λατινικά ενότητα 35

Λατινικά Ενότητα 44

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λατινικά  Ενότητα 44

Η ζωή των τυράννων

 

Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Haec est vita tyrannorum,

in qua nulla fides,

nulla caritas,

nulla fiducia

stabilis benevolentiae

potest esse:

tyrannis semper suspecta

atque sollicita sunt omnia;

nullus locus est

amicitiae eis.

Enim nescio

quis possit diligere

eum, quem metuat,

aut eum,

putet a quo se metui.

Coluntur tamen

simulatione dumtaxat

ad tempus.

Quodsi forte ceciderunt,

ut fit plerumque,

tum intellegitur,

quam fuerint inopes amicorum.

Hoc est quod ferunt

dixisse Tarquinium

exulantem:

«Tum intellexi,

quos habuissem fidos amicos,

quos infidos,

cum poteram iam

referre gratiam

neutris».

Αυτή είναι η ζωή των τυράννων,

στην οποία καμιά εμπιστοσύνη,

καμιά αγάπη,

καμιά πίστη

σε σταθερή φιλία

δεν μπορεί να υπάρξει.

Οι τύραννοι πάντα υποπτεύονται

και ανησυχούν για όλα·

καμία θέση

δεν έχει η φιλία σε αυτούς.

Γιατί δεν ξέρω

ποιος μπορεί να αγαπά

αυτόν τον οποίο φοβάται

ή αυτόν

που νομίζει πως τον φοβάται.

Στους τυράννους δείχνουν εντούτοις

υποκριτικό σεβασμό, τουλάχιστον

για κάποιο χρονικό διάστημα.

Αν όμως τύχει να πέσουν,

όπως συμβαίνει συνήθως,

τότε γίνεται αντιληπτό,

πόσο στερημένοι ήταν από φίλους.

Αυτό είναι το οποίο λένε

ότι είπε ο Ταρκύνιος,

όταν ήταν εξόριστος:

«Τότε κατάλαβα,

ποιους είχα πιστούς φίλους,

ποιους άπιστους,

όταν δεν μπορούσα πια

να ανταποδώσω χάρη

ούτε σε εκείνους ούτε σε αυτούς».

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

haec: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, της δεικτικής αντων. hic, haec, hoc = αυτός, αυτή, αυτό.

est: γ’  ενικ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι.

tyrannorum: γενική πληθ. του ουσ. tyrannus, tyranni (αρσ. β’ κλ.) = ο τύραννος.

vita: ονομαστική ενικ. του ουσ. vita, vitae (θηλ. α’ κλ.) = η ζωή.

in: πρόθεση (εδώ + αφαιρετική) = σε.

qua: αφαιρετική ενικ., θηλ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

nulla: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, της επιθετικής αόριστης αντων. nullus, nulla, nullum = κανένας, καμία, κανένα.

fides: ονομαστική ενικ. ουσ. fides, fidei (θηλ. ε’ κλ.) = η εμπιστοσύνη. [Δεν έχει πληθ. αριθμό].

nulla: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, της επιθετικής αόριστης αντων. nullus, nulla, nullum = κανένας, καμία, κανένα.

caritas: ονομαστική ενικ. του ουσ. caritas, caritatis (θηλ. γ’  κλ.) = η αγάπη, η στοργή.

nulla: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, της επιθετικής αόριστης αντων. nullus, nulla, nullum = κανένας, καμία, κανένα.

fiducia: ονομαστική ενικ. του ουσ. fiducia, fiduciae (θηλ. α’ κλ.) = η πίστη. [Δεν έχει πληθ. αριθμό].

benevolentiae: γενική ενικ. του ουσ. benevolentia, benevolentiae (θηλ. α’ κλ.) = η ευμένεια, η καλή θέληση, η εύνοια. [Ο πληθ. αριθμός είναι σπάνιος και χρησιμοποιείται με τις σημασίες «φιλικές εξυπηρετήσεις» ή «φιλικές επαφές».]

stabilis: γενική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. γ’  κλίσης stabilis, stabilis, stabile = σταθερός.

esse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι, υπάρχω.

potest: γ’  ενικ. οριστικής ενεστώτα του ανώμ. ρήμ. possum, potui, ‒, posse = μπορώ.

tyrannis: δοτική πληθ. του ουσ. tyrannus, tyranni (αρσ. β’ κλ.) = ο τύραννος.

