
Λατινικά Ενότητα 17
Για να μεταφερθείτε σε κάποια άλλη ενότητα των Λατινικών Προσανατολισμού της Β’ Λυκείου επιλέξτε την αντίστοιχη σελίδα από το παρακάτω μενού:
Λατινικά Ενότητα 17
Φόβος μπροστά στο άγνωστο
Μετάφραση σε αντιστοίχιση
Magnus timor
occupavit exercitum
ex vocibus Gallorum ac mercatorum,
qui praedicabant
Germanos esse ingenti
magnitudine corporum
et incredibili virtute.
Alius alia de causa
cupiebat discedere.
Nonnulli
adducti pudore
remanebant.
Hi poterant
neque vultum fingere
neque tenere lacrimas;
abditi in tabernaculis
aut querebantur suum fatum
aut miserabantur commune periculum
cum falimiliaribus suis.
Totis castris
obsignabantur testamenta.
Vocibus ac timore horum
perturbabantur
paulatim
etiam ii,
qui habebantur periti
rei militaris.
Μεγάλος φόβος
κατέλαβε το στρατό
από τις διαδόσεις των Γαλατών και των εμπόρων,
οι οποίοι διακήρυσσαν
ότι οι Γερμανοί είχαν φοβερή
σωματική διάπλαση
και απίστευτη ανδρεία.
Προβάλλοντας ο καθένας και μια δικαιολογία
επιθυμούσε να αποχωρήσει.
Μερικοί
παρασυρμένοι από ντροπή
παρέμεναν.
Αυτοί δεν μπορούσαν
ούτε να προσποιηθούν
ούτε να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους·
κρυμμένοι στις σκηνές τους
είτε παραπονούνταν για τη μοίρα τους
είτε θρηνούσαν για τον κοινό κίνδυνο
μαζί με τους γνωστούς τους.
Σε ολόκληρο το στρατόπεδο
υπογράφονταν και σφραγίζονταν διαθήκες.
Από τις διαδόσεις και το φόβο αυτών
ταράζονταν
σιγά σιγά
ακόμα και αυτοί
οι οποίοι θεωρούνταν έμπειροι
στα στρατιωτικά ζητήματα.
Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια
magnus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. magnus, –a, –um = μεγάλος. [ΣΥΓΚΡ.: maior, maior, maius. ΥΠΕΡΘ.: maximus, -a, -um.]
timor: ονομαστική ενικ. του ουσ. timor, timoris (αρσ. γ΄ κλ.) = ο φόβος.
exercitum: αιτιατική ενικ. του ουσ. exercitus, exercitus (αρσ. δ΄ κλ.) = ο στρατός.
occupavit: γ΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. occupo, occupavi, occupatum, occupare (1) = καταλαμβάνω.
ex: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.
vocibus: αφαιρετική πληθ. του ουσ. vox, vocis (θηλ. γ΄ κλ.) = η φωνή· εδώ: η διάδοση.
Gallorum: γενική πληθ. του ουσ. Galli, Gallorum (αρσ. β΄ κλ.) = οι Γαλάτες. [Δεν έχει ενικ. αριθμό.]
ac: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και.
mercatorum: γενική πληθ. του ουσ. mercator, mercatoris (αρσ. γ΄ κλ.) = ο έμπορος.
qui: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.
Germanos: αιτιατική πληθ. του ουσ. Germani, Germanorum (αρσ. β΄ κλ.) = οι Γερμανοί. [Δεν έχει ενικ. αριθμό.]
ingenti: αφαιρετική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της γ΄ κλ. ingens, ingens, ingens (γενική: ingentis) = τεράστιος.
magnitudine: αφαιρετική ενικ. του ουσ. magnitudo, magnitudinis (θηλ. γ΄ κλ.) = το μέγεθος.
corporum: γενική πληθ. του ουσ. corpus, corporis (ουδ. γ΄ κλ.) = το σώμα.
et: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και.
incredibili: αφαιρετική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της γ΄ κλ. incredibilis, –is, –e = απίστευτος.
virtute: αφαιρετική ενικ. του ουσ. virtus, virtutis (θηλ. γ΄ κλ.) = η αρετή, η ανδρεία· εδώ: η ανδρεία.
esse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, υπάρχω.
praedicabant: γ΄ πληθ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. praedico, praedicavi, praedicatum, praedicare (1) = διακηρύττω.
alius: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της αόριστης αντωνυμίας alius, alia, aliud = ο άλλος, η άλλη, το άλλο. [Γεν. ενικ.: alius, Δοτ. ενικ.: alii. Σύμφωνα με το σχολ. βιβλίο, είναι αντωνυμικό επίθετο.
