Παράγραφος 16
Για να μεταφερθείτε σε κάποια άλλη ενότητα των Αρχαίων Ελληνικών Προσανατολισμού της Β’ Λυκείου επιλέξτε την αντίστοιχη σελίδα από το παρακάτω μενού:
Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου
Διήγηση-Απόδειξη Παράγραφος 16
Πρωτότυπο Κείμενο
Καὶ οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕστερον μετὰ ταῦτα ἐν Κορίνθῳ χωρίων ἰσχυρῶν κατειλημμένων͵ ὥστε τοὺς πολεμίους μὴ δύνασθαι παριέναι͵ Ἀγησιλάου δ΄ εἰς τὴν Βοιωτίαν ἐμβαλόντος ψηφισαμένων τῶν ἀρχόντων ἀποχωρίσαι τάξεις αἵτινες βοηθήσουσι͵ φοβουμένων ἁπάντων (εἰκότως͵ ὦ βουλή· δεινὸν γὰρ ἦν ἀγαπητῶς ὀλίγῳ πρότερον σεσωσμένους ἐφ΄ ἕτερον κίνδυνον ἰέναι) προσελθὼν ἐγὼ τὸν ταξίαρχον ἐκέλευον ἀκληρωτὶ τὴν ἡμετέραν τάξιν πέμπειν.
Μετάφραση
Και λίγες μέρες αργότερα, μετά από αυτά, όταν είχαν καταληφθεί οχυρές θέσεις στην Κόρινθο, ώστε να μην μπορούν να περάσουν οι εχθροί (τον Ισθμό), επειδή ο Αγησίλαος εισέβαλε στη Βοιωτία, αποφάσισαν οι αρχηγοί να αποσπάσουν μερικές μονάδες για να βοηθήσουν, αν και όλοι φοβόνταν (δικαιολογημένα, κύριοι Βουλευτές, γιατί ήταν φοβερό μια και μόλις μετά βίας είχαμε σωθεί, να βαδίσουμε σε άλλο κίνδυνο), αφού παρουσιάστηκα εγώ παρότρυνα τον ταξίαρχο να στείλει τη δική μας μονάδα χωρίς να γίνει κλήρωση.
Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση
Καὶ οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕστερον
μετὰ ταῦτα
κατειλημμένων
ἰσχυρῶν χωρίων ἐν Κορίνθῳ͵
ὥστε μὴ δύνασθαι
παριέναι τοὺς πολεμίους͵
Ἀγησιλάου ἐμβαλόντος
δ΄ εἰς τὴν Βοιωτίαν
ψηφισαμένων τῶν ἀρχόντων
ἀποχωρίσαι τάξεις αἵτινες
βοηθήσουσι͵
φοβουμένων ἁπάντων
(εἰκότως͵ ὦ βουλή·
δεινὸν γὰρ ἦν
ἀγαπητῶς ὀλίγῳ πρότερον
σεσωσμένους
ἐφ΄ ἕτερον κίνδυνον ἰέναι)
προσελθὼν ἐγὼ
ἐκέλευον τὸν ταξίαρχον
πέμπειν τὴν ἡμετέραν τάξιν
ἀκληρωτὶ.
Και λίγες μέρες μετά αργότερα,
μετά από αυτά,
όταν είχαν καταληφθεί
οχυρές θέσεις στην Κόρινθο,
ώστε να μην μπορούν
να περάσουν οι εχθροί (τον Ισθμό),
επειδή ο Αγησίλαος εισέβαλε
στη Βοιωτία
αποφάσισαν οι αρχηγοί
να αποσπάσουν μερικές μονάδες
για να βοηθήσουν,
αν και όλοι φοβόνταν
(δικαιολογημένα, κύριοι Βουλευτές,
γιατί ήταν φοβερό
μια και μόλις μετά βίας
είχαμε σωθεί,
να βαδίσουμε σε άλλο κίνδυνο),
αφού παρουσιάστηκα εγώ
παρότρυνα τον ταξίαρχο
να στείλει τη δική μας μονάδα
χωρίς να γίνει κλήρωση.
Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια
Καί: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
οὐ: αρνητικό επίρρημα, αρνητικό μόριο (= όχι, δεν).
πολλαῖς: δοτ. πληθ. θηλ. του ανώμαλου επιθέτου ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολύ (= ο πολύς, η πολλή, το πολύ).
