Παράγραφος 13
Για να μεταφερθείτε σε κάποια άλλη ενότητα των Αρχαίων Ελληνικών Προσανατολισμού της Β’ Λυκείου επιλέξτε την αντίστοιχη σελίδα από το παρακάτω μενού:
Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου
Διήγηση-Απόδειξη Παράγραφος 13
Πρωτότυπο Κείμενο
Πρῶτον μὲν γάρ͵ ὅτε τὴν συμμαχίαν ἐποιήσασθε πρὸς [τοὺς] Βοιωτοὺς καὶ εἰς Ἁλίαρτον ἔδει βοηθεῖν͵ ὑπὸ Ὀρθοβούλου κατειλεγμένος ἱππεύειν, ἐπειδὴ πάντας ἑώρων τοῖς μὲν ἱππεύουσιν ἀσφάλειαν εἶναι δεῖν νομίζοντας͵ τοῖς δ΄ ὁπλίταις κίνδυνον ἡγουμένους͵ ἑτέρων ἀναβάντων ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀδοκιμάστων παρὰ τὸν νόμον ἐγὼ προσελθὼν ἔφην τῷ Ὀρθοβούλῳ ἐξαλεῖψαί με ἐκ τοῦ καταλόγου͵ ἡγούμενος αἰσχρὸν εἶναι τοῦ πλήθους μέλλοντος κινδυνεύειν ἄδειαν ἐμαυτῷ παρασκευάσαντα στρατεύεσθαι. Καί μοι ἀνάβηθι͵ Ὀρθόβουλε.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Μετάφραση
Αρχικά λοιπόν, όταν κάνατε τη συμμαχία με τους Βοιωτούς και έπρεπε να βοηθήσετε στην Αλίαρτο, ενώ ο Ορθόβουλος με είχε συμπεριλάβει στον κατάλογο των ιππέων, επειδή έβλεπα όλους να πιστεύουν ότι οι ιππείς θα πρέπει να είναι ασφαλείς, ενώ νόμιζαν ότι οι πεζοί θα κινδυνεύουν, παρόλο που άλλοι γίνονταν ιππείς χωρίς να έχουν δοκιμαστεί παραβιάζοντας τον νόμο, εγώ, αφού παρουσιάστηκα, είπα στον Ορθόβουλο να με διαγράψει από τον κατάλογο νομίζοντας ότι είναι αισχρό ενώ το πλήθος πρόκειται να κινδυνεύσει να εκστρατεύσω, αφού εξασφαλίσω τον εαυτό μου. Ανέβα, λοιπόν στο βήμα για μένα, Ορθόβουλε.
Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση
Πρῶτον μὲν γάρ͵
ὅτε ἐποιήσασθε τὴν συμμαχίαν
πρὸς [τοὺς] Βοιωτοὺς
καὶ εἰς Ἁλίαρτον
ἔδει βοηθεῖν͵
ὑπὸ Ὀρθοβούλου
κατειλεγμένος
ἱππεύειν,
ἐπειδὴ ἑώρων
πάντας νομίζοντας
τοῖς μὲν ἱππεύουσιν δεῖν
ἀσφάλειαν εἶναι͵
ἡγουμένους
τοῖς δ΄ ὁπλίταις κίνδυνον͵
ἑτέρων ἀναβάντων
ἐπὶ τοὺς ἵππους
ἀδοκιμάστων
παρὰ τὸν νόμον
ἐγὼ προσελθὼν
ἔφην τῷ Ὀρθοβούλῳ
ἐξαλεῖψαί με
ἐκ τοῦ καταλόγου͵
ἡγούμενος αἰσχρὸν εἶναι
μέλλοντος τοῦ πλήθους
κινδυνεύειν
στρατεύεσθαι
ἄδειαν παρασκευάσαντα ἐμαυτῷ.
Καί μοι ἀνάβηθι͵
Ὀρθόβουλε.
Αρχικά λοιπόν,
όταν κάνατε τη συμμαχία
με τους Βοιωτούς
και στην Αλίαρτο
έπρεπε να βοηθήσετε,
ενώ ο Ορθόβουλος
με είχε συμπεριλάβει
στον κατάλογο των ιππέων,
επειδή έβλεπα
όλους να πιστεύουν
ότι οι ιππείς θα πρέπει
να είναι ασφαλείς,
ενώ νόμιζαν
ότι οι πεζοί θα κινδυνεύουν,
παρόλο που άλλοι
γίνονταν ιππείς
χωρίς να έχουν δοκιμαστεί
παραβιάζοντας τον νόμο,
εγώ, αφού παρουσιάστηκα,
είπα στον Ορθόβουλο
να με διαγράψει
από τον κατάλογο
νομίζοντας ότι είναι αισχρό
ενώ το πλήθος πρόκειται
να κινδυνεύσει
να εκστρατεύσω,
αφού εξασφαλίσω τον εαυτό μου.
