Παράγραφος 2
Για να μεταφερθείτε σε κάποια άλλη ενότητα των Αρχαίων Ελληνικών Προσανατολισμού της Β’ Λυκείου επιλέξτε την αντίστοιχη σελίδα από το παρακάτω μενού:
Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου
Προοίμιο Παράγραφος 2
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἐγὼ γὰρ οὕτω σφόδρα ἐμαυτῷ πιστεύω͵ ὥστ΄ ἐλπίζω καὶ εἴ τις πρός με τυγχάνει ἀηδῶς [ἢ κακῶς] διακείμενος͵ ἐπειδὰν ἐμοῦ λέγοντος ἀκούσῃ περὶ τῶν πεπραγμένων͵ μεταμελήσειν αὐτῷ καὶ πολὺ βελτίω με εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον ἡγήσεσθαι.
Μετάφραση
Γιατί εγώ έχω τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, ώστε ελπίζω ακόμα και αν κάποιος έχει άσχημη ή εχθρική στάση απέναντί μου, αφού με ακούσει να μιλώ για τα πεπραγμένα, ότι θα αλλάξει γνώμη και θα με θεωρεί πολύ καλύτερο στην υπόλοιπη ζωή (του).
Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση
Ἐγὼ γὰρ οὕτω σφόδρα
πιστεύω ἐμαυτῷ͵
ὥστ΄ ἐλπίζω
καὶ εἴ τις τυγχάνει ἀηδῶς
[ἢ κακῶς] διακείμενος πρός με͵
ἐπειδὰν ἀκούσῃ ἐμοῦ λέγοντος
περὶ τῶν πεπραγμένων͵
μεταμελήσειν αὐτῷ
καὶ ἡγήσεσθαι με
πολὺ βελτίω
εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον
Γιατί εγώ έχω τόσο μεγάλη
εμπιστοσύνη στον εαυτό μου,
ώστε ελπίζω,
ακόμα και αν κάποιος έχει άσχημη
ή εχθρική στάση απέναντί μου,
αφού με ακούσει να μιλώ
για τα πεπραγμένα,
ότι θα αλλάξει γνώμη
και θα με θεωρεί
πολύ καλύτερο
στην υπόλοιπη ζωή (του).
Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια
Ἐγώ: ονομ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου ἐγώ (=εγώ).
γάρ: αιτιολογικός σύνδεσμος (= γιατί).
οὓτω: ποσοτικό επίρρημα (= τόσο).
σφόδρα: ποσοτικό επίρρημα (= πολύ).
ἐμαυτῷ: δοτ. εν. αρσ. της αυτοπαθητικής αντωνυμίας α’ προσώπου ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς (= στον εαυτό μου).
πιστεύω: α΄ εν. οριστ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. πιστεύω (= πιστεύω).
ὣστ’ (= ὣστε): συμπερασματικός σύνδεσμος (= ώστε).
ἐλπίζω: α΄ εν. οριστ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἐλπίζω (= ελπίζω).
καὶ εἰ: παραχωρητικός σύνδεσμος (= και αν ακόμα).
τίς: ονομ. εν. αρσ. της αόριστης αντωνυμίας τὶς, τὶς, τὶ (= κάποιος).
πρός: κύρια πρόθεση συντασσόμενη με αιτιατική (= σε, προς).
με: αιτιατ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (με= εμένα).
τυγχάνει: γ’ εν. οριστ. ενεστ., ενεργ. φωνής του ρ. τυγχάνω (= συμβαίνει να).
ἀηδῶς: τροπικό επίρρημα (= άσχημα).
ἢ: διαζευκτικός σύνδεσμος (= ή).
κακῶς: τροπικό επίρρημα (= εχθρικά).
διακείμενος: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής ενεστ. μέσης φωνής του ρ. διάκειμαι (=συμπεριφέρομαι).
(διάκειμαι ἀηδῶς ἢ κακῶς πρός τινά = φέρομαι άσχημα ή εχθρικά σε κάποιον).
ἐπειδάν: χρονικός σύνδεσμος (= όταν).
ἐμοῦ: γεν. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (ἐμοῦ=εμένα).
λέγοντος: γεν. εν. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. λέγω (= λέω, μιλώ).
