Υπέρ Μαντιθέου 1

Παράγραφος 14

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου

Διήγηση-Απόδειξη Παράγραφος 14

 

Πρωτότυπο Κείμενο

Συλλεγέντων τοίνυν τῶν δημοτῶν πρὸ τῆς ἐξόδου͵ εἰδὼς αὐτῶν ἐνίους πολίτας μὲν χρηστοὺς ὄντας καὶ προθύμους͵ ἐφοδίων δὲ ἀποροῦντας͵ εἶπον ὅτι χρὴ τοὺς ἔχοντας παρέχειν τὰ ἐπιτήδεια τοῖς ἀπόρως διακειμένοις. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο συνεβούλευον τοῖς ἄλλοις͵ ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἔδωκα δυοῖν ἀνδροῖν τριάκοντα δραχμὰς ἑκατέρῳ͵ οὐχ ὡς πολλὰ κεκτημένος͵ ἀλλ΄ ἵνα παράδειγμα τοῦτο τοῖς ἄλλοις γένηται. Καί μοι ἀνάβητε.

ΜΑΡΤΥΡΕΣ

Μετάφραση

Όταν λοιπόν συγκεντρώθηκαν οι συνδημότες μου πριν την εκστρατεία, επειδή γνώριζα ότι μερικοί από αυτούς ήταν μεν καλοί και πρόθυμοι πολίτες αλλά δεν είχαν εφόδια, είπα ότι πρέπει οι εύποροι να προσφέρουν τα απαραίτητα στους απόρους. Και δεν συμβούλευα μόνο αυτό τους άλλους, αλλά και ο ίδιος έδωσα σε δύο άνδρες από τριάντα δραχμές στον καθένα, όχι επειδή είχα πολλά χρήματα, αλλά για να γίνει αυτό παράδειγμα στους υπόλοιπους. Ανεβείτε να καταθέσετε για χάρη μου.

Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Συλλεγέντων τοίνυν

τῶν δημοτῶν

πρὸ τῆς ἐξόδου͵

εἰδὼς ἐνίους

αὐτῶν ὄντας μὲν χρηστοὺς

καὶ προθύμους πολίτας͵

ἐφοδίων δὲ ἀποροῦντας͵

εἶπον ὅτι χρὴ τοὺς ἔχοντας

παρέχειν τὰ ἐπιτήδεια

τοῖς ἀπόρως διακειμένοις.

καὶ οὐ μόνον τοῦτο συνεβούλευον

τοῖς ἄλλοις͵ ἀλλὰ καὶ αὐτὸς

ἔδωκα δυοῖν ἀνδροῖν

τριάκοντα δραχμὰς ἑκατέρῳ͵

οὐχ ὡς πολλὰ κεκτημένος͵

ἀλλ΄ ἵνα γένηται τοῦτο παράδειγμα

τοῖς ἄλλοις.

Καί μοι ἀνάβητε.

Όταν λοιπόν συγκεντρώθηκαν

οι συνδημότες μου

πριν την εκστρατεία,

επειδή γνώριζα ότι μερικοί

από αυτούς ήταν μεν καλοί

και πρόθυμοι πολίτες

αλλά δεν είχαν εφόδια,

είπα ότι πρέπει οι εύποροι

να προσφέρουν τα απαραίτητα

στους απόρους.

Και δεν συμβούλευα μόνο αυτό

τους άλλους, αλλά και ο ίδιος

έδωσα σε δύο άνδρες

από τριάντα δραχμές στον καθένα,

όχι επειδή είχα πολλά χρήματα,

αλλά για να γίνει αυτό παράδειγμα

στους υπόλοιπους.

Ανεβείτε να καταθέσετε για χάρη μου.

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

Συλλεγέντων: γεν. πληθ. αρσ. της μετοχής παθ. αορ. β΄ του ρήματος συλλέγομαι (= συγκεντρώνομαι).

τοίνυν: συμπερασματικός σύνδεσμος (= λοιπόν, επιπλέον).