Ανέβα, λοιπόν στο βήμα για μένα,
Ορθόβουλε.
Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια
Πρῶτον: χρονικό επίρρημα υπερθετικού βαθμού (= πρώτον, κατά πρώτον, πρώτα πρώτα).
Από την πρόθεση πρὸ προέρχονται τα παραθετικά πρότερος, πρῶτος<πρό-ατος) ως επίθετα· στη συνέχεια από αυτά παράγονται τα αντίστοιχα επιρρήματα πρότερον και πρῶτον ή πρῶτα.
μὲν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= όμως, αλλά).
γὰρ: αιτιολογικός σύνδεσμος με διασαφητική ή μεταβατική σημασία (= δηλαδή, λοιπόν).
ὃτε: χρονικός σύνδεσμος (= όταν).
τὴν συμμαχίαν: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ συμμαχία (= η συμμαχία).
ἐποιήσασθε: β’ πληθ. οριστ. αορ. α’ μέσης φωνής του ρ. ποιέομαι–ποιοῦμαι (= κάνω για τον εαυτό μου).
(ποιοῦμαι εἰρήνην = συνάπτω ειρήνη μεταξύ του εαυτού μου και κάποιου άλλου).
(ποιῶ εἰρήνην = γίνομαι αίτιος ειρήνης τρίτων).
πρὸς: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= προς, ως προς, προς το μέρος).
τοὺς Βοιωτούς: αιτιατ. πληθ. αρσ. του κύριου ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ Βοιωτός (= ο κάτοικος της Βοιωτίας).
καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
εἰς: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= σε).
Ἀλίαρτον: αιτιατ. εν. θηλ. του κύριου ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ Ἀλίαρτος.
ἒδει: γ’ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του απρόσωπου ρ. δεῖ (= πρέπει).
βοηθεῖν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. βοηθέω–βοηθῶ (= βοηθώ).
ὑπό: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (=από).
Ὀρθοβούλου: γεν. εν. αρσ. του κύριου ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ Ὀρθόβουλος.
κατειλεγμένος: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής παρακ. μέσης φωνής του ρ. καταλέγομαι (= καταγράφομαι, γράφομαι σε κατάλογο).
ἱππεύειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἱππεύω (= είμαι ιππέας,υπηρετώ στο ιππικό).
ἐπειδή: αιτιολογικός σύνδεσμος (= επειδή).
πάντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της επιμεριστικής αντωνυμίας πᾶς, πᾶσα, πᾶν (= καθένας, καθεμία, καθένα).
ἑώρων: α’ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ὁράω– ὁρῶ (= βλέπω).
τοῖς ἱππεύουσιν: δοτ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἳππεύω (= είμαι ιππέας, υπηρετώ στο ιππικό).
(οἱ ἱππεύοντες = οι ιππείς).
μὲν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= όμως, αλλά).
ἀσφάλειαν: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ ἀσφάλεια (= η ασφάλεια).
εἶναι: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).
δεῖν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του απρόσωπου ρ. δεῖ (= πρέπει). Το απρόσωπο ρ. δεῖ δηλώνει την υλική ανάγκη· αντίθετα, το απρόσωπο ρ. χρή την ηθική.
νομίζοντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστώτα ενεργ. φωνής του ρ. νομίζω (= νομίζω).
δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= όμως, αλλά).
τοῖς ὁπλίταις: δοτ. πληθ. αρσ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ὁ ὁπλίτης (= ο οπλίτης, ο πεζός στρατιώτης).
κίνδυνον: αιτιατ. εν. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ κίνδυνος (= ο κίνδυνος).
ἡγουμένους: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. μέσης φωνής του αποθετικού ρ. ἡγέομαι–ἡγοῦμαι (= νομίζω).
ἑτέρων: γεν. πληθ. αρσ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας ἓτερος, ἑτέρα, ἓτερον (= ο άλλος από τους δύο, η άλλη από τις δύο, το άλλο από τα δύο).