ἀκούσῃ: γ’ εν. υποτ. αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. ἀκούω (= ακούω).
περί: κύρια πρόθεση συντασσόμενη με γενική (= για, σχετικά με).
τῶν πεπραγμένων: γεν. πληθ. ουδ. της μετοχής παρακ. μέσης φωνής του ρ. πράττομαι (= διαπράττω).
(περί τῶν πεπραγμένων = για τις πράξεις). ΣΗΜ.: Εδώ η μετοχή ισοδυναμεί με ουσιαστικό.
μεταμελήσειν: απαρ. μέλλ. ενεργ. φωνής του απρόσωπου ρ. μεταμέλει (= μετανιώνω).
(μεταμέλει τινί τινός = μετανοεί κάποιος, αλλάζει γνώμη για κάτι).
αὐτῷ: δοτ. εν. του αρσ. της οριστικής-επαναληπτικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= αυτός, αυτή, αυτό).
καί: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
πολύ: ποσοτικό επίρρημα (= πολύ).
βελτίω: αιτιατ. εν. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ ἀγαθός, ἡ ἀγαθή, τὸ ἀγαθόν (= καλός) στον συγκριτικό βαθμό. (δεύτερος τύπος, αντί βελτίονα) ΣΗΜ.: Ο τύπος βελτίων κλίνεται κατά την τρίτη κλίση.
με: αιτιατ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (με= εμένα).
εἰς: κύρια πρόθεση συντασσόμενη με αιτιατική (= εις, σε).
τὸν λοιπόν: αιτιατ. εν. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ λοιπός, ἡ λοιπή, τὸ λοιπόν (= υπόλοιπος).
χρόνον: αιτιατ. εν. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ χρόνος (= ο χρόνος).
ἡγήσεσθαι: απαρ. μέλλ. μέσης φωνής του ρ. ἡγέομαι- ἡγοῦμαι (= θεωρώ).
Ετυμολογική προσέγγιση
πιστεύω: < ἡ πίστις < πείθω
ἐλπίζω: < ἡ ἐλπίς
ἀηδῶς: < ἀηδής < ἀ (στερ.) + ἧδος < ἣδομαι (= ευχαριστιέμαι)
βελτίω: < βελτιόω-ῶ (=βελτιώνω, κάνω καλύτερο)
λοιπόν (λοιπός): < λείπω
Λεξιλογικός πίνακας
α.ε. | Μετάφραση | Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε. |
σφόδρα | έντονα | σφοδρός, σφοδρότητα, σφόδρα |
πιστεύω | πιστεύω | πίστη, πιστός, πιστοποίηση, εμπιστοσύνη, πιστευτός, απίστευτος, άπιστος, απιστία, εύπιστος, αξιόπιστος, αναξιόπιστος |
ἐλπίζω | ελπίζω | ελπίδα, φέρελπις, ανέλπιστος, απελπισία, ελπιδοφόρος, άπελπις |
τυγχάνει | τυχαίνω | τυχαίος, τύχη, τυχερός, άτυχος, τυχάρπαστος, ευτυχία, ατυχία, δυστυχία, ευτυχισμένος, τυχοδιώκτης, συνέντευξη, ευτύχημα |
ἀηδῶς | άσχημα | αηδία, αηδιάζω, αηδιαστικός, αηδής |
κακῶς | εχθρικά | βλ. παρ. 1 κακῶς |
διακείμενος | συμπεριφέρομαι | διάκειμαι, κείμενο, υποκείμενο, αντικείμενο, κειμήλιο, κατάκοιτος, κοιτάζω, κοίτη, κοιτίδα, κοιτώνας, κοίτασμα |
λέγοντος | λέγω | λόγος, λέξη, λεκτικός, εύλογος, παράλογος, άλογος, λογικός, ρήμα, ρήση, παρρησία, ρήτορας, έπος, συνεπής, ασυνέπεια, σύλλογος |
ἀκούσῃ | ακούω | άκουσμα, ακοή, ακουστικός, παρακούω, ανήκουστος, ακουστός, βαρήκοος, βαρηκοΐα, ευήκοος, υπήκοος |
