Υπέρ Μαντιθέου 1

Παράγραφος 1

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου

Προοίμιο Παράγραφος 1

Πρωτότυπο Κείμενο

Εἰ μὴ συνῄδη͵ ὦ βουλή͵ τοῖς κατηγόροις βουλομένοις ἐκ παντὸς τρόπου κακῶς ἐμὲ ποιεῖν͵ πολλὴν ἂν αὐτοῖς χάριν εἶχον ταύτης τῆς κατηγορίας· ἡγοῦμαι γὰρ τοῖς ἀδίκως διαβεβλημένοις τούτους εἶναι μεγίστων ἀγαθῶν αἰτίους͵ οἵτινες ἂν αὐτοὺς ἀναγκάζωσιν εἰς ἔλεγχον τῶν αὐτοῖς βεβιωμένων καταστῆναι.

Μετάφραση

Εάν δεν γνώριζα, κύριοι Βουλευτές, ότι οι κατήγοροι επιθυμούν με κάθε τρόπο να με βλάψουν, θα τους χρωστούσα μεγάλη ευγνωμοσύνη για αυτήν την κατηγορία. Γιατί νομίζω ότι για αυτούς που έχουν άδικα συκοφαντηθεί, αυτοί είναι υπεύθυνοι για τα μεγαλύτερα αγαθά, οι οποίοι θα τους αναγκάσουν να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους.

Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Εἰ μὴ συνῄδη͵ ὦ βουλή͵

τοῖς κατηγόροις βουλομένοις

ἐκ παντὸς τρόπου κακῶς ἐμὲ ποιεῖν͵

πολλὴν ἂν αὐτοῖς

χάριν εἶχον

ταύτης τῆς κατηγορίας·

ἡγοῦμαι γὰρ

τοῖς ἀδίκως

διαβεβλημένοις

τούτους εἶναι αἰτίους

μεγίστων ἀγαθῶν͵

οἵτινες ἂν αὐτοὺς ἀναγκάζωσιν

εἰς ἔλεγχον καταστῆναι

τῶν αὐτοῖς βεβιωμένων.

Εάν δεν γνώριζα, κύριοι Βουλευτές,

ότι οι κατήγοροι επιθυμούν

με κάθε τρόπο να με βλάψουν,

θα τους χρωστούσα

μεγάλη ευγνωμοσύνη

για αυτήν την κατηγορία.

Γιατί νομίζω

ότι για αυτούς που έχουν άδικα

συκοφαντηθεί,

αυτοί είναι υπεύθυνοι

για τα μεγαλύτερα αγαθά,

οι οποίοι θα τους αναγκάσουν

να λογοδοτήσουν

για τις πράξεις τους.

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

Ε: υποθετικός σύνδεσμος (= εάν)

μή: αρνητικό επίρρημα (= δεν, μη)

συνδη: α΄ εν. οριστ. υπερσ. με σημασία παρατ., ενεργ. φωνής του ρ. σύνοιδα (=γνωρίζω).

βουλή: κλητ. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ βου­λή (= οι Βουλευτές).

τος κατηγόροις: δοτ. πληθ. του αρσ. ου­σιαστικού β’ κλίσης ὁ κατήγορος (= ο κατήγορος).

βουλομένοις: δοτ. πληθ. αρσ. της με­τοχής ενεστ. μέσης φωνής του ρ. βούλομαι (= θέλω).

κ: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= από, με).

παντός: γεν. εν. αρσ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας πᾶς, ἡ πᾶσα, τὸ πᾶν (= καθένας).

τρόπου: γεν. εν. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ τρόπος (= ο τρόπος).

κακῶς: τροπικό επίρρημα (= κακώς).

μέ: αιτιατ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (μέ=εμένα).

ποιεν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ποιέω-ποιῶ (= κάνω)

(κακῶς ποιῶ = βλάπτω, κακοποιώ).

πολλήν: αιτιατ. εν. θηλ. του ανώμαλου επι­θέτου ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολύ (= πολύς, πολλή, πολύ).

ἂν: δυνητικό μόριο.

αὐτος: δοτ. πληθ. αρσ. της οριστικής-επαναληπτικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= αυτός, αυτή, αυτό).

