λατινικά ενότητα 35

Λατινικά Ενότητα 42

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λατινικά  Ενότητα 42

Ο Κικέρωνας και η συνωμοσία του Κατιλίνα

 

Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Sunt nonnulli

in hoc ordine,

qui aut non videant ea,

quae imminent,

aut dissimulent ea,

quae vident:

qui aluerunt

spem Catilinae

mollibus sententiis

confirmaverunt coniurationemque

nascentem

non credendo;

secuti

auctoritatem

quorum multi,

non solum improbi

verum etiam imperiti,

si animadvertissem in hunc,

dicerent id factum esse

crudeliter et regie.

Nunc intellego,

si iste pervenerit

in castra Manliana,

quo intendit,

neminem fore tam stultum,

qui non videat

factam esse coniurationem,

neminem tam improbum,

qui non fateatur.

Υπάρχουν μερικοί

σε αυτή την τάξη (των Συγκλητικών),

που είτε δεν βλέπουν αυτά

που πλησιάζουν την απειλητικά

είτε προσποιούνται (ότι δεν βλέπουν)

αυτά που βλέπουν·

αυτοί εξέθρεψαν

τις ελπίδες του Κατιλίνα

με τις επιεικείς αποφάσεις τους

και ενίσχυσαν την συνωμοσία

που γεννιόταν

με το να μην πιστεύουν

ενεργώντας

κάτω από την επιρροή

αυτών πολλοί,

όχι μόνον αχρείοι

αλλά και άπειροι,

αν τον είχα τιμωρήσει,

θα έλεγαν πως αυτό έγινε

σκληρά και τυραννικά.

Τώρα καταλαβαίνω πως,

αν αυτός φτάσει

στο στρατόπεδο του Μάνλιου,

όπου κατευθύνεται,

κανείς δε θα είναι τόσο ανόητος,

που να μη βλέπει

πως έγινε συνωμοσία,

κανείς τόσο αχρείος,

που να μην το ομολογήσει.

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

nonnulli: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του αντωνυμικού επιθέτου nonnulli, nonnullae, nonnulla = μερικοί, μερικές, μερικά. [Προέρχεται από το αρνητικό μόριο non + την αόριστη επιθετική αντωνυμία nullus, –a, –um.]

sunt: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι, υπάρχω.

in: πρόθεση (+ αφαιρετική) = σε.

hoc: αφαιρετική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής αντων. hic, haec, hoc = αυτός, αυτή, αυτό.

ordine: αφαιρετική ενικ. του ουσ. ordo, ordinis (αρσ. γ’ κλ.) = η τάξη.

qui: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

aut … aut: διαζευκτικός σύνδεσμος = είτε … είτε.

ea: αιτιατική πληθ., ουδ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

quae: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

imminent: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. immineo, ‒, ‒, imminere (2) = πλησιάζω απειλητικά.

non: αρνητικό μόριο = όχι, δεν.

videant: γ’ πληθ. υποτακτικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. video, vidi, visum, videre (2) = βλέπω.

ea: αιτιατική πληθ., ουδ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

quae: αιτιατική πληθ., ουδ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

vident: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. video, vidi, visum, videre (2) = βλέπω.

dissimulent: γ’ πληθ. υποτακτικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. dissimulo, dissimulavi, dissimulatum, dissimulare (1) = προσποιούμαι ότι δεν…

qui: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

spem: αιτιατική ενικ. του ουσ. spes, spei (θηλ. ε’ κλ.) = η ελπίδα. [Στον πληθ. έχει μόνο ονομαστική, αιτιατική και κλητική.]

Catilinae: γενική ενικ. του ουσ. Catilina, Catilinae (αρσ. α’ κλ.) = ο Κατιλίνας.

mollibus: αφαιρετική πληθ., θηλ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. mollis, mollis, molle = επιεικής.

sententiis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. sententia, sententiae (θηλ. α’ κλ.) = η άποψη, η απόφαση.

aluerunt: γ’ πληθ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. alo, alui, al(i)tum, alere (3) = τρέφω.

coniurationem: αιτιατική ενικ. του ουσ. coniuratio, coniuratonis (θηλ. γ’ κλ.) = η συνωμοσία.

-que: εγκλιτική λέξη που χρησιμεύει ως συμπλεκτικός σύνδεσμος = και.

nascentem: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, της μετοχής ενεστώτα του ρήμ. nascor, natus sum, nasci (3, αποθ.) = γεννιέμαι. [Μετοχή μέλλοντα: nasciturus, -a, -um.]

non: αρνητικό μόριο = όχι, δεν.

credendo: αφαιρετική γερουνδίου του ρήμ. credo, credidi, creditum, credere (3) = νομίζω, πιστεύω.

confirmaverunt: γ’ πληθ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. confirmo, confirmavi, confirmatum, confirmare (1) = επιβεβαιώνω, ενισχύω.

quorum: γενική πληθ., αρσ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

auctoritatem: αιτιατική ενικ. του ουσ. auctoritas, auctoritatis (θηλ. γ’ κλ.) = το κύρος, η επιρροή.

secuti: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, της μετοχής παρακειμένου του ρήμ. sequor, secutus sum, sequi (3, αποθ.) = ακολουθώ.

multi: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. multus, multa, multum = πολύς. [Παραθετικά κυρίως στον πληθ.: ΣΥΓΚΡ.: plures, -es, -a. ΥΠΕΡΘ.: plurimi, -ae, -a.]

non solum … verum etiam: αντιθετική σύνδεση = όχι μόνο … αλλά και.

improbi: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. improbus, improba, improbum = φαύλος, αχρείος.

imperiti: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. imperitus, imperita, imperitum = άπειρος.