πεπραγμένων | κάνω | πράξη, πράγμα, πραγματικός, άπρακτος, είσπραξη, απραξία |
μεταμελήσειν | μετανιώνω | μεταμέλεια, μεταμελούμαι, μελέτη, μέλημα, επιμελής, αμελής |
πολὺ | πολύ | βλ. παρ. 1 πολλήν |
βελτίω | καλύτερος | βελτιώνω, βελτίωση, βελτιώσιμος, βέλτιστος, βελτιωτικός |
λοιπὸν | υπόλοιπος | υπόλοιπος, κατάλοιπο, υπολείπομαι, διάλειμμα, έλλειμμα, έλλειψη, λιποθυμώ, λιποτάκτης, λείψανο, λειψός, λειψυδρία |
χρόνον | χρόνος | άχρονος, σύγχρονος, χρονομετρώ, χρονολογία, χρονογράφημα |
ἡγήσεσθαι | νομίζω | βλ. παρ. 1 ἡγοῦμαι |
Χρονικές αντικαταστάσεις
- πιστεύω, ἐπίστευον, πιστεύσω, ἐπίστευσα, πεπίστευκα, ἐπεπιστεύκειν
- ἐλπίζω, ἢλπιζον, ἐλπιῶ, ἢλπισα, ἢλπικα, ἠλπίκειν
- τυγχάνει, ἐτύγχανε, τεύξεται, ἒτυχε, τετύχηκε, ἐτετυχήκει
- διατιθέμενος, διαθησόμενος, διατεθησόμενος, διαθεμένος, διατεθείς, διατεθειμένος, διακείμενος
- λέγοντος, λέξοντος/ἑροῦντος, λέξαντος/εἰπόντος, εἰρηκότος
- ἀκούῃ, ἀκούσῃ, ἀκηκοώς ᾖ
- πραττομένων, πραξομένων/πραχθησομένων, πραξαμένων/πραχθέντων, πεπραγμένων
- μεταμέλειν, μεταμελήσειν, μεταμελῆσαι, μεταμεμεληκέναι
- ἡγεῖσθαι, ἡγήσεσθαι/ἡγηθήσεσθαι, ἡγήσασθαι, ἡγηθῆναι, ἡγῆσθαι
Εγκλιτικές αντικαταστάσεις
πιστεύω, πιστεύω, πιστεύοιμι, (πιστεύειν, πιστεύων)
ἐλπίζω, ἐλπίζω, ἐλπίζοιμι, (ἐλπίζειν, ἐλπίζων)
τυγχάνει, τυγχάνῃ, τυγχάνοι, τυγχανέτω, (τυγχάνειν, τυγχάνων)
ἢκουσε, ἀκούσῃ, ἀκούσαι/ἀκούσειε, ἀκουσάτω, (ἀκοῦσαι, ἀκούσας)
Συντακτική ανάλυση
ἐγὼ γὰρ οὕτω σφόδρα ἐμαυτῷ πιστεύω: Κύρια πρόταση
πιστεύω: ρήμα /ἐγώ: υποκείμενο/ ἐμαυτῷ: αντικείμενο.
σφόδρα: επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού στο πιστεύω.
οὕτω: επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού στο σφόδρα.
ὥστ΄ ἐλπίζω μεταμελήσειν αὐτῷ καὶ πολὺ βελτίω με εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον ἡγήσεσθαι: Δευτερεύουσα επιρρηματική συμπερασματική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός του αποτελέσματος στο πιστεύω της κύριας πρότασης που προηγείται.
ἐλπίζω: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ μεταμελήσειν: αντικείμενο, ειδικό απαρέμφατο, με υποκείμενο το ομόρριζο αφηρημένο ουσιαστικό μεταμέλειαν (ετεροπροσωπία)/ αὐτῷ: δοτική προσωπική στο μεταμελήσειν/ καὶ ἡγήσεσθαι: αντικείμενο, ειδικό απαρέμφατο, με υποκείμενο τινά (ενν.) (ετεροπροσωπία) / με: αντικείμενο του απαρεμφάτου ἡγήσεσθαι/ βελτίω: κατηγορούμενο του αντικειμένου στο με.
πολὺ: επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού στο βελτίω.
εἰς χρόνον: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἡγήσεσθαι.
