Παράγραφος 15
Για να μεταφερθείτε σε κάποια άλλη ενότητα των Αρχαίων Ελληνικών Προσανατολισμού της Β’ Λυκείου επιλέξτε την αντίστοιχη σελίδα από το παρακάτω μενού:
Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου
Διήγηση-Απόδειξη Παράγραφος 15
Πρωτότυπο Κείμενο
Μετὰ ταῦτα τοίνυν͵ ὦ βουλή͵ εἰς Κόρινθον ἐξόδου γενομένης καὶ πάντων προειδότων ὅτι δεήσει κινδυνεύειν͵ ἑτέρων ἀναδυομένων ἐγὼ διεπραξάμην ὥστε τῆς πρώτης τεταγμένος μάχεσθαι τοῖς πολεμίοις· καὶ μάλιστα τῆς ἡμετέρας φυλῆς δυστυχησάσης͵ καὶ πλείστων ἐναποθανόντων͵ ὕστερος ἀνεχώρησα τοῦ σεμνοῦ Στειριῶς τοῦ πᾶσιν ἀνθρώποις δειλίαν ὠνειδικότος.
Μετάφραση
Μετά από αυτά λοιπόν, κύριοι Βουλευτές, όταν έγινε η εκστρατεία στην Κόρινθο και επειδή όλοι ήξεραν προκαταβολικά ότι θα πρέπει να κινδυνεύσουμε, αν και άλλοι υποχωρούσαν, εγώ φρόντισα να πολεμώ τους αντιπάλους παραταγμένος στην πρώτη γραμμή. Και μάλιστα, αν και η φυλή μας υπέστη πανωλεθρία και πέθαναν πολλοί, έφυγα ύστερα από τον αλαζόνα Στειριέα, που είχε κατηγορήσει για δειλία όλους τους ανθρώπους.
Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση
Μετὰ ταῦτα τοίνυν͵ ὦ βουλή͵
ἐξόδου γενομένης εἰς Κόρινθον
καὶ πάντων
προειδότων
ὅτι δεήσει κινδυνεύειν͵
ἑτέρων ἀναδυομένων
ἐγὼ διεπραξάμην
ὥστε μάχεσθαι τοῖς πολεμίοις
τεταγμένος τῆς πρώτης·
καὶ μάλιστα τῆς ἡμετέρας φυλῆς
δυστυχησάσης͵
καὶ πλείστων ἐναποθανόντων͵
ἀνεχώρησα ὕστερος
τοῦ σεμνοῦ Στειριῶς
τοῦ ὠνειδικότος
πᾶσιν ἀνθρώποις δειλίαν.
Μετά από αυτά, κύριοι Βουλευτές,
όταν έγινε η εκστρατεία στην Κόρινθο
και επειδή όλοι
ήξεραν προκαταβολικά
ότι θα πρέπει να κινδυνεύσουμε,
αν και άλλοι υποχωρούσαν,
εγώ κατόρθωσα
να πολεμώ τους αντιπάλους
παραταγμένος στην πρώτη γραμμή.
Και μάλιστα, αν και η φυλή μας
υπέστη πανωλεθρία
και πέθαναν πολλοί,
έφυγα ύστερα
από τον αλαζόνα Στειριέα,
που είχε κατηγορήσει
όλους τους ανθρώπους για δειλία.
Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια
Μετά: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (=μετά).
ταῦτα: αιτιατ. πληθ. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).
τοίνυν: συμπερασματικός σύνδεσμος (= λοιπόν, επιπλέον).
ὦ βουλή: κλητ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ βουλή (= οι Βουλευτές).
εἰς: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= σε).
Κόρινθον: αιτιατ. εν. θηλ. του κύριου ουσιαστικού β’ κλίσης ἡ Κόρινθος (= η Κόρινθος).
ἐξόδου: γεν. εν. θηλ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ἡ ἒξοδος (= η εκστρατεία).
γενομένης: γεν. εν. θηλ. της μετοχής αορ. β’ μέσης φωνής του ρ. γίγνομαι (= γίνομαι).
καί: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
πάντων: γεν. πληθ. αρσ. της επιμεριστικής αντωνυμίας πᾶς, πᾶσα, πᾶν (= καθένας, καθεμία, καθένα).
προειδότων: γεν. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. με σημασία παρακ. του ρ. πρόοιδα (= γνωρίζω καλά από πριν)(προειδώς, προειδυῖα, προειδός).
ὃτι: ειδικός σύνδεσμος (= ότι).
