Λατινικά Ενότητα 13
Για να μεταφερθείτε σε κάποια άλλη ενότητα των Λατινικών Προσανατολισμού της Β’ Λυκείου επιλέξτε την αντίστοιχη σελίδα από το παρακάτω μενού:
Λατινικά Ενότητα 13
Πώς η γνώση νίκησε τη δεισιδαιμονία
Μετάφραση σε αντιστοίχιση
Sulpicius Gallus
erat legatus
Luci Aemili Pauli,
qui gerebat bellum
adversus regem Persen.
Serena nocte
subito
luna defecerat;
ob repentinum
monstrum
terror invaserat
animos militum
et exercitus amiserat
fiduciam.
Tum Sulpicius Gallus
disputavit
de ratione caeli
et de statu ac motibus
stellarum lunaeque
eoque modo
misit exercitum
alacrem in pugnam.
Sic liberales artes
Galli dederunt aditum
ad illam illustrem
victoriam Paulianam.
Quia ille vicerat
metum exercitus Romani,
imperator potuit
vincere adversarios!
O Σουλπίκιος Γάλλος
ήταν ύπαρχος
του Λευκίου Αιμιλίου Παύλου,
ο οποίος διεξήγε πόλεμο
εναντίον του βασιλιά Περσέα.
Μια ξάστερη νύχτα
ξαφνικά
η σελήνη είχε πάθει έκλειψη·
εξαιτίας του ξαφνικού
φοβερού θεάματος
τρόμος είχε καταλάβει
τις ψυχές των στρατιωτών
και ο στρατός είχε χάσει
την αυτοπεποίθησή (του).
Τότε ο Σουλπίκιος Γάλλος
μίλησε
για τη φύση του ουρανού
και για τη θέση και τις κινήσεις
των άστρων και της σελήνης
και με αυτόν τον τρόπο
έστειλε το στρατό
με αναπτερωμένο ηθικό στη μάχη.
Έτσι οι ελευθέριες τέχνες του
Γάλλου άνοιξαν το δρόμο
για εκείνη την περίλαμπρη
νίκη του Παύλου.
Επειδή εκείνος νίκησε
το φόβο του ρωμαϊκού στρατού,
ο στρατηγός μπόρεσε
να νικήσει τους αντιπάλους!
Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια
Sulpicius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Sulpicius, Sulpicii / Sulpici (αρσ. β’ κλ.) = ο Σουλπίκιος. [Κλητική ενικ.: Sulpici.]
Gallus: ονομαστική ενικ. του ουσ. Gallus, Galli (αρσ. β’ κλ.) = ο Γάλλος.
legatus: ονομαστική ενικ. του ουσ. legatus, legati (αρσ. β’ κλ.) = ο ύπαρχος.
Luci: γενική ενικ. του ουσ. Lucius, Lucii / Luci (αρσ. β’ κλ.) = ο Λεύκιος. [Κλητική ενικ.: Luci.]
Aemili: γενική ενικ. του ουσ. Aemilius, Aemilii / Aemili (αρσ. β’ κλ.) = ο Αιμίλιος. [Κλητική ενικ.: Aemili.]
Pauli: γενική ενικ. του ουσ. Paulus, Pauli (αρσ. β’ κλ.) = ο Παύλος.
erat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι.
qui: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.
bellum: αιτιατική ενικ. του ουσ. bellum, belli (ουδ. β’ κλ.) = ο πόλεμος.
adversus: πρόθεση (+ αιτιατική) = εναντίον.
Persen: αιτιατική ενικ. του (ανώμ.) ουσ. Perses, Persae (αρσ. α’ κλ.) = ο Περσέας. [Αιτιατική ενικ.: Persam & Persen, κλητική / αφαιρετική ενικ.: Persa & Perse.]
regem: αιτιατική ενικ. του ουσ. rex, regis (αρσ. γ’ κλ.) = ο βασιλιάς.
gerebat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. gero, gessi, gestum, gerere (3) = κάνω, διεξάγω.
serena: αφαιρετική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. serenus, –a, –um = καθαρός, ξάστερος.
nocte: αφαιρετική ενικ. του ουσ. nox, noctis (θηλ. γ’ κλ.) = η νύχτα. [Αφαιρετική ενικ.: nocte & noctu, γενική πληθ.: noctium.]
subito: τροπικό επίρρ. = ξαφνικά. [Προέρχεται από το επίθ. της β’ κλ. subitus, –a, –um = ξαφνικός.]
