Αιολική Γη: Κριτήριο Αξιολόγησης Λογοτεχνίας Β Λυκείου (Νέα Μορφή)

Αιολική Γη: Κριτήριο Αξιολόγησης Λογοτεχνίας Β Λυκείου (Νέα Μορφή)

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Χαλασμένες γειτονιές: Κριτήριο Αξιολόγησης Λογοτεχνίας Β Λυκείου

Το μυθιστόρημα ανασυνθέτει την ευτυχισμένη ζωή των Ελλήνων στη Μικρασία πριν την μικρασιατική καταστροφή. Το πλήθος των φανταστικών προσώπων, των εμψυχισμένων φυσικών στοιχείων, των παιδιών και των μεγάλων που συνθέτουν τον κόσμο της Αιολικής γης είναι δοσμένα από το ώριμο ύφος του συγγραφέα με μορφή παραμυθένια, με πληρότητα μαγική. Η Αιολική γη είναι το βιβλίο του χαμένου παραδείσου των παιδικών χρόνων στα παράλια της Μικρασίας και του δραματικού ξεριζώματος από τη γενέθλια γη

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ του πάππου μου, του πατέρα της μητέρας μου, η γη πια ήταν έτοιμη κ’ έγινε το υποστατικό. Απ’ τη μητέρα μου έμαθα το πώς έγινε η πρώτη καλύβα, πότε η γιαγιά μου φύτεψε με τα χέρια της τον πλάτανο στην αυλή, πότε φυτέψανε τα κλήματα. Στο υποστατικό έμπαινες από μια μεγάλη πόρτα, καμωμένη με σκαλιστό ξύλο. Στη μέση ήταν μια αυλή και γύρω γύρω της, η μια χτισμένη κοντά στην άλλη, ήταν οι οικοδομές. Στα κάτω πατώματα ήταν οι αποθήκες κ’ οι στάβλοι, στ’ απάνω η κατοικία του παππού και της γιαγιάς μας, πλάι ο ξενώνας, και πλάι οι κατοικίες για τις γυναίκες και τους ζευγάδες που δουλεύανε στο κτήμα ολοχρονίς. Μια ξύλινη σκάλα σε ανέβαζε απ’ την αυλή στο σπίτι του πάππου, κι από κει άρχιζε το ξύλινο μπαλκόνι που ένωνε κυκλικά όλα τα χτίρια. Τα παράθυρα όλα βλέπαν μες στην αυλή, και μονάχα το σπίτι του παππού είχε ένα σιδερόφραχτο παράθυρο που έβλεπε έξω, τον κόσμο τον έξω απ’ τη μεγάλη πόρτα. Έτσι το υποστατικό έμοιαζε σα μοναστήρι ή σα φρούριο, καμωμένο όλο με γερή πέτρα του Σαρμουσάκ για το φόβο των ληστών. Όμως δεν είχε τίποτα απ’ την ασκητική αυστηρότητα των μοναστηριών, μήτε απ’ την αγριότητα των φρουρίων. Ήταν βαμμένο με γαλάζιο χρώμα.

Σ’ ένα επιτούτου δωμάτιο ήταν φυλαγμένα σαν πολύτιμα πράματα τα όπλα, γκράδες και μαρτίνια και σπαθιά, όσα θα φτάνανε για ν’ αρματώσουν όλους τους ζευγάδες σε ώρα ανάγκης, αν μας ρίχνονταν ληστές. Αυτό το δωμάτιο το λέγαμε το «Κίτρινο» επειδή ήταν βαμμένο με δυνατό κίτρινο χρώμα. Το δικό μας, των παιδιών, ήταν πλάι στα όπλα, κ’ η γειτονία τους μας έκανε να τα συλλογιζόμαστε πολύ. Και καθώς το Κίτρινο ήταν πάντα κλειδωμένο και κανένας δεν είχε την άδεια να το ανοίξει εκτός απ’ τον παππού, η φαντασία μας του έδινε μεγάλες διαστάσεις, το σχημάτιζε σα μυστικό καταφύγιο μυθικών πλασμάτων.

Τις νύχτες, όταν γινόταν ησυχία έξω, όταν τα τσακάλια πια δεν ούρλιαζαν και μονάχα τα φύλλα των δέντρων ακούγονταν που σάλευαν, κάθε άλλος σιγανότατος θόρυβος που έφτανε ως εμάς μας φαινόταν να ‘ρχεται από το απαγορεμένο δωμάτιο. Τότε το ένα παιδί ξυπνούσε το άλλο.

