Παράγραφος 11
Για να μεταφερθείτε σε κάποια άλλη ενότητα των Αρχαίων Ελληνικών Προσανατολισμού της Β’ Λυκείου επιλέξτε την αντίστοιχη σελίδα από το παρακάτω μενού:
Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου
Διήγηση-Απόδειξη Παράγραφος 11
Πρωτότυπο Κείμενο
Καὶ τὰ μὲν ἴδια οὕτως διῴκηκα· περὶ δὲ τῶν κοινῶν μοι μέγιστον ἡγοῦμαι τεκμήριον εἶναι τῆς ἐμῆς ἐπιεικείας͵ ὅτι τῶν νεωτέρων ὅσοι περὶ κύβους ἢ πότους ἢ [περὶ] τὰς τοιαύτας ἀκολασίας τυγχάνουσι τὰς διατριβὰς ποιούμενοι͵ πάντας αὐτοὺς ὄψεσθέ μοι διαφόρους ὄντας͵ καὶ πλεῖστα τούτους περὶ ἐμοῦ λογοποιοῦντας καὶ ψευδομένους. Καίτοι δῆλον ὅτι͵ εἰ τῶν αὐτῶν ἐπεθυμοῦμεν͵ οὐκ ἂν τοιαύτην γνώμην εἶχον περὶ ἐμοῦ.
Μετάφραση
Και όσον αφορά την ιδιωτική μου ζωή έτσι έχω ζήσει. Σχετικά με τη δημόσια θεωρώ ότι είναι μέγιστη απόδειξη για μένα της δικής μου επιείκειας ότι από τους νεώτερους, όσοι τυχαίνει να περνάνε τον καιρό τους με ζάρια, ή ποτό, ή (με) τέτοιες ακολασίες, όλοι αυτοί θα δείτε ότι διαφέρουν από μένα και ότι με συκοφαντούν και λένε πολλά ψέματα για μένα. Και μάλιστα είναι φανερό ότι, εάν είχαμε τις ίδιες επιθυμίες, δεν θα είχαν τέτοια γνώμη για μένα.
Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση
Καὶ τὰ μὲν ἴδια
οὕτως διῴκηκα·
περὶ δὲ τῶν κοινῶν
ἡγοῦμαι μέγιστον εἶναι
τεκμήριον μοι
τῆς ἐμῆς ἐπιεικείας͵
ὅτι τῶν νεωτέρων
ὅσοι τυγχάνουσι
τὰς διατριβὰς ποιούμενοι
περὶ κύβους ἢ πότους
ἢ [περὶ] τὰς τοιαύτας ἀκολασίας͵
πάντας αὐτοὺς ὄψεσθέ
διαφόρους ὄντας μοι͵
καὶ πλεῖστα τούτους λογοποιοῦντας
καὶ ψευδομένους περὶ ἐμοῦ.
Καίτοι δῆλον ὅτι͵
εἰ τῶν αὐτῶν ἐπεθυμοῦμεν͵
οὐκ ἂν τοιαύτην γνώμην εἶχον
περὶ ἐμοῦ.
Και όσον αφορά την ιδιωτική μου ζωή
έτσι έχω ζήσει.
Σχετικά με τη δημόσια
θεωρώ ότι είναι μέγιστη
απόδειξη για μένα
της δικής μου επιείκειας,
ότι από τους νεώτερους,
όσοι τυχαίνει
να περνάνε τον καιρό τους
με ζάρια, ή ποτό,
ή (με) τέτοιες ακολασίες,
όλοι αυτοί θα δείτε
ότι διαφέρουν από μένα
και ότι με συκοφαντούν
και λένε πολλά ψέματα για μένα.
Και μάλιστα είναι φανερό ότι,
εάν είχαμε τις ίδιες επιθυμίες,
δεν θα είχαν τέτοια γνώμη
για μένα.
Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια
Καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
μὲν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= όμως, αλλά).
τὰ ἲδια: αιτιατ. πληθ. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ ἲδιος, ἡ ἰδία, τὸ ἲδιον (= προσωπικός, ιδιωτικός, ιδιαίτερος).
οὓτως: τροπικό επίρρημα.
διώκηκα: α’ εν. οριστ. παρακ. ενεργ. φωνής του ρ. διοικέω–διοικῶ (= διαχειρίζομαι, διευθετώ).
