐτοῖς: δοτ. πληθ. αρσ. της οριστικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο).

ζημιοῦσθαι: απαρ. ενεστ. μέσης φωνής του ρήματος ζημιόομαι-ζημιοῦμαι (= τιμωρούμαι).

ὣστε: συμπερασματικός σύνδεσμος (= ώστε).

πολύ: ποσοτικό επίρρημα (= πολύ).

ἂν: δυνητικό μόριο.

δικαιότερον: τροπικό επίρρημα συγκριτικού βαθμού.

Παραθετικά: δικαίως, δικαιότερον, δικαιότατα.

ἐκείνοις: δοτ. πληθ. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο (= εκείνος, εκείνη, εκείνο).

τοῖς γράμμασιν: δοτ. πληθ. ουδ. του ουσια­στικού γ’ κλίσης τὸ γρᾶμμα, τοῦ γράμματος (= οι κατάλογοι των φυλάρχων).

: διαζευκτικός σύνδεσμος (= ή).

τούτοις: δοτ. πληθ. ουδ. της δεικτι­κής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).

πιστεύοιτε: β’ πληθ. ευκτ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. πιστεύω (= έχω εμπιστοσύνη).

ἐκ: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= από, με).

μὲν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, όμως).

γὰρ: αιτιολογικός σύνδεσμος (= γιατί).

τούτων: γεν. πληθ. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).

ἐξαλειφθῆναι: απαρ. παθ. αορ. α΄του ρ. ἐξαλείφομαι (=σβήνομαι).

(ξαλείφω τινά ἐκ τοῦ κατα­λόγου = διαγράφω το όνομα κάποιου από τον κατάλογο).

τῷ βουλομένῳ: δοτ. εν. αρσ. της μετοχής ενεστ. μέσης φωνής του ρ. βούλομαι (=θέλω).

ἐν: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με δοτική (= σε).

ἐκείνοις: δοτ. πληθ. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο (= εκείνος, εκείνη, εκείνο).

δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, όμως).

ἀναγκαῖον: ονομ. εν. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθετού ὁ ἀναγκαῖος, ἡ ἀναγκαία, τὸ ἀναγκαῖον (= αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο).

(ἀναγκαῖον ἐστί = είναι ανάγκη).

ἦν: γ΄ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).

τοὺς ἱππεύσαντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής αορ. α΄ ενεργ. φωνής του ρ. ἱππεύω (= είμαι ιππέας, υπηρετώ στο ιππικό).

ὑπό: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= από).

τῶν φυλάρχων: γεν. πληθ. αρσ. του ου­σιαστικού β’ κλίσης ὁ φύλαρχος (= ο φύλαρχος, ο αρχηγός της φυλής).

ἀπενεχθῆναι: απαρ. παθ. αορ. του ρ. ἀποφέρομαι (= αναφέρομαι, αναγράφομαι).