omnia: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. γ’  κλίσης omnis, omnis, omne = όλος.

semper: χρονικό επίρρ. = πάντοτε, πάντα.

suspecta: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθ. φων. του ρήμ. suspicio, suspexi, suspectum, suspicere (3, 15  σε –io) = υποπτεύομαι.

atque: συμπλεκτικός σύνδεσμος = και.

sollicita: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. β’ κλίσης sollicitus, sollicita, sollicitum = ταραγμένος, ανήσυχος.

sunt: γ’  πληθ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι, υπάρχω.

nullus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της αόριστης επιθετικής αντων. nullus, nulla, nullum = κανένας, καμία, κανένα.

locus: ονομαστική ενικ.  του ουσ. lοcus, lοci (αρσ. β’ κλ.) = ο τόπος, το μέρος. [Πληθ. αριθμός: (αρσ.) lοci, lοcοrum (= χωρία βιβλίου) και (ουδ.)  lοca, lοcοrum (= τόποι) (ετερογενές).]

amicitiae: δοτική ενικ. του ουσ. amicitia, amicitiae (θηλ. α’ κλ.) = η φιλία.

eis: δοτική πληθ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

est: γ’  ενικ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι, υπάρχω.

nescio: α’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. nescio, nesci(v)i, nescitum, nescire (4) = αγνοώ, δεν ξέρω. [Προστακτική ενεστώτα: β’ ενικ. nescito, β’ πληθ. nescitote.]

enim: αιτιολογικός παρατακτικός σύνδεσμος.

quis: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της ουσιαστικής ερωτηματικής αντων. quis, quis, quid = ποιος, ποια, ποιο/τι. [Ο ενικ. αριθμός του θηλ. γένους είναι δανεισμένος από το αρσ. γένος.]

possit: γ’  ενικ. υποτακτικής ενεστώτα του ανώμ. ρήμ. possum, potui, ‒, posse = μπορώ.

diligere: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. diligo, dilexi, dilectum, diligere (3) = αγαπώ.

eum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

quem: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

metuat: γ’  ενικ. υποτακτικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. metuo, metui, metutum, metuere (3) = φοβάμαι.

aut: διαζευκτικός σύνδεσμος = ή.

eum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

a ή ab: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.

quo: αφαιρετική ενικ., αρσ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

se: αιτιατική ενικ., του γ’  προσ. της προσωπικής αντων.

metui: απαρέμφατο ενεστώτα παθ. φων. του ρήμ. metuo, metui, metutum, metuere (3) = φοβάμαι.

putet: γ’  ενικ. υποτακτικής  ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. puto, putavi, putatum, putare (1) = νομίζω.

coluntur: γ’  πληθ. οριστικής ενεστώτα παθ. φων. του ρήμ. colo, colui, cultum, colere (3) = σέβομαι.

tamen: αντιθετικός σύνδεσμος = όμως.

simulatione: αφαιρετική ενικ. του ουσ. simulatio, simulatonis (θηλ. γ’  κλ.) = η προσποίηση, η υποκρισία.

dumtaxat: ποσοτικό επίρρ. = μόνον, τουλάχιστον.

ad: πρόθεση (+αιτιατική) = σε, προς, για.

tempus: αιτιατική ενικ. του ουσ. tempus, temporis (ουδ. γ’  κλ.) = ο χρόνος.

quodsi: υποθετικός σύνδεσμος = αν όμως.

forte: τροπικό επίρρ. = τυχαία, ίσως.

ut: παραβολικός σύνδεσμος = όπως.

fit: γ’  ενικ. οριστικής ενεστώτα, του ανώμ. ρήμ. fio, factus sum, fieri = γίνομαι. [Χρησιμοποιείται ως παθητικό του facio.]

plerumque: χρονικό επίρρ. = πολλές φορές, συνήθως.

ceciderunt: γ’  πληθ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. cado, cecidi, casum, cadere (3) = πέφτω, χάνω την εξουσία.

tum: χρονικό επίρρ. = τότε.

intellegitur: γ’  ενικ. οριστικής ενεστώτα παθ. φων. του ρήμ. intellego / intelligo, intellexi, intellectum, intellegere / intelligere (3) = καταλαβαίνω.

quam: ερωτηματικό ποσοτικό επίρρ. = πόσο.

fuerint: γ’  πληθ. υποτακτικής παρακειμένου του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι.