περὶ: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= για, σχετικά με).
δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= όμως, αλλά)
τῶν κοινῶν: γεν. πληθ. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ κοινός, ἡ κοινή, τὸ κοινόν (= δημόσιος).
(τὰ κοινά = οι δημόσιες υποθέσεις).
μοι: δοτ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (δεύτερος τύπος, αδύνατος ή εγκλιτικός) (μοι= για εμένα, για μένα).
μέγιστον: αιτιατ. εν. ουδ. του ανώμαλου επιθέτου ὁ μέγας, ἡ μεγάλη, τὸ μέγα (= ο μεγάλος, η μεγάλη, το μεγάλο) στον υπερθετικό βαθμό. ΣΥΓΚΡ.: ὁ/ἡ μείζων, τὸ μεῖζον, ΥΠΕΡΘ.: ὁ μέγιστος, ἡ μεγίστη, τὸ μέγιστον.
ἡγοῦμαι: α’ εν. οριστ. ενεστ. μέσης φωνής του αποθετικού ρ. ἡγέομαι–ἡγοῦμαι (= νομίζω).
τεκμήριον: αιτιατ. εν. ουδ. του ουσιαστικού β’ κλίσης τὸ τεκμήριον (= η απόδειξη).
εἶναι: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).
τῆς ἐμῆς: γεν. εν. θηλ. της κτητικής αντωνυμίας α’ προσώπου για έναν κτήτορα, ἐμός, ἐμή, ἐμόν (= ο δικός μου, η δική μου, το δικό μου).
ἐπιεικείας: γεν. εν. θηλ. του ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ ἐπιείκεια (= η τιμιότητα, η ειλικρίνεια).
ὃτι: ειδικός σύνδεσμος (= ότι).
τῶν νεωτέρων: γεν. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ νέος, ἡ νέα, τὸ νέον (= ο νέος, η νέα, το νέο) στο συγκριτικό βαθμό.
ὃσοι: ονομ. πληθ. αρσ. της αναφορικής αντωνυμίας ὃσος, ὃση, ὃσον (= όσος, όση, όσο).
περὶ: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= για, σχετικά με).
κύβους: αιτιατ. πληθ. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ κύβος (= το ζάρι).
ἢ: διαζευκτικός σύνδεσμος (= ή).
πότους: αιτιατ. πληθ. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ πότος (= το πιοτό).
ἢ: διαζευκτικός σύνδεσμος (= ή).
τὰς τοιαύτας: αιτιατ. πληθ. θηλ. της δεικτικής αντωνυμίας τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) (= τέτοιος, τέτοια, τέτοιο).
ἀκολασίας: αιτιατ. πληθ. θηλ. του ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ ἀκολασία (= η ασωτία, η ακολασία).
τυγχάνουσι: γ’ πληθ. οριστ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. τυγχάνω (= συμβαίνει να, τυχαίνει).
τὰς διατριβάς: αιτιατ. πληθ. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ διατριβή (=απασχόληση, διασκέδαση).
(ποιοῦμαι τάς διατριβάς = ασχολούμαι, περνώ ή χάνω τον καιρό μου).
ποιούμενοι: ονομ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. μέσης φωνής του ρ. ποιέομαι–ποιοῦμαι (= γίνομαι).
πάντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της επιμεριστικής αντωνυμίας ὁ πᾶς, ἡ πᾶσα, τὸ πᾶν (= καθένας).
αὐτοὺς: αιτιατ. πληθ. αρσ. της οριστικής-επαναληπτικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= αυτός, αυτή, αυτό).
ὂψεσθε: β’ πληθ. οριστ. μέλλ. μέσης φωνής του ρ. ὁράω–ὁρῶ (= βλέπω).
μοι: δοτ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (δεύτερος τύπος, αδύνατος ή εγκλιτικός) (μοι= για εμένα, για μένα).
διαφόρους: αιτιατ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ/ἡ διάφορος, τὸ διάφορον (= εχθρός, αντίθετος, αντίπαλος).
(διάφορος < διαφέρομαι = έχω διαφορές με κάποιον, φιλονικώ).
ὂντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).
καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
πλεῖστα: αιτιατ. πληθ. ουδ. του ανώμαλου επιθέτου ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολύ (= ο πολύς, η πολλή, το πολύ) στον υπερθετικό βαθμό.
τούτους: αιτιατ. πληθ. αρσ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).
περὶ: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= για, σχετικά με).
ἐμοῦ: γεν. εν.προσωπικής αντωνυμίας α’προσώπου (ἐμοῦ= για μένα).
λογοποιοῦντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. λογοποιέω–λογοποιῶ (= πλάθω μύθους).
καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.
ψευδομένους: αιτιατ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. μέσης φωνής του ρ. ψεύδομαι (= λέω ψέματα).
καίτοι: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= και όμως, εντούτοις, και βέβαια, και πράγματι).
δῆλον: ονομ. εν. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ δῆλος, ἡ δήλη, τὸ δῆλον (= ο φανερός, η φανερή, το φανερό).
ὃτι: ειδικός σύνδεσμος (= ότι).
εἰ: υποθετικός σύνδεσμος (= εάν).
τῶν αὐτῶν: γεν. πληθ. ουδ. της οριστικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο).
ἐπεθυμοῦμεν: α΄ πληθ. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ἐπιθυμέω-ἐπιθυμῶ (= θέλω, επιθυμώ).
οὐκ: αρνητικό επίρρημα, αρνητικό μόριο (= όχι, δεν).
ἂν: δυνητικό μόριο.
τοιαύτην: αιτιατ. εν. θηλ. της δεικτικής αντωνυμίας τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) (= τέτοιος, τέτοια, τέτοιο).
γνώμην: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ γνώμη (=η γνώμη).
εἶχον: γ’ πληθ. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ἒχω (= έχω).
περὶ: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= για, σχετικά με).
ἐμοῦ: γεν. εν.προσωπικής αντωνυμίας α’προσώπου (ἐμοῦ= για μένα).
Ετυμολογική προσέγγιση
διῴκηκα (διοικῶ): < διά + οἰκῶ < οἶκος
τεκμήριον (τὸ τεκμήριον): < τεκμαίρομαι
ἐπιεικείας (ἡ ἐπιείκεια): < ἐπιεικής (ἐπί + εἰκός)
πότους (ὁ πότος): < πίνω
ἀκολασίας (ἡ ἀκολασία): < ἀ (στερ.) + κόλασις < κολάζω < κόλος (= κοντός , κολοβός , περιορισμένος)
διατριβάς (ἡ διατριβή): < διά + τρίβω
διαφόρους (διάφορος): < διά + φέρω
λογοποιοῦντας (λογοποιῶ): < λόγος + ποιῶ
ἐπεθυμοῦμεν (ἐπιθυμῶ): < ἐπί + θυμός
γνώμην (ἡ γνώμη): γιγνώσκω
Λεξιλογικός πίνακας
α.ε. | Μετάφραση | Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε. |
ἴδια | ιδιωτικός | ιδιωτικός, ιδιαίτερος, ιδιόχειρος, ιδιάζων |
διῴκηκα | ζω | διοίκηση, διοικητικός, διοικητής, διοικώ, αυτοδιοίκηση |
κοινῶν | δημόσιος | κοινός, κοινοποιώ, κοινοτικός, κοινοκτημοσύνη, κοινωνία |