χάριν: αιτιατ. εν. του θηλ. ουσιαστικού γ’ κλίσης ἡ χάρις, τῆς χάριτος (= η ευγνωμοσύνη).

εἲχον: α’ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ἒχω

(χάριν ἒχω τινί = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον).

ταύτης: γεν. εν. θηλ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).

τς κατηγορίας: γεν. εν. θηλ. του ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ κατηγορία (= η κατηγορία).

γομαι: α.’ εν. οριστ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. ἡγέομαι, ἡγοῦμαι (= νομίζω).

γάρ: αιτιολογικός σύνδεσμος (= διότι).

δίκως: τροπικό επίρρημα.

και: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

τος διαβεβλημένοις: δοτ. πληθ. αρσ. της μετοχής παρακ. μέσης φωνής του ρ. διαβάλλομαι (= συκοφαντούμαι).

τούτους: αιτιατ. πληθ. αρσ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).

εναι: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).

μεγίστων: γεν. πληθ. ουδ. του ανώμαλου επιθέτου ὁ μέγας, ἡ μεγάλη, τὸ μέγα στον υπερθετικό βαθμό (= μεγά­λος, μεγάλη, μεγάλο). ΣΥΓΚΡ.: ὁ/ἡ μείζων, τὸ μεῖζον, ΥΠΕΡΘ.: ὁ μέ­γιστος, ἡ μεγίστη, τὸ μέγιστον.

γαθν: γεν. πληθ. του ουσιαστικού β’ κλίσης τὸ ἀγαθόν (= το καλό, η ευεργεσία).

αἰτίους: αιτιατ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ αἲτιος, ἡ αἰτία, τὸ αἲτιον (= αίτιος, υπαίτιος).

οἳτινες: ονομ. πληθ. αρσ. της αναφορικής αντωνυμίας ὃστις, ἣτις, ὃ,τι (= ο οποίος, η οποία, το οποίο).

ν: αοριστολογικό μόριο ( = τυχόν, ή παραμένει αμετάφραστο).

αὐτούς: αιτιατ. πληθ. αρσ. της οριστικής-επαναληπτικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= αυτός, αυτή, αυτό).

ναγκάζωσιν: γ’ πληθ. υποτ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἀναγκάζω (= αναγκάζω).

εἰς: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= σε).

λεγχον: αιτιατ. εν. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ ἒλεγχος (= ο έλεγχος, η εξέταση).

αὐτος: δοτ. πληθ. αρσ. της οριστικής-επαναληπτικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= αυτός, αυτή, αυτό).

τν βεβιωμένων: γεν. πληθ. ουδ. της με­τοχής παρακ. μέσης φωνής του ρ. ζήω-ζῶ (= ζω).

(τὰ βεβιωμένα = οι πράξεις της ζωής).

καταστναι: απαρ. αορ. β’, ενεργ. φωνής του ρήματος καθίσταμαι (= τοποθετούμαι, βρίσκομαι σε κα­τάσταση).

(καθίσταμαι εἰς ἒλεγχον τῶν βεβιωμένων μοι = λογοδοτώ για τις πράξεις της ζωής μου).

Ετυμολογική προσέγγιση

κατηγόροις (ὁ κατήγορος): < κατά + ἀγορεύω < ἀγορά < ἀγείρω (= συναθροίζω, συγκαλώ)

τρόπου ( τρόπος): < τρέπω

ἀδίκως: < (στερ.) + δίκη

βεβιωμένων (βιομαι): < ὁ βίος

καταστῆναι: < κατά+ ἳσταμαι (= στέκομαι, βρίσκομαι, εγκαθίσταμαι)

