Υπέρ Μαντιθέου 1

Παράγραφος 20

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου

Επίλογος Παράγραφος 20

Πρωτότυπο Κείμενο

῎Ηδη δέ τινων ᾐσθόμην͵ ὦ βουλή͵ καὶ διὰ ταῦτα ἀχθομένων μοι͵ ὅτι νεώτερος ὢν ἐπεχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ. Ἐγὼ δὲ τὸ μὲν πρῶτον ἠναγκάσθην ὑπὲρ τῶν ἐμαυτοῦ πραγμάτων δημηγορῆσαι͵ ἔπειτα μέντοι καὶ ἐμαυτῷ δοκῶ φιλοτιμότερον διατεθῆναι τοῦ δέοντος͵ ἅμα μὲν τῶν προγόνων ἐνθυμούμενος͵ ὅτι οὐδὲν πέπαυνται τὰ τῆς πόλεως πράττοντες.

Μετάφραση

Ήδη, όμως, ένιωσα κάποιους, κύριοι Βουλευτές, και εξαιτίας αυτών να δυσαρεστούνται με μένα, επειδή δοκίμασα να μιλήσω στην Εκκλησία του Δήμου, αν και είμαι νεώτερος. Εγώ όμως αρχικά αναγκάστηκα να μιλήσω για ιδιωτικές μου υποθέσεις, έπειτα όμως νομίζω ότι έδειξα περισσότερη φιλοδοξία από την πρέπουσα γιατί, ταυτόχρονα, από τη μια θυμόμουν τους προγόνους, επειδή ποτέ δεν έχουν σταματήσει να ασχολούνται με τα θέματα της πόλεως.

Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση

῎Ηδη δέ ᾐσθόμην τινων͵

ὦ βουλή͵

καὶ διὰ ταῦτα

ἀχθομένων μοι͵

ὅτι ἐπεχείρησα λέγειν

ἐν τῷ δήμῳ,

νεώτερος ὢν.

Ἐγὼ δὲ τὸ μὲν πρῶτον

ἠναγκάσθην δημηγορῆσαι

ὑπὲρ τῶν ἐμαυτοῦ πραγμάτων͵

ἔπειτα μέντοι καὶ ἐμαυτῷ δοκῶ

φιλοτιμότερον διατεθῆναι

τοῦ δέοντος͵

ἅμα μὲν

ἐνθυμούμενος τῶν προγόνων͵

ὅτι οὐδὲν πέπαυνται

πράττοντες

τὰ τῆς πόλεως.

Ήδη, όμως, ένιωσα κάποιους,

κύριοι Βουλευτές,

και εξαιτίας αυτών

να δυσαρεστούνται με μένα,

επειδή δοκίμασα να μιλήσω

στην Εκκλησία του Δήμου,

αν και είμαι νεώτερος.

Εγώ όμως αρχικά

αναγκάστηκα να μιλήσω

για ιδιωτικές μου υποθέσεις,

έπειτα όμως νομίζω ότι έδειξα

περισσότερη φιλοδοξία

από την πρέπουσα

γιατί, ταυτόχρονα, από τη μια

θυμόμουν τους προγόνους,

επειδή ποτέ δεν έχουν σταματήσει

να ασχολούνται

με τα θέματα της πόλεως.

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

ἢδη: χρονικό επίρρημα (= ήδη, τώρα πλέον, τώρα πια, όταν αναφερό­μαστε στο άμεσο παρελθόν).

δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, ενώ, και).

τινῶν: γεν. πληθ. αρσ. της αόριστης αντωνυμίας τὶς, τίς, τί (= κάποιος, κάποια, κάποιο).

ᾐσθόμην: α’ εν. οριστ. αορ. β’ μέσης φωνής του ρ. αἰσθάνομαι (= αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω).

ὦ βουλή: κλητ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ βου­λή (= οι Βουλευτές).

καί: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

διά: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= για).

ταῦτα: αιτιατ. πληθ. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).

ἀχθομένων: γεν. πληθ. αρσ. της μετοχής, μέσης φωνής του αποθετικού ρ. ἂχθομαι (= αγανακτώ, καταπιέζομαι, είμαι φορτωμένος).

(ἂχθομαί τινι = δυσαρεστούμαι με κάποιον, ενοχλούμαι).

με: δοτ. εν. προσωπικής αντωνυμίας απροσώπου (δεύτερος τύπος, αδύνατος ή εγκλιτικός) (μοι= με εμένα).

ὃτι: αιτιολογικός σύνδεσμος (= διότι).