Ετυμολογική προσέγγιση

ἀπενεχθέντα (ἀποφέρω): < ἀπό + φέρω

συνδίκοις (ὁ σύνδικος): < σὺν + δίκη

ἀποδείξειαν (ἀποδείκνυμι): ἀπό + δείκνυμι – δεικνύω

ζημιοῦσθαι (ζημιοῦμαι): < ἡ ζημία

γράμμασιν (τὸ γράμμα): < γράφω

πιστεύοιτε (πιστεύω): < ἡ πίστις < πείθω

ἐξαλειφθῆναι (ἐξαλείφομαι): ἐξ + ἀλείφομαι

Λεξιλογικός πίνακας

α.ε. Μετάφραση Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε.
ἀποδείξειεν αποδεικνύω βλ. παρ. 3 ἀποδείξω
ἀπενεχθέντα αναφέρομαι βλ. παρ. 6 ἀπενεγκεῖν
παραδοθέντα παραδίδομαι παραδίδω, παράδοση, παραδοσιακός, παραδοτέος, απαράδοτος
κατάστασιν επίδομα βλ. παρ. 1 καταστῆναι
καταβαλόντα καταβάλλω καταβολή, διαβολή, συμβολή, βλήμα, βλητικός, βέλος, βελόνα, αδιάβλητος, περιβάλλω, έμβλημα, εμβέλεια, πυροβόλο
γνῶναι γνωρίζω γνωστός, γνώση, άγνωστος, πασίγνωστος, γνώριμος, άγνοια, ανάγνωση, επίγνωση, ισχυρογνώμων, συγγνώμη, απόγνωση
ἀναγκαῖον απαραίτητος βλ. παρ. 1 ἀναγκάζωσιν
ἀποδείξειαν αποδεικνύω βλ. παρ. 3 ἀποδείξω
ἔχοντας έχω βλ. παρ. 1 εἶχον
ζημιοῦσθαι ζημιώνομαι ζημιά, επιζήμιος, ζημιογόνος, ζημιάρης, ζημιώνω
γράμμασιν γράμμα γράμμα, γραμματική, γραμματέας, γραμματεία, γραμμάτιο, εγγράμματος, αγράμματος, γραμματοκιβώτιο, γραμματόσημο
πιστεύοιτε πιστεύω βλ. παρ. 2 πιστεύω
ἐξαλειφθῆναι σβήνω εξαλείφομαι, εξάλειψη, επάλειψη, πασαλείβω, αλοιφή
βουλομένῳ επιθυμώ βούληση, βουλητικός, άβουλος, αβουλία, βουλησιαρχία, ευβουλία
ἱππεύσαντας ιππεύω βλ. παρ. 3 ἳππευον

Χρονικές αντικαταστάσεις

  • ἀποδεικνύοι, ἀποδείξοι, ἀποδείξαι/ ἀποδείξειε, ἀποδεδειχώς εἲη
  • ἀποφερόμενον, ἀποισόμενον/ ἀποισθησόμενον/ ἀπενεχθησόμενον, ἀπενεγκάμενον/ ἀπενεγκόμενον/ ἀπενεχθέντα, ἀπενηνεγμένον
  • παραδιδόμενον, παραδωσόμενον/παραδοθησόμενον, παραδόμενον/παραδοθέντα, παραδεδομένον
  • καταβάλλοντα, καταβαλοῦντα, καταβαλόντα, καταβεβληκότα
  • γιγνώσκειν, γνώσεσθαι, γνῶναι, ἐγνωκέναι
  • ἐστί, ἦν, ἒσται, ἐγένετο, γέγονε, ἐγεγόνει
  • ἀποδεικνύοιεν, ἀποδείξοιεν, ἀποδείξαιεν/ἀποδείξειαν, ἀποδεδειχότες εἲησαν/εἶεν
  • ἒχοντας, ἓξοντας/σχήσοντας, σχόντας, ἐσχηκότας
  • ζημιοῦσθαι, ζημιώσεσθαι/ ζημιωθήσεσθαι, ζημιωθῆναι, ἐζημιῶσθαι
  • πιστεύοιτε, πιστεύσοιτε, πιστεύσαιτε, πεπιστευκότες εἲητε/εἶτε
  • ἐξαλείφεσθαι, ἐξαλείψεσθαι/ ἐξαλειφθήσεσθαι, ἐξαλείψασθαι/ ἐξαλειφθῆναι, ἐξαληλίφθαι
  • βουλομένῳ, βουλησομένῳ/(βουληθησομένῳ), βουληθέντι, βεβουλημένῳ
  • ἱππεύοντας, ἱππεύσοντας, ἱππεύσαντας, ἱππευκότας
  • ἀποφέρεσθαι, ἀποίσεσθαι/ ἀποισθήσεσθαι/ ἀπενεχθήσεσθαι, ἀπενέγκασθαι/ἀπενεχθῆναι, ἀπενηνέχθαι

Εγκλιτικές αντικαταστάσεις

  • ἀπέδειξε, ἀποδείξη, ἀποδείξαι/ ἀποδείξειε, ἀποδειξάτω, (ἀποδεῖξαι, ἀποδείξας)
  • ἀπέδειξαν, ἀποδείξωσι, ἀποδείξαιεν/ ἀποδείξειαν, ἀποδειξάντων/ ἀποδειξάτωσαν (ἀποδεῖξαι, ἀποδείξαντες)
  • πιστεύετε, πιστεύητε, πιστεύοιτε, πιστεύετε, (πιστεύειν, πιστεύοντες)

Συντακτική ανάλυση

ἐμὲ τοίνυν οὐδεὶς ἂν ἀποδείξειεν οὔτ΄ ἀπενεχθέντα ὑπὸ τῶν φυλάρχων οὔτε παραδοθέντα τοῖς συνδίκοις οὔτε κατάστασιν καταβαλόντα: Κύρια πρόταση

ἂν ἀποδείξειεν: ρήμα/ οὐδεὶς: υποκείμενο/ ἐμὲ: αντικείμενο.