τῶν δημοτῶν: γεν. πληθ. αρσ. του ουσια­στικού α’ κλίσης ὁ δημότης (= ο συνδημότης).

πρὸ: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= πριν).

τῆς ἐξόδου: γεν. εν. θηλ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ξοδος (= η εκστρατεία).

εἰδώς: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. οἶδα (= γνωρίζω) (εἰδώς, εἰδυῖα, εἰδός).

αὐτῶν: γεν. πληθ. αρσ. της οριστικής-επαναληπτικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= αυτός, αυτή, αυτό).

ἐνίους: αιτιατ. πληθ. αρσ. της αόριστης αντωνυμίας ἒνιοι, ἒνιαι, ἒνια (= μερικοί).

πολίτας: αιτιατ. πληθ. αρσ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ὁ πολίτης (= ο πολίτης).

μὲν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= ό­μως, αλλά).

χρηστούς: αιτιατ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ χρηστός, ἡ χρηστή, τὸ χρηστόν (= καλός, χρήσιμος).

ὂντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).

καί: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

προθύμους: αιτιατ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ/ἡ πρόθυμος, τὸ πρόθυμον (= ο πρόθυμος, η  πρόθυμη, το πρόθυμο).

ἐφοδίων: γεν. πληθ. ουδ. του ουσιαστι­κού β’ κλίσης τὸ ἐφόδιον (= αυτό που ανήκει στην οδό, στο τα­ξίδι).

(τὰ ἐφόδια = τα αναγκαία για την εκστρατεία).

δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= ό­μως, αλλά).

ἀπορούντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετο­χής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἀπορέωἀπορῶ (= έχω έλλειψη από κάτι).

(οἱ ἀπόρως διακείμενοι = οι φτω­χοί, οι άποροι).

εἶπον: α’ εν. οριστ. αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. λέγω (= λέω).

ὃτι: ειδικός σύνδεσμος (= ότι).

χρή: γ΄ εν. οριστ. ενεστ. ενεργ. φωνής του απρόσωπου ρ. χρή ή χρεών ἐστί (= είναι ανάγκη, πρέπει).

τοὺς ἒχοντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἒχω (= έχω).

παρέχειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. πα­ρέχω (= δίνω, προσφέρω).

τὰ ἐπιτήδεια: αιτιατ. πληθ. ουδέτερου του ουσιαστικού β’ κλίσης τὰ ἐπιτήδεια (= τα αναγκαία για τη διατροφή, τα εφόδια) (μόνο στον πληθ.).

ἀπόρως: τροπικό επίρρημα (= χωρίς πόρους, χωρίς χρήματα).

τοῖς διακειμένοις: δοτ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. μέσης φωνής του ρ. διάκειμαι (= βρίσκομαι σε κάποια κατάσταση).

Καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

οὐ: αρνητικό επίρρημα, αρνητικό μόριο (= όχι, δεν).

μόνον: τροπικό επίρρημα (= μόνο).

τοῦτο: αιτιατ. εν. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).

συνεβούλευον: α΄ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. συμβουλεύω (= συμβουλεύω).

τοῖς ἂλλοις: δοτ. πληθ. αρσ. της αόρι­στης επιμεριστικής αντωνυμίας ἂλλος, ἂλλη, ἂλλο (= άλλος, άλλη, άλ­λο).

ἀλλά: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= ό­μως, αλλά).

καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

αὐτός: ονομ. εν. αρσ. της οριστικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= αυτός ο ίδιος, αυ­τή η ίδια, αυτό το ίδιο).

ἒδωκα: α΄ εν. οριστ. αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. δίδωμι (= δίνω).

δυοῖν: δοτ. δυϊκού του απόλυτου αριθμητικού επιθέτου οἱ δύο, αἱ δύο, τὰ δύο (= δύο).

ἀνδροῖν: δοτ. δυικού αρσ. του ουσιαστικού γ’ κλίσης ὁ ἀνήρ, τοῦ ἀνδρός (= ο άντρας).