alia: αφαιρετική ενικ., θηλ. γένους, της αόριστης αντωνυμίας alius, alia, aliud = ο άλλος, η άλλη, το άλλο. [Βλ. παραπάνω.]
de: πρόθεση (+ αφαιρετική) = για, από (εξαιτίας).
causa: αφαιρετική ενικ. του ουσ. causa, causae (θηλ. α΄ κλ.) = η αιτία, ο λόγος.
discedere: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. discedo, discessi, discessum, discedere (3) = αποχωρώ.
cupiebat: γ΄ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. cupio, cupi(v)i, cupitum, cupere (3, 15 σε -io) = επιθυμώ.
nonnulli: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του αντωνυμικού επιθέτου nonnulli, nonnullae, nonnulla = μερικοί, μερικές, μερικά. [Προέρχεται από το αρνητικό μόριο non και την αόριστη επιθετική αντωνυμία nullus, –a, –um (= κανένας)].
pudore: αφαιρετική ενικ. του ουσ. pudor, pudoris (αρσ. γ΄ κλ.) = η ντροπή. [Δεν είναι εύχρηστο στον πληθ. αριθμό.]
adducti: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. adduco, adduxi, adductum, adducere (3) = παρασύρω, παρακινώ.
remanebant: γ΄ πληθ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. remaneo, remansi, –, remanere (2) = παραμένω. [Mτχ. παθ. παρακειμένου: mansus, –a, –um
hi: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, της δεικτικής αντων. hic, haec, hoc = αυτός, αυτή, αυτό.
neque: αντιθετικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = ούτε.
vultum: αιτιατική ενικ. του ουσ. vultus, vultus (αρσ. δ΄ κλ.) = το πρόσωπο.
fingere: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. fingo, finxi, fictum, fingere (3) = πλάθω· // vultum fingere = προσποιούμαι.
neque: αντιθετικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = ούτε.
lacrimas: αιτιατική πληθ. του ουσ. lacrima, lacrimae (θηλ. α΄ κλ.) = το δάκρυ.
tenere: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. teneo, tenui, tentum, tenere (2) = κρατώ.
poterant: γ΄ ενικ. οριστικής παρατατικού του ρήμ. possum, potui, –, posse = μπορώ.
abditi: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. abdo, abdidi, abditum, abdere (3) = κρύβω.
in: πρόθεση (+ αφαιρετική) = σε.
tabernaculis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. tabernaculum, tabernaculi (ουδ. β΄ κλ.) = η σκηνή.
aut: διαζευκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = ή, είτε.
suum: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, της κτητικής αντων. του γ΄ προσ. για πολλούς κτήτορες suus, sua, suum = ο δικός τους, η δική τους, το δικό τους.
fatum: αιτιατική ενικ. του ουσ. fatum, fati (ουδ. β΄ κλ.) = η μοίρα.
querebantur: γ΄ πληθ. οριστικής παρατατικού του ρήμ. queror, questus sum, queri (3, αποθ.) = παραπονιέμαι.
aut: διαζευκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = ή, είτε.
cum: πρόθεση (+ αφαιρετική) = με.
familiaribus: αφαιρετική πληθ. του ουσ. familiaris, familiaris (αρσ. β΄ κλ.) = ο φίλος, ο γνωστός. [Αφαιρετική ενικ.: familiari. Γεν. πληθ.: familiarium.]
suis: αφαιρετική πληθ., αρσ. γένους, της κτητικής αντων. του γ΄ προσ. για πολλούς κτήτορες suus, sua, suum = ο δικός τους, η δική τους, το δικό τους.
commune: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της γ΄ κλ. communis, –is, –e = κοινός.
periculum: αιτιατική ενικ. του ουσ. periculum, periculi (ουδ. β΄ κλ.) = ο κίνδυνος.
miserabantur: γ΄ πληθ. οριστικής παρατατικού του ρήμ. miseror, miseratus sum, miserari (1, αποθ.) = λυπάμαι· εδώ: θρηνώ, θρηνολογώ.
totis: αφαιρετική πληθ., ουδ. γένους, του αντωνυμικού επιθέτου totus, tota, totum = όλος, ολόκληρος. [Γενική ενικ.: totius. Δοτική ενικ.: toti.]
castris: αφαιρετική πληθ. του ουσ. castra, castrorum (ουδ. β΄ κλ.) = το στρατόπεδο. [Στον ενικό αριθμό: castrum, castri = το φρούριο (ετερόσημο).]
testamenta: ονομαστική πληθ. του ουσ. testamentum, testamenti (ουδ. β΄ κλ.) = η διαθήκη.