ἡμέραις: δοτ. πληθ. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ ἡμέρα (= η ημέρα).
ὓστερον: χρονικό επίρρημα συγκριτικού βαθμού (= κατόπιν).
Παραθετικά: ὓστερον, ὓστατα και ὓστατον (ελλειπτικό).
μετά: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (=μετά).
ταῦτα: αιτιατ. πληθ. ουδ.της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).
ἐν: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με δοτική (= σε).
Κορίνθῳ: δοτ. εν. θηλ. του κύριου ουσιαστικού β’ κλίσης ἡ Κόρινθος.
χωρίων: γεν. πληθ. ουδ. του ουσιαστικού β’ κλίσης τὸ χωρίον (= ο τόπος, η θέση, η τοποθεσία).
ἱσχυρῶν: γεν. πληθ. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ ἱσχυρός, ἡ ἱσχυρά, τὸ ἱσχυρόν (= δυνατός, ισχυρός).
(ἱσχυρόν χωρίον = οχυρός τόπος, οχυρή θέση).
κατειλημμένων: γεν. πληθ. ουδ. της μετοχής παρακ. μέσης φωνής του ρ. καταλαμβάνομαι (= κυριεύομαι).
ὣστε: συμπερασματικός σύνδεσμος (= ώστε).
τοὺς πολεμίους: αιτιατ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ πολέμιος, ή πολεμία, τὸ πολέμιον (= εχθρός).
μὴ: αρνητικό επίρρημα, αρνητικό μόριο(= δεν, μη).
δύνασθαι: απαρ. ενεστ. μέσης φωνής του αποθετικού ρ. δύναμαι (= μπορώ).
παριέναι: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. πάρειμι (= πορεύομαι κοντά, διέρχομαι).
Ἀγησιλάου: γεν. εν. αρσ. του κύριου ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ Ἀγησίλαος.
δ’ (= δε): παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, ενώ, και).
εἰς: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= σε).
τὴν Βοιωτίαν: αιτιατ. εν. θηλ. του κύριου ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ Βοιωτία.
ἐμβαλόντος: γεν. εν. αρσ. της μετοχής αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. ἐμβάλλω (= εισβάλλω).
ψηφισαμένων: γεν. πληθ. αρσ. της μετοχής αορ. α’ μέσης φωνής του ρ. ψηφίζομαι (= ψηφίζω).
(ψηφίζομαι + απαρ. = αποφασίζω να…).
τῶν ἀρχόντων: γεν. πληθ. αρσ. του ουσιαστικού γ’ κλίσης ὁ ἂρχων, τοῦ ἂρχοντος (= ο αρχηγός).
ἀποχωρίσαι: απαρ. αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. ἀποχωρίζω (= αποσπώ).
τάξεις: αιτιατ. πληθ. θηλ. του ουσιαστικού ἡ τάξις, τῆς τάξεως (= το τάγμα).
αἳτινες: ονομ. πληθ. θηλ. της αναφορικής αντωνυμίας ὃστις, ἣτις, ὃ,τι (= όποιος, όποια, όποιο).
βοηθήσουσι: γ’ πληθ. οριστ. μέλλ. ενεργ. φωνής ρ. βοηθέω–βοηθῶ (= βοηθώ).
φοβουμένων: γεν. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. μέσης φωνής του ρ. φοβέομαι–φοβοῦμαι (= φοβάμαι).
ἁπάντων: γεν. πληθ. αρσ. του τριτόκλιτου επιθέτου ὁ ἃπας, ἡ ἃπασα, τὸ ἃπαν (= καθένας ανεξαιρέτως).
εἰκότως: τροπικό επίρρημα (= ευλόγως, δικαιολογημένα), από τη μετοχή εἰκώς, εἰκυῖα, εἰκός.
ὦ βουλή: κλητ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ βουλή (= οι Βουλευτές).
δεινόν: ονομ. εν. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ δεινός, ἡ δεινή, τὸ δεινόν (= ο φοβερός, η φοβερή, το φοβερό).
γὰρ: αιτιολογικός σύνδεσμος (= γιατί).
ἦν: γ’ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).
ἀγαπητῶς: τροπικό επίρρημα (= μόλις και μετά βίας).