δεήσει: γ’ εν. οριστ.μέλλ. ενεργ. φωνής του απρόσωπου ρ. δεῖ (= πρέπει, υπάρχει υλική ανάγκη).
κινδυνεύειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. κινδυνεύω (= κινδυνεύω).
ἑτέρων: γεν. πληθ. αρσ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας ἓτερος, ἑτέρα, ἓτερον (= ο άλλος από τους δύο, η άλλη από τις δύο, το άλλο από τα δύο).
ἀναδυομένων: γεν. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. μέσης φωνής του ρ. ἀναδύομαι (= αποσύρομαι, οπισθοχωρώ).
ἐγώ: ονομ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου.
διεπραξάμην: α’ εν. οριστ. αορ. α’ μέσης φωνής ρ. διαπράττομαι (= κατορθώνω κάτι για τον εαυτό μου).
ὣστε: συμπερασματικός σύνδεσμος (= ώστε).
τῆς πρώτης: γεν. εν. θηλ. του τακτικού αριθμητικού επιθέτου ὁ πρῶτος, ἡ πρώτη, τὸ πρῶτον (= ο πρώτος, η πρώτη, το πρώτο).
τεταγμένος: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής παρακ. μέσης φωνής του ρ. τάσσομαι (= τοποθετούμαι σε κάποια θέση, σε κάποια σειρά).
μάχεσθαι: απαρ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. μάχομαι (= μάχομαι, πολεμώ).
τοῖς πολεμίοις: δοτ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ πολέμιος, ἡ πολέμια, τὸ πολέμιον (= ο εχθρός, ο αντίπαλος).
καί: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
μάλιστα: ποσοτικό επίρρημα υπερθετικού βαθμού (= πάρα πολύ).
Παραθετικά: μάλα, μᾶλλον, μάλιστα.
τῆς ἡμετέρας: γεν. εν. θηλ. της κτητικής αντωνυμίας α΄ προσώπου για πολλούς κτήτορες ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (= ο δικός μας, η δική μας, το δικό μας).
φυλῆς: γεν. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ φυλή (= η φυλή).
δυστυχησάσης: γεν. εν. θηλ. της μετοχής αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. δυστυχέω–δυστυχῶ (= αποτυγχάνω, είμαι άτυχος).
καί: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
πλείστων: γεν. πληθ. αρσ. του ανώμαλου επιθέτου ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολύ (= ο πολύς, η πολλή, το πολύ) στον υπερθετικό βαθμό. ΣΥΓΚΡ.: ὁ/ἡ πλείων, τὸ πλέον ΥΠΕΡΘ.: ὁ πλεῖστος, ἡ πλείστη, τὸ πλεῖστον.
ἐναποθανόντων: γεν. πληθ. αρσ. της μετοχής αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. ἐναποθνῄσκω (= πεθαίνω σε κάποιον τόπο).
ὓστερος: ονομ. εν. αρσ. του ελλειπτικού δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ ὓστερος, ἡ ὑστέρα, τὸ ὓστερον (= κατοπινός, κατοπινή, κατοπινό) στον συγκριτικό βαθμό. ΣΥΓΚΡ.: ὁ ὓστερος, ἡ ὑστέρα, τὸ ὓστερον ΥΠΕΡΘ.: ὁ ὓστατος, ἡ ὑστάτη, τὸ ὓστατον.
ἀνεχώρησα: α΄ εν. οριστ. αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. ἀναχωρέω– ἀναχωρῶ (= αποσύρομαι).
τοῦ σεμνοῦ: γεν. εν. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ σεμνός, ἡ σεμνή, τὸ σεμνόν (= σεβαστός, αλαζόνας, καυχησιάρης).
Στεριῶς: γεν. εν. αρσ. του ουσιαστικού γ’ κλίσης ὁ Στειριεύς, τοῦ Στειριέως και Στειριῶς(= ο δημότης του δήμου της Στειρίας).
πᾶσι: δοτ. πληθ. αρσ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας πᾶς, πᾶσα, πᾶν (= καθένας, καθεμία, καθένα).
ἀνθρώποις: δοτ. πληθ. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ ἂνθρωπος (= ο άνθρωπος).
δειλίαν: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ δειλία (= η δειλία).
τοῦ ὠνειδικότος: γεν. εν. αρσ. της μετοχής παρακ. του ρ. ὀνειδίζω (= κατηγορώ).
(ὀνειδίζω τινί τι = κατηγορώ κάποιον για κάτι).
