Υπέρ Μαντιθέου 1

Παράγραφος 10

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου

Διήγηση-Απόδειξη Παράγραφος 10

 

Πρωτότυπο Κείμενο

Ἐγὼ γὰρ πρῶτον μὲν οὐσίας μοι οὐ πολλῆς καταλειφθείσης διὰ τὰς συμφορὰς καὶ τὰς τοῦ πατρὸς καὶ τὰς τῆς πόλεως͵ δύο μὲν ἀδελφὰς ἐξέδωκα ἐπιδοὺς τριάκοντα μνᾶς ἑκατέρᾳ͵ πρὸς τὸν ἀδελφὸν δ΄ οὕτως ἐνειμάμην ὥστ΄ ἐκεῖνον πλέον ὁμολογεῖν ἔχειν ἐμοῦ τῶν πατρῴων͵ καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἅπαντας οὕτως βεβίωκα ὥστε μηδεπώποτέ μοι μηδὲ πρὸς ἕνα μηδὲν ἔγκλημα γενέσθαι.

Μετάφραση

Εγώ, λοιπόν αρχικά, αν και δεν μου είχε μείνει πολύ περιουσία εξαιτίας των συμφορών και του πατέρα μου και της πόλης πάντρεψα μεν δύο αδελφές δίνοντας τριάντα μνες στην καθεμία, προς δε τον αδερφό μου έτσι τα μοίρασα ώστε εκείνος να ομολογεί ότι έχει περισσότερα από την πατρική περιουσία από εμένα και προς όλους τους άλλους έτσι έχω ζήσει ώστε ποτέ μέχρι τώρα δεν έδωσα αφορμή για παράπονο σε κανέναν.

Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Ἐγὼ γὰρ πρῶτον μὲν

οὐσίας μοι οὐ

πολλῆς καταλειφθείσης

διὰ τὰς συμφορὰς

καὶ τὰς τοῦ πατρὸς

καὶ τὰς τῆς πόλεως͵

δύο μὲν ἀδελφὰς ἐξέδωκα

ἐπιδοὺς τριάκοντα μνᾶς

ἑκατέρᾳ͵

πρὸς τὸν ἀδελφὸν δ΄

οὕτως ἐνειμάμην

ὥστ΄ ἐκεῖνον ὁμολογεῖν

ἔχειν πλέον

ἐμοῦ τῶν πατρῴων͵

καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἅπαντας

οὕτως βεβίωκα

ὥστε μηδεπώποτέ

μοι μηδὲ ἔγκλημα γενέσθαι

πρὸς ἕνα μηδὲν.

Εγώ, λοιπόν αρχικά

αν και δεν μου είχε μείνει

πολύ περιουσία

εξαιτίας των συμφορών

και του πατέρα μου

και της πόλης

πάντρεψα μεν δύο αδελφές

δίνοντας τριάντα μνες

στην καθεμία,

προς δε τον αδερφό μου

έτσι τα μοίρασα

ώστε εκείνος να ομολογεί

ότι έχει περισσότερα

από την πατρική περιουσία από εμένα

και προς όλους τους άλλους

έτσι έχω ζήσει

ώστε ποτέ μέχρι τώρα

δεν έδωσα αφορμή για παράπονο

σε κανέναν.

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

ἐγώ: ονομ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α΄ προσώπου.

γάρ: αιτιολογικός σύνδεσμος (= γιατί, λοιπόν, δηλαδή).

πρῶτον: χρονικό επίρρημα υπερθετικού βαθμού, (= πρώτον, κατά πρώτον, πρώτα πρώτα).

Προσοχή

Από την πρόθεση πρὸ προέρχονται τα παραθετικά πρότε­ρος, πρῶτος<πρό-ατος) ως επίθετα· στη συνέχεια από αυτά παράγονται τα αντίστοιχα επιρρήματα πρότερον και πρῶτον ή πρῶτα.

μέν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= ό­μως, αλλά).

οὐσίας: γεν. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ οὐσία (= η περιουσία).

μοι: δοτ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α΄ προσώπου (μοι= σε εμένα).

οὐ: αρνητικό επίρρημα, αρνητικό μόριο.

πολλῆς: γεν. εν. θηλ. του ανώμαλου ετερόκλιτου επιθέτου πολύς,ἡ πολλή, τὸ πολύ (= ο πολύς, η πολλή, το πολύ).

καταλειφθείσης: γεν. εν. θηλ. της μετοχής παθ. αορ. του ρ. καταλείπομαι (=κληροδοτώ, εγκαταλείπω).

(καταλείπεταί μοι οὐσία = κληρονομώ περιουσία).

διά: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= για, εξαιτίας).