ὀλίγῳ: δοτ. εν. ουδ. του δευτερόκλιτου επίθετου ὁ ὀλίγος, ἡ ὀλίγη, τὸ ὀλίγον εδώ βρίσκεται σε θέση ποσοτικού επιρρήματος (=λίγο).
πρότερον: χρονικό επίρρημα συγκριτικού βαθμού (= πρωτύτερα).
Από την πρόθεση πρὸ προέρχονται τα παραθετικά πρότερος, πρῶτος<πρό-ατος) ως επίθετα· στη συνέχεια από αυτά παράγονται τα αντίστοιχα επιρρήματα πρότερον και πρῶτον ή πρῶτα.
σεσωσμένους: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής παρακ. μέσης φωνής του ρ. σῴζομαι (= σώζομαι).
ἐφ'(= ἐπί): κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= επάνω, σε).
ἓτερον: αιτιατ. εν.αρσ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας ἓτερος, ἑτέρα, ἓτερον (= ο άλλος από τους δύο, η άλλη: ότις δύο, το άλλο από τα δύο).
κίνδυνον: αιτιατ. εν. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ κίνδυνος (= ο κίνδυνος).
ἰέναι: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. εἶμι –ἒρχομαι (= έρχομαι,πηγαίνω).
προσελθών: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. προσέρχομαι (= έρχομαι κοντά ή πηγαίνω κοντά).
ἐγώ: ονομ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου.
τὸν ταξίαρχον: αιτιατ. εν. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ ταξίαρχος (= ο ταξίαρχος, ο διοικητής του πεζικού τμήματος του στρατού).
ἐκέλευον: α’ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. κελεύω (= παρακινώ, παροτρύνω).
ἀκληρωτί: τροπικό επίρρημα (= χωρίς κλήρωση).
τὴν ἡμετέραν: αιτιατ. εν. θηλ. της κτητικής αντωνυμίας α’ προσώπου για πολλούς κτήτορες ὁ ἡμέτερος, ἡ ἡμετέρα, τὸ ἡμέτερον (= ο δικός μας, η δική μας, το δικό μας).
τάξιν: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστικού γ’ κλίσης ἡ τάξις, τῆς τάξεως (= το τάγμα).
πέμπειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. πέμπω (= στέλνω).
Ετυμολογική προσέγγιση
ἱσχυρῶν (ὁ ἰσχυρός): < ἰσχύω
παριέναι (παρέρχομαι): < παρά + ἒρχομαι
ἐμβαλόντος (ἐμβάλλω): < ἐν + βάλλω
δεινόν: < δεινόω-ῶ < δέος
τάξεις (ἡ τάξις): < τάττω
ἀκληρωτί: < ἀκλήρωτος < ἀ (στερ) + κληρόω -ῶ (= εκλέγω με κλήρο)
Λεξιλογικός πίνακας
α.ε. | Μετάφραση | Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε. |
πολλαῖς | πολλή | βλ. παρ. 1 πολλήν |
ἡμέραις | ημέρα | ημερήσιος, ημερομηνία, μεροκάματο, πενθήμερο, νυχθημερόν |
ὕστερον | αργότερα | υστερόγραφο, υστέρηση, υστερώ |
χωρίων | περιοχή | χωριό, χωράφι, περίχωρα, χώρα, χωρικός, χωριανός, επιχώριος |
ἰσχυρῶν | δυνατός | ισχύς, ισχυρός, ενίσχυση, ενισχύω, ισχυρογνωμοσύνη, ανίσχυρος, πανίσχυρος, ενισχυτικός, ισχυρίζομαι, ισχυρισμός |
κατειλημμένων | καταλαμβάνω | κατάληψη, καταληψίας, κατειλημμένος, καταληφθείς |
πολεμίους | εχθρός | βλ. παρ. 12 πολεμίους |
δύνασθαι | μπορώ | βλ. παρ. 9 δύνωμαι |
παριέναι | διέρχομαι | βλ. παρ. 4 ἢλθομεν |