Ετυμολογική προσέγγιση
ἐξόδου (ἡ ἒξοδος): < ἐξ + ὁδός
ἀναδυομένων (ἀναδύομαι): < ἀνά + δύομαι
διεπραξάμην (διαπράττομαι): < διά + πράττομαι
δυστυχησάσης (δυστυχῶ): < δύσ + τύχη
ἀνεχώρησα (ἀναχωρῶ): < ἀνά + χωρῶ (=προχωρώ)
δειλίαν (ἡ δειλία): < δειλιάω-ῶ < δέος
Λεξιλογικός πίνακας
α.ε. | Μετάφραση | Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε. |
βουλή | βουλή | βλ. παρ. 1 βουλή |
ἐξόδου | εκστρατεία | βλ. παρ. 14 ἐξόδου |
γενομένης | γίνομαι | βλ. παρ. 10 γενέσθαι |
πάντων | όλοι | βλ. παρ. 1 παντός |
προειδότων | γνωρίζω | βλ. παρ. 1 συνῄδη |
δεήσει | πρέπει | βλ. παρ. 9 δέομαι |
κινδυνεύειν | κινδυνεύω | βλ. παρ. 12 κινδύνους |
ἀναδυομένων | οπισθοχωρώ | ανάδυση, αναδύομαι |
διεπραξάμην | πετυχαίνω | βλ. παρ. 2 πεπραγμένων |
τεταγμένος | τάσσομαι | τάξη, αταξία, σύνταξη, τακτικός, επιτακτικός, παράταξη, τάγμα, σύνταγμα, κατάταξη, απόταξη, συντάσσω, διατάσσω, ένταση |
μάχεσθαι | μάχομαι | μάχη, μαχητικός, μάχιμος, μαχητής, απόμαχος, συμμαχία |
πολεμίοις | εχθρός | βλ. παρ. 12 πολεμίους |
φυλῆς | φυλή | φύλο, φύλαρχος, φυλετικός, φυλετικότητα, φυλετισμός |
δυστυχησάσης | αποτυγχάνω | δυστυχία, δυστυχισμένος, δυστυχής, δύστυχος |
πλείστων | περισσότεροι | βλ. παρ. 3 πλέον |
ἐναποθανόντων | πεθαίνω | πεθαίνω, πεθαμένος, θνητός, θνησιμότητα, αθάνατος, θνησιγενής, θανατηφόρος, θανάσιμος, θανατικό, ευθανασία |
ἀνεχώρησα | αναχωρώ | αναχώρηση, αναχωρητικός, υπαναχωρώ, υπαναχώρηση |
σεμνοῦ | σεβαστός | σεμνότητα, σεμνοτυφία, άσεμνος, σεβαστός, σέβομαι, ασεβής, αξιοσέβαστος, σεβάσμιος, σεβασμός |
ἀνθρώποις | άνθρωπος | ανθρωπότητα, ανθρωπιά, ανθρώπινος, υπάνθρωπος, υπεράνθρωπος, ανθρωπόμορφος, παλιάνθρωπος |
δειλίαν | δειλία | δειλός, δειλιάζω, δεινός, αδεής, ενδεής, δέος, δεινότητα |
ὠνειδικότος | κατηγορώ | ονειδίζω, όνειδος, ονειδισμός, ονειδιστικός |
Χρονικές αντικαταστάσεις
- γιγνομένης, γενησομένης, γενομένης, γεγενημένης/ γεγονυίας
- προειδότων, προεισομένων/ προειδησόντων, (προγνόντων), (προεγνωκότων)
- δεῖ, ἒδει, δεήσει, ἐδέησε(ν), δεδέηκε(ν), ἐδεδεήκει
- κινδυνεύειν, κινδυνεύσειν, κινδυνεῦσαι, κεκινδυνευκέναι
- ἀναδυομένων, ἀναδυσομένων, ἀναδύντων, ἀναδεδυκότων
- διαπράττομαι, διεπραττόμην, διαπράξομαι – διαπραχθήσομαι, διεπραξάμην/ διεπράχθην, διαπέπραγμαι, διεπεπράγμην
- ταττόμενος, ταξόμενος/ ταχθησόμενος, ταξάμενος/ ταχθείς, τεταγμένος
- μάχεσθαι, μαχεῖσθαι, μαχέσεσθαι, μαχήσεσθαι, μαχέσασθαι, μεμαχῆσθαι
- δυστυχούσης, δυστυχησούσης, δυστυχησάσης, δεδυστυχηκυίας
- ἐναποθνῃσκόντων, ἐναποθανουμένων, ἐναποθανόντων, ἐντεθνηκότων, ἐντεθνεώτων
- ἀναχωρῶ, ἀνεχώρουν, ἀναχωρήσομαι/ ἀναχωρήσω, ἀνεχώρησα, ἀνακεχώρηκα, ἀνεκεχωρήκειν
- ὀνειδίζοντος, ὀνειδιοῦντος, ὀνειδίσαντος, ὠνειδικότος
Εγκλιτικές αντικαταστάσεις
- δεήσει, δεήσοι, (δεήσειν/ δεῆσον)
- διεπραξάμην, διαπράξωμαι, διαπραξαίμην, -, (διαπράξασθαι, διαπραξάμενος)
- ἀνεχώρησα, ἀναχωρήσω, ἀναχωρήσαιμι, -, (ἀναχωρῆσαι, ἀναχωρήσας)
Συντακτική ανάλυση
Μετὰ ταῦτα τοίνυν͵ ὦ βουλή͵ εἰς Κόρινθον ἐξόδου γενομένης καὶ πάντων προειδότων ἑτέρων ἀναδυομένων ἐγὼ διεπραξάμην: Κύρια πρόταση
διεπραξάμην: ρήμα /ἐγὼ: υποκείμενο.
