Λατινικά Ενότητα 20
Πίσω από τις κουρτίνες ή πώς ο Κλαύδιος έγινε αυτοκράτορας
Μετάφραση σε αντιστοίχιση
Claudius
quinquagesimo anno
aetatis suae
cepit imperium
quodam mirabili casu.
Exclusus ab insidiatoribus
Caligulae,
recesserat in diaetam,
cui nomen est Hermaeum.
Paulo post
exterritus rumore
caedis prorepsit
ad proximum solarium
et se abdidit
inter vela
praetenta foribus.
Miles
discurrens
animadvertit pedes eius;
eum adgnovit latentem;
extractum
eum salutavit imperatorem.
Hinc adduxit eum
ad commilitones suos.
Ab his delatus est
in castra
tristis et trepidus,
dum turba obvia
eum miseratur
quasi moriturum.
Postero die Claudius
factus est imperator.
O Κλαύδιος
στο πεντηκοστό έτος
της ηλικίας του
κατέλαβε την εξουσία
από ένα παράδοξο τυχαίο γεγονός.
Διωγμένος από τους δολοφόνους
του Καλιγούλα
είχε αποσυρθεί στη θερινή κατοικία
που ονομάζεται Ερμαίο.
Λίγο αργότερα
τρομοκρατημένος από τα νέα
της σφαγής σύρθηκε
ως το πιο κοντινό λιακωτό
και κρύφτηκε
ανάμεσα στα παραπετάσματα
που κρέμονταν στην πόρτα.
Ένας στρατιώτης,
καθώς έτρεχε εδώ κι εκεί,
παρατήρησε τα πόδια του·
τον αναγνώρισε που κρυβόταν·
αφού τον τράβηξε έξω,
τον προσαγόρευσε ως αυτοκράτορα.
Από εκεί τον οδήγησε
στους συστρατιώτες του.
Από αυτούς μεταφέρθηκε
στο στρατόπεδο
λυπημένος και έντρομος,
ενώ το πλήθος που τον συναντούσε
τον λυπόταν
σαν να επρόκειτο να πεθάνει.
Την επόμενη μέρα ο Κλαύδιος
έγινε αυτοκράτορας.
Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια
Claudius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Claudius, Claudii / Claudi (αρσ. β’ κλ.) = ο Κλαύδιος. [Κλητική ενικ.: Claudi.]
quinquagesimo: αφαιρετική ενικ. του τακτικού αριθμητικού επιθ. της β’ κλ. quinquagesimus, –a, –um = πεντηκοστός.
anno: αφαιρετική ενικ. του ουσ. annus, anni (αρσ. β’ κλ.) = ο χρόνος, το έτος.
aetatis: γενική ενικ. του ουσ. aetas, aetatis (θηλ. γ’ κλ.) = η ηλικία. [Γεν. πληθ.: aetatum & aetatium.]
suae: γενική ενικ., θηλ. γένους, της κτητικής αντων. του γ’ προσ. για έναν κτήτορα suus, sua, suum = ο δικός του, η δική του, το δικό του.
imperium: αιτιατική ενικ. του ουσ. imperium, imperii / imperi (ουδ. β’ κλ.) = η εξουσία.
cepit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. capio, cepi, captum, capere (3, 15 σε –io) = πιάνω∙ εδώ: καταλαμβάνω.
mirabili: αφαιρετική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. mirabilis, –is, –e = παράδοξος.
quodam: αφαιρετική ενικ., αρσ. γένους, της αόριστης επιθετικής αντων. quidam, quaedam, quoddam = κάποιος, κάποια, κάποιο. [Αντίστοιχη αόριστη ουσιαστική αντων.: quidam, quaedam, quiddam.
casu: αφαιρετική ενικ. του ουσ. casus, casus (αρσ. δ’ κλ.) = το τυχαίο γεγονός.
exclusus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φωνής του ρήμ. excludo, exclusi, exclusum, excludere (3) = αποκλείω, διώχνω.
ab: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.
insidiatoribus: αφαιρετική ενικ. του ουσ. insidiator, insidiatoris (αρσ. γ’ κλ.) = ο συνωμότης, ο δολοφόνος.