ἐμβαλόντος | εισέρχομαι | έμβολο, εμβολιάζω, εμβολιασμός, εμβόλιο, εμβολιασμένος |
ψηφισαμένων | ψηφίζω | βλ. παρ. 6 ἐψηφίσασθε |
ἀρχόντων | αρχηγός | άρχω, αρχηγία, αρχηγικός, υπαρχηγός, αρχή, συνάρχοντας, αρχοντικός, αρχιεργάτης, αρχιμανδρίτης |
ἀποχωρίσαι | αποχώρω | αποχωρώ, αποχώρηση |
τάξεις | τάγμα | βλ. παρ. 15 τεταγμένος |
βοηθήσουσι | βοηθώ | βοηθός, βοήθεια, βοηθητικός, αβοήθητος |
φοβουμένων | φοβάμαι | φόβος, φόβητρο, φοβερός, άφοβος, φοβισμένος, φοβιτσιάρης, αγοραφοβικός, κλειστοφοβικός |
εἰκότως | δικαιολογημένος | εικασία, εικάζω, εικόνα, απεικονίζω, εικονικός, εικονίδιο |
βουλή | βουλή | βλ. παρ. 1 βουλή |
δεινὸν | φοβερό | βλ. παρ. 8 δεινόν |
ἀγαπητῶς | σχεδόν | αγαπώ, αγάπη, αγαπητός, αξιαγάπητος, αγαπημένος |
ὀλίγῳ | λίγο | ολιγαρκής, ολιγαρχία, ολιγαρχικός |
σεσωσμένους | σώζω | σωτήρας, σωτήριος, σωτηρία, διάσωση, διασώστης, σωτήρης |
κίνδυνον | κίνδυνος | βλ. παρ. 12 κινδύνους |
ἰέναι | προχωρώ | βλ. παρ. 4 ἢλθομεν |
προσελθὼν | προσέρχομαι | βλ. παρ. 4 ἢλθομεν |
ταξίαρχον | ταξίαρχος | ταξίαρχος, ταξιαρχία, ταξιαρχικός |
ἐκέλευον | παρακινώ | κελευστής, κελεύσματα, υποκελευστής |
ἀκληρωτὶ | ακλήρωτος | κλήρωση, κληρώνω, κλήρος, κληρωτίδα, κληρωτέος |
τάξιν | τάγμα | βλ. παρ. 15 τεταγμένος |
πέμπειν | στέλνω | βλ. παρ. 4 ἐξέπεμψεν |
Χρονικές αντικαταστάσεις
- καταλαμβανόμενων, καταληφθησομένων, καταλαβομένων/ καταληφθέντων, κατειλημμένων
- δύνασθαι, δυνήσεσθαι/δυνηθήσεσθαι, δυνήσασθαι/δυνηθῆναι, δυνασθῆναι, δεδυνῆσθαι
- παριέναι, παριέναι, παρελθεῖν, παρεληλυθέναι
- ἐμβάλλοντος, ἐμβαλοῦντος, ἐμβαλόντος, ἐμβεβληκότος
- ψηφιζομένων, ψηφιουμένων/ ψηφισθησομένων, ψηφισαμένων/ ψηφισθέντων, ἐψηφισμένων
- ἀποχωρίζειν, ἀποχωριεῖν, ἀποχωρίσαι, ἀποκεχωρικέναι
- βοηθοῦσι(ν), ἐβοήθουν, βοηθήσουσι(ν), ἐβοήθησαν, βεβοηθήκασι(ν), ἐβεβοηθήκεσαν
- φοβουμένων, φοβησομένων, φοβησαμένων, φοβηθέντων, πεφοβημένων
- ἐστί(ν), ἦν, ἒσται, ἐγένετο, γέγονε, ἐγεγόνει
- σῳζομένους, σωσομένους/ σωθησομένους, σωσαμένους/ σωθέντας, σεσωσμένους
- ἰέναι, ἰέναι, ἐλθεῖν, ἐληλυθέναι
- προσιών, προσιών, προσελθών, προσεληλυθώς
- κελεύω, ἐκέλευον, κελεύσω, ἐκέλευσα, κεκέλευκα, ἐκεκελεύκειν
- πέμπειν, πέμψειν, πέμψαι, πεπομφέναι
Εγκλιτικές αντικαταστάσεις
- βοηθήσουσι(ν), βοηθήσοιεν, (βοηθήσειν, βοηθήσων)
Συντακτική ανάλυση
Καὶ οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕστερον μετὰ ταῦτα ἐν Κορίνθῳ χωρίων ἰσχυρῶν κατειλημμένων͵ Ἀγησιλάου δ΄ εἰς τὴν Βοιωτίαν ἐμβαλόντος ψηφισαμένων τῶν ἀρχόντων ἀποχωρίσαι τάξεις φοβουμένων ἁπάντων προσελθὼν ἐγὼ τὸν ταξίαρχον ἐκέλευον ἀκληρωτὶ τὴν ἡμετέραν τάξιν πέμπειν: Κύρια πρόταση
ἐκέλευον: ρήμα/ ἐγὼ: υποκείμενο/ τὸν ταξίαρχον: αντικείμενο άμεσο/ πέμπειν: αντικείμενο έμμεσο, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο τὸν ταξίαρχον (ετεροπροσωπία).
