Παράγραφος 17
Για να μεταφερθείτε σε κάποια άλλη ενότητα των Αρχαίων Ελληνικών Προσανατολισμού της Β’ Λυκείου επιλέξτε την αντίστοιχη σελίδα από το παρακάτω μενού:
Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου
Διήγηση-Απόδειξη Παράγραφος 17
Πρωτότυπο Κείμενο
Ὣστ΄ εἴ τινες ὑμῶν ὀργίζονται τοῖς τὰ μὲν τῆς πόλεως ἀξιοῦσι πράττειν͵ ἐκ δὲ τῶν κινδύνων ἀποδιδράσκουσιν͵ οὐκ ἂν δικαίως περὶ ἐμοῦ τὴν γνώμην ταύτην ἔχοιεν· οὐ γὰρ μόνον τὰ προσταττόμενα ἐποίουν προθύμως͵ ἀλλὰ καὶ κινδυνεύειν ἐτόλμων. Καὶ ταῦτ΄ ἐποίουν οὐχ ὡς οὐ δεινὸν ἡγούμενος εἶναι Λακεδαιμονίοις μάχεσθαι͵ ἀλλ΄ ἵνα͵ εἴ ποτε ἀδίκως εἰς κίνδυνον καθισταίμην͵ διὰ ταῦτα βελτίων ὑφ΄ ὑμῶν νομιζόμενος ἁπάντων τῶν δικαίων τυγχάνοιμι. Καί μοι ἀνάβητε τούτων μάρτυρες.
ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Μετάφραση
Επομένως, αν κάποιοι από εσάς οργίζονται με όσους έχουν την αξίωση να ασχολούνται με τα πολιτικά ζητήματα, αποφεύγουν όμως τους κινδύνους, δεν θα είχαν δίκαια για μένα αυτήν τη γνώμη· γιατί όχι μόνο εκτελούσα τις διαταγές με προθυμία αλλά και τολμούσα να κινδυνεύω. Και αυτά τα έκανα, όχι γιατί τάχα πίστευα ότι δεν είναι επικίνδυνο να πολεμώ τους Λακεδαιμόνιους, αλλά για να βρω όλο το δίκιο μου, αν κάποτε εμπλεκόμουν άδικα σε δικαστικό αγώνα, επειδή θα θεωρούμουν από εσάς εξαιτίας αυτών καλύτερος (από τον αντίδικο). Και ανεβείτε και καταθέστε για μένα σχετικά με αυτά.
Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση
Ὣστ΄ εἴ τινες
ὑμῶν ὀργίζονται
τοῖς ἀξιοῦσι
πράττειν
τὰ μὲν τῆς πόλεως͵
ἀποδιδράσκουσιν
ἐκ δὲ τῶν κινδύνων͵
οὐκ ἂν δικαίως ἔχοιεν
περὶ ἐμοῦ τὴν γνώμην ταύτην.
οὐ γὰρ μόνον ἐποίουν
τὰ προσταττόμενα προθύμως͵
ἀλλὰ καὶ κινδυνεύειν ἐτόλμων.
Καὶ ταῦτ΄ ἐποίουν
οὐχ ὡς ἡγούμενος
οὐ δεινὸν εἶναι
μάχεσθαι Λακεδαιμονίοις͵
ἀλλ΄ ἵνα ἁπάντων
τῶν δικαίων τυγχάνοιμι͵
εἴ ποτε καθισταίμην
ἀδίκως εἰς κίνδυνον͵
νομιζόμενος ὑφ΄ ὑμῶν
διὰ ταῦτα βελτίων.
Καί ἀνάβητε μοι
μάρτυρες τούτων.
Επομένως, αν κάποιοι
από εσάς οργίζονται
με όσους έχουν την αξίωση
να ασχολούνται
με τα πολιτικά ζητήματα,
αποφεύγουν όμως
τους κινδύνους,
δεν θα είχαν δίκαια
για μένα αυτήν τη γνώμη·
γιατί όχι μόνο εκτελούσα
τις διαταγές με προθυμία
αλλά και τολμούσα να κινδυνεύω.
Και αυτά τα έκανα,
όχι γιατί τάχα πίστευα
ότι δεν είναι επικίνδυνο
να πολεμώ τους Λακεδαιμόνιους,
αλλά για να βρω
όλο το δίκιο μου,
αν κάποτε εμπλεκόμουν
άδικα σε δικαστικό αγώνα,
επειδή θα θεωρούμουν από εσάς
εξαιτίας αυτών καλύτερος.