ἀναβάντων: γεν. πληθ. αρσ. της μετοχής αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. ἀναβαίνω (= ανεβαίνω).
ἐπί: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική(= σε, επάνω).
τοὺς ἳππους: αιτιατ. πληθ. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ ἳππος (= ο ίππος, το άλογο).
ἀδοκιμάστων: γεν. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ/ἡ ἀδοκίμαστος, τὸ ἀδοκίμαστον (= ο ανεξέταστος, αυτός που δεν έχει υποβληθεί σε δοκιμασία).
παρά: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= από, αντίθετα προς, διαφορετικά από).
τὸν νόμον: αιτιατ. εν. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ νόμος (= ο νόμος).
ἐγώ: ονομ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου.
προσελθών: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. προσέρχομαι (= έρχομαι κοντά ή πηγαίνω κοντά).
ἒφην: α’ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. φημί (= λέω, συμφωνώ, ισχυρίζομαι).
τῷ Ὀρθοβούλῳ: δοτ. εν. αρσεν. του κύριου ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ Ὀρθόβουλος.
ἐξαλεῖψαὶ: απαρ. αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. ἐξαλείφω (=σβήνω, εξαφανίζω).
(ἐξαλείφω τινά ἐκ τοῦ καταλόγου = διαγράφω το όνομα κάποιου από τον κατάλογο).
με: αιτιατ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (δεύτερος τύπος, αδύνατος ή εγκλιτικός) (με= εμένα, με).
ἐκ: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= από, με).
τοῦ καταλόγου: γεν. εν. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ κατάλογος (= ο κατάλογος).
ἡγούμενος: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής ενεστ. μέσης φωνής του αποθετικού ρ. ἡγέομαι-ἡγοῦμαι (= νομίζω).
αἰσχρόν: αιτιατ. εν. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ αἰσχρός, ἡ αἰσχρά, τὸ αἰσχρόν (= επονείδιστος, ντροπιαστικός).
εἶναι: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).
τοῦ πλήθους: γεν. εν. ουδ. του ουσιαστικού γ’ κλίσης τὸ πλῆθος, τοῦ πλήθους (= το πλήθος).
μέλλοντος: γεν. εν. ουδ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. μέλλω (= έχω σκοπό).
κινδυνεύειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. κινδυνεύω (= κινδυνεύω).
ἂδειαν: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ ἂδεια (= η ασφάλεια, η αφοβία).
ἐμαυτῷ: δοτ. εν. αρσ. της αυτοπαθητικής αντωνυμίας α’ προσώπου ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς (= στον εαυτό μου).
παρασκευάσαντα: αιτιατ. εν. αρσ. της μετοχής αορ. α’ ενεργ. φωνής του ρ. παρασκευάζω (= ετοιμάζω).
(παρασκευάζω ἐμαυτῷ ἂδειαν = εξασφαλίζω τον εαυτό μου).
στρατεύεσθαι: απαρ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. στρατεύομαι (= εκστρατεύω).
Καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
μοι: δοτ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (δεύτερος τύπος, αδύνατος ή εγκλιτικός) (μοι= για εμένα, για μένα).
ἀνάβηθι: β’ εν. προστ. αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. ἀναβαίνω (= ανεβαίνω).
Ὀρθόβουλε: κλητ. εν. αρσ. του κύριου ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ Ὀρθόβουλος.