μέγιστον | μέγιστος | βλ. παρ. 1 μεγίστων |
ἡγοῦμαι | θεωρώ | βλ. παρ. 1 ἡγοῦμαι |
τεκμήριον | απόδειξη | τεκμηριώνω, τεκμαρτός, τεκμήριο, ατεκμηριώτος, τεκμηριωμένος |
εἶναι | είναι | βλ. παρ. 3 εἰμί |
ἐπιεικείας | επιείκεια | επιεικής, ανεπιεικής |
νεωτέρων | νεώτερος | νεότητα, νεολαία, νεωτερισμός, νεωτεριστικός, ανανεώνω, ανανέωση, νεοφερμένος |
κύβους | ζάρια | κυβίζω, κυβισμός, κυβιστής, εγκιβωτισμός |
πότους | ποτά | πίνω, πόσιμος, ποτισμός, ποτιστικός, πιώμα, πιωμένος, πιότης,
ποτοαπαγόρευση |
ἀκολασίας | ασωτία | ακόλαστος, ακολασία, κολασμένος, κόλαση, κολάζω |
τυγχάνουσι | τυχαίνω | βλ. παρ. 2 τυγχάνει |
διατριβὰς | απασχόληση | διατριβή, διατρίβω |
ποιούμενοι | κάνω | βλ. παρ. 1 ποιεῖν |
πάντας | όλοι | βλ. παρ. 1 παντός |
ὄψεσθέ | βλέπω | βλ. παρ. 8 ὁρῶ |
διαφόρους | διαφορετικός | διαφέρω, διαφορετικός, διαφορετικότητα, αδιάφορος, ενδιαφέρον |
ὄντας | είμαι | βλ. παρ. 3 εἰμί |
πλεῖστα | περισσότερα | βλ. παρ. 3 πλέον |
λογοποιοῦντας | διασύρω | βλ. παρ. 3 λόγους |
ψευδομένους | ψεύδομαι | βλ. παρ. 8 καταψεύσασθαι |
δῆλον | φανερό | δήλωση, δηλώνω, δηλωτικός, άδηλος, διαδήλωση, διαδηλωτής, υποδήλωση, υποδηλώνω, δηλαδή |
ἐπεθυμοῦμεν | επιθυμώ | επιθυμία, επιθυμητικός, ανεπιθύμητος |
γνώμην | άποψη | βλ. παρ. 5 γνώμην |
εἶχον | έχω | βλ. παρ. 1 εἶχον |
Χρονικές αντικαταστάσεις
- διοικέω-ῶ, ἐδιῴκουν, διοικήσω, διῴκησα, διῴκηκα, διῳκήκειν
- ἡγοῦμαι, ἡγούμην, ἡγήσομαι, ἡγηθήσομαι, ἡγησάμην, ἡγήθην, ἣγημαι, ἡγήμην
- εἶναι, ἒσεσθαι, γενέσθαι, γεγονέναι
- τυγχάνουσι, ἐτύγχανον, τεύξονται, ἒτυχον, τετυχήκασι, ἐτετυχήκεσαν
- ποιούμενοι, ποιησόμενοι/ ποιηθησόμενοι, ποιησάμενοι/ ποιηθέντες, πεποιημένοι
- ὁρᾶτε, ἑωρᾶτε, ὂψεσθε, εἲδετε, ἑο(ω)ράκατε/ ὀπώπατε, ἑωράκετε/ ὠπώπετε
- ὂντας, ἐσομένους, γενομένους, γεγονότας
- λογοποιοῦντας, (λογοποιήσοντας), λογοποιήσαντας, (λογοπεποιηκότας)
- ψευδομένους, ψευσομένους/(ψευσθησομένους), ψευσαμένους/ψευσθέντας, ἐψευσμένους
- ἐπιθυμοῦμεν, ἐπεθυμοῦμεν, ἐπιθυμήσομεν, ἐπεθυμήσαμεν, ἐπιτεθυμήκαμεν, ἐπετεθυμήκεμεν
- ἒχουσι, εἶχον, ἓξουσι/ σχήσουσι, ἒσχον, ἐσχήκασι, ἐσχήκεσαν
Εγκλιτικές αντικαταστάσεις
- διῴκηκα, διῳκηκώς ὦ, διῳκηκώς εἲην, (διῳκηκέναι, διῳκηκώς)
- ἡγοῦμαι, ἡγῶμαι, ἡγοίμην, (ἡγεῖσθαι, ἡγούμενος)
- τυγχάνουσι, τυγχάνωσι, τυγχάνοιεν, τυγχανόντων/ τυγχανέτωσαν, (τυγχάνειν, τυγχάνοντες)
- ὂψεσθε, ὂψοισθε, (ὂψεσθαι, ὀψόμενοι)
Συντακτική ανάλυση
καὶ τὰ μὲν ἴδια οὕτως διῴκηκα: Κύρια πρόταση
διῴκηκα: ρήμα/ ἐγώ(ενν.): υποκείμενο/ τὰ ἴδια: αντικείμενο.
οὕτως: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο διῴκηκα.