Και ανεβείτε και καταθέστε
για μένα σχετικά με αυτά.
Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια
ὣστ’: συμπερασματικός σύνδεσμος (= ώστε).
εἰ: υποθετικός σύνδεσμος (= εάν).
τινές: ονομ. πληθ. αρσ. της αόριστης αντωνυμίας τίς, τίς, τί (= κάποιος).
ὑμῶν: γεν. πληθ. προσωπικής αντωνυμίας β’ προσώπου (ὑμῶν= εσάς).
ὀργίζονται: γ’ πληθ. οριστ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. ὀργίζομαι (= οργίζομαι).
μὲν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= όμως, αλλά).
τῆς πόλεως: γεν. εν. θηλ. του ουσιαστικού γ’ κλίσης ἡ πόλις, τῆς πόλεως (= η πόλη).
τοῖς ἀξιοῦσι: δοτ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἀξιόω–ἀξιῶ (= έχω την αξίωση να).
πράττειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. πράττω (= ενεργώ).
(πράττω τὰ τῆς πόλεως = ασχολούμαι με τα δημόσια πράγματα).
ἐκ: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= από, με).
δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= όμως, αλλά).
τῶν κινδύνων: γεν. πληθ. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ κίνδυνος (= ο κίνδυνος, η τολμηρή επιχείρηση).
ἀποδιδράσκουσι: δοτ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἀποδιδράσκω (= δραπετεύω, αποφεύγω).
οὐκ: αρνητικό επίρρημα, αρνητικό μόριο (= όχι, δεν).
ἂν: δυνητικό μόριο.
δικαίως: τροπικό επίρρημα (= δικαίως, με δίκαιο τρόπο).
περί: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= για, σχετικά με).
ἐμοῦ: γεν. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (ἐμοῦ= εμένα).
τὴν γνώμην: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ γνώμη (= η γνώμη).
ταύτην: αιτιατ. εν. θηλ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).
ἒχοιεν: γ’ πληθ. ευκτ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἒχω (= έχω).
οὐ: αρνητικό επίρρημα, αρνητικό μόριο (= δεν).
γὰρ: αιτιολογικός σύνδεσμος (= γιατί).
μόνον: τροπικό επίρρημα (= μόνο).
τὰ προσταττόμενα: αιτιατ. πληθ. ουδ. της μετοχής ενεστ. μέσης φωνής του ρ. προστάττομαι (= προσαρτώμαι, αποδίδομαι).
(τὰ προσταττόμενα = οι διαταγές).
ἐποίουν: α’ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ποιέω–ποιῶ (= κάνω).
προθύμως: τροπικό επίρρημα (= με προθυμία).
ἀλλά: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά).
καί: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
κινδυνεύειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. κινδυνεύω (= ριψοκινδυνεύω).
ἐτόλμων: α’ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. τολμάω–τολμῶ (= τολμώ).
καί: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
ταῦτ’ (=ταῦτα): αιτιατ. πληθ. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).
ἐποίουν: α’ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ποιέω–ποιῶ (= κάνω).
ὡς: αναφορικό τροπικό παραβολικό επίρρημα (= όπως, καθώς).
οὐχ: αρνητικό επίρρημα, αρνητικό μόριο (= δεν).
δεινόν: ονομ. εν. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ δεινός, ἡ δεινή, τὸ δεινόν (= ο φοβερός, η φοβερή, το φοβερό).
ἡγούμενος: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής ενεστ. μέσης φωνής του αποθετικού ρ. ἡγέομαι–ἡγοῦμαι (= νομίζω).
εἶναι: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).
Λακεδαιμονίοις: δοτ. πληθ. αρσ. του κύριου ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ Λακεδαιμόνιος.
μάχεσθαι: απαρ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. μάχομαι (= μάχομαι, πολεμώ).
ἀλλά: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά).
ἳνα: τελικός σύνδεσμος (=για να).
εἳ: υποθετικός σύνδεσμος (= εάν).
ποτε: χρονικό επίρρημα.
ἀδίκως: τροπικό επίρρημα (= αδίκως, με άδικο τρόπο).
εἰς: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) αιτιατική (= σε).
κίνδυνον: αιτιατ. εν. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ κίνδυνος (= ο κίνδυνος).