Caligulae: γενική ενικ. του ουσ. Caligula, Caligulae (αρσ. α’ κλ.) = ο Καλιγούλας.
recesserat: γ’ ενικ. οριστικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. recedo, recessi, recessum, recedere (3) = αποσύρομαι.
in: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.
diaetam: αιτιατική ενικ. του ουσ. dieta, diaetae (θηλ. α’ κλ.) = η θερινή κατοικία.
cui: δοτική ενικ., του θηλ. γένους της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.
nomen: ονομαστική ενικ. του ουσ. nomen, nominis (ουδ. γ’ κλ.) = το όνομα.
est: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, υπάρχω.
Hermaeum: ονομαστική ενικ. του ουσ. Hermaeum, Hermaei (ουδ. β’ κλ.) = το Ερμαίο.
paulo: αφαιρετική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. paulus, –a, –um = λίγος.
post: χρονικό επίρρ. = αργότερα, μετά.
rumore: αφαιρετική ενικ. του ουσ. rumor, rumoris (αρσ. γ’ κλ.) = η φήμη, η είδηση.
caedis: γενική ενικ. του ουσ. caedes, caedis (θηλ. γ’ κλ.) = η σφαγή. [Γεν. πληθ.: caedium.]
exterritus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φωνής του ρήμ. exterreo, exterrui, exterritum, exterrere (2) = τρομοκρατώ.
prorepsit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. prorepo, prorepsi, proreptum, prorepere (3) = σέρνομαι.
ad: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.
solarium: αιτιατική ενικ. του ουσ. solarium, solarii / solari (ουδ. β’ κλ.) = το λιακωτό.
proximum: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. proximus, –a, –um = (πάρα) πολύ κοντινός. [Είναι υπερθετικός βαθμός που παράγεται από το επίρρ. (και πρόθ.) prope (= κοντά). ΘΕΤ.: –. ΣΥΓΚΡ.: propior, –ior, –ius. ΥΠΕΡΘ.: proximus, –a, –um.]
et: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και.
inter: πρόθεση (+ αιτιατική) = ανάμεσα σε.
vela: αιτιατική πληθ. του ουσ. velum, veli (ουδ. β’ κλ.) = το παραπέτασμα.
praetenta: αιτιατική πληθ., ουδ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φωνής του ρήμ. praetendo, praetendi, praetentum, praetendere (3) = κρεμώ.
foribus: δοτική πληθ. του ουσ. foris, foris (θηλ. γ’ κλ.) = η πόρτα (του σπιτιού), η είσοδος∙ συνήθως χρησιμοποιείται στον πληθ. fores, forium με την ίδια σημασία. [Γεν. πληθ.: forium.]
se: αιτιατική ενικ., του γ’ προσ. της προσωπικής αντων.
abdidit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φωνής του ρήμ. abdo, abdidi, abditum, abdere (3) = κρύβω.
discurrens: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής ενεστώτα ενεργ. φωνής του ρήμ. discurro, discurri & discucurri, discursum, discurrere (3) = τρέχω εδώ κι εκεί.
miles: ονομαστική ενικ. του ουσ. miles, militis (αρσ. γ’ κλ.) = ο στρατιώτης.
pedes: αιτιατική πληθ. του ουσ. pes, pedis (αρσ. γ’ κλ.) = το πόδι.
eius: γενική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
animadvertit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φωνής του ρήμ. animadverto, animadverti, animadversum, animadvertere (3) = παρατηρώ, προσέχω, στρέφω την προσοχή μου.
eum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
latentem: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής ενεστώτα ενεργ. φωνής του ρήμ. lateo, latui, ‒, latere (2) = κρύβομαι.
adgnovit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φωνής του ρήμ. adgnosco, adgnovi, adgnitum, adgnoscere (3) = αναγνωρίζω.
extractum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φωνής του ρήμ. extraho, extraxi, extractum, extrahere (3) = τραβώ έξω.
imperatorem: αιτιατική ενικ. του ουσ. imperator, imperatoris (αρσ. γ’ κλ.) = ο αυτοκράτορας.
eum: αιτιατική ενικ., του αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
salutavit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φωνής του ρήμ. saluto, salutavi, salutatum, salutare (1) = προσαγορεύω, χαιρετώ.