— Άκουσες; έλεγε η μικρή Άρτεμη και μ’ έσπρωχνε. Ξυπνούσα τρομαγμένος και ρωτούσα:
— Τι είναι;
— Άκου! Πλάι κάτι γίνεται! Στο Κίτρινο…

Έβαζα όλη την προσοχή κι αφουγκραζόμουν. Η γη αναπαύεται και γονιμοποιεί τους σπόρους, κι απ’ το μυστικό της έργο έρχεται ένας ελάχιστος θόρυβος που μπορεί να φτάξει μονάχα σ’ ένα παιδί. Οι ρίζες των δέντρων σαλεύουν στα σκοτεινά γυρεύοντας νερό να πιουν, οι φλούδες των κορμών σαλεύουν για να χυθούν οι χυμοί στους κλώνους και στα φύλλα, τα τυφλά σκουλήκια αγωνίζουνται έρημα το μικρό τους αγώνα, ένα ζαρκάδι πέρασε και χάθηκε, ένα άλλο, κυνηγημένο από μεγαλύτερο του αγρίμι, δεν μπόρεσε να περάσει στο δάσος να γλιτώσει κι ακούγεται η σπαραχτική φωνή του βαθιά, η φωνή του θανάτου. Ύστερα όλα ησυχάζουν, κ’ έρχεται η Μεγάλη Σιωπή.
— Άκου!.. λέει πάλι η Άρτεμη όταν γίνεται ησυχία.
— Τσακάλι θα ‘ταν και πέρασε, της λέω.
— Μα όχι! Όχι το τσακάλι! Να! Τώρα, τώρα! Κει μέσα! Άκουσε!
Τεντώνω το αυτί μου κι ανοίγω τα μάτια μου όσο μπορώ. Η καρδιά μου χτυπά με αγωνία επειδή αισθάνουμαι την ανάγκη ν’ ακούσω ό,τι μπορεί ν’ ακούσει εκείνη.
— Αχ! λέω τέλος απελπισμένα. Δεν ακούω τίποτε! Μονάχα τα φύλλα…
— Καημένε! Τα φύλλα. Τι λες για φύλλα! κάνει η φωνή της μες στο σκοτάδι, και ξέρω πως στα μάτια της θα λάμπει η περιφρόνηση. Μα τόσο λοιπόν μικρός είσαι;
Εγώ ήμουνα έξι χρονώ κ’ εκείνη είχε κλείσει πια τα οχτώ.
Αυτό δε με πείραζε τόσο. Αλλά μου ερχόταν να κλάψω απ’ το κακό μου και απ’ το παράπονο επειδή η Άρτεμη ήταν κορίτσι, κ’ ένα κορίτσι δε θα ‘πρεπε να ξέρει πιο πολλά από ένα αγόρι. Κι όμως, να που έτσι γινόταν – αδικία πολλή ήταν στον κόσμο.