inopes: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. γ’  κλίσης inops, inops, inops (γενική: inopis) = που έχει έλλειψη από κάτι, στερημένος, ενδεής. [Γενική πληθ.: inopum. ΣΥΓΚΡ.: egentior, –ior, –ius. ΥΠΕΡΘ.: egentissimus, –a, –um.]

amicorum: γενική πληθ. του ουσ. amicus,i (αρσ. β’ κλ.) = ο φίλος.

hoc: ονομαστική ενικ., ουδ. γένους, της δεικτικής αντων. hic, haec, hoc = αυτός, αυτή, αυτό.

est: γ’  ενικ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι.

quod: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

Tarquinium: αιτιατική ενικ. του ουσ. Tarquinius, Tarquinii / Tarquini (αρσ. β’ κλ.) = ο Ταρκύνιος. [Κλητική ενικ.: Tarquini. ]

dixisse: απαρέμφατο παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicere (3) = λέω. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: dic.]

ferunt: γ’  πληθ. οριστικής  ενεστώτα ενεργ. φων. του ανώμαλου ρήμ. fero, tuli, latum, ferre (3) = αναφέρω, λέω. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: fer.]

exulantem: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής  ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. ex(s)ulo, ex(s)ulavi, ex(s)ulatum, ex(s)ulare (1) = είμαι εξόριστος.

tum: χρονικό επίρρ. = τότε.

intellexi: α’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. intellego / intelligo, intellexi, intellectum, intellegere / intelligere (3) = καταλαβαίνω.

quos: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, της ουσιαστικής ερωτηματικής ουσιαστικής αντων. quis, quis, quid = ποιος, ποια, ποιο/τι. [Ο ενικ. αριθμός του θηλ. γένους είναι δανεισμένος από το αρσ. γένος.]

fidos: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. β’ κλίσης fidus, fida, fidum = πιστός.

amicos: αιτιατική πληθ. του ουσ. amicus, amici (αρσ. β’ κλ.) = ο φίλος.

habuissem: α’ ενικ. υποτακτικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. habeo, habui, habitum, habere (2) = έχω.

quos: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, της ουσιαστικής ερωτηματικής ουσιαστικής αντων. quis, quis, quid = ποιος, ποια, ποιο/τι.

infidos: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. β’ κλίσης infidus, infida, infidum = άπιστος, ψεύτικος.

cum: καθαρά χρονικός cum.

iam: χρονικό επίρρ. = ήδη, πια.

neutris: δοτική πληθ., αρσ. γένους, της αόριστης αντων. neuter, neutra, neutrum = ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.

gratiam: αιτιατική ενικ. του ουσ. gratia, gratiae (θηλ. α’ κλ.) = η χάρη.

referre: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ανώμαλου ρήμ. refero, re(t)tuli, relatum, referre (3) = ανταποδίδω. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: refer.]

poteram: α’ ενικ. οριστικής παρατατικού του ανώμ. ρήμ. possum, potui, ‒, posse = μπορώ.

Συγκεντρωτική Παρουσίαση Γραμματικών Τύπων

Ουσιαστικά 

A΄ κλίση

Θηλυκά

amicitia,ae

benevolentia,ae (δεν έχει πληθυντικό)

fiducia,ae (δεν έχει πληθυντικό)

gratia, -ae

vita, -ae

Β΄ κλίση

Αρσενικά

amicus, -i

locus, -i

Tarquinius, -ii, (-i)

tyrannus, -i

Γ΄κλίση

Θηλυκά

caritas, caritatis

simulatio, simulationis

Ουδέτερα

tempus, temporis

Ε΄κλίση

Θηλυκά

fides, fidei (δεν έχει πληθυντικό)

Παραθετικά Επιθέτων 

Β΄Κλίση

Θετικός 

fidus, -a, -um

infidus, -a, -um

sollicitus, -a, -um

suspectus, -a, -um

Συγκριτικός 

fidior,ior,ius

sollicitior,ior,ius

suspectior,ior,ius

Υπερθετικός

fidissimus,a,um

sollicitissimus,a,um

suspectissimus,a,um

Γ΄Κλίση

inops, inops, inops (inopis)

omnis, -is, -e

stabilis, -is, -e

egentior, –ior, –ius

stabilior, -ior, -ius

egentissimus, -a, -um

stabilissimus, -a, -um

Αντωνυμίες

hic, haec, hoc

is, ea, id

nullus, -a, -um

qui, quae, quod

quis, quis, quid

se

nullus, -a, -um

neuter, neutral, neutrum

δεικτική

δεικτική επαναληπτική

αόριστη επιθετική

αναφορική

ερωτηματική ουσιαστική

προσωπική

αόριστη επιθετική

αόριστη

Αρχικοί Χρόνοι Ρημάτων

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ   ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ  ΣΟΥΠΙΝΟ  ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ       ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