luna: ονομαστική ενικ. του ουσ. luna, lunae (θηλ. α’ κλ.) = η σελήνη. [Δεν έχει πληθ., γιατί είναι ουράνιο σώμα.]
defecerat: γ’ ενικ. οριστικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. deficio, defeci, defectum, deficere (3, 15 σε -io) = χάνομαι· luna defecerat = η σελήνη είχε πάθει έκλειψη.
ob: πρόθεση (+ αιτιατική) = εξαιτίας.
repentinum: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. repentinus, –a, –um = ξαφνικός.
monstrum: αιτιατική ενικ. του ουσ. monstrum, monstri (ουδ. β’ κλ.) = παράξενο και φοβερό θέαμα.
terror: ονομαστική ενικ. του ουσ. terror, terroris (αρσ. γ’ κλ.) = ο τρόμος.
animos: αιτιατική πληθ. του ουσ. animus, animi (αρσ. β’ κλ.) = η ψυχή.
militum: γενική πληθ. του ουσ. miles, militis (αρσ. γ’ κλ.) = ο στρατιώτης.
invaserat: γ’ ενικ. οριστικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. invado, invasi, invasum, invadere (3) = καταλαμβάνω.
et: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και.
exercitus: ονομαστική ενικ. του ουσ. exercitus, exercitus (αρσ. δ’ κλ.) = ο στρατός.
fiduciam: αιτιατική ενικ. του ουσ. fiducia, fiduciae (θηλ. α’ κλ.) = η αυτοπεποίθηση, η εμπιστοσύνη, το ηθικό. [Δεν έχει πληθ., γιατί είναι αφηρημένη έννοια.]
amiserat: γ’ ενικ. οριστικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. amitto, amisi, amissum, amittere (3) = χάνω.
tum: χρονικό επίρρ. = τότε.
Sulpicius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Sulpicius, Sulpicii / Sulpici (αρσ. β’ κλ.) = ο Σουλπίκιος. [Bλ. παραπάνω.]
Gallus: ονομαστική ενικ. του ουσ. Gallus, Galli (αρσ. β’ κλ.) = ο Γάλλος.
de: πρόθεση (+ αφαιρετική) = για, σχετικά με.
caeli: γενική ενικ. του ουσ. caelum, caeli (ουδ. β’ κλ.) = ουρανός. [Πληθ. αριθμός στο αρσ. γένος: caeli, caelorum (ετερογενές).]
ratione: αφαιρετική ενικ. του ουσ. ratio, rationis (θηλ. γ’ κλ.) = η φύση, η λογική.
de: πρόθεση (+ αφαιρετική) = για, σχετικά με.
stellarum: γενική πληθ. του ουσ. stella, stellae (θηλ. α’ κλ.) = το αστέρι.
lunae: γενική ενικ. του ουσ. luna, lunae (θηλ. α’ κλ.) = η σελήνη. [Δεν έχει πληθ., γιατί είναι ουράνιο σώμα.]
–que: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και. [Είναι εγκλιτική λέξη.]
statu: αφαιρετική ενικ. του ουσ. status, status (αρσ. δ’ κλ.) = η στάση.
ac: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και.
motibus: αφαιρετική πληθ. του ουσ. motus, motus (αρσ. δ’ κλ.) = η κίνηση.
disputavit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. disputo, disputavi, disputatum, disputare (1) = μιλώ, πραγματεύομαι, συζητώ.
eo: αφαιρετική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
modo: αφαιρετική ενικ. του ουσ. modus, modi (αρσ. β’ κλ.) = ο τρόπος.
exercitum: αιτιατική ενικ. του ουσ. exercitus, exercitus (αρσ. δ’ κλ.) = ο στρατός.
alacrem: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. alacer, alacris, alacre = πρόθυμος, με αναπτερωμένο ηθικό.
in: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε.
pugnam: αιτιατική ενικ. του ουσ. pugna, pugnae (θηλ. α’ κλ.) = η μάχη.
misit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. mitto, misi, missum, mittere (3) = στέλνω.
sic: τροπικό επίρρ. = έτσι.
liberales: ονομαστική πληθ., θηλ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. liberalis, –is, –e = ελευθέριος.
artes: ονομαστική πληθ. του ουσ. ars, artis (θηλ. γ’ κλ.) = η τέχνη. [Γεν. πληθ.: artium.]