τάς συμφοράς: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ συμφορά (= η συμφορά).

καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

τοῦ πατρός: γεν. εν. αρσ. του ουσιαστικού γ’ κλίσης ὁ πατήρ, τοῦ πατρός (= ο πατέρας).

καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

τῆς πόλεως: γεν. εν. θηλ. του ουσιαστικού γ’ κλίσης ἡ πόλις, τῆς πόλεως (=η πόλη).

δύο: αιτιατ. δυϊκού θηλ. του απόλυτου αριθμητικού επιθέτου οἱ δύο, αἱ δύο, τὰ δύο (= δύο).

μέν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= ό­μως, αλλά)

ἀδελφάς: αιτιατ. πληθ. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ αδελφή (= η αδελφή).

ἐξέδωκα: α’ εν. οριστ. αορ. β’ ενεργ. φωνής του ρ. ἐκδίδωμι (= παντρεύω).

ἐπιδούς: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής αορ. β΄ ενεργ. φωνής του ρ. ἐπιδίδωμι (= δίνω).

τριάκοντα: αιτιατ. πληθ. θηλ. του απόλυτου αριθμητικού επιθέτου οἱ τριάκοντα, αἱ τριάκοντα, τὰ τριάκοντα (= τριάντα). Κατά την κλίση κλίνεται μόνο το άρθρο.

μνᾶς: αιτιατ. πληθ. θηλ. του συνηρημένου ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ μνᾶ (= η μνα).

ἐκατέρᾳ: δοτ. εν. θηλ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας ἐκάτερος, ἐκατέρα, ἐκάτερον (= καθένας από τους δύο).

πρὸς: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= προς).

τὸν ἀδελφόν: αιτιατ. εν. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ ἀδελφός (= ο αδελφός).

δ’(=δέ): παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= ό­μως, αλλά).

οὓτως: τροπικό επίρρημα (= έτσι).

ἐνειμάμην: α’ εν. οριστ. αορ. α’ μέσης φωνής του ρ. νέμομαι (=μοιράζομαι κάτι με άλλον).

ὣστ: συμπερασματικός σύνδεσμος (= ώστε).

ἐκεῖνον: αιτιατ. εν. αρσ. της δεικτικής αντωνυμίας ἐκεῖ­νος, ἐκείνη, ἐκεῖνο (= εκείνος, εκείνη, εκείνο).

πλέον: αιτιατ. εν. ουδ. του ανώμαλου επιθέτου πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολύ (= ο πολύς, η πολ­λή, το πολύ) στο συγκριτικό βαθμό.

ὁμολογεῖν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ὁμολογέωὁμολογῶ (= παραδέχομαι, ομολογώ).

ἒχειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἒχω (= έ­χω).

ἐμοῦ: γεν. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (ἐμοῦ = εμένα).

τῶν πατρώων: γεν. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ πατρῷος, ἡ πατρῴα, τὸ πατρῷον (= πατρικός, πατρική, πατρι­κό)

(τὰ πατρῷα = τα πατρικά αγαθά, η πατρική περιου­σία).

καὶ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

πρὸς: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= προς).

τοὺς ἂλλους: αιτιατ. πληθ. αρσ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας ἂλλος, ἂλλη, ἂλλο (= άλλος, άλ­λη, άλλο).

ἃπαντας: αιτιατ. πληθ. αρσ. της επιμεριστικής αντωνυμίας ἃπας, ἃπασα, ἃπαν (= ο καθένας ανεξαιρέτως).

οὓτως: τροπικό επίρρημα (= έτσι).

βεβίωκα: α’ εν. οριστ. παρακ. ενεργ. φωνής του ρ. ζήω-ζῶ (= ζω).

ὣστ: συμπερασματικός σύνδεσμος (= ώστε).

μηδεπώποτέ: χρονικό επίρρημα, (= ποτέ μέχρι τώρα).

μοι: δοτ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α΄ προσώπου (μοι= σε εμένα).

μηδέ: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος (= ούτε).

πρὸς: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= προς).

ἓνα: αιτιατ. εν. αρσ. του απόλυτου αριθμητικού επιθέ­του εἷς, μία, ἓν (= ένας, μία, ένα).

μηδέν: αιτιατ. εν. ουδ. της αόριστης επιμεριστικής αντω­νυμίας μηδείς, μηδεμία, μηδέν (= κανείς, καμία, κανένα ή τίποτα).

ἒγκλημα: αιτιατ. εν. ουδ. του ουσιαστικού γ’ κλίσης τὸ ἒγκλημα, τοῦ ἐγκλήματος (= το παράπονο, η κατηγορία, η μομφή).