— Ό,τι θέλεις λες! της κάνω τέλος θυμωμένα. Ακούς τα φύλλα στα δέντρα και θαρρείς πως είναι στο Κίτρινο! Χμ!
— Κακομοίρη! Εγώ λέω ό,τι θέλω; διαμαρτύρεται η Άρτεμη. Δε θυμάσαι πως κ’ εσύ τις προάλλες τ’ άκουσες που περπατούσαν τα σπαθιά μες στο Κίτρινο και μιλούσαν με τα πιστόλια; Ακούς, να λέω, ό,τι θέλω!
Η Άρτεμη είχε δίκιο. Τις προάλλες φύσηξε πολύς αγέρας, αργά μετά τα μεσάνυχτα, κι όλο το υποστατικό σα να σάλευε. Από ψηλά, απ’ τα Κιμιντένια, ερχόταν ο θρήνος των δέντρων που πάλευαν με τον άνεμο. Μήτε τα τσακάλια δεν είχαν τολμήσει να βγούνε κείνο το βράδυ απ’ τις φωλιές τους, μήτε άλλα ζαρκάδια, καμιά φωνή δεν ακουγόταν. Τότες ακούσαμε το μυστικό θόρυβο που ερχόταν μεσ’ από το Κίτρινο, και μείναμε κ’ οι δύο σύμφωνοι, η Άρτεμη κ’ εγώ, πως τα σπαθιά μιλούσαν. Λοιπόν, τώρα γιατί να μην πιστεύω;
— Εσύ όλο κοιμάσαι, αυτό είναι! συμπεραίνει η Άρτεμη, θέλοντας να εξηγήσει την αδυναμία μου. Εγώ όμως ξαγρυπνώ κ’ έχω συνηθίσει τ’ αυτί μου να παίρνει.
— Καλά, καλά! της λέω πάλι. Εσύ τα ξέρεις όλα! Κάθισε, λοιπόν, να ξαγρυπνάς με το σκοτάδι…
Γυρίζω στο μικρό κρεβάτι μου και κουκουλώνουμαι με το σεντόνι. Μα την ίδια στιγμή ένας καθαρός, καθαρότατος θόρυβος, ένα τικ τικ, έρχεται μες στη νύχτα απ’ το μέρος του Κίτρινου.
— Τ’ άκουσες επιτέλους; ψιθυρίζει στα σκοτεινά η φωνή της Άρτεμης, και θαρρώ πως τρέμει. Τ’ άκουσες;
— Αχ, τ’ άκουσα! μουρμουρίζω κ’ εγώ με ταραχή. Τι να ‘ναι;

— Τα σπαθιά ξυπνούνε…, λέει εκείνη.
Μα τότε ξυπνά κ’ η Ανθίππη. Είναι η μεγαλύτερη αδερφή μας, είναι ως δώδεκα χρονώ κ’ είναι η δεύτερη μητέρα μας. Πάντα της λέγαμε τα μυστικά μας.
— Τι έχετε εσείς εκεί; ρωτά σιγανά.
— Ανθίππη, άκου!.. λέει η Άρτεμη, κ’ η φωνή της είναι σα να γυρεύει βοήθεια. Τα σπαθιά ξύπνησαν στο Κίτρινο!..
Η Ανθίππη ακούει κ’ ύστερα λέει ατάραχη:
— Ποντίκια είναι, μην κάνετε έτσι. Κοιμηθείτε!
Την ακούμε που γυρίζει απ’ το άλλο πλευρό να κοιμηθεί, σα να μην έγινε τίποτα. Σκεπάζουμαι κ’ εγώ ως το κεφάλι, μα τα μάτια δεν κλείνουν. Οι θόρυβοι του δάσους, της γης, των ζαρκαδιών γίνουνται ένα, γίνουνται η παράξενη μουσική που λέει για τα παραμύθια και για τα όνειρα, λέει για τα ταξίδια των παιδιών που πάνε καβάλα σε χρυσόψαρα να βρούνε τη «Ροδοπαπούδα» με το άσπρο φόρεμα και τ’ ασημένια μαλλιά και με το Μεγάλο Δράκο που φυλάει στην πόρτα της. Τα σπαθιά και τα πιστόλια στο κίτρινο δωμάτιο δεν είναι πια άγρια πλάσματα, ξύπνησαν μονάχα γιατί ζήλεψαν, θέλουν κι αυτά να καβαλικέψουν τα χρυσόψαρα, να μην είναι κλεισμένα κ’ έρημα. Ανοίγουν σιγανά την πόρτα της φυλακής τους, απλώνουνε τα χέρια και ξέρουν πως, κι αν δεν είναι χρυσόψαρο, ένα μικρό καλό δελφίνι θα περιμένει να τα πάρει. Κ’ ενώ τα χρυσόψαρα αρχίζουν το ταξίδι, πλέοντας μες στον αγέρα, ακούγεται πίσω τους η φωνή των σπαθιών, πάνω στο δελφίνι, που ικετεύουνε:
«Περιμένετε να ‘ρθουμε! Περιμένετε να ‘ρθουμε κ’ εμείς στη Ροδοπαπούδα!»

«Ελάτε!» τους λέει φιλικά το μικρό αγόρι απ’ το χρυσόψαρο. «Ελάτε και σας περιμένουμε!»

[…]

Το άλλο πρωί η Ανθίππη με ρωτά:
— Ποιόν περίμενες χτες τη νύχτα;
— Εγώ περίμενα κανέναν;
— Μα ναι, κάποιον φώναζες στον ύπνο σου να ‘ρθει.
Δε θυμούμαι πια τίποτα και της λέω πως θα ‘ταν όνειρο.