νεώτερος: ονομ. εν. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ νέος, ἡ νέα, τὸ νέον (= ο νέος, η νέα, το νέο) στο συγκριτικό βαθμό.

ὢν: ονομ. εν. αρσ. της μετο­χής ενεστ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).

ἐπεχείρησα: α’ εν. οριστ. αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. ἐπιχειρέωἐπιχειρῶ (= επιχειρώ, αποπειρώμαι).

λέγειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. λέγω (= λέω).

ἐν: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με δοτική (= σε).

τῷ δήμῳ: δοτ. εν. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης δῆμος (= ο λαός, η δημοκρατία).

ἐγώ: ονομ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου.

δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, ενώ, και).

πρῶτον: χρονικό επίρρημα υπερθετικού βαθμού (= πρώ­τον, κατά πρώτον, πρώτα πρώτα, κατ’ αρχάς).

Προσοχή

Από την πρόθεση πρὸ προέρχονται τα παραθετικά πρότε­ρος, πρῶτος<πρό-ατος) ως επίθετα· στη συνέχεια από αυτά παράγονται τα αντίστοιχα επιρρήματα πρότερον και πρῶτον ή πρῶτα.

μὲν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, ενώ, και).

ἠναγκάσθην: α’ εν. οριστ. παθ. αορ. του ρήματος ἀναγκάζομαι (= αναγκάζομαι).

ὑπέρ: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= για, με).

ἐμαυτοῦ: γεν. εν. αρσ. της αυτοπαθητικής αντωνυμίας α’ προσώπου ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς (= για τον εαυτό μου).

τῶν πραγμάτων: γεν. πληθ. ουδ. του ουσιαστι­κού γ’ κλίσης τὸ πρᾶγμα, τοῦ πράγματος (= η υπόθε­ση, το ζήτημα, το θέμα).

δημηγορῆσαι: απαρ. αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. δημηγορέωδημηγορῶ (= αγορεύω δημόσια).

ἒπειτα: χρονικό επίρρημα (= έπειτα, ακολούθως, μετά).

μέντοι: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, ενώ, και).

ἐμαυτῷ: δοτ. εν. αρσ. της αυτοπαθητικής αντωνυμίας ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς (= για τον εαυτό μου).

δοκῶ: α’ εν. οριστ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. δοκέω δοκῶ (= φαίνομαι, μου φαίνεται, νομίζω).

(ἐμαυτῷ δοκῶ = νομίζω).

φιλοτιμότερον: τροπικό επίρρημα.

διατεθῆναι: απαρ. παθ. αορ. του ρ. διατίθεμαι.

(διατίθεμαι φιλοτιμότερον τοῦ δέοντος = επι­δεικνύω μεγαλύτερη φιλοδοξία από όση πρέπει).

τοῦ δέοντος: γεν. εν. ουδ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. δέω (= έχω ανά­γκη).

ἃμα: χρονικό επίρρημα (= αμέσως).

μὲν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, ενώ, και).

τῶν προγόνων: γεν. πληθ. αρσ. του ου­σιαστικού β’ κλίσης ὁ πρόγονος (= ο πρόγονος).

ἐνθυμούμενος: ονομ. εν. αρσ. της μετο­χής ενεστ. μέσης φωνής ρ. ἐνθυμοῦμαι (= σκέφτομαι, εξετάζω, έχω στη μνήμη μου).

ὃτι: ειδικός σύνδεσμος (= ότι).

οὐδέν: αιτιατ. εν. ουδ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν (= κανείς, καμία, κανένα/τίποτα), σε θέση ποσοτικού επιρρήματος (= καθόλου).

πέπαυνται: γ’ πληθ. οριστ. παρακ. μέσης φωνής του ρ. παύομαι (= σταματώ).

τῆς πόλεως: γεν. εν. θηλ. του ουσιαστικού γ’ κλίσης πόλις, τῆς πόλεως (= η πόλη).

πράττοντες: ονομ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. πράττω (= κά­νω).