ΑΣΥΖΥΓΙΑ

ex(s)ulo                     ex(s)ulavi                ex(s)ulatum    ex(s)ulare              

puto                          putavi                       putatum          putare                   

ΒΣΥΖΥΓΙΑ

habeo                       habui                        habitum          habere                  

ΓΣΥΖΥΓΙΑ

cado                         cecidi                       casum            cadere                   

colo                          colui                         cultum            colere                    

dico                          dixi                           dictum            dicere                    

diligo                        dilexi                        dilectum         diligere                 

fero                           tuli                           latum              ferre                       ανώμ.

intellego/ intelligo     intellexi               intellectum     intellegere/ intelligere

meteo                        metui                     metutum         metuere                 

refero                        re(t)tuli                   relatum           referre                    ανώμ.

suspicio                    suspexi                  suspectum      suspicere               

ΔΣΥΖΥΓΙΑ

nescio                       nesci(v)i                   nescitum        nescire                  

fio                             factus sum                –                     fieri                       ανώμ.

possum                    potui                         –                      posse                   ανώμ.

sum                          fui                                                    esse                      Βοηθητικό

Συντακτική Ανάλυση

  1. Haec est tyrannorum vita: κύρια πρότ. κρίσεως.

est: ρήμ. vita: υποκ. του est haec: κατηγορούμενο στο vita μέσω του est tyrannorum: γενική υποκειμενική στο vita.

  1. in qua nulla fides, nulla caritas, nulla fiducia benevolentiae stabilis esse potest: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στo vita (της πρότ. 1)· εισάγεται με την εμπρόθετη αναφορική αντωνυμία in qua· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα, με οριστική ενεστώτα, γιατί αναφέρεται στο παρόν.

potest: ρήμ. fides / caritas / fiducia: υποκείμενα του potest και του απαρεμφάτου esse (ταυτοπροσωπία) esse: τελικό απαρέμφατο, αντικ. του potest nulla (το 1ο): επιθετικός προσδ. στο fides nulla (το 2ο): επιθετικός προσδ. στο caritas nulla (το 3ο): επιθετικός προσδ. στο fiducia benevolentiae: γενική αντικειμενική στο fiducia stabilis: επιθετικός προσδ. στο benevolentiae in qua: εμπρόθ. προσδ. της  στάσης σε τόπο (μεταφορικά) στο esse. 

  1. tyrannis omnia semper suspecta atque sollicita sunt: κύρια πρότ. κρίσεως.

sunt: ρήμ. omnia: υποκ. του sunt suspecta / sollicita: κατηγορούμενα στο omnia μέσω του sunt tyrannis: δοτική προσωπική ενεργούντος προσώπου στις περιφράσεις suspecta / sollicita sunt (ή δοτική προσωπική αντιχαριστική στο sunt) semper: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο ρήμ. sunt.

  1. nullus locus amicitiae eis est: κύρια πρότ. κρίσεως.

est: ρήμ. locus: υποκ. του est nullus: επιθετικός προσδ. στο locus amicitiae: δοτική κατηγορηματική του σκοπού στο est eis: δοτική προσωπική κτητική στο est.

  1. Nescio enim: κύρια πρότ. κρίσεως.

nescio: ρήμ. ενν. ego: υποκ. του nescio  quis possit  diligere eum, […], aut eum (πρότ. 6): δευτ. ουσιαστική πλάγια ερωτηματική πρότ., αντικ. του nescio.

  1. quis possit diligere eum, […], aut eum: δευτ. ουσιαστική πλάγια ερωτηματική πρότ., μερικής αγνοίας· εισάγεται με την ερωτηματική αντωνυμία quis·  εκφέρεται με υποτακτική, γιατί η εξάρτηση δίνει υποκειμενική χροιά στο περιεχόμενο της δευτ. πρότ.· συγκεκριμένα με υποτακτική ενεστώτα, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο και δηλώνει το σύγχρονο (στο παρόν)· λειτουργεί ως αντικ. του nescio.

possit: ρήμ. quis: υποκ. του possit και του απαρεμφάτου diligere (ταυτοπροσωπία) diligere: τελικό απαρέμφατο, αντικ. του possit eum (το 1ο) / eum (το 2ο): αντικ. του diligere.