Galli: γενική ενικ. του ουσ. Gallus, Galli (αρσ. β’ κλ.) = ο Γάλλος.
aditum: αιτιατική ενικ. του ουσ. aditus, aditus (αρσ. δ’ κλ.) = η πρόσβαση, ο δρόμος.
ad: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, για.
illustrem: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. illustris, –is, –e = λαμπρός, περίλαμπρος.
illam: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, της δεικτικής αντων. ille, illa, illud = εκείνος, εκείνη, εκείνο.
Paulianam: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. Paulianus, -a, -um = του Παύλου.
victoriam: αιτιατική ενικ. του ουσ. victoria, victoriae (θηλ. α’ κλ.) = η νίκη.
dederunt: γ’ πληθ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. do, dedi, datum, dare (1) = δίνω.
quia: αιτιολογικός σύνδεσμος = επειδή.
ille: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής αντων. ille, illa, illud = εκείνος, εκείνη, εκείνο.
metum: αιτιατική ενικ. του ουσ. metus, metus (αρσ. δ’ κλ.) = ο φόβος.
exercitus: γενική ενικ. του ουσ. exercitus, exercitus (αρσ. δ’ κλ.) = ο στρατός.
Romani: γενική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. Romanus, –a, –um = ρωμαϊκός.
vicerat: γ’ ενικ. οριστικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. vinco, vici, victum, vincere (3) = νικώ.
imperator: ονομαστική ενικ. του ουσ. imperator, imperatoris (αρσ. γ’ κλ.) = ο στρατηγός.
adversarios: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. adversarius, –a, –um = ενάντιος, αντίπαλος.
vincere: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. vinco, vici, victum, vincere (3) = νικώ.
potuit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου του ρήμ. possum, potui, –, posse = μπορώ.
Συγκεντρωτική Παρουσίαση Γραμματικών Τύπων
Ουσιαστικά
A΄ κλίση
Αρσενικό
Perses, –ae (δεν έχει ενικό)
Θηλυκά
fiducia, -ae
luna, –ae (δεν έχει πληθυντικό)
pugna, -ae
stella, -ae
victoria, -ae
Β΄ κλίση
Αρσενικά
adversarius, -i
Aemillius, -i
animus, -i
Gallus, -i
legatus, -i
Lucius, -ii, (-i)
modus, -i
Paulus, -i
Sulpicius, -ii, (-i)
Ουδέτερα
bellum, -i
caelum, -i
monstrum, -i
Γ΄κλίση
Αρσενικά
imperator, imperatoris
miles, militis
rex, regis
terror, terroris
Θηλυκά
ars, artis
nox, noctis
ratio, rationis
Δ΄κλίση
Αρσενικά
aditus, -us
exercitus, -us
metus, -us
motus, -us
status, -us
Παραθετικά Επιθέτων
Β΄Κλίση
Θετικός
Paulianus, -a, -um
repentinus, -a, -um
Romanus, -a, -um
serenus, -a, -um
Συγκριτικός
–
–
–
–
Υπερθετικός
–
–
–
–
Γ΄Κλίση
alacer, alacris, alacre
liberalis, -is, -e
illustris, -is, -e
alacrior, -ior, -ius
liberalior, -ior, -ius
illustrior, -ior, -ius
–
liberalissimus, -a, -um
illustrissimus, -a, -um
Αντωνυμίες
ille, illa, illud
is, ea, id
qui, quae, quod
δεικτική
δεικτική επαναληπτική
αναφορική
Αρχικοί Χρόνοι Ρημάτων
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΣΟΥΠΙΝΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Α’ ΣΥΖΥΓΙΑ
disputo disputavi disputatum disputare
do dedi datum dare
Γ’ ΣΥΖΥΓΙΑ
amitto amisi amissum amittere
deficio defeci defectum deficere Σε -io
gero gessi gestum gerere
invado invasi invasum invadere
mitto misi missum mittere
vinco vici victum vincere
possum potui posse Ανώμαλο
sum fui esse Βοηθητικό
Συντακτική Ανάλυση
- Sulpicius Gallus legatus Luci Aemili Pauli erat: κύρια πρότ. κρίσεως.
erat: ρήμ. ● Sulpicius Gallus: υποκ. του erat ● legatus: κατηγορούμενο στο υποκ. Sulpicius Gallus του erat ● Luci Aemili Pauli: γενική κτητική στο legatus.