[πηγή: Ηλίας Βενέζης, Αιολική Γη, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1975 (11η έκδ.), σ. 23-29]

Λεξιλόγιο κειμένου

Γκράδες: τουφέκια είδος όπλου
Μαρτίνια: τουφέκια, είδος όπλου
Σαρμουσάκ :Λατομείο κοντά στο Αϊβαλί

Παρατηρήσεις

Θέμα Α

1.Σε κάθε μια από τις προτάσεις /πληροφορίες που ακολουθούν να δώσετε τον χαρακτηρισμό “Σωστό” ή “Λάθος”, ανάλογα με το αν αποδίδουν το νόημα του κειμένου σωστά ή όχι.

1.Υποστατικό είναι το σπίτι που βρίσκεται στην εξοχή.
2.Ζευγάς είναι ο αγρότης που έχει ένα ζευγάρι βόδια και οργώνει.
3.Η λέξη ληστές που αναφέρεται στο ποίημα σημαίνει ότι ακριβώς και σήμερα.
4.Τα Κιμιντένια ήταν τα βουνά της ανατολής.

Μονάδες 10

Θέμα Β

1. Να προσδιορίσετε το είδος του αφηγητή με βάση την συμμετοχή του στα γεγονότα. Τεκμηριώστε την απάντηση σας.

Μονάδες 5

2.Ποιούς αφηγηματικούς τρόπους εντοπίζετε στο διήγημα;

Μονάδες 5

3. Να εντοπίσετε τρία σημεία μεταφορικής χρήσης του λόγου.

Μονάδες 5

Θέμα Γ

1.Πως θα χαρακτηρίζατε τον ήρωα; Αναλύστε την άποψη σας σε 50-60 λέξεις.

Μονάδες 10

2.Σε τι διαφωνεί ο ήρωας με την αδερφή του, στη συζήτηση που έχουν; (100 λέξεις)

Μονάδες 10

3.Πως μετουσιώνει και πλάθει ο αφηγητής στην φαντασία του το περιεχόμενο του κίτρινου δωματίου. (150 λέξεις)

Μονάδες 15

Θέμα Δ

Α) Ποια στερεότυπη αντίληψη συναντάται στο κείμενο; Εκφράστε την άποψη σας σ ένα κείμενο 150 λέξεων.

Μονάδες 15

Β) Πιστεύετε ότι τέτοιες αντιλήψεις συναντώνται στο σήμερα; Και αν ναι σε ποιους άλλους τομείς θα μπορούσατε να τις εντοπίσετε; Αναπτύξτε την άποψη σας σ ένα κείμενο 200 λέξεων.

Μονάδες  25

Το υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικό υλικό που μόλις διαβάσατε προετοίμασε η συνάδελφος Ελισάβετ Κωνσταντοπούλου, η οποία στη συνέχεια το παραχώρησε στον ιστότοπό μας σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους υπόλοιπους συναδέλφους.

Την ευχαριστούμε από καρδιάς και της ευχόμαστε κάθε επιτυχία όχι μόνο στον επαγγελματικό στίβο αλλά και στην προσωπική της ζωή.

Για να μεταβείτε σε κάποια άλλη από τις σελίδες στις οποίες πραγματοποιείται αναλυτική παρουσίαση επιμέρους στοιχείων Θεωρίας  ή Κριτήρια Αξιολόγησης  της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β’  Λυκείου, επιλέξτε τον αντίστοιχο σύνδεσμο από τον παρακάτω πίνακα:

Στοιχεία ΘεωρίαςΚριτήρια ΑξιολόγησηςΚριτήρια Συνεξέτασης
Αιολική Γη
Διαφορές Μοντέρνας Παραδοσιακής ΠοίησηςΠατούχας 1Νυκτερινή Ακρόαση Χατζηθωμάς
Επτανησιακή ΣχολήΠατούχας 2Ζητείται Ελπίς
Γενιά του 30Παραρλάμα 1Τα Αντικλείδια
Παραρλάμα 2Η Κωνσταντίνα και οι Αράχνες της
Μονοτονία
Μονοτονία-Απαντήσεις
Χαλασμένες ΓειτονιέςΣτις γυναίκες

Η Ομάδα του filologika.gr

Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.