τὴν τάξιν: αντικείμενο στο πέμπειν.
τὴν ἡμετέραν: επιθετικός προσδιορισμός στο τὴν τάξιν δυνάμει του άρθρου.
ἀκληρωτὶ: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο πέμπειν.
φοβουμένων: επιρρηματική εναντιωματική μετοχή με υποκείμενο ἁπάντων (απόλυτη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης στο ἐκέλευον.
προσελθὼν: επιρρηματική χρονική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἐκέλευον.
κατειλημμένων: επιρρηματική χρονική μετοχή με υποκείμενο χωρίων (απόλυτη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἐκέλευον.
ἰσχυρῶν: επιθετικός προσδιορισμός στο χωρίων.
ἐμβαλόντος: επιρρηματική αιτιολογική μετοχή με υποκείμενο Ἀγησιλάου (απόλυτη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο ψηφισαμένων.
εἰς τὴν Βοιωτίαν: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει κατεύθυνση σε τόπο στο ἐμβαλόντος.
ψηφισαμένων: επιρρηματική χρονική μετοχή με υποκείμενο τῶν ἀρχόντων (απόλυτη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἐκέλευον.
ἀποχωρίσαι: αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο στο ψηφισαμένων με υποκείμενο τῶν ἀρχόντων (ταυτοπροσωπία).
τάξεις: αντικείμενο στο ἀποχωρίσαι.
ἡμέραις: δοτική του ποσού στο ὓστερον.
οὐ πολλαῖς: επιθετικός προσδιορισμός στο ἡμέραις.
ὕστερον: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἐκέλευον.
μετὰ ταῦτα: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἐκέλευον.
ἐν Κορίνθῳ: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του τόπου στο κατειλημμένων.
ὥστε τοὺς πολεμίους μὴ δύνασθαι παριέναι: Δευτερεύουσα επιρρηματική συμπερασματική πρόταση, απαρεμφατική, ως επιρρηματικός προσδιορισμός του αποτελέσματος στο κατειλημμένων της κύριας πρότασης που προηγείται.
μὴ δύνασθαι: απαρέμφατο σε θέση ρήματος, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο τοὺς πολεμίους (ετεροπροσωπία)/ παριέναι: αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο τοὺς πολεμίους (ταυτοπροσωπία).
αἵτινες βοηθήσουσι: Δευτερεύουσα επιρρηματική αναφορικοτελική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στο ἀποχωρίσαι της κύριας πρότασης που προηγείται.
βοηθήσουσι: ρήμα/ αἵτινες: υποκείμενο.
εἰκότως͵ ὦ βουλή: Κύρια πρόταση
ἐφοβούντο (ενν.): ρήμα/ ἃπαντες(ενν.): υποκείμενο.
εἰκότως: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ἐφοβούντο (ενν.)
ὦ βουλή: κλητική προσφώνηση.
δεινὸν γὰρ ἦν ἀγαπητῶς ὀλίγῳ πρότερον σεσωσμένους ἐφ΄ ἕτερον κίνδυνον ἰέναι: Κύρια πρόταση
δεινὸν γὰρ ἦν: ρήμα/ ἰέναι: υποκείμενο απρόσωπης έκφρασης, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο ἡμᾶς (ενν.) (ετεροπροσωπία).
ἐφ΄ κίνδυνον: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στο ἰέναι.
ἕτερον: επιθετικός προσδιορισμός στο κίνδυνον.
σεσωσμένους: επιρρηματική αιτιολογική μετοχή με υποκείμενο ἡμᾶς (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο δεινόν ἦν.
ἀγαπητῶς: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο σεσωσμένους.
ὀλίγῳ: δοτική του ποσού στο πρότερον.
πρότερον: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο σεσωσμένους.
Η ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.