γενομένης: επιρρηματική χρονική μετοχή με υποκείμενο ἐξόδου (απόλυτη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο διεπραξάμην.
εἰς Κόρινθον: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει κατεύθυνση σε τόπο στο γενομένης.
προειδότων: επιρρηματική χρονική μετοχή με υποκείμενο πάντων (απόλυτη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο διεπραξάμην.
ἀναδυομένων: επιρρηματική εναντιωματική μετοχή με υποκείμενο ἑτέρων (απόλυτη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης στο διεπραξάμην.
μετὰ ταῦτα: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει χρόνο στο διεπραξάμην.
ὦ βουλή: κλητική προσφώνηση.
ὅτι δεήσει κινδυνεύειν: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ως αντικείμενο στο προειδότων της κύριας πρότασης που προηγείται.
δεήσει: ρήμα/ κινδυνεύειν: υποκείμενο απρόσωπου ρήματος, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο ἡμᾶς (ενν.) (ετεροπροσωπία).
ὥστε τῆς πρώτης τεταγμένος μάχεσθαι τοῖς πολεμίοις: Δευτερεύουσα επιρρηματική συμπερασματική πρόταση, απαρεμφατική, ως επιρρηματικός προσδιορισμός του αποτελέσματος στο διεπραξάμην της κύριας πρότασης που προηγείται.
μάχεσθαι: απαρέμφατο σε θέση ρήματος, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο ἐγώ (ενν.) (ταυτοπροσωπία) σε σχέση με το ρήμα της κύριας πρότασης που προηγείται/ τοῖς πολεμίοις: αντικείμενο.
τεταγμένος: επιρρηματική τροπική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (ενν.) (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο μάχεσθαι.
τῆς πρώτης: γενική κατηγορηματική κτητική στο τεταγμένος.
καὶ μάλιστα τῆς ἡμετέρας φυλῆς δυστυχησάσης͵ καὶ πλείστων ἐναποθανόντων͵ ὕστερος ἀνεχώρησα τοῦ σεμνοῦ Στειριῶς τοῦ πᾶσιν ἀνθρώποις δειλίαν ὠνειδικότος: Κύρια πρόταση
ἀνεχώρησα: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο.
δυστυχησάσης: επιρρηματική εναντιωματική μετοχή με υποκείμενο τῆς φυλῆς (απόλυτη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης στο ἀνεχώρησα.
τῆς ἡμετέρας: επιθετικός προσδιορισμός στο τῆς φυλῆς.
καὶ ἐναποθανόντων: επιρρηματική εναντιωματική μετοχή με υποκείμενο πλείστων (απόλυτη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης στο ἀνεχώρησα.
ὕστερος: επιρρηματικό κατηγορούμενο τάξης-σειράς στο ἀνεχώρησα.
τοῦ Στειριῶς: γενική συγκριτική στο ὓστερος, β΄ όρος σύγκρισης.
τοῦ σεμνοῦ: επιθετικός προσδιορισμός στο τοῦ Στειριῶς.
τοῦ ὠνειδικότος: επιθετική μετοχή με υποκείμενο τοῦ Στειριῶς ως επιθετικός προσδιορισμός στο τοῦ Στειριῶς.
δειλίαν: άμεσο αντικείμενο στο ὠνειδικότος.
ἀνθρώποις: έμμεσο αντικείμενο στο ὠνειδικότος.
πᾶσιν: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο ἀνθρώποις.
καὶ μάλιστα: επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού στο δυστυχησάσης.
Η ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.