obsignabantur: γ΄ πληθ. οριστικής παρατατικού παθητ. φων. του ρήμ. obsigno, obsignavi, obsignatum, obsignare (1) = υπογράφω και σφραγίζω.
horum: γενική πληθ., αρσ. γένους, της δεικτικής αντων. hic, haec, hoc = αυτός, αυτή, αυτό.
vocibus: αφαιρετική πληθ. του ουσ. vox, vocis (θηλ. γ΄ κλ.) = η φωνή· εδώ: η διάδοση.
ac: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και.
timore: αφαιρετική ενικ. του ουσ. timor, timoris (αρσ. γ΄ κλ.) = ο φόβος.
paulatim: τροπικό ή και ποσοτικό επίρρ. = λίγο λίγο, σιγά σιγά.
etiam: συμπλεκτικός επιδοτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = ακόμα και.
ii: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
qui: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.
rei: γενική ενικ. του ουσ. res, rei (θηλ. ε΄ κλ.) = το πράγμα· εδώ: το θέμα.
militaris: γενική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της γ΄ κλ. militaris, –is, –e = στρατιωτικός· res militaris = τα στρατιωτικά. [Η συνεκφορά χρησιμοποιείται σπάνια στον πληθ.]
periti: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. peritus, –a, –um = έμπειρος.
habebantur: γ΄ πληθ. οριστικής παρατατικού παθητ. φων. του ρήμ. habeo, habui, habitum, habere (2) = έχω. [Στην παθητ. φωνή παίρνει τη σημασία «θεωρούμαι».]
perturbabantur: γ΄ πληθ. οριστικής παρατατικού παθητ. φων. του ρήμ. perturbo, perturbavi, perturbatum, perturbare (1) = ταράζω.
Συγκεντρωτική Παρουσίαση Γραμματικών Τύπων
Ουσιαστικά
A΄ κλίση
Θηλυκά
causa, -ae
lacrima, -ae
Β΄ κλίση
Αρσενικά
Galli, -orum (δεν έχει ενικό)
Germani, -orum (δεν έχει ενικό)
Ουδέτερα
castra, -orum (ετερόσημο)
fatum, -i
tabernaculum, -i
testamentum, -i
Γ΄κλίση
Αρσενικά
falimiliaris, -is
mercator, -oris
pudor, -oris (δεν έχει πληθυντικό)
timor, timoris
Θηλυκά
magnitudo, magnitudinis
virtus, virtutis
vox, vocis
Ουδέτερο
corpus, corporis
Δ΄κλίση
Αρσενικά
exercitus, -us
vultus, -us
Ε΄κλίση
Θηλυκό
res, rei
Παραθετικά Επιθέτων
Β΄Κλίση
Θετικός
magnus, -a, -um |
totus, -a, -um |
Συγκριτικός
maior, -ior, -ius |
——- |
Υπερθετικός
maximus, -a, -um |
——- |
Γ΄Κλίση
communis, –is, –e |
incredibilis, -is, -e |
ingens, ingentis |
militaris, -is, -e |
communior, -ior, -ius |
——- |
ingentior, -ior, -ius |
militarior, -ior, -ius |
communissimus, -a, -um |
——- |
ingentissimus, -a, -um |
——- |
Αντωνυμίες
alius, alia, aliud
qui, quae, quod hic, haec, hoc is, ea, id nonnuli, nonnulae, nonnula suus, -a, -um |
αόριστη ουσιαστική-επιθετική
αναφορική δεικτική δεικτική αόριστη (αντωνυμικό επίθετο) κτητική |
Αρχικοί Χρόνοι Ρημάτων
ΕΝΕΣΤ. | ΠΑΡΑΚ. | ΣΟΥΠ. | ΑΠΑΡΕΜΦ. | ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ |
sum | fui | esse | ||
possum | potui | posse | σύνθετο του sum | |
Α΄ ΣΥΖΥΓΙΑ | ||||
miseror | miseratus sum | miserari | αποθετικό | |
obsigno | obsignavi | obsignantum | obsignare | |
occupο | occupavi | occupatum | occupare | |
perturbo | perturbavi | perturbatum | perturbare | |
praedico | praedicavi | praedicatum | praedicare | |
Β΄ ΣΥΖΥΓΙΑ | ||||
habeo | habui | habitum | habere | |
remaneo | remansi | remansum | remanere | |
teneo | tenui | tentum | tenere | |
Γ΄ ΣΥΖΥΓΙΑ | ||||
abdo | abdidi | abditum | abdere | |
adduco | adduxi | adductum | adducere | |
cupio | cupivi | cupitum | cupere | 15 σε –io |
discedo | discessi | discessum | discedere | |
fingo | finxi | fictum | fingere | |
queror | questus sum | queri | αποθετικό |
Συντακτική Ανάλυση
- Magnus timor exercitum occupavit ex vocibus Gallorum ac mercatorum. Κύρια πρόταση
occupavit: ρήμα, timor: υποκείμενο, exercitum: αντικείμενο, Magnus: επιθετικός προσδιορισμός στο timor, ex vocibus: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του εξωτερικού αναγκαστικού αιτίου στο occupavit, Gallorum, mercatorum: γενικές υποκειμενικές στο vocibus.