Ετυμολογική προσέγγιση
συμμαχίαν (ἡ συμμαχία): < σύν + μάχη < μάχομαι
βοηθεῖν (βοηθῶ): < βοή + θέω (= τρέχω)
Ὀρθοβούλου (ὁ Ὀρθόβουλος): < ὀρθός + βουλή
κατειλεγμένος (καταλέγομαι): < κατά +λέγομαι < λόγος
ἀσφάλειαν (ἡ ἀσφάλεια): < ἀ (στερ.) + σφάλλομαι (= σκοντάφτω, τρικλίζω)
νομίζοντας (νομίζω): < νομός < νέμω
ὁπλίταις (ὁ ὁπλίτης): < τὸ ὃπλον
ἀδοκιμάστων (ὁ ἀδοκίμαστος): < ἀ (στερ.) + δόκιμος < δοκέω-ῶ
προσελθών (προσέρχομαι): < πρὸς + ἒρχομαι
ἐξαλεῖψαι (ἐξαλείπτω): < ἐκ/ ἐξ + ἀλείπτω
καταλόγους (ὁ κατάλογος): < κατά + λόγος < λέγω
πλήθους (τὸ πλῆθος): < πλήθω < πίμπλημι (= γεμίζω)
ἂδειαν (ἡ ἂδεια): < ἀδεῆς < ἀ (στερ.) + δέος (= φόβος)
παρασκευάσαντα (παρασκευάζω): < παρά + σκευάζω < σκευή < σκεῦος
στρατεύεσθαι (στρατεύομαι): < στρατός < στορέννυμι – στρώννυμι (= στρώνω, ξαπλώνω, απλώνω)
Λεξιλογικός πίνακας
α.ε. | Μετάφραση | Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε. |
πρῶτον | αρχικά | βλ. παρ. 3 πρῶτον |
συμμαχίαν | συμμαχία | σύμμαχος, συμμαχώ, συμμαχικός |
ἐποιήσασθε | κάνω | βλ. παρ. 1 ποιεῖν |
βοηθεῖν | βοηθάω | βοηθώ, βοήθεια, βοηθητικός, αβοήθητος, βοήθημα, βοηθός |
κατειλεγμένος | εκλέγομαι | βλ. παρ. 2 λέγοντος |
ἱππεύειν | ιππεύω | βλ. παρ. 3 ἳππευον |
πάντας | όλοι | βλ. παρ. 1 παντός |
ἑώρων | βλέπω | βλ. παρ. 8 ὁρῶ |
ἱππεύουσιν | ιππέας | βλ. παρ. 3 ἳππευον |
ἀσφάλειαν | ασφάλεια | ασφαλίζω, ασφαλιστής, ασφαλιστικός, ανασφαλής, επισφαλής, ασφαλισμένος, ανασφάλιστος, εξασφαλίζω, διασφαλίζω |
εἶναι | είναι | βλ. παρ. 1 εἰμί |
νομίζοντας | νομίζω | νόμισμα, νομισματικός, νομισματοκοπείο, ανομία, παρανομία, νομικός, παράνομος, σύννομος, νομοθετώ |
ὁπλίταις | στρατιώτης | όπλο, οπλίζω, οπλισμός, οπλισμένος, άοπλος, ένοπλος, οπλοφορία, εξοπλίζω, εξοπλισμός, εξοπλιστικός, αφοπλίζω, αφοπλισμός, αφοπλιστικός, οπλοκατοχή, εφοπλιστής, παροπλισμένος |
κίνδυνον | κίνδυνος | βλ. παρ. 12 κινδύνους |
ἡγουμένους | θεωρώ | βλ. παρ. 1 ἡγοῦμαι |
ἀναβάντων | ανεβαίνω | βλ. παρ. 8 ἀνάβηθι |
ἵππους | άλογο | βλ. παρ. 3 ἳππευον |
ἀδοκιμάστων | ανεξέταστος | βλ. παρ. 3 δοκιμάζειν |
νόμον | νόμος | βλ. νομίζοντας |
προσελθὼν | έρχομαι | βλ. παρ. 4 ἢλθομεν |
ἔφην | λέω | φήμη, φωνή, φημολογία, διαφήμιση, διαφημιστικός, φημίζομαι, αφασία, άφατος, φημισμένος, επευφημώ, κατάφαση, προφήτης |
ἐξαλεῖψαί | σβήνω | βλ. παρ. 7 ἐξαλειφθῆναι |
καταλόγου | κατάλογος | βλ. παρ. 2 λέγοντος |
ἡγούμενος | θεωρώ | βλ. παρ. 1 ἡγοῦμαι |
αἰσχρὸν | επαίσχυντο | βλ. παρ. 12 αἰσχράν |
εἶναι | είναι | βλ. παρ. 1 εἰμί |
πλήθους | λαός | πληθαίνω, πληθυσμός, πληθυντικός, υπερπληθυσμός, πληθώρα, πληθωρισμός, πληθωρικός, πολυπληθής |
μέλλοντος | σκοπεύω | μέλλον, μελλοντικός, μελλούμενα, μέλλημα, μελλοθάνατος |