  1. quem metuat: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στo (1ο) eum (της πρότ. 6)· εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quem· εκφέρεται με υποτακτική (πλαγίου λόγου), επειδή βρίσκεται σε πλάγιο λόγο· συγκεκριμένα, με υποτακτική ενεστώτα, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο (το απαρέμφατο diligere, που λειτουργεί ως αρκτικός χρόνος, επειδή εξαρτάται από το possit) και δηλώνει το σύγχρονο (στο παρόν).

metuat: ρήμ. ενν. is:  υποκ. ρήμ. quem: αντικ. του metuat.

  1. a quo se metui putet: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στo (2ο) eum (της πρότ. 6)· εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quem· εκφέρεται με υποτακτική (πλαγίου λόγου), επειδή βρίσκεται σε πλάγιο λόγο· συγκεκριμένα, με υποτακτική ενεστώτα, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο (το απαρέμφατο diligere, που λειτουργεί ως αρκτικός χρόνος, επειδή εξαρτάται από το possit) και δηλώνει το σύγχρονο (στο παρόν).

putet: ρήμ. ενν. is:  υποκ. του putet metui: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του putet se: υποκ. του metui (ταυτοπροσωπία· στην ταυτοπροσωπία ως υποκ. ειδικού απαρεμφάτου τίθεται αιτιατική πτώση προσωπικής αντωνυμίας· πρόκειται για λατινισμό) a quo: εμπρόθ. προσδ. ποιητικού αιτίου στο metui.

  1. Coluntur tamen simulatione dumtaxat ad tempus: κύρια πρότ. κρίσεως.

coluntur: ρήμ. ενν. tyranni:  υποκ. του coluntur simulatione: αφαιρετική του τρόπου στο coluntur dumtaxat: επιρρ. προσδ. του ποσού στο ad tempus ad tempus: εμπρόθ. προσδ. του χρόνου στο coluntur.

  1. Quodsi forte, […], ceciderunt: δευτ. επιρρ. υποθετική πρότ.· εισάγεται με τον υποθετικό σύνδεσμο quodsi (= si), γιατί είναι καταφατική· εκφέρεται με οριστική, γιατί ο υποθετικός λόγος δηλώνει ανοικτή υπόθεση· συγκεκριμένα, με οριστική παρακειμένου, γιατί αναφέρεται στο παρελθόν· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. της προϋπόθεσης στο intellegitur (της πρότ. 12), με το οποίο ως απόδοση σχηματίζει απλό, ευθύ υποθετικό λόγο του α’ είδους: ανοιχτή υπόθεση στο παρελθόν (με υπόθεση προτερόχρονη).

ceciderunt: ρήμ. ενν. tyranni:  υποκ. του ceciderunt forte: επιρρ. προσδ. του τρόπου στο ceciderunt.

  1. ut fit plerumque: δευτ. επιρρ. απλή παραβολική πρότ., που δηλώνει τρόπο και είναι παρενθετική· εισάγεται με τον παραβολικό σύνδεσμο ut· εκφέρεται με οριστική, γιατί η σύγκριση αφορά δύο πράξεις ή καταστάσεις που είναι ή θεωρούνται αντικειμενική πραγματικότητα· συγκεκριμένα, με οριστική ενεστώτα, γιατί αναφέρεται στο παρόν.

fit: ρήμ. ενν. id:  υποκ. του fit plerumque: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο fit.

  1. tum intellegitur: κύρια πρότ. κρίσεως.

intellegitur: ρήμ. (απρόσ.) ● quam fuerint inopes amicorum (πρότ. 13): δευτ. ουσιαστική πλάγια ερωτηματική πρότ., υποκ. του intellegitur ● tum: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο intellegitur.