(ἒγκλημα γίγνεταί μοι πρός τινά = δίνω αφορμή παραπόνου σε κάποιον).

γενέσθαι: απαρ. αορ. β’ μέσης φωνής του ρ. γίγνομαι (= γίνομαι).

Ετυμολογική προσέγγιση

οὐσίας (ἡ οὐσία): < από τη μετοχή οὖσα του ρ. εἰμί

καταλειφθείσης(καταλαμβάνομαι): < κατά + λαμβάνομαι

συμφοράς (ἡ συμφορά): < σὺν + φορά < φέρω

ἀδελφάς (ἡ ἀδελφή): <(αθροιστικό) + δελφύς (= η μήτρα)

ἐξέδωκα (ἐκδίδωμι): < ἐκ/ ἐξ + δίδωμι

ὁμολογεῖν (ὁμολογῶ): < ὁμόλογος < ὁμοῦ + λέγω

πατρώων (πατρῶος): < ὁ πατήρ

βεβίωκα (βιῶ): < ὁ βίος

ἒγκλημα (τὸ ἒγκλημα): < ἐν + καλέω – ῶ

Λεξιλογικός πίνακας

α.ε. Μετάφραση Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε.
οὐσίας περιουσία βλ. παρ. 1 εἶναι
πολλῆς πολλή βλ. παρ. 1 πολλῆς
καταλειφθείσης αφήνω εγκαταλείπω, εγκατάλειψη, εγκαταλελειμμένος
συμφορὰς συμφορά συμφορά
πατρὸς πατέρας βλ. παρ. 4 πατήρ
πόλεως πόλη βλ. παρ. 4 πολιτείας
δύο δύο δύο, συνδυασμός, διττός, δυϊκός, δυαδικός, διπλός, διθέσιος
ἀδελφὰς αδελφή αδελφικός, ανάδελφος, γυναικαδελφός
ἐξέδωκα παντρεύω εκδίδω, έκδοση, εκδοτικός, εκδότης, εκδόσιμος, ανέκδοτος
ἐπιδοὺς δίνω επίδοση, επιδοτικός, επιδίδω, επιδίδομαι
τριάκοντα τριάντα βλ. παρ. 3 τριάκοντα
ἀδελφὸν αδελφός βλ. ἀδελφάς
ἐνειμάμην μοιράζω νομός, νόμος, νομή, απονομή, νομάδες, διανομέας, διανεμητικός, παιδονόμος, αστυνόμος, κατανέμω, παράνομος, άνομος
πλέον περισσότερο βλ. παρ. 3 πλέον
ὁμολογεῖν ομολογώ βλ. παρ. 6 ὁμολογούντων
ἔχειν έχω βλ. παρ. 1 εἶχον
πατρῴων πατρικός βλ. παρ. 4 πατήρ
βεβίωκα ζω βλ. παρ. 3 βεβιωκώς
ἔγκλημα κατηγορία εγκληματίας, εγκληματώ, εγκληματικός
γενέσθαι γίνομαι γένεση, γενιά, γένος, άγονος, γόνιμος, γονέας, εγγονός, απόγονος, ευγενής, νεογνό, συγγενής, οικογένεια, γενεσιουργός, γονίδιο, γενέθλια, γενέτειρα, ευγονία, γενετικός, γονότυπος

Χρονικές αντικαταστάσεις

  • καταλειπομένης, καταλειψομένης/ καταλειφθησομένης, καταλιπομένης/ καταλειφθείσης, καταλελειμμένης
  • ἐκδίδωμι, ἐξεδίδουν, ἐκδώσω, ἐξέδωκα, ἐκδέδωκα, ἐξεδεδώκειν
  • ἐπιδιδούς, ἐπιδώσων, ἐπιδούς,πιδεδωκώς
  • νέμομαι, ἐνεμόμην, νεμοῦμαι, ἐνειμάμην/ ἐνεμήθην, νενέμημαι, ἐνενεμήμην
  • ὁμολογεῖν, ὁμολογήσειν, ὁμολογῆσαι, ὡμολογηκέναι
  • ἒχειν, ἓξειν/ σχήσειν, σχεῖν, ἐσχηκέναι
  • βιῶ, ἐβίουν, βιώσω, βιώσομαι, ἐβίωσα, ἐβίων, βεβίωκα, ἐβεβιώκειν
  • γίγνεσθαι, γενήσεσθαι, γενέσθαι, γεγονέναι/ γεγενῆσθαι

Εγκλιτικές αντικαταστάσεις

  • ἐξέδωκα, ἐκδῶ, ἐκδοίην, (ἐκδοῦναι, ἐκδούς)
  • ἐνειμάμην, νείμωμαι, νειμαίμην, (νείμασθαι, νειμάμενος)
  • βεβίωκα, βεβιωκώς ὦ, βεβιωκώς εἲην, (βεβιωκέναι, βεβιωκώς)