κινδυνεύειν | κινδυνεύω | βλ. παρ. 12 κινδύνους |
ἄδειαν | άδεια | αδειάζω, άδειος, αδειούχος, άδεια, αδειανός, άδειασμα |
παρασκευάσαντα | προετοιμάζω | παρασκευάζω, παρασκεύασμα, παρασκευαστής, παρασκευαστήριο, απαρασκεύαστος, παρασκευή |
στρατεύεσθαι | εκστρατεύω | βλ. παρ. 12 στρατείας |
ἀνάβηθι | ανεβαίνω | βλ. παρ. 8 ἀνάβηθι |
Χρονικές αντικαταστάσεις
- ποιεῖσθε, ἐποιεῖσθε, ποιήσεσθε/ ποιηθήσεσθε, ἐποιήσασθε/ ἐποιήθητε, πεποίησθε, ἐπεποίησθε
- δεῖ, ἒδει, δεήσει, ἐδέησε, δεδέηκε, ἐδεδεήκει
- βοηθεῖν, βοηθήσειν, βοηθῆσαι, βεβοηθηκέναι
- καταλεγόμενος, καταλεξόμενος/ (καταλεχθησόμενος) /καταλεγησόμενος, καταλεξάμενος/ καταλεχθείς/ καταλεγείς, κατειλεγμένος
- ἱππεύειν, ἱππεύσειν, ἱππεῦσαι, ἱππευκέναι
- ἑώρων: βλ. στους αρχικούς χρόνους
- ἱππεύουσιν, ἱππεύσουσιν, ἱππεύσασιν, ἱππευκόσιν
- εἶναι, ἒσεσθαι, γενέσθαι, γεγονέναι
- δεῖν, δεήσειν, δεήσαι, δεδεηκέναι
- νομίζοντας, νομιοῦντας, νομίσαντας, νενομικότας
- ἡγουμένους, ἡγησομένους, ἡγηθησόμενους, ἡγησαμένους/ ἡγηθέντας, ἡγημένους
- ἀναβαινόντων, ἀναβησομένων, ἀναβάντων, ἀναβεβηκότων
- προσερχόμενος/ προσιών, προσιών, προσελθών, προσεληλυθώς
- φημί, ἒφην, φήσω/ἐρῶ, ἒφησα/εἶπον, (εἲρηκα, εἰρήκειν)
- ἐξαλείφειν, ἐξαλείψειν, ἐξαλεῖψαι, ἐξαληλιφέναι
- ἡγούμενος, ἡγησόμενος, ἡγησάμενος/ ἡγηθείς, ἡγημένος
- μέλλοντος, μελλήσοντος, μελλήσαντος
- κινδυνεύειν, κινδυνεύσειν, κινδυνεῦσαι, κεκινδυνευκέναι
- παρασκευάζοντα, παρασκευάσοντα, παρασκευάσαντα, παρεσκευακότα
- στρατεύεσθαι, στρατεύσεσθαι, στρατεύσασθαι/ (στρατευθῆναι), ἐστρατεῦσθαι
- ἀνάβαινε, ἀνάβηθι, ἀναβεβηκώς ἲσθι
Εγκλιτικές αντικαταστάσεις
- ἐποιήσασθε, ποιήσησθε, ποιήσαισθε, ποιήσασθε, (ποιήσασθαι, ποιησάμενοι)
- ἀνέβης, ἀναβῇς, ἀναβαίης, ἀνάβηθι, (ἀναβῆναι, ἀναβάς)
Συντακτική ανάλυση
πρῶτον μὲν γάρ- ὑπὸ Ὀρθοβούλου κατειλεγμένος ἱππεύειν ἑτέρων ἀναβάντων ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀδοκιμάστων παρὰ τὸν νόμον ἐγὼ προσελθὼν ἔφην τῷ Ὀρθοβούλῳ ἐξαλεῖψαί με ἐκ τοῦ καταλόγου͵ ἡγούμενος αἰσχρὸν εἶναι τοῦ πλήθους μέλλοντος κινδυνεύειν ἄδειαν ἐμαυτῷ παρασκευάσαντα στρατεύεσθαι: Κύρια πρόταση
ἔφην: ρήμα/ ἐγὼ: υποκείμενο/ ἐξαλεῖψαί: άμεσο αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο τὸν Ὀρθόβουλον (ετεροπροσωπία)/ τῷ Ὀρθοβούλῳ: έμμεσο αντικείμενο.
με: αντικείμενο στο ἐξαλεῖψαί.
ἐκ τοῦ καταλόγου: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει απομάκρυνση από τόπο στο ἐξαλεῖψαί.
κατειλεγμένος: επιρρηματική εναντιωματική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης στο ἒφην.
ἱππεύειν: απαρέμφατο του σκοπού με υποκείμενο ἐγώ (ταυτοπροσωπία) στο κατειλεγμένος.
ὑπὸ Ὀρθοβούλου: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του ποιητικού αιτίου στο κατειλεγμένος.