οὔτ΄ ἀπενεχθέντα- οὔτε παραδοθέντα- οὔτε καταβαλόντα: κατηγορηματικές μετοχές από το ἂν ἀποδείξειεν με υποκείμενο ἐμὲ ως κατηγορηματικοί προσδιορισμοί στο υποκείμενό τους.

ὑπὸ τῶν φυλάρχων: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του ποιητικού αιτίου στο ἀπενεχθέντα.

τοῖς συνδίκοις: αντικείμενο στο παραδοθέντα.

κατάστασιν: αντικείμενο στο καταβαλόντα.

καίτοι πᾶσι ῥᾴδιον τοῦτο γνῶναι: Κύρια πρόταση

ῥᾴδιον (ἐστί): ρήμα/ γνῶναι: υποκείμενο της απρόσωπης έκφρασης, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο πάντας (ενν.) (ετεροπροσωπία)/ τοῦτο: αντικείμενο στο γνῶναι.

πᾶσι: δοτική προσωπική στο ῥᾴδιον(ἐστί)

ὅτι ἀναγκαῖον ἦν τοῖς φυλάρχοις αὐτοῖς ζημιοῦσθαι: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ως επεξήγηση στο τοῦτο της κύριας πρότασης που προηγείται.

ἀναγκαῖον ἦν: ρήμα/ ζημιοῦσθαι: υποκείμενο της απρόσωπης έκφρασης, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο τοὺς φυλάρχους (ενν.) (ετεροπροσωπία).

τοῖς φυλάρχοις: δοτική προσωπική στο ἀναγκαῖον ἦν.

αὐτοῖς: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο τοῖς φυλάρχοις.

εἰ μὴ ἀποδείξειαν τοὺς ἔχοντας τὰς καταστάσεις: Δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός της προϋπόθεσης στο ζημιοῦσθαι της δευτερεύουσας ονοματικής ειδικής πρότασης που προηγείται. Η υπόθεση είναι εξαρτημένη και εκφράζει αόριστη επανάληψη στο παρελθόν. (Υπόθεση: εἰ μὴ ἀποδείξειαν Απόδοση: ἀναγκαῖον ἦν).

μὴ ἀποδείξειαν: ρήμα / οἱ φύλαρχοι (ενν.): υποκείμενο/ τοὺς ἔχοντας: επιθετική μετοχή με υποκείμενο το άρθρο της ,τοὺς, ως αντικείμενο.

τὰς καταστάσεις: αντικείμενο στο τοὺς ἔχοντας.

Ὣστε πολὺ ἂν δικαιότερον ἐκείνοις τοῖς γράμμασιν ἢ τούτοις πιστεύοιτε: Δευτερεύουσα επιρρηματική συμπερασματική πρόταση σε θέση κύριας πρότασης.

ἂν πιστεύοιτε: ρήμα / ὑμεῖς (ενν.): υποκείμενο/ τοῖς γράμμασιν: αντικείμενο.

ἐκείνοις: επιθετικός προσδιορισμός στο τοῖς γράμμασιν.

ἢ τούτοις: β’ όρος σύγκρισης από το δικαιότερον- αντικείμενο του ρήματος.

πολὺ: επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού στο δικαιότερον.

δικαιότερον: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ἂν πιστεύοιτε.

ἐκ μὲν γὰρ τούτων ῥᾴδιον ἦν ἐξαλειφθῆναι τῷ βουλομένῳ: Κύρια πρόταση

ῥᾴδιον ἦν: ρήμα/ ἐξαλειφθῆναι: υποκείμενο της απρόσωπης έκφρασης, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο τὸν βουλόμενον (ενν.) (ετεροπροσωπία).

τῷ βουλομένῳ: δοτική προσωπική στο ῥᾴδιον ἦν, επιθετική μετοχή με υποκείμενο το άρθρο της, τῷ.

ἐκ τούτων: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει απομάκρυνση από τόπο στο ἐξαλειφθῆναι.

ἐν ἐκείνοις δὲ τοὺς ἱππεύσαντας ἀναγκαῖον ἦν ὑπὸ τῶν φυλάρχων ἀπενεχθῆναι: Κύρια πρόταση

ἀναγκαῖον ἦν: ρήμα/ ἀπενεχθῆναι: υποκείμενο της απρόσωπης έκφρασης, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο την επιθετική μετοχή τοὺς ἱππεύσαντας (ετεροπροσωπία).

ἐν ἐκείνοις: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του τόπου στο ἀπενεχθῆναι.

ὑπὸ τῶν φυλάρχων: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του ποιητικού αιτίου στο ἀπενεχθῆναι.

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.