- qui Germanos ingenti magnitudine corporum et incredibili virtute esse praedicabant. Δευτερεύουσα ονοματική αναφορική επιθετική προσδιοριστική πρόταση, ως επιθετικός προσδιορισμός στα Gallorum, mercatorum της εξάρτησής της.
praedicabant: ρήμα, qui: υποκείμενο, esse: αντικείμενο, ειδικό απαρέμφατο, με υποκείμενο Germanos (ετεροπροσωπία), magnitudine, virtute: αφαιρετικές κατηγορηματικές της ιδιότητας στο Germanos μέσω του esse, ingenti: επιθετικός προσδιορισμός στο magnitudine, incredibili: επιθετικός προσδιορισμός στο virtute, corporum: γενική κτητική στο magnitudine.
- Alius alia de causa discedere cupiebat. Κύρια πρόταση
cupiebat: ρήμα, Alius: υποκείμενο, discedere: αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο Alius (ταυτοπροσωπία), de causa: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του εξωτερικού αναγκαστικού αιτίου στο discedere, alia: επιθετικός προσδιορισμός στο causa.
- Nonnulli pudore adducti remanebant. Κύρια πρόταση
remanebant: ρήμα, Nonnulli: υποκείμενο, adducti: επιρρηματική αιτιολογική μετοχή, με υποκείμενο Nonnulli (συνημμένη), ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο remanebant, pudore: αφαιρετική του ποιητικού αιτίου στο adducti.
- Hi neque vultum fingere neque lacrimas tenere poterant. Κύρια πρόταση
poterant: ρήμα, Hi: υποκείμενο, fingere, tenere: αντικείμενα, τελικά απαρέμφατα, με υποκείμενο Hi (ταυτοπροσωπία), vultum: αντικείμενο στο fingere, lacrimas: αντικείμενο στο tenere.
- abditi in tabernaculis aut suum fatum querebantur. Κύρια πρόταση
querebantur: ρήμα, hi: (ενν.) υποκείμενο, fatum: αντικείμενο, suum: επιθετικός προσδιορισμός στο fatum, abditi: επιρρηματική χρονική μετοχή, με υποκείμενο (ενν.) hi (συνημμένη), ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο querebantur, in tabernaculis: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του τόπου που δηλώνει στάση στο abditi.
- cum familiaribus suis commune periculum miserabantur. Κύρια πρόταση
miserabantur: ρήμα, hi: (ενν.) υποκείμενο, periculum: αντικείμενο, commune: επιθετικός προσδιορισμός στο periculum, cum familiaribus: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της κοινωνίας στο miserabantur, suis: επιθετικός προσδιορισμός στο familiaribus.
- Totis castris testamenta obsignabantur. Κύρια πρόταση
obsignabantur: ρήμα, testamenta: υποκείμενο, castris: αφαιρετική του τόπου που δηλώνει στάση στο obsignabantur, Totis: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο castris.
- Horum vocibus ac timore paulatim etiam ii perturbabantur. Κύρια πρόταση
perturbabantur: ρήμα, ii: υποκείμενο, vocibus: αφαιρετική του εξωτερικού αναγκαστικού αιτίου στο perturbabantur, timore: αφαιρετική του εξωτερικού αναγκαστικού αιτίου στο perturbabantur, Horum: γενική υποκειμενική στα vocibus, timore, paulatim: επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού στο perturbabantur.
- qui rei militaris periti habebantur. Δευτερεύουσα ονοματική αναφορική επιθετική προσδιοριστική πρόταση, ως επεξήγηση στο ii της εξάρτησής της.
habebantur: ρήμα, qui: υποκείμενο, periti: κατηγορούμενο στο qui μέσω του habebantur, rei: γενική ως συμπλήρωμα (αντικειμενική) στο periti, militaris: επιθετικός προσδιορισμός στο rei.
Για να μεταβείτε σε άλλη Ενότητα των Λατινικών Β’ Λυκείου, επιλέξτε τον αντίστοιχο σύνδεσμο από τον παρακάτω πίνακα:
Η ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.