Λεξιλογικός πίνακας

α.ε. Μετάφραση Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε.
συνῄδη γνωρίζω είδηση, ειδήμονας, ειδησεογραφία, ειδοποίηση, συνείδηση, ασυνείδητος, ιδανικός, ιστορία, ιστορικός, ιστοριογραφία, ανιστόρητος
βουλή βουλή βούληση, βουλησιαρχία, βουλητικός, ευβουλία, αβουλία
κατηγόροις κατήγορος κατηγορία, κατηγορούμενο, κατηγορηματικός, κατηγορητήριο, κατηγόρημα, κατήγορος, κατηγορούμενος, κατηγορώ
βουλομένοις επιθυμώ βλ. βουλή
παντός οποιοσδήποτε πανάγαθος, πάνσοφος, παντοκράτορας, παντελεήμων, πανάξιος
τρόπου τρόπος τρέπω, τροπή, επιτροπή, αποτρέπω, τροπολογία, τροποποιώ, τροποποιητικός, τροπικός, ατροποποίητος, κατατροπώνω
κακῶς απρεπώς κακοποιώ, κακολογώ, κακοποιός, κακοποίηση, κακοφτιαγμένος, κάκωση, κακοψημένος, κακογραμμένος, κακούργος, κακούργημα
ποιεῖν κάνω ποίηση, ποιητής, ποίημα, ποιητικός, παραποίηση, παραποιώ, αποποιούμαι, εκποιώ, περιποίηση, χειροποίητος, προσποίηση
πολλὴν πολύς πολυλογία, πολυακόρεστος, πολυπληθής, πολύπαθος, πολυάσχολος, πολυταξιδεμένος, πολυβασανισμένος
χάριν ευγνωμοσύνη χαριτωμένος, άχαρος, πασίχαρος, χαριτολογώ, αχάριστος
εἶχον έχω έξη, σχήμα, σχέση, σχέδιο, σχολείο, αποχή, εχεμύθεια, ένοχος, μετοχή, συμμετοχή, παροχή, πάροχος, κατέχω, ανακωχή, συνοχή
κατηγορίας κατηγορία βλ. κατηγόροις
ἡγοῦμαι νομίζω ηγέτης, ηγεμόνας, ηγετικός, ηγεμονία, ηγούμενος, αφήγηση, αφηγηματικός, καθηγητής, εξήγηση, παρεξήγηση, διήγηση
ἀδίκως αδικαιολόγητος αδικώ, άδικος, αδικοχαμένος, αδικοσκοτωμένος
διαβεβλημένοις συκοφαντώ διαβολή, αναβολή, βλήμα, απόβλητος, βέλος, συμβάλλω, συμβολή, σύμβολο, συμβόλαιο, παραβολή, παραβάλλω
μεγίστων πάρα πολύ μεγάλος μεγιστάνας, μεγιστοποιώ, μεγιστοποίηση
ἀγαθῶν καλό αγαθός, αγαθιάρης, αγαθότητα, αγαθοεργία, αγαθοπιστία, πανάγαθος, καλοκάγαθος, Αγαθοκλής
αἰτίους υπαίτιος αιτία, αίτιο, αιτιατό, αιτίαση, αιτιώδης, υπαιτιότητα, υπαίτιος, αιτιολόγηση, αιτιοκρατία, αιτιολογώ, αιτιολογικός, αναίτιος
ἀναγκάζωσιν αναγκάζω ανάγκη, αναγκαίος, αναγκαιότητα, αναγκαστικός, αναγκάζω, καταναγκασμός, εξαναγκασμός, εξαναγκάζω
ἔλεγχον έλεγχος ελέγχω, ελεγκτικός, έλεγχος, ανέλεγκτος
βεβιωμένων ζω βίωμα, βίος, βιώσιμος, έμβιος, αναβιώνω, επιβιώνω, αντιβιοτικό
καταστῆναι τοποθετούμαι εγκαθίσταμαι, κατάστημα, ιστός, στάδιο, στέκομαι, ενίσταμαι, παρίσταμαι, παριστάμενος, παράσταση, προϊστάμενος, επαναστατώ, καθεστώς, ανάσταση, ανάστατος, αναστάτωση, αστάθεια

Χρονικές αντικαταστάσεις

  • σύνοιδα, συνῄδειν/συνδη, συνείσομαι/συνειδήσω, συνέγνων, συνέγνωκα, συνεγνώκειν
  • βουλομένοις, βουλησομένοις, βουληθησομένοις, βουληθεῖσι, βεβουλημένοις
  • ποιεν, ποιήσειν, ποιῆσαι, πεποιηκέναι
  • ἒχω, εχον, ἓξω/σχήσω, ἒσχον, ἒσχηκα,ἐσχήκειν
  • γομαι, ἡγούμην, ἡγήσομαι/(ἡγηθήσομαι), ἡγησάμην/ἡγήθην, ἣγημαι, ἡγήμην
  • διαβαλλομένοις, διαβαλουμένοις/διαβληθησομένοις, διαβαλομένοις,διαβληθεῖσι,διαβεβλημένοις
  • εναι, ἒσεσθαι, γενέσθαι, γεγονέναι
  • ναγκάζωσι, ἀναγκάσωσι, ἠναγκακότες ὦσι
  • βιουμένων, βιωθησομένων, βιωσαμένων, βεβιωμένων
  • καθίστασθαι, καταστήσεσθαι/ κατασταθήσεσθαι, καταστήσασθαι/ καταστῆναι/ κατασταθῆναι, καθεστηκέναι, καθεστάναι