  1. quam fuerint inopes amicorum: δευτ. ουσιαστική πλάγια ερωτηματική πρότ., μερικής αγνοίας· εισάγεται με το ερωτηματικό επίρρ. quam· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί η εξάρτηση δίνει υποκειμενική χροιά στο περιεχόμενο της δευτ. πρότ.· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική παρακειμένου, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο και δηλώνει το προτερόχρονο (στο παρόν)· λειτουργεί ως υποκ. του intellegitur.

fuerint: ρήμ. ενν. tyranni: υποκ. του fuerint inopes: κατηγορούμενο στο ενν. tyranni, μέσω του fuerintamicorum: γενική αντικειμενική στο inopes (ως συμπλήρωμά του) quam: επιρρ. προσδ. του ποσού στο fuerint.

  1. Hoc est: κύρια πρότ. κρίσεως.

est: ρήμ. hoc: υποκ. του est ● quod […] exulantem (πρότ. 15): δευτ. αναφορική ουσιαστική πρότ., κατηγορούμενο στο hoc μέσω του est.

  1. quod Tarquinium dixisse ferunt exulantem: δευτ. αναφορική ουσιαστική πρότ.· εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quod· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα, με οριστική ενεστώτα, γιατί αναφέρεται στο παρόν· λειτουργεί ως κατηγορούμενο στο hoc (της πρότ. 14) μέσω του est (της πρότ. 14).

ferunt: ρήμ. ενν. homines: υποκ. του ferunt dixisse: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του ferunt Tarquinium: υποκ. του dixisse (ετεροπροσωπία) quod: αντικ. του dixisse exulantem: χρονική μετοχή, συνημμένη στο υποκ. Tarquinium του απαρεμφάτου dixisse.

  1. Tum intellexi: κύρια πρότ. κρίσεως.

intellexi: ρήμ. ενν. ego:  υποκ. του intellexi tum: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο intellexi  quos […] habuissem (πρότ. 17) / quos infidos (πρότ. 18): δευτ. ουσιαστικές πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις, αντικ. του intellexi.

  1. quos fidos amicos habuissem: δευτ. ουσιαστική πλάγια ερωτηματική πρότ., μερικής αγνοίας· εισάγεται με την ερωτηματική αντωνυμία quos· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί η εξάρτηση δίνει υποκειμενική χροιά στο περιεχόμενο της δευτ. πρότ.· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική υπερσυντελίκου, γιατί εξαρτάται από ιστορικό χρόνο και δηλώνει το προτερόχρονο (στο παρελθόν)· λειτουργεί ως αντικ. του intellexi (της πρότ. 16).

habuissem: ρήμ. ενν. ego:  υποκ. του habuissem quos: αντικ. του habuissem amicos: κατηγορούμενο στο αντικ. quos του habuissem fidos: επιθετικός προσδ. στο amicos.

  1. quos infidos (amicos habuissem): δευτ. ουσιαστική πλάγια ερωτηματική πρότ., μερικής αγνοίας· εισάγεται με την ερωτηματική αντωνυμία quos· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί η εξάρτηση δίνει υποκειμενική χροιά στο περιεχόμενο της δευτ. πρότ.· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική υπερσυντελίκου, γιατί εξαρτάται από ιστορικό χρόνο και δηλώνει το προτερόχρονο (στο παρελθόν)· λειτουργεί ως αντικ. του intellexi (της πρότ. 16).

ενν. habuissem: ρήμ. ενν. egoυποκ. του habuissem quos: αντικ. του habuissem ενν. amicos: κατηγορούμενο στο αντικ. quos του habuissem infidos: επιθετικός προσδ. στο ενν. amicos.

  1. cum iam neutris gratiam referre poteram: δευτ. επιρρ. χρονική πρότ.· εισάγεται με τον καθαρά χρονικό cum· εκφέρεται με οριστική, γιατί η πράξη ενδιαφέρει μόνο από χρονική άποψη· διατηρείται η οριστική, γιατί η πρόταση λειτουργεί ανεξάρτητα από τον πλάγιο λόγο· συγκεκριμένα, εκφέρεται με οριστική παρατατικού, γιατί δηλώνει το σύγχρονο στο παρελθόν· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του χρόνου στο intellexi (της πρότ. 16).

poteram: ρήμ. ενν. ego:  υποκ. του poteram και του απαρεμφάτου referre (ταυτοπροσωπία) referre: τελικό απαρέμφατο, αντικ. του poteram gratiam: άμεσο αντικ. του referre neutris: έμμεσο αντικ. του referre iam: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο poteram.

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.