τὸν λοιπὸν: επιθετικός προσδιορισμός στο χρόνον δυνάμει του άρθρου.
καὶ εἴ τις πρός με τυγχάνει ἀηδῶς [ἢ κακῶς] διακείμενος: Δευτερεύουσα επιρρηματική εναντιωματική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης στο ἐλπίζω της δευτερεύουσας επιρρηματικής συμπερασματικής πρότασης που διακόπτει. Αποτελεί την υπόθεση εξαρτημένου υποθετικού λόγου με απόδοση τα απαρέμφατα μεταμελήσειν καὶ ἡγήσεσθαι. Εκφράζει το πραγματικό. (Υπόθεση: εἰ τυγχάνει Απόδοση: μεταμελήσει καὶ ἡγήσεται).
τυγχάνει: ρήμα /τις: υποκείμενο /διακείμενος: κατηγορηματική μετοχή με υποκείμενο τις ως κατηγορούμενο στο υποκείμενό της από το ρήμα τυγχάνει.
ἀηδῶς [ἢ κακῶς]: επιρρηματικοί προσδιορισμοί του τρόπου στο διακείμενος
πρός με: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει εχθρική διάθεση στο διακείμενος.
ἐπειδὰν ἐμοῦ λέγοντος ἀκούσῃ περὶ τῶν πεπραγμένων: Δευτερεύουσα επιρρηματική χρονικοϋποθετική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἐλπίζω της δευτερεύουσας επιρρηματικής συμπερασματικής πρότασης που διακόπτει. Αποτελεί την υπόθεση εξαρτημένου υποθετικού λόγου με απόδοση τα απαρέμφατα μεταμελήσειν καὶ ἡγήσεσθαι. Εκφράζει το προσδοκώμενο. (Υπόθεση: ἂν ἀκούση: Απόδοση: μεταμελήσει καὶ ἡγήσεται).
ἀκούσῃ: ρήμα/ τίς ( ενν): υποκείμενο/ ἐμοῦ: αντικείμενο[1]/ λέγοντος: κατηγορηματική μετοχή με υποκείμενο ἐμοῦ (συνημμένη) ως κατηγορηματικός προσδιορισμός στο υποκείμενό της από το ρήμα ἀκούσῃ.
περὶ τῶν πεπραγμένων: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο λέγοντος.
[1] Δηλώνει άμεση αυτηκοΐα.
Ερμηνευτικά Σχόλια
- Η κατηγορία εναντίον του Μαντιθέου, ότι υπηρέτησε ως ιππέας την περίοδο των τριάκοντα, είναι βαρύτατη δεδομένου του μίσους που έτρεφαν όλοι οι δημοκρατικοί Αθηναίοι προς το ολιγαρχικό καθεστώς.
Με το προοίμιο πετυχαίνονται:
- η πρόσεξις, εφόσον ο Μαντίθεος πρωτοτυπεί εκφράζοντας ευγνωμοσύνη προς τους κατηγόρους του και έτσι κερδίζει την προσοχή των βουλευτών,
- η εύνοια, διότι εκφράζει μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και αναφέρεται σε θέματα που αφορούν στην συμμετοχή του στους δημοκρατικούς αγώνες των Αθηναίων,
- και η ενημέρωση (κατατόπιση), εφόσον στο τέλος αναφέρεται συνοπτικά στο κατηγορητήριο λέγοντας πως στη συνέχεια θα ανασκευάσει τις κατηγορίες, ζητώντας παράλληλα από τους βουλευτές την έγκριση της βουλευτικής του εκλογής.
Σημεία στα οποία φαίνεται η πρόσεξις:
- ἐγὼ γὰρ οὕτω σφόδρα ἐμαυτῷ πιστεύω
Για να μεταβείτε σε κάποια άλλη Ενότητα του ρητορικού λόγου, επιλέξτε τον αντίστοιχο σύνδεσμο από τον παρακάτω πίνακα:
Τα ερμηνευτικά σχόλια επιμελήθηκε η Κυριακή Θεοδοσιάδου
Φιλόλογος, Υπ. Διδάκτωρ Παιδαγωγικής ΠΔΜ και ιδιοκτήτρια στο Φιλολογικό Διδασκαλείο
Η ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.