Εγκλιτικές αντικαταστάσεις

  • ἡγοῦμαι, ἡγῶμαι, ἡγοίμην, (ἡγεῖσθαι, ἡγούμενος)
  • ἀναγκάζουσι, ἀναγκάζωσι, ἀναγκάζοιεν, ἀναγκαζόντων -έτωσαν, (ἀναγκάζειν, ἀναγκάζοντες)

Συντακτική ανάλυση

Εἰ μὴ συνῄδη͵ ὦ βουλή͵ τοῖς κατηγόροις βουλομένοις ἐκ παντὸς τρόπου κακῶς ἐμὲ ποιεῖν: Δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός της προϋπόθεσης στο χάριν εἶχον της κύριας πρότασης που ακολουθεί. Εκφράζει το αντίθετο του πραγματικού. (Υπόθεση: Εἰ μὴ συνῄδη Απόδοση: χάριν ἂν εἶχον)

μή συνῄδη: ρήμα/ ἐγώ( ενν.): υποκείμενο / τοῖς κατηγόροις: αντικείμενο στο συνῄδη.

βουλομένοις: κατηγορηματική μετοχή από το συνῄδη με υποκείμενο τοῖς κατηγόροις ως κατηγορηματικός προσδιορισμός στο υποκείμενό της.

ποιεῖν: αντικείμενο στο βουλομένοις, τελικό απαρέμφατο με υποκείμενο τοὺς κατηγόρους (ενν.) (ετεροπροσωπία).

κακῶς: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ποιεῖν.

ἐμὲ: αντικείμενο του ποιεῖν.

ἐκ τρόπου: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ποιεῖν.

παντὸς: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο τρόπου.

ὦ βουλή: κλητική προσφώνηση.

πολλὴν ἂν αὐτοῖς χάριν εἶχον ταύτης τῆς κατηγορίας: Κύρια πρόταση

ἂν εἶχον: ρήμα / ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ χάριν: άμεσο αντικείμενο / αὐτοῖς: έμμεσο αντικείμενο.

πολλὴν: επιθετικός προσδιορισμός στο χάριν.

τῆς κατηγορίας: γενική της αιτίας στο χάριν ἂν εἶχον.

ταύτης: επιθετικός προσδιορισμός στο τῆς κατηγορίας.

ἡγοῦμαι γὰρ τοῖς ἀδίκως διαβεβλημένοις τούτους εἶναι μεγίστων ἀγαθῶν αἰτίους: Κύρια πρόταση

ἡγοῦμαι: ρήμα/ ἐγώ(ενν.): υποκείμενο/ εἶναι: αντικείμενο, ειδικό απαρέμφατο, με υποκείμενο τούτους (ετεροπροσωπία)/ αἰτίους: κατηγορούμενο στο τούτους μέσω του συνδετικού ρήματος εἶναι.

ἀγαθῶν: γενική της αιτίας στο αἰτίους.

μεγίστων: επιθετικός προσδιορισμός στο ἀγαθῶν.

τοῖς διαβεβλημένοις: επιθετική μετοχή με υποκείμενο το άρθρο της τοῖς ως δοτική προσωπική χαριστική στο εἶναι.

ἀδίκως: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο διαβεβλημένοις.