τριάκοντα: αιτιατ. πληθ. θηλ. του απόλυτου αριθμη­τικού επιθέτου οἱ τριάκοντα, αἱ τριάκοντα, τὰ τριάκοντα (= τριά­ντα). Κατά την κλίση κλίνεται μόνο το άρθρο.

δραχμάς: αιτιατ. πληθ. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ δραχμή (= η δραχμή).

ἑκατέρῳ: δοτ. εν. αρσ. της αόριστης επιμε­ριστικής αντωνυμίας ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον (= καθένας από τους δύο).

οὐχ: αρνητικό επίρρημα, αρνητικό μόριο (= όχι, δεν).

ὡς: αναφορικό τροπικό παραβολικό επίρρημα (= όπως, καθώς).

πολλά: αιτιατ. πληθ. ουδ. του ανώμαλου επιθέτου ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολύ (= ο πολύς, η πολλή, το πολύ).

κεκτημένος: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής παρακ. μέσης φωνής του αποθετικού ρ. κτάομαι-κτῶμαι (= αποκτώ, έχω).

ἀλλ’ (= ἀλλά): παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= ό­μως, αλλά).

ἳνα: τελικός σύνδεσμος (= για να).

παράδειγμα: ονομ. εν. ουδέτερου του ουσιαστικού τὸ παράδειγμα, τοῦ παραδείγματος (= το πα­ράδειγμα).

γένηται: γ’ εν. υποτ. αορ. β’ μέσης φωνής του α­ποθετικού ρ. γίγνομαι (= γίνομαι).

τοῖς ἂλλοις: δοτ. πληθ. αρσ. της αόρι­στης επιμεριστικής αντωνυμίας ἂλλος, ἂλλη, ἂλλο (= άλλος, άλλη, άλ­λο).

Καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

μοι: δοτ. εν. προσωπικής αντωνυμίας απροσώπου (δεύτερος τύπος, αδύνατος ή εγκλιτικός) (μοι= για εμένα, για μένα).

ἀνάβητε: β’ πληθ. προστ. αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. ἀναβαίνω (= ανεβαίνω).

Ετυμολογική προσέγγιση

συλλεγέντων (συλλέγω): < σὺν + λέγω

δημοτῶν (ὁ δημότης): < δῆμος

ἐφοδίων (τὸ ἐφόδιον): < ἐπί + ὁδός

ἀποροῦντας (ἀπορῶ): < (στερ.) + πόρος

ἐπιτήδεια: < ἐπιτήδειος < ἐπίτηδες

συνεβούλευον: σὺν + βουλεύω

δραχμάς (ἡ δραχμή): δράττομαι (=παίρνω μια χούφτα από κάτι)