ἀναβάντων: επιρρηματική εναντιωματική μετοχή με υποκείμενο ἑτέρων (απόλυτη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης στο ἒφην.
ἀδοκιμάστων: επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου στο ἀναβάντων.
ἐπὶ τοὺς ἵππους: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του τόπου στο ἀναβάντων.
παρὰ τὸν νόμον: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης στο ἀναβάντων.
προσελθὼν: επιρρηματική χρονική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἒφην.
ἡγούμενος: επιρρηματική αιτιολογική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο ἒφην.
αἰσχρὸν εἶναι: αντικείμενο, ειδικό απαρέμφατο με υποκείμενο στρατεύεσθαι (ετεροπροσωπία) στο ἡγούμενος.
στρατεύεσθαι: υποκείμενο στο αἰσχρόν εἶναι, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο ἐμέ (ετεροπροσωπία).
παρασκευάσαντα: επιρρηματική χρονική μετοχή με υποκείμενο ἐμέ (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο στρατεύεσθαι.
ἄδειαν: άμεσο αντικείμενο στο παρασκευάσαντα.
ἐμαυτῷ: έμμεσο αντικείμενο στο παρασκευάσαντα.
μέλλοντος: επιρρηματική εναντιωματική μετοχή με υποκείμενο τοῦ πλήθους (απόλυτη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης στο στρατεύεσθαι.
κινδυνεύειν: αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο τοῦ πλήθους (ταυτοπροσωπία) στο μέλλοντος.
πρῶτον: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἒφην.
ὅτε τὴν συμμαχίαν ἐποιήσασθε πρὸς [τοὺς] Βοιωτοὺς: Δευτερεύουσα επιρρηματική χρονική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἒφην της κύριας πρότασης που προηγείται.
ἐποιήσασθε: ρήμα / ὑμεῖς (ενν.): υποκείμενο/ τὴν συμμαχίαν: αντικείμενο.
πρὸς Βοιωτοὺς: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει φιλική διάθεση στο ἐποιήσασθε.
καὶ εἰς Ἁλίαρτον ἔδει βοηθεῖν: Δευτερεύουσα επιρρηματική χρονική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἒφην της κύριας πρότασης που προηγείται.
ἔδει: ρήμα/ βοηθεῖν: υποκείμενο, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο ὑμᾶς (ενν.) (ετεροπροσωπία).
εἰς Ἁλίαρτον: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της κατεύθυνσης σε τόπο στο βοηθεῖν.
ἐπειδὴ πάντας ἑώρων τοῖς μὲν ἱππεύουσιν ἀσφάλειαν εἶναι δεῖν νομίζοντας͵ τοῖς δ΄ ὁπλίταις κίνδυνον ἡγουμένους: Δευτερεύουσα επιρρηματική αιτιολογική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο ἒφην της κύριας πρότασης που προηγείται.
ἑώρων: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο /πάντας: αντικείμενο.
νομίζοντας: κατηγορηματική μετοχή από το ἑώρων με υποκείμενο πάντας ως κατηγορηματικός προσδιορισμός του υποκειμένου της.
δεῖν: αντικείμενο, ειδικό απαρέμφατο με υποκείμενο εἶναι (ετεροπροσωπία) στο νομίζοντας.
εἶναι: υποκείμενο στο δεἶν, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο ἀσφάλειαν (ετεροπροσωπία).
τοῖς μὲν ἱππεύουσιν: επιθετική μετοχή με υποκείμενο το άρθρο της, τοῖς, ως δοτική προσωπική κτητική στο εἶναι.
ἡγουμένους: κατηγορηματική μετοχή από το ἑώρων με υποκείμενο πάντας ως κατηγορηματικός προσδιορισμός του υποκειμένου της.
εἶναι (ενν.): αντικείμενο στο ἡγουμένους, ειδικό απαρέμφατο με υποκείμενο κίνδυνον (ετεροπροσωπία).
τοῖς δ΄ ὁπλίταις: δοτική προσωπική κτητική στο εἶναι (ενν.)
Καί μοι ἀνάβηθι͵ Ὀρθόβουλε: Κύρια πρόταση
ἀνάβηθι: ρήμα/ σύ(ενν.): υποκείμενο.
μοι: δοτική προσωπική χαριστική στο ἀνάβηθι.
Ὀρθόβουλε: κλητική προσφώνηση.
Η ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.