hinc: τοπικό επίρρ. = από εκεί.
ad: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.
commilitones: αιτιατική πληθ. του ουσ. commilito, commilitonis (αρσ. γ’ κλ.) = ο συστρατιώτης, o σύντροφος.
suos: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, της κτητικής αντων. του γ’ προσ. για έναν κτήτορα suus, sua, suum = ο δικός του, η δική του, το δικό του.
eum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
adduxit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. adduco, adduxi, adductum, adducere (3) = οδηγώ προς. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα ενεργ. φων.: adduc.]
ab: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.
his: αφαιρετική πληθ., αρσ. γένους, της δεικτικής αντων. hic, haec, hoc = αυτός, αυτή, αυτό.
in: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.
castra: αιτιατική πληθ. του ουσ. castra, castrorum (ουδ. β’ κλ.) = το στρατόπεδο. [Στον ενικό αριθμό: castrum, castri = το φρούριο (ετερόσημο).]
delatus est: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. defero, detuli, delatum, deferre (3) = μεταφέρω. [Για την κλίση του fero βλ. σελ. …]
tristis: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. tristis, -is, -e = λυπημένος.
trepidus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. trepidus, –a, –um = έντρομος.
dum: χρονικός σύνδεσμος = ενώ.
obvia: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. obvius, –a, –um = αντίθετος, αυτός που έρχεται από την αντίθετη πλευρά∙ εδώ: αυτός που συναντά.
turba: ονομαστική ενικ. του ουσ. turba, turbae (θηλ. α’ κλ.) = το πλήθος.
quasi: παραβολικό επίρρ. = σαν να.
moriturum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής μέλλοντα ενεργ. φωνής του ρήμ. morior, mortuus sum, mori (3, αποθ., 15 σε -io) = πεθαίνω. [Μετοχή μέλλοντα: moriturus, –a, –um].
eum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
miseratur: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. miseror, miseratus sum, miserari (1, αποθ.) = λυπάμαι.
postero: αφαιρετική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. posterus, –a, –um = επόμενος. [ΣΥΓΚΡ.: posterior, posterior, posterius. ΥΠΕΡΘ.: postremus, -a, -um & postumus, -a, -um.]
die: αφαιρετική ενικ. του ουσ. dies, diei (αρσ. ε’ κλ.) = η ημέρα.
Claudius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Claudius, Claudii / Claudi (αρσ. β’ κλ.) = ο Κλαύδιος. [Κλητική ενικ.: Claudi.]
imperator: ονομαστική ενικ. του ουσ. imperator, imperatoris (αρσ. γ’ κλ.) = ο αυτοκράτορας.
factus est: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου του ανώμ. ρήμ. fio, factus sum, fieri = γίνομαι. Είναι το παθητικό του facio, feci, factum, facere (3, 15-io) = κάνω, το οποίο όμως, όταν είναι σύνθετο, σχηματίζει κανονικά την παθητική φωνή, π.χ. interficio ‒ interficior.]