Ετυμολογική προσέγγιση

ἀχθομένων (ἂχθομαι): < ἂχθος (= βάρος)

ἐπεχείρησα (ἐπιχειρῶ): < ἐπί + χείρ

ἠναγκάσθην (ἀναγκάζομαι): < ἀνάγκη

πραγμάτων (τὸ πρᾶγμα): < πράττω

δημηγορῆσαι (δημηγορῶ): < δῆμος + ἀγορεύω

φιλοτιμότερον (φιλότιμος): < φίλος + τιμή

διατεθῆναι (διατίθημι): < διά +τίθημι

προγόνων (ὁ πρόγονος): < πρό + γίγνομαι

ἐνθυμούμενος (ἐνθυμοῦμαι): < ἐν + θυμός

Λεξιλογικός πίνακας

α.ε. Μετάφραση Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε.
ᾐσθόμην αισθάνομαι αίσθηση, αίσθημα, αισθηματίας, αισθαντικός, αναίσθητος, ευαίσθητος, διαισθάνομαι, διαίσθηση, εναίσθηση, προαίσθημα
βουλή βουλή βλ. παρ.1 βουλή
ἀχθομένων αγανακτώ αχθοφόρος, αχθοφορικός, άχθος
νεώτερος νεώτερος βλ. παρ. 11 νεωτέρων
ἐπεχείρησα προσπαθώ επιχειρώ, επιχειρησιακός, επιχείρηση, επιχείρημα, επιχειρηματίας, επιχειρηματικός, επιχειρηματικότητα, επιχειρηματολογία
λέγειν μιλάω βλ. παρ. 2 λέγοντος
δήμῳ λαός βλ. παρ. 5 δῆμον
ἠναγκάσθην αναγκάζομαι ανάγκη, αναγκαιότητα, αναγκαστικός, αναγκαίος, αναγκάζω, πειθαναγκάζω, καταναγκασμός, καταναγκαστικός
πραγμάτων υπόθεση βλ. παρ. 3 πράγμασι
δημηγορῆσαι βγάζω λόγο δημηγορία, δημηγορώ
δοκῶ νομίζω βλ. παρ. 3 δόξαν
φιλοτιμότερον πιο φιλότιμα βλ. παρ. 18 φιλοτίμως
διατεθῆναι συμπεριφέρομαι θέμα, θεμέλιο, θεμελιώνω, θεμελιωτής, αθέμιτος, αθετώ, αθέτηση, διευθέτηση, θετικός, αντιθετικός, διάθεση, ευδιάθετος, διαθέσιμος, κάθετος, έκθεση, θήκη, νομοθέτης, υποθηκεύω,
δέοντος απαραίτητο βλ. παρ. 3 δέομαι
προγόνων πρόγονος προγονικός, προγονόπληκτος, προγονοπληξία, προγονολατρεία, προγονοκάπηλος, προγονοκαπηλία
ἐνθυμούμενος θυμάμαι θύμηση, ενθύμιο, ενθυμούμαι, θυμίζω
πέπαυνται σταματώ παύω, παύση, κατάπαυση, ανάπαυση, παύλα, ανάπαυλα
πόλεως πόλη βλ. παρ. 3 πολιτείας
πράττοντες κάνω βλ. παρ. 2 πεπραγμένων

Χρονικές αντικαταστάσεις

  • αἰσθάνομαι, ᾐσθανόμην, αἰσθήσομαι, ᾐσθόμην, ᾒσθημαι, ᾐσθήμην
  • ἀχθομένων, ἀχθεσομένων/ ἀχθεσθησομένων, ἀχθεσθέντων/ ἠχθημένων
  • ὢν, ἐσόμενος, γενόμενος, γεγονώς
  • ἐπεχείρησα: βλ. στους αρχικούς χρόνους
  • λέγειν, λέξειν/ ἐρεῖν, λέξαι/ εἰπεῖν, εἰρηκέναι
  • ἠναγκάσθην: βλ. στους αρχικούς χρόνους
  • δημηγορεῖν, δημηγορήσειν, δημηγορῆσαι, δεδημηγορηκέναι
  • δοκῶ, ἐδόκουν, δόξω, ἒδοξα, (δεδόκηκα, ἐδεδοκήκειν)
  • διατίθεσθαι, διαθήσεσθαι/ διατεθήσεσθαι, διαθέσθαι/ διατεθῆναι, διατεθεῖσθαι/διακεῖσθαι
  • δέοντος, δεήσοντος, δεήσαντος, δεδεηκότας
  • ἐνθυμούμενος, ἐνθυμησόμενος/(ἐνθυμηθησόμενος), ἐνθυμηθείς, ἐντεθυμημένος
  • παύονται, ἐπαύοντο, παύσονται/ παυσθήσονται/ (παυθήσονται), ἐπαύσαντο/ ἐπαύσθησαν/ (ἐπαύθησαν), πέπαυνται, ἐπέπαυντο
  • πράττοντες, πράξοντες, πράξαντες, πεπραχότες