περὶ δὲ τῶν κοινῶν μοι μέγιστον ἡγοῦμαι τεκμήριον εἶναι τῆς ἐμῆς ἐπιεικείας: Κύρια πρόταση
ἡγοῦμαι: ρήμα/ ἐγώ(ενν.): υποκείμενο/ εἶναι: αντικείμενο, ειδικό απαρέμφατο με υποκείμενο τη δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ὅτι πάντας αὐτοὺς ὄψεσθέ … ψευδομένους (ετεροπροσωπία)/ τεκμήριον: κατηγορούμενο στην ειδική πρόταση μέσω του συνδετικού ρήματος εἶναι.
μέγιστον: επιθετικός προσδιορισμός στο τεκμήριον.
περὶ δὲ τῶν κοινῶν: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο ἠγοῦμαι.
μοι: δοτική προσωπική κτητική στο εἶναι.
τῆς ἐπιεικείας: γενική αντικειμενική στο τεκμήριον.
τῆς ἐμῆς: επιθετικός προσδιορισμός στο τῆς έπιεικείας.
τῶν νεωτέρων ὅσοι περὶ κύβους ἢ πότους ἢ [περὶ] τὰς τοιαύτας ἀκολασίας τυγχάνουσι τὰς διατριβὰς ποιούμενοιτ
τυγχάνουσι: ρήμα/ ὅσοι: υποκείμενο / ποιούμενοι: κατηγορηματική μετοχή από το τυγχάνω με υποκείμενο ὃσοι ως κατηγορούμενο του υποκειμένου της.
τὰς διατριβὰς: αντικείμενο στο ποιούμενοι.
τῶν νεωτέρων: γενική διαιρετική στο ὃσοι.
περὶ κύβους ἢ πότους ἢ [περὶ] τὰς ἀκολασίας: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο ποιούμενοι.
τὰς τοιαύτας: επιθετικός προσδιορισμός στο τὰς ἀκολασίας.
ὅτι πάντας αὐτοὺς ὄψεσθέ μοι διαφόρους ὄντας͵ καὶ πλεῖστα τούτους περὶ ἐμοῦ λογοποιοῦντας καὶ ψευδομένους: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ως υποκείμενο του εἶναι της κύριας πρότασης που προηγείται.
ὄψεσθέ: ρήμα/ ὑμεῖς(ενν.): υποκείμενο/ αὐτοὺς: αντικείμενο.
ὄντας: κατηγορηματική μετοχή από το ὄψεσθέ με υποκείμενο αὐτούς ως κατηγορηματικός προσδιορισμός του υποκειμένου της.
διαφόρους: κατηγορούμενο στο αὐτοὺς μέσω του συνδετικού ρήματος ὂντας.
πάντας: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο αὐτούς.
μοι: δοτική αντικειμενική στο διαφόρους.
λογοποιοῦντας καὶ ψευδομένους: κατηγορηματικές μετοχές από το ὄψεσθέ με υποκείμενο τούτους ως κατηγορηματικοί προσδιορισμοί του υποκειμένου τους.
πλεῖστα: σύστοιχο αντικείμενο στα λογοποιοῦντας καὶ ψευδομένους.
περὶ ἐμοῦ: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στα λογοποιοῦντας καὶ ψευδομένους.
καίτοι δῆλον: Κύρια πρόταση
δῆλόν (ἐστι): ρήμα.
ὅτι οὐκ ἂν τοιαύτην γνώμην εἶχον περὶ ἐμοῦ: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ως υποκείμενο του δῆλόν (ἐστι) της κύριας πρότασης που προηγείται.
οὐκ ἂν εἶχον: ρήμα/ οὖτοι (ενν.): υποκείμενο/ γνώμην: αντικείμενο.
τοιαύτην: επιθετικός προσδιορισμός στο γνώμην.
περὶ ἐμοῦ: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο οὐκ ἂν εἶχον.
εἰ τῶν αὐτῶν ἐπεθυμοῦμεν: Δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός της προϋπόθεσης στο ἂν εἶχον της κύριας πρότασης που προηγείται. Εκφράζει το αντίθετο του πραγματικού. (Υπόθεση: εἰ τῶν αὐτῶν ἐπεθυμοῦμεν Απόδοση: οὐκ ἂν εἶχον).
ἐπεθυμοῦμεν: ρήμα/ ἡμεῖς (ενν.): υποκείμενο/ τῶν αὐτῶν: αντικείμενο.
Η ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.