καθισταίμην: α’ εν. ευκτ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. καθίσταμαι (= τοποθετούμαι).
(καθίσταμαι εἰς κίνδυνον = περιέρχομαι σε επικίνδυνο δικαστικό αγώνα).
διά: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= για).
ταῦτα: αιτιατ. πληθ. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).
βελτίων: ονομ. εν. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ ἀγαθός, ἡ ἀγαθή, τὸ ἀγαθόν (= ο καλός, η καλή, το καλό), στο συγκριτικό βαθμό. ΣΥΓΚΡ.: ὁ/ἡ βελτίων, τὸ βέλτιον, ΥΠΕΡΘ.: ὁ βέλτιστος, ἡ βελτίστη, τὸ βέλτιστον.
ὑφ’ (— ὑπό) ἐν: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= από).
ὑμῶν: γεν. πληθ. προσωπικής αντωνυμίας β’ προσώπου (ὑμῶν= εσάς).
νομιζόμενος: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής ενεστ. μέσης φωνής του ρ. νομίζομαι (= θεωρούμαι).
ἁπάντων: γεν. πληθ. ουδ. του τρικατάληκτου επιθέτου ὁ ἃπας, ἡ ἃπασα, τὸ ἃπαν (= καθένας ανεξαιρέτως).
τῶν δικαίων: γεν. πληθ. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ δίκαιος, ἡ δικαία, τὸ δίκαιον (= δίκαιος, δίκαιη, δίκαιο).
τυγχάνοιμι: α΄ εν. ευκτ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. τυγχάνω (= συμβαίνει να).
καί: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
μοι: δοτ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (δεύτερος τύπος, αδύνατος ή εγκλιτικός) (μοι= εμένα, με).
ἀνάβητε: β’ πληθ. προστ. αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. ἀναβαίνω (= ανεβαίνω).
τούτων: γεν. πληθ. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).
μάρτυρες: ονομ. πληθ. αρσ. του μεταπλαστού ουσιαστικού ὁ μάρτυς, τοῦ μάρτυρος (= ο μάρτυρας).
Ετυμολογική προσέγγιση
ὀργίζονται: < ὀργή
ἀξιοῦσι (ἀξιῶ): < ἂξιος
ἀποδιδράσκουσι (ἀποδιδράσκω): < ἀπό + διδράσκω
προθύμως: < πρό + θυμός
Λεξιλογικός πίνακας
α.ε. | Μετάφραση | Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε. |
ὀργίζονται | οργίζομαι | οργή, οργισμένος, εξοργισμένος, όργιο, οργιώδης, οργασμός, οργιάζω, οργίλος, εξοργίζω |
πόλεως | πόλη | βλ. παρ. 3 πολιτείας |
ἀξιοῦσι | αξιώνω | βλ. παρ. 3 ἀξιῶ |
πράττειν | πράττω | βλ. παρ. 2 πεπραγμένων |
κινδύνων | κίνδυνος | βλ. παρ. 12 κινδύνους |
ἀποδιδράσκουσιν | δραπετεύω | απόδραση, δραπέτης, δραπετεύω |
δικαίως | δίκαια | βλ. παρ. 9 δίκαιον |
γνώμην | άποψη | βλ. παρ. 5 γνώμην |
ἔχοιεν | έχω | βλ. παρ. 1 εἶχον |
προσταττόμενα | διαταγή | βλ. παρ. 15 τεταγμένος |
ἐποίουν | κάνω | βλ. παρ. 1 ποιεῖν |
προθύμως | πρόθυμα | βλ. παρ. 14 προθύμους |
κινδυνεύειν | κινδυνεύω | βλ. παρ. 12 κινδύνους |
ἐτόλμων | τολμώ | βλ. παρ. 8 ἐτόλμησαν |
δεινὸν | φοβερό | βλ. παρ. 8 δεινόν |