οἵτινες ἂν αὐτοὺς ἀναγκάζωσιν εἰς ἔλεγχον τῶν αὐτοῖς βεβιωμένων καταστῆναι: Δευτερεύουσα επιρρηματική αναφορικοϋποθετική πρόταση στο τούτους της κύριας πρότασης που προηγείται. Έχει ως απόδοση το απαρέμφατο εἶναι της κύριας πρότασης που προηγείται, το οποίο σε ευθύ λόγο θα ήταν οριστική ενεστώτα. (εἰσίν). Εκφράζει την αόριστη επανάληψη στο παρόν και το μέλλον. (Υπόθεση: ἐὰν ἀναγκάζωσι Απόδοση: εἰσίν αἲτιοι)

ἂν ἀναγκάζωσιν: ρήμα /οἵτινες: υποκείμενο /αὐτούς: άμεσο αντικείμενο / καταστῆναι: έμμεσο αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο αὐτοὺς ( ετεροπροσωπία)

εἰς ἔλεγχον: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει είσοδο σε μια κατάσταση στο καταστῆναι.

τῶν βεβιωμένων: επιθετική μετοχή με υποκείμενο το άρθρο της τῶν ως γενική αντικειμενική στο ἒλεγχον.

αὐτοῖς: δοτική προσωπική του ενεργούντος προσώπου (ποιητικού αιτίου) στο τῶν βεβιωμένων.

Ερμηνευτικά Σχόλια

  • Ο Μαντίθεος ξεκινά την απολογία του με μια πρωτότυπη και εντυπωσιακή έκφραση. Ευγνωμονεί τους κατηγόρους του προκαλώντας την προσοχή και το ενδιαφέρον του ακροατηρίου (σχήμα του απροσδόκητου). Ο λόγος που ευγνωμονεί τους κατήγορους είναι διότι του δίνουν την ευκαιρία να απολογηθεί και να αποδείξει όχι μόνο την αθωότητά του αλλά και το έντιμο του χαρακτήρα του.

Με το προοίμιο πετυχαίνονται:

  1. η πρόσεξις, εφόσον ο Μαντίθεος πρωτοτυπεί εκφράζοντας ευγνωμοσύνη προς τους κατηγόρους του και έτσι κερδίζει την προσοχή των βουλευτών,
  2. η εύνοια, διότι εκφράζει μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και αναφέρεται σε θέματα που αφορούν στην συμμετοχή του στους δημοκρατικούς αγώνες των Αθηναίων,
  3. και η ενημέρωση (κατατόπιση), εφόσον στο τέλος αναφέρεται συνοπτικά στο κατηγορητήριο λέγοντας πως στη συνέχεια θα ανασκευάσει τις κατηγορίες, ζητώντας παράλληλα από τους βουλευτές την έγκριση της βουλευτικής του εκλογής.

Σημεία στα οποία φαίνεται η πρόσεξις:

  • πολλὴν ἂν αὐτοῖς χάριν εἶχον ταύτης τῆς κατηγορίας
  • τούτους εἶναι μεγίστων ἀγαθῶν αἰτίους

Σημεία στα οποία φαίνεται η εύνοια:

  • τοῖς κατηγόροις βουλομένοις ἐκ παντὸς τρόπου κακῶς ἐμὲ ποιεῖν
  • τοῖς ἀδίκως διαβεβλημένοις

Για την ανάληψη βουλευτικού ή άλλων ανώτατων αξιωμάτων οι υποψήφιοι έπρεπε:

  • να ήταν γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες
  • να είχαν τη νόμιμη ηλικία
  • να είχαν εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στην πατρίδα, τους θεούς και τους γονείς
  • και ο τρόπος ζωής τους να ήταν άμεμπτος και αψεγάδιαστος.

Για να μεταβείτε σε κάποια άλλη Ενότητα του ρητορικού λόγου, επιλέξτε τον αντίστοιχο σύνδεσμο από τον παρακάτω πίνακα:

Ενότητα Ενότητα
Ενότητα 1Ενότητα 2
Ενότητα 3Ενότητα 4
Ενότητα 5Ενότητα 6
Ενότητα 7Ενότητα 8
Ενότητα 9Ενότητα 10
Ενότητα 11Ενότητα 12
Ενότητα 13Ενότητα 14
Ενότητα 15Ενότητα 16
Ενότητα 17Ενότητα 18
Ενότητα 19Ενότητα 20

Τα ερμηνευτικά σχόλια επιμελήθηκε η Κυριακή Θεοδοσιάδου

Φιλόλογος, Υπ. Διδάκτωρ Παιδαγωγικής ΠΔΜ και ιδιοκτήτρια στο Φιλολογικό Διδασκαλείο

 

 

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.