Εγκλιτικές αντικαταστάσεις

  • ᾐσθόμην, αἲσθωμαι, αἰσθοίμην, (αἰσθέσθαι, αἰσθόμενος)
  • ἐπεχείρησα, ἐπιχειρήσω, ἐπιχειρήσαιμι, (ἐπιχειρῆσαι, ἐπιχειρήσας)
  • ἠναγκάσθην, ἀναγκασθῶ, ἀναγκασθείην, (ἀναγκασθῆναι, ἀναγκασθείς)
  • δοκῶ, δοκῶ, δοκοῖμι/ δοκοίην, (δοκεῖν, δοκῶν)
  • πέπαυνται, πεπαυμένοι ὦσι, πεπαυμένοι εἲησαν/εἶεν, πεπαύσθων/ πεπαύσθωσαν, (πεπαῦσθαι, πεπαυμένοι)

Συντακτική ανάλυση

῎Ηδη δέ τινων ᾐσθόμην͵ ὦ βουλή͵ καὶ διὰ ταῦτα ἀχθομένων μοι: Κύρια πρόταση

ᾐσθόμην: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ τινων: αντικείμενο.

ἀχθομένων: κατηγορηματική μετοχή με υποκείμενο τινων ως κατηγορηματικός προσδιορισμός στο υποκείμενό της.

ἢδη: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ᾐσθόμην.

διὰ ταῦτα: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο ἀχθομένων.

μοι: αντικείμενο στο ἀχθομένων.

ὦ βουλή: κλητική προσφώνηση.

ὅτι νεώτερος ὢν ἐπεχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ: Δευτερεύουσα επιρρηματική αιτιολογική πρόταση ως επεξήγηση στο διὰ ταῦτα της κύριας πρότασης που προηγείται.

ἐπεχείρησα: ρήμα/ ἐγώ(ενν.): υποκείμενο /λέγειν: αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο ἐγώ (ενν.) (ταυτοπροσωπία).

ὢν: επιρρηματική εναντιωματική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (ενν.) (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης στο ἐπεχείρησα.

νεώτερος: κατηγορούμενο στο ἐγώ (ενν.)μέσω του συνδετικού ρήματος ὢν.

ἐν τῷ δήμῳ: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του τόπου στο λέγειν.

ἐγὼ δὲ τὸ μὲν πρῶτον ἠναγκάσθην ὑπὲρ τῶν ἐμαυτοῦ πραγμάτων δημηγορῆσαι: Κύρια πρόταση

ἠναγκάσθην: ρήμα/ ἐγώ: υποκείμενο/ δημηγορῆσαι: αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο ἐγώ (ταυτοπροσωπία).

ὑπὲρ τῶν πραγμάτων: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της υπεράσπισης στο δημηγορῆσαι.

τῶν ἐμαυτοῦ: επιθετικός προσδιορισμός στο τῶν πραγμάτων δυνάμει του άρθρου.

τὸ πρῶτον: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἠναγκάσθην.

ἔπειτα μέντοι καὶ ἐμαυτῷ δοκῶ φιλοτιμότερον διατεθῆναι τοῦ δέοντος͵ ἅμα μὲν τῶν προγόνων ἐνθυμούμενος: Κύρια πρόταση

δοκῶ: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ διατεθῆναι: αντικείμενο, ειδικό απαρέμφατο με υποκείμενο ἐγώ (ενν.) (ταυτοπροσωπία).

ἐμαυτῷ: δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου στο δοκῶ.

φιλοτιμότερον: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο διατεθῆναι.

τοῦ δέοντος: γενική συγκριτική, β΄όρος σύγκρισης, στο φιλοτιμότερον, επιθετική μετοχή με υποκείμενο το άρθρο της, τοῦ.

ἐνθυμούμενος: επιρρηματική αιτιολογική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (ενν.) (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο διατεθῆναι.

τῶν προγόνων: αντικείμενο στο ἐνθυμούμενος.

ἔπειτα: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο δοκῶ.

ὅτι οὐδὲν πέπαυνται τὰ τῆς πόλεως πράττοντες: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ως αντικείμενο στο ἐνθυμούμενος της κύριας πρότασης που προηγείται.

πέπαυνται: ρήμα / οὖτοι (ενν.): υποκείμενο

πράττοντες: κατηγορηματική μετοχή από το πέπαυνται με υποκείμενο οὖτοι (ενν.) ως κατηγορηματικός προσδιορισμός στο υποκείμενό της.

τὰ τῆς πόλεως: αντικείμενο στο πράττοντες.

οὐδὲν: αιτιατική ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο πέπαυνται.

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.