ἡγούμενος | νομίζω | βλ. παρ. 1 ἡγοῦμαι |
εἶναι | είναι | βλ. παρ. 3 εἰμί |
μάχεσθαι | μάχομαι | βλ. παρ. 15 μάχεσθαι |
ἀδίκως | άδικα | βλ. παρ. 3 πολιτείας |
καθισταίμην | τοποθετούμαι | βλ. παρ. 1 ἀδίκως |
βελτίων | καλύτερος | βλ. παρ. 2 βελτίων |
νομιζόμενος | θεωρούμαι | βλ. παρ. 13 νομίζοντας |
τυγχάνοιμι | τυχαίνω | βλ. παρ. 2 τυγχάνει |
ἀνάβητε | ανεβαίνω | βλ. παρ. 8 ἀνάβηθι |
μάρτυρες | μάρτυρας | βλ. παρ. 8 μαρτύρησον |
Χρονικές αντικαταστάσεις
- ὀργίζονται, ὠργίζοντο, ὀργιοῦνται/ ὀργισθήσονται, ὠργίσθησαν, ὠργισμένοι εἰσί(ν)
- ἀξιοῦσι(ν), ἀξιώσουσι(ν), ἀξιώσασι(ν), ἠξιωκόσι(ν)
- πράττειν, πράξειν, πρᾶξαι, πεπραχέναι/ περπαγέναι
- ἀποδιδράσκουσι(ν), ἀποδρασομένοις, ἀποδρᾶσι(ν), ἀποδεδρακόσι(ν)
- ἒχοιεν, ἓξοιεν/ σχήσοιεν, σχοίησαν – σχοῖεν, ἐσχηκότες εἲησαν (εἶεν)
- προσταττόμενα, προσταξόμενα/ προσταχθησόμενα, προσταξάμενα/ προσταχθέντα, προστεταγμένα
- ποιῶ, ἐποίουν, ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα, ἐπεποιήκειν
- κινδυνεύειν, κινδυνεύσειν, κινδυνεῦσαι, κεκινδυνευκέναι
- τολμῶ, ἐτόλμων, τολμήσω, ἐτόλμησα, τετόλμηκα
- ἡγούμενος, ἡγησόμενος, ἡγησάμενος/ ἡγηθείς, ἡγημένος
- εἶναι, ἒσεσθαι, γενέσθαι, γεγονέναι
- μάχεσθαι, μαχεῖσθαι,μαχέσεσθαι, μαχήσεσθαι, μαχέσασθαι, μεμαχῆσθαι
- καθισταίμην, καταστησοίμην/ κατασταθησοίμην, καταστησαίμην/ κατασταίην/ κατασταθείην, καθεστηκώς (καθεστώς) εἲην
- νομιζόμενος, νομισθησόμενος, νομισθείς, νενομισμένος
- τυγχάνοιμι, τευξοίμην, τύχοιμι, τετυχηκώς εἲην
- ἀναβαίνετε, ἀναβῆτε, ἀναβεβηκότες ἒστε
Εγκλιτικές αντικαταστάσεις
- ὀργίζονται, ὀργίζωνται, ὀργίζοιντο, ὀργιζέσθων/ ὀργιζέσθωσαν, (ὀργίζεσθαι, ὀργιζόμενος)
- ἒχουσι(ν), ἒχωσι(ν), ἒχοιεν, ἐχόντων/ ἐχέτωσαν, (ἒχειν, ἒχων)
- καθίσταμαι, καθιστῶμαι, καθισταίμην, -, (καθίστασθαι, καθιστάμενος)
- τυγχάνω, τυγχάνω, τυγχάνοιμι, -, (τυγχάνειν, τυγχάνων)
- ἀνέβητε, ἀνάβητε, ἀναβαίητε/ ἀναβαῖτε, ἀνάβητε, (ἀναβῆναι, ἀναβάς)
Συντακτική ανάλυση
Ὣστ΄ οὐκ ἂν δικαίως περὶ ἐμοῦ τὴν γνώμην ταύτην ἔχοιεν: Κύρια πρόταση
οὐκ ἂν ἔχοιεν: ρήμα/ τινές(ενν.): υποκείμενο/ τὴν γνώμην: αντικείμενο.
ταύτην: επιθετικός προσδιορισμός στο γνώμην.
δικαίως: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο οὐκ ἂν ἔχοιεν.
περὶ ἐμοῦ: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο οὐκ ἂν ἔχοιεν.
εἴ τινες ὑμῶν ὀργίζονται τοῖς τὰ μὲν τῆς πόλεως ἀξιοῦσι πράττειν͵ ἐκ δὲ τῶν κινδύνων ἀποδιδράσκουσιν: Δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός της προϋπόθεσης στο οὐκ ἂν ἒχοιεν της κύριας πρότασης που προηγείται. Εκφράζει το πραγματικό. (Υπόθεση: Εἰ ὀργίζονται Απόδοση: οὐκ ἂν ἒχοιεν).