Λεξιλογικός πίνακας

α.ε. Μετάφραση Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε.
συλλεγέντων συγκεντρώνομαι σύλλογος, συλλογικός, συλλογικότητα, διασυλλογικός, συλλογή
δημοτῶν πολίτης βλ. παρ. 5 δῆμον
ἐξόδου εκστρατεία έξοδος, εξοδούχος. διέξοδος, διεξοδικός
εἰδὼς γνωρίζω βλ. παρ. 1 συνῄδη
πολίτας πολίτης βλ. παρ. 3 πολιτείας
χρηστοὺς ενάρετος χρήση, χρήσιμος, χρηστικός, άχρηστος, εύχρηστος, δύσχρηστος
ὄντας είμαι βλ. παρ. 3 εἰμί
προθύμους πρόθυμος προθυμία, απρόθυμος, απροθυμία, προθυμοποιούμαι
ἐφοδίων εφόδια εφοδιάζω, εφοδιασμός, εφοδιαστικός, εφοδιασμένος, ανεφοδίαστος
ἀποροῦντας στερούμαι απορία, απορώ, απορημένος, άπορος
εἶπον λέω βλ. παρ. 3 λέγοντος
χρὴ πρέπει βλ. χρηστούς
ἔχοντας έχω βλ. παρ. 1 εἶχον
παρέχειν προσφέρω βλ. παρ. 1 εἶχον
ἐπιτήδεια απαραίτητα επιτήδειος, ανεπιτήδειος
ἀπόρως χωρίς χρήματα βλ. ἀποροῦντας
διακειμένοις συμπεριφέρομαι βλ. παρ. 2 διακείμενος
συνεβούλευον συμβουλεύω συμβούλιο, συμβουλή, συμβουλευτικός, συμβουλεύω, σύμβουλος
ἔδωκα δίνω βλ. παρ. 9 διδόναι
δυοῖν δύο βλ. παρ. 10 δύο
ἀνδροῖν άνδρας αντρικός, ανδρεία, ανδραγαθία, ανδραγάθημα, ανδρείος, αντριεύομαι, ανδροκρατία
τριάκοντα τριάντα βλ. παρ. 10 τριάκοντα
κεκτημένος αποκτώ κτήση, κτήμα, κτηματίας, κεκτημένος, αποκτώ, απόκτημα, απόκτηση, κατάκτηση, συναποκτηθέντα
παράδειγμα παράδειγμα παράδειγμα, παραδειγματίζω, παραδειγματικός
γένηται γίνομαι βλ. παρ. 10 γενέσθαι
ἀνάβητε ανεβαίνω βλ. παρ. 8 ἀνάβηθι

Χρονικές αντικαταστάσεις

  • συλλεγομένων, συλλεξομένων, συλλεχθησομένων, συλλεγησομένων, συλλεξαμένων, συλλεχθέντων/ συλλεγέντων, συνειλεγμένων
  • εἰδώς, εἰσόμενος/ εἰδήσων, (γνούς), (ἐγνωκώς)
  • ὂντας, ἐσομένους, γενομένους, γεγονότας
  • ἀποροῦντας, ἀπορήσοντας, ἀπορήσαντας, ἠπορηκότας
  • λέγω, ἒλεγον, λέξω/ ἐρῶ, ἒλεξα/ εἶπα / εἶπον, εἲρηκα, εἰρήκειν
  • χρή/ χρεών ἐστι(ν), ἐχρῆν και χρῆν
  • ἒχοντας, ἓξοντας/ σχήσοντας, σχόντας, ἐσχηκότας
  • παρέχειν, παρέξειν/ παρασχήσειν, παρασχεῖν, παρεσχηκέναι
  • διακειμένοις, διακεισομένοις
  • συμβουλεύω, συνεβούλευον, συμβουλεύσω, συνεβούλευσα, συμβεβούλευκα, συνεβεβουλεύκειν
  • δίδωμι, ἐδίδουν, δώσω, ἒδωκα, δέδωκα, ἐδεδώκειν
  • κτώμενος, κτησόμενος, κτησάμενος/ κτηθείς, κεκτημένος
  • γίγνηται, γένηται, γεγενημένον ᾖ και γεγονός ᾖ
  • ἀναβαίνετε, ἀνάβητε, ἀναβεβηκότες ἒστε

Εγκλιτικές αντικαταστάσεις

  • εἶπον, εἲπω, εἲποιμι, (εἰπεῖν, εἰπών)
  • χρή/ χρεών ἐστι(ν), χρῇ, χρείη και χρεών εἲη, χρεών ἒστω, (χρῆναι, χρεών)
  • ἒδωκα, δῶ, δοίην, -,(δοῦναι, δούς)
  • ἐγένετο, γένηται, γένοιτο, γενέσθω, (γενέσθαι, γενόμενος)
  • ἀνέβητε, ἀναβῆτε, ἀναβαίητε/ ἀναβαῖτε, ἀνάβητε,(ἀναβῆναι, ἀναβάς)

Συντακτική ανάλυση

Συλλεγέντων τοίνυν τῶν δημοτῶν πρὸ τῆς ἐξόδου͵ εἰδὼς αὐτῶν ἐνίους πολίτας μὲν χρηστοὺς ὄντας καὶ προθύμους͵ ἐφοδίων δὲ ἀποροῦντας͵ εἶπον: Κύρια πρόταση

εἶπον: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο.