Συγκεντρωτική Παρουσίαση Γραμματικών Τύπων
Ουσιαστικά
A΄ κλίση
Αρσενικό
Caligula, -ae
Θηλυκά
diaeta, -ae
turba, -ae
Β΄ κλίση
Αρσενικά
annus, -i
Claudius, -i
Ουδέτερα
castra –orum (ετερόσημο)
Hermaeum, –i (δεν έχει πληθυντικό)
imperium, -ii, (-i)
solarium, -ii, (-i)
velum, -i
Γ΄κλίση
Αρσενικά
commilito, commilitonis
imperator, imperatoris
insidiator, insidiatoris
miles, militis
pes, pedis
rumor, rumoris
Θηλυκά
aetas, aetatis
caedes, caedis
foris, foris
Ουδέτερα
nomen, nominis
Δ΄κλίση
Αρσενικά
casus, -us
Ε΄κλίση
Αρσενικά
dies, dei
Παραθετικά Επιθέτων
Β΄Κλίση
Θετικός
obvius, -a, -um
paulus, -a, -um
posterus, -a, -um
(prope)
trepidus,-a, -um
Συγκριτικός
–
–
posterior, -ior, -ius
propior, -ior, -ius
–
Υπερθετικός
–
–
postremus, -a, -um &
postumus, -a, -um
proximus, -a, -um
–
Γ΄Κλίση
mirabilis, -is, -e
tristis, -is, -e
mirabilior, -ior, -ius
tristior, -ior, -ius
mirabilissimus, -a, -um
tristissimus, -a, -um
Αντωνυμίες
is, ea, id
hic, haec, hoc
qui, quae, quod
quidam, quaedam, quoddam
se
suus, sua, suum
δεικτική επαναληπτική
δεικτική
αναφορική
αόριστη επιθετική
προσωπική
κτητική
Αρχικοί Χρόνοι Ρημάτων
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΣΟΥΠΙΝΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Α’ ΣΥΖΥΓΙΑ
miseror miseratus sum – miserari Αποθετικό
saluto salutavi salutatum salutare
Β’ ΣΥΖΥΓΙΑ
exterreo exterrui exterritum exterrere
lateo latui – latere
Γ’ ΣΥΖΥΓΙΑ
abdo abdidi abditum abdere
adduco adduxi adductum adducere
a(d)gnosco adgnovi adgnitum adgnoscere
animadverto animadverti animadversum animadvertere
capio cepi captum capere Σε -io
discurro discurri / discucurri discursum discurrere
excludo exclusi exclusum excludere
extraho extraxi extractum extrahere
praetendo praetendi praetentum /sum praetendere
prorepo prorepsi proreptum prorepere
recedo recessi recessum recedere
morior mortuus sum – mori Σε -io Αποθετικό Μτχ. μέλλ. moriturus
sum fui – esse Βοηθητικό
defero detuli delatum deferre Ανώμαλο
fio factus sum – fieri Ανώμαλο
Συντακτική Ανάλυση
- Claudius quinquagesimo anno aetatis suae imperium cepit mirabili quodam casu: κύρια πρότ. κρίσεως.
cepit: ρήμ. ● Claudius: υποκ. του cepit ● imperium: αντικ. του cepit ● casu: αφαιρετική του τρόπου στο cepit ● mirabili: επιθ. προσδ. στο casu ● quodam: επιθ. προσδ. στη φράση mirabili casu (επάλληλος επιθ. προσδ.) ● anno: αφαιρετική του χρόνου στο cepit ● quinquagesimo: επιθ. προσδ. στο anno ● aetatis: γενική διαιρετική στο anno ● suae: επιθ. προσδ. στο aetatis· εκφράζει πλάγια (ή έμμεση) αυτοπάθεια.
- Exclusus ab insidiatoribus Caligulae recesserat in diaetam: κύρια πρότ. κρίσεως.
recesserat: ρήμ. ● ενν. Claudius: υποκ. του recesserat ● in diaetam: εμπρόθ. προσδ. της κίνησης σε τόπο στο recesserat ● exclusus: χρονική μτχ., συνημμένη στο Claudius ● ab insidiatoribus: εμπρόθ. προσδ. του ποιητικού αιτίου στη μτχ. exclusus ● Caligulae: γενική αντικειμενική στο insidiatoribus.
- cui nomen est Hermaeum: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στο diaetam (της πρότ. 2)· εισάγεται με την αναφορική αντων. cui· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα, με οριστική ενεστώτα, γιατί αναφέρεται στο παρόν· λειτουργεί ως επιθ. προσδ. στο diaetam.
est: ρήμ. ● nomen: υποκ. του est ● Hermaeum: παράθεση στο nomen ● cui: δοτική προσωπική κτητική στο est.
- Paulo post rumore caedis exterritus prorepsit ad solarium proximum: κύρια πρότ. κρίσεως.
prorepsit: ρήμ. ● ενν. Claudius: υποκ. του prorepsit ● ad solarium: εμπρόθ. προσδ. της κίνησης σε τόπο στο prorepsit ● proximum: επιθ. προσδ. στο solarium ● post: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο prorepsit ● paulo αφαιρετική του μέτρου στο post ● exterritus: αιτιολογική1 μτχ., συνημμένη στο Claudius ● rumore: αφαιρετική του εξωτερικού αναγκαστικού αιτίου στο exterritus ● caedis: γενική αντικειμενική στο rumore.