- qui bellum adversus Persen regem gerebat: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στο Luci Aemili Pauli (της πρότ. 1)· εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία qui· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα, με οριστική παρατατικού, γιατί αναφέρεται στο παρελθόν (ή: για να δηλωθεί διάρκεια στο παρελθόν)· λειτουργεί ως επιθετικός προσδ. στο Luci Aemili Pauli.
gerebat: ρήμ. ● qui: υποκ. του gerebat ● bellum: αντικ. του gerebat ● adversus Persen: εμπρόθ. προσδ. της εναντίωσης στο gerebat (για τις ισοδύναμες εκφράσεις βλ. σελ. …) ● regem: παράθεση στο Persen.
- Serena nocte subito luna defecerat: κύρια πρότ. κρίσεως.
defecerat: ρήμ. ● luna: υποκ. του defecerat ● subito: επιρρ. προσδ. του τρόπου στο defecerat ● nocte: αφαιρετική του χρόνου στο defecerat ● serena: επιθετικός προσδ. στο nocte.
- ob repentinum monstrum terror animos militum invaserat: κύρια πρότ. κρίσεως.
invaserat: ρήμ. ● terror: υποκ. του invaserat ● animos: αντικ. του invaserat ● militum: γενική κτητική στο animos ● ob monstrum: εμπρόθ. προσδ. του εξωτερικού αναγκαστικού αιτίου στο invaserat ● repentinum: επιθετικός προσδ. στο monstrum.
- exercitus fiduciam amiserat: κύρια πρότ. κρίσεως.
amiserat: ρήμ. ● exercitus: υποκ. του amiserat ● fiduciam: αντικ. του amiserat.
- Tum Sulpicius de caeli ratione et de stellarum lunaeque statu ac motibus disputavit: κύρια πρότ. κρίσεως.
disputavit: ρήμ. ● Sulpicius: υποκ. του disputavit ● de ratione / de statu / ενν. de motibus: εμπρόθ. προσδ. της αναφοράς στο disputavit ● caeli: γενική κτητική στο ratione ● stellarum / lunae: γενικές υποκειμενικές στα statu και motibus ● tum: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο disputavit.
- eo modo exercitum alacrem in pugnam misit: κύρια πρότ. κρίσεως.
misit: ρήμ. ● ενν. Sulpicius: υποκ. του misit ● exercitum: αντικ. του misit ● alacrem: επιρρ. κατηγορούμενο του τρόπου στο υποκ. exercitum του misit ● in pugnam: εμπρόθ. προσδ. του σκοπού στο misit ● modo: αφαιρετική του τρόπου στο misit ● eo: επιθετικός προσδ. στο modo.
- Sic liberales artes Galli aditum ad illustrem illam Paulianam victoriam dederunt: κύρια πρότ. κρίσεως.
dederunt: ρήμ. ● artes: υποκ. του dederunt ● aditum: αντικ. του dederunt ● liberales: επιθετικός προσδ. στο artes ● Galli: γενική κτητική στο artes ● sic: επιρρ. προσδ. του τρόπου στο dederunt ● ad victoriam: εμπρόθ. προσδ. του σκοπού στο dederunt ● Paulianam: επιθ. προσδιορισμοί στο victoriam ● illustrem: επιθ. προσδιορισμός στο Paulianam victoriam ● illam: επιθ. προσδιορισμός στο illustrem Paulianam victoriam.
- Quia ille metum exercitus Romani vicerat: δευτ. επιρρ. αιτιολογική πρότ.· εισάγεται με τον αιτιολογικο σύνδ. quia· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει αντικειμενική αιτιολογία· συγκεκριμένα, με οριστική υπερσυντελίκου, γιατί αναφέρεται στο παρελθόν (ή: για να δηλωθεί πράξη συντελεσμένη στο παρελθόν πριν από κάποια άλλη)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. της αιτίας στο potuit (της πρότ. 10).
vicerat: ρήμ. ● ille: υποκ. του vicerat ● metum: αντικ. του vicerat ● exercitus: γενική υποκειμενική στο metum ● Romani: επιθετικός προσδ. στο exercitus.
- imperator adversarios vincere potuit: κύρια πρότ. κρίσεως.
potuit: ρήμ. ● imperator: υποκ. του potuit και του vincere (ταυτοπροσωπία) ● vincere: τελικό απαρέμφατο, αντικ. του potuit, με υποκείμενο imperator ● adversarios: αντικ. του vincere.
Για να μεταβείτε σε άλλη Ενότητα των Λατινικών Β’ Λυκείου, επιλέξτε τον αντίστοιχο σύνδεσμο από τον παρακάτω πίνακα:
Η ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.