ὀργίζονται: ρήμα/ τινες: υποκείμενο /τοῖς ἀξιοῦσι-ἀποδιδράσκουσιν: επιθετικές μετοχές ως αντικείμενα με υποκείμενο το άρθρο τους, τοῖς.
ὑμῶν: γενική διαιρετική στο τινές.
πράττειν: αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο στο ἀξιοῦσι με υποκείμενο τοῖς (ταυτοπροσωπία).
τὰ μὲν τῆς πόλεως: αντικείμενο στο πράττειν.
ἐκ δὲ τῶν κινδύνων: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει απομάκρυνση από τόπο (μτφρ.) στο ἀποδιδράσκουσιν.
οὐ γὰρ μόνον τὰ προσταττόμενα ἐποίουν προθύμως: Κύρια πρόταση
ἐποίουν: ρήμα / ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/τὰ προσταττόμενα: επιθετική μετοχή με υποκείμενο το άρθρο της, τὰ ως αντικείμενο.
προθύμως: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ἐποίουν.
ἀλλὰ καὶ κινδυνεύειν ἐτόλμων: Κύρια πρόταση
ἐτόλμων: ρήμα / ἐγώ(ενν.): υποκείμενο/ κινδυνεύειν: αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο ἐγώ (ενν.) (ταυτοπροσωπία).
καὶ ταῦτ΄ ἐποίουν οὐχ ὡς οὐ δεινὸν ἡγούμενος εἶναι Λακεδαιμονίοις μάχεσθαι: Κύρια πρόταση
ἐποίουν: ρήμα/ ἐγώ(ενν.): υποκείμενο/ ταῦτα: σύστοιχο αντικείμενο.
οὐχ ὡς ἡγούμενος: επιρρηματική αιτιολογική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (ενν.) (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο ἐποίουν.
οὐ δεινὸν εἶναι: αντικείμενο, ειδικό απαρέμφατο στο ἡγούμενος με υποκείμενο μάχεσθαι (ετεροπροσωπία).
μάχεσθαι: υποκείμενο στο οὐ δεινόν εἶναι, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο ἐμέ (ενν.) (ετεροπροσωπία).
Λακεδαιμονίοις: αντικείμενο στο μάχεσθαι.
ἀλλ΄ ἵνα͵ διὰ ταῦτα βελτίων ὑφ΄ ὑμῶν νομιζόμενος ἁπάντων τῶν δικαίων τυγχάνοιμι: Δευτερεύουσα επιρρηματική τελική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στο ἐποίουν της κύριας πρότασης που προηγείται.
τυγχάνοιμι: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ τῶν δικαίων: αντικείμενο.
ἁπάντων: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο δικαίων.
νομιζόμενος: επιρρηματική αιτιολογική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο τυγχάνοιμι.
βελτίων: κατηγορούμενο στο ἐγώ μέσω του συνδετικού ρήματος νομιζόμενος.
ὑφ΄ ὑμῶν: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του ποιητικού αιτίου στο νομιζόμενος.
διὰ ταῦτα: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο νομιζόμενος.
εἴ ποτε ἀδίκως εἰς κίνδυνον καθισταίμην: Δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός της προϋπόθεσης στο τυγχάνοιμι της δευτερεύουσας επιρρηματικής πρότασης που προηγείται. Υπάρχει λανθάνων υποθετικός λόγος που εκφράζει το προσδοκώμενο. Τόσο η υπόθεση, όσο και η απόδοση εκφέρονται με ευκτική του πλαγίου λόγου. (Υπόθεση: Ἐάν καθιστῶμαι Απόδοση: ἳνα τυγχάνω, μελλοντική έκφραση, τελική πρόταση).
καθισταίμην: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο.
ἀδίκως: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο καθισταίμην.
εἰς κίνδυνον: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της κατάστασης στο καθισταίμην.
ποτέ: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο καθισταίμην.
Καί μοι ἀνάβητε τούτων μάρτυρες: Κύρια πρόταση
ἀνάβητε: ρήμα/ ὑμεῖς (ενν.): υποκείμενο.
μοι: δοτική προσωπική χαριστική στο ἀνάβητε.
μάρτυρες: επιρρηματικό κατηγορούμενο του σκοπού στο ἀνάβητε.
τούτων: γενική αντικειμενική στο μάρτυρες.
Η ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.