Συλλεγέντων: επιρρηματική χρονική μετοχή με υποκείμενο τῶν δημοτῶν (απόλυτη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο εἶπον.

πρὸ τῆς ἐξόδου: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο συλλεγέντων.

εἰδὼς: επιρρηματική αιτιολογική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (ενν.) (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο εἶπον.

ἐνίους: αντικείμενο στο εἰδώς.

αὐτῶν: γενική διαιρετική στο ἐνίους.

ὄντας μὲν- δὲ ἀποροῦντας: κατηγορηματικές μετοχές από το εἰδώς με υποκείμενο ἐνίους ως κατηγορηματικοί προσδιορισμοί του υποκειμένου τους.

πολίτας: κατηγορούμενο στο ἐνίους μέσω του συνδετικού ρήματος ὂντας.

χρηστοὺς καὶ προθύμους: επιθετικοί προσδιορισμοί στο πολίτας.

ἐφοδίων: αντικείμενο στο ἀποροῦντας.

ὅτι χρὴ τοὺς ἔχοντας παρέχειν τὰ ἐπιτήδεια τοῖς ἀπόρως διακειμένοις: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ως αντικείμενο στο εἶπον της κύριας πρότασης που προηγείται.

χρὴ: ρήμα/ παρέχειν: υποκείμενο απρόσωπου ρήματος, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο τοὺς ἔχοντας (ετεροπροσωπία).

τὰ ἐπιτήδεια: άμεσο αντικείμενο στο παρέχειν.

τοῖς διακειμένοις: επιθετική μετοχή με υποκείμενο το άρθρο της, τοῖς, ως έμμεσο αντικείμενο στο παρέχειν.

τοῖς ἀπόρως: επιθετικός προσδιορισμός στο διακειμένοις δυνάμει του άρθρου.

καὶ οὐ μόνον τοῦτο συνεβούλευον τοῖς ἄλλοις: Κύρια πρόταση

συνεβούλευον: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ τοῦτο: αντικείμενο άμεσο, σύστοιχο/ τοῖς ἄλλοις: αντικείμενο έμμεσο.

ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἔδωκα δυοῖν ἀνδροῖν τριάκοντα δραχμὰς ἑκατέρῳ͵ οὐχ ὡς πολλὰ κεκτημένος: Κύρια πρόταση

ἔδωκα: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ δραχμὰς: αντικείμενο άμεσο / ἀνδροῖν: αντικείμενο έμμεσο.

αὐτὸς: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο ἐγώ (ενν.)

δυοῖν: επιθετικός προσδιορισμός στο ἀνδροῖν.

τριάκοντα: επιθετικός προσδιορισμός στο δραχμὰς.

ἑκατέρῳ: επιμεριστική παράθεση στο δυοῖν ἀνδροῖν.

οὐχ ὡς κεκτημένος: επιρρηματική αιτιολογική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (ενν.) (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο ἒδωκα.

πολλὰ: αντικείμενο σύστοιχο στο κεκτημένος.

ἀλλ΄ ἵνα παράδειγμα τοῦτο τοῖς ἄλλοις γένηται: Δευτερεύουσα επιρρηματική τελική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στο ἔδωκα της κύριας πρότασης που προηγείται.

γένηται: ρήμα/ τοῦτο: υποκείμενο/ παράδειγμα: κατηγορούμενο στο τοῦτο μέσω του συνδετικού ρήματος γένηται.

τοῖς ἄλλοις: δοτική αντικειμενική στο παράδειγμα.

Καί μοι ἀνάβητε: Κύρια πρόταση

ἀνάβητε: ρήμα / ὑμεῖς (ενν.): υποκείμενο.

μοι: δοτική προσωπική χαριστική στο ἀνάβητε.

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.