- et inter vela praetenta foribus se abdidit: κύρια πρότ. κρίσεως.
abdidit: ρήμ. ● ενν. Claudius: υποκ. του abdidit ● se: αντικ. του abdidit· εκφράζει ευθεία (ή άμεση) αυτοπάθεια ● inter vela: εμπρόθ. προσδ. της στάσης σε τόπο (δηλώνει το «μεταξύ») στο abdidit ● praetenta: επιθετική1 μτχ., επιθ. προσδ. στο vela ● foribus: αντικ. της μτχ. praetenta.
- Discurrens miles pedes eius animadvertit: κύρια πρότ. κρίσεως.
animadvertit: ρήμ. ● miles: υποκ. του animadvertit ● discurrens: επιθετική μτχ., επιθ. προσδ. στο miles (ή χρονική μετοχή, συνημμένη στο miles) ● pedes: αντικ. του animadvertit ● eius: γενική κτητική στο pedes.
- eum latentem adgnovit: κύρια πρότ. κρίσεως.
adgnovit: ρήμ. ● ενν. miles: υποκ. του adgnovit ● eum: αντικ. του adgnovit ● latentem: κατηγορηματική μτχ. που εξαρτάται από το adgnovit και αναφέρεται στο eum.
- extractum imperatorem eum salutavit: κύρια πρότ. κρίσεως.
salutavit: ρήμ. ● ενν. miles: υποκ. του salutavit ● eum: αντικ. του salutavit ● imperatorem: κατηγορ. στο αντικ. eum του salutavit ● extractum: χρονική μτχ., συνημμένη στο eum.
- Hinc ad commilitones suos eum adduxit: κύρια πρότ. κρίσεως.
adduxit: ρήμ. ● ενν. miles: υποκ. του adduxit ● eum: αντικ. του adduxit ● ad commilitones: εμπρόθ. προσδ. της κατεύθυνσης (σε πρόσωπο) στο adduxit ● suos: επιθ. προσδ. στο commilitones, εκφράζει ευθεία (ή άμεση) αυτοπάθεια ● hinc: επιρρ. προσδ. της κίνησης από τόπο στο adduxit.
- Ab his in castra delatus est tristis et trepidus: κύρια πρότ. κρίσεως.
delatus est: ρήμ. ● ενν. Claudius: υποκ. του delatus est ● in castra: εμπρόθ. προσδ. της κίνησης σε τόπο στο delatus est ● tristis / trepidus: επιρρ. κατηγορ. του τρόπου στο υποκ. Claudius του delatus est ● ab his: εμπρόθ. προσδ. του ποιητικού αιτίου στο delatus est.
- dum obvia turba quasi moriturum eum miseratur: δευτ. επιρρ. χρονική πρότ.· εισάγεται με τον χρονικό σύνδεσμο dum, ο οποίος χρησιμοποιείται για να δηλωθεί το σύγχρονο· εκφέρεται με οριστική, διότι η πράξη ενδιαφέρει μόνο από χρονική άποψη· συγκεκριμένα, με οριστική ενεστώτα, γιατί δηλώνει μια συνεχιζόμενη πράξη στη διάρκεια της οποίας συμβαίνει μια άλλη πράξη· πρόκειται για λατινισμό· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του χρόνου στο delatus est (της πρότ. 10).
miseratur: ρήμ. ● turba: υποκ. του miseratur ● obvia: επιθ. προσδ. στο turba ● eum: αντικ. του miseratur ● quasi moriturum: αιτιολογική μτχ. (υποκειμενικής αιτιολογίας), συνημμένη στο eum.
- Postero die Claudius imperator est factus: κύρια πρότ. κρίσεως.
est factus: ρήμ. ● Claudius: υποκ. του est factus ● imperator: κατηγορ. στο υποκ. Claudius του est factus ● die: αφαιρετική του χρόνου στο est factus ● postero: επιθ. προσδ. στο die.
Για να μεταβείτε σε άλλη Ενότητα των Λατινικών Β’ Λυκείου, επιλέξτε τον αντίστοιχο σύνδεσμο από τον παρακάτω πίνακα:
Η ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.