Συντακτική ανάλυση

Ἐγὼ γὰρ πρῶτον μὲν οὐσίας μοι οὐ πολλῆς καταλειφθείσης διὰ τὰς συμφορὰς καὶ τὰς τοῦ πατρὸς καὶ τὰς τῆς πόλεως͵ δύο μὲν ἀδελφὰς ἐξέδωκα ἐπιδοὺς τριάκοντα μνᾶς ἑκατέρᾳ: Κύρια πρόταση

ἐξέδωκα: ρήμα /Ἐγὼ: υποκείμενο/ ἀδελφὰς: αντικείμενο.

δύο: επιθετικός προσδιορισμός στο ἀδελφὰς.

καταλειφθείσης: επιρρηματική εναντιωματική μετοχή με υποκείμενο οὐσίας (απόλυτη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης στο ἐξέδωκα.

οὐ πολλῆς: επιθετικός προσδιορισμός στο οὐσίας.

πρῶτον: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἐξέδωκα.

μοι: αντικείμενο στο καταλειφθείσης.

διὰ τὰς συμφορὰς: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο καταλειφθείσης.

τὰς τοῦ πατρὸς καὶ τὰς τῆς πόλεως: επιθετικοί προσδιορισμοί στο τὰς συμφορὰς δυνάμει του άρθρου.

ἐπιδοὺς: επιρρηματική τροπική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ (συνημμένη) ως επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ἐξέδωκα.

μνᾶς: άμεσο αντικείμενο στο ἐπιδοὺς.

ἑκατέρᾳ: έμμεσο αντικείμενο στο ἐπιδοὺς.

τριάκοντα: επιθετικός προσδιορισμός στο μνᾶς.

πρὸς τὸν ἀδελφὸν δ΄ οὕτως ἐνειμάμην: Κύρια πρόταση

ἐνειμάμην: ρήμα/ ἐγώ(ενν.): υποκείμενο / τὴν οὐσίαν (ενν.): αντικείμενο.

πρὸς τὸν ἀδελφὸν: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει κατεύθυνση σε πρόσωπο στο ἐνειμάμην.

οὕτως: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ἐνειμάμην.

ὥστ΄ ἐκεῖνον πλέον ὁμολογεῖν ἔχειν ἐμοῦ τῶν πατρῴων: Δευτερεύουσα επιρρηματική συμπερασματική πρόταση, απαρεμφατική, ως επιρρηματικός προσδιορισμός του αποτελέσματος στο οὓτως ἐνειμάμην της κύριας πρότασης που προηγείται.

ὁμολογεῖν: απαρέμφατο σε θέση ρήματος, τελικό απαρέμφατο / ἐκεῖνον: υποκείμενο (ετεροπροσωπία) σε σχέση με το ρήμα της κύριας πρότασης/ ἔχειν: αντικείμενο, ειδικό απαρέμφατο με υποκείμενο ἐκεῖνον (ταυτοπροσωπία).

πλέον: αντικείμενο στο ἒχειν.

τῶν πατρῴων: γενική διαιρετική στο πλέον.

ἐμοῦ: γενική συγκριτική, δεύτερος όρος σύγκρισης στο ἐκεῖνον μέσω του πλέον.

καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἅπαντας οὕτως βεβίωκα: Κύρια πρόταση

βεβίωκα: ρήμα/ ἐγώ(ενν.): υποκείμενο.

πρὸς τοὺς ἄλλους: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο βεβίωκα.

ἅπαντας: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο τοὺς ἄλλους.

οὕτως: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο βεβίωκα.

ὥστε μηδεπώποτέ μοι μηδὲ πρὸς ἕνα μηδὲν ἔγκλημα γενέσθαι: Δευτερεύουσα επιρρηματική συμπερασματική πρόταση, απαρεμφατική, ως επιρρηματικός προσδιορισμός του αποτελέσματος στο βεβίωκα της κύριας πρότασης που προηγείται.

γενέσθαι: απαρέμφατο σε θέση ρήματος, τελικό απαρέμφατο / ἔγκλημα: υποκείμενο (ετεροπροσωπία) σε σχέση με το ρήμα της κύριας πρότασης.

μηδὲν: επιθετικός προσδιορισμός στο ἔγκλημα.

μηδεπώποτέ: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο γενέσθαι.

δοι: δοτική προσωπική κτητική στο γενέσθαι.

πρὸς ἕνα: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της εχθρικής διάθεσης στο γενέσθαι.

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.