si: υποθετικός σύνδεσμος = αν, εάν.

in: πρόθεση (+ αιτιατική) = εναντίον, σε.

hunc: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής αντων. hic, haec, hoc = αυτός, αυτή, αυτό.

animadvertissem: α’ ενικ. υποτακτικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. animadverto, animadverti, animadversum, animadvertere (3) = παρατηρώ.

crudeliter: τροπικό επίρρ. = σκληρά. [Παράγεται από το επίθ. της γ’ κλ. crudelis, crudelis, crudele =  σκληρός.]

et: συμπλεκτικός σύνδεσμος = και.

regie: τροπικό επίρρ. = τυραννικά. [ΣΥΓΚΡ.: magis regie. ΥΠΕΡΘ.: maxime regie. Παράγεται από το επίθ. της β’ κλ. regius, regia, regium (< rex, regis) = τυραννικός.]

id: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

factum esse: απαρέμφατο παρακειμένου του ανώμ. ρήμ. fio, factus sum, fieri = γίνομαι.

dicerent: γ’ πληθ. υποτακτικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicere (3) = λέγω. [β’ ενικ. της προστακτικής ενεστώτα ενεργ. φων.: dic.]

nunc: χρονικό επίρρ. = τώρα.

intellego: α’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. intellego, intellexi, intellectum, intellegere (3) = καταλαβαίνω.

si: υποθετικός σύνδεσμος = αν, εάν.

iste: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής αντων. iste, ista, istud = αυτός, αυτή, αυτό.

in: πρόθεση (+ αιτιατική) = προς, σε.

Manliana: αιτιατική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. Manlianus, Manliana, Manlianum = ο του Μανλίου.

castra: αιτιατική πληθ. του ουσ. castra, castrorum (ουδ. β’ κλ.) = το στρατόπεδο. [Στον ενικό αριθμό: castrum, castri = το φρούριο (ετερόσημο).]

pervenerit: γ’ ενικ. υποτακτικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. pervenio, perveni, perventum, pervenire (4) = φθάνω.

quo: τοπικό αναφορικό επίρρ. = όπου.

intendit: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. intendo, intendi, intentum & intensum, intendere (3) = κατευθύνομαι.

neminem: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της αόριστης ουσιαστικής αντων. nemo, nemo = κανένας, καμία. [Σημασιολογικά ως ουδέτερο γένος χρησιμοποιείται η αόριστη ουσιαστική αντων. nihil = τίποτα.]

tam: ποσοτικό επίρρ. = τόσο.

stultum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. stultus, stulta, stultum = ανόητος.

fore: απαρέμφατο μέλλοντα του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι, υπάρχω.

qui: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

non: αρνητικό μόριο = όχι, δεν.

videat: γ’ ενικ. υποτακτικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. video, vidi, visum, videre (2) = βλέπω.

coniurationem: αιτιατική ενικ. του ουσ. coniuratio, coniuratonis (θηλ. γ’ κλ.) = η συνωμοσία.

esse factam: απαρέμφατο παρακειμένου του ανώμ. ρήμ. fio, factus sum, fieri = γίνομαι.

neminem: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της αόριστης ουσιαστικής αντων. nemo, nemo = κανένας, καμία. [Σημασιολογικά ως ουδέτερο γένος χρησιμοποιείται η αόριστη ουσιαστική αντων. nihil = τίποτα.]

tam: ποσοτικό επίρρ. = τόσο.

improbum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. improbus, improba, improbum = φαύλος, αχρείος.

qui: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

non: αρνητικό μόριο = όχι, δεν.

fateatur: γ’ ενικ. υποτακτικής ενεστώτα του ρήμ. fateor, fassus sum, fateri (2, αποθ.) = ομολογώ.

Συγκεντρωτική Παρουσίαση Γραμματικών Τύπων

Ουσιαστικά 

A΄ κλίση

Αρσενικό

Catilina, –ae

Θηλυκά

sententia, –ae

Β΄ κλίση

Ουδέτερα

castra -orum (ετερόσημο)

Γ΄κλίση

Αρσενικά

ordo, ordinis

Θηλυκά

auctoritas, auctoritatis

coniuratio, coniurationis

Ε΄κλίση

Θηλυκά

spes, spei

Παραθετικά Επιθέτων 

Β΄Κλίση

Θετικός 

imperitus,a, -um

improbus, -a, -um

Manlianus, -a, -um

multi, -ae, -a

stultus, -a, -um

Συγκριτικός 

imperitior, -ior, -ius

improbior, -ior, -ius

plures, -es,(i)a

stultior, -ior, -ius

Υπερθετικός

imperitissimus, -a, -um

improbissimus, -a, -um

plurimi, -ae, -a

stultissimus, -a, -um

Γ΄Κλίση

mollis, -is, -e

mollior, -ior, -ius

mollissimus, -a, -um

Αντωνυμίες

hic, haec, hoc

is, ea, id

iste, ista, istud

nemo, nemo

qui, quae, quod

δεικτική

δεικτική επαναληπτική

δεικτική

αόριστη ουσιαστική

αναφορική

Αρχικοί Χρόνοι Ρημάτων

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ   ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ  ΣΟΥΠΙΝΟ  ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ       ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

ΑΣΥΖΥΓΙΑ

confirmo                  confirmavi                confirmatum               confirmare            

dissimulo                 dissimulavi               dissimulatum              dissimulare           

B’ ΣΥΖΥΓΙΑ

video                        vidi                           visum                          videre                    

fateor                       fassus sum                –                                fateri                      αποθ.

ΓΣΥΖΥΓΙΑ

alo                           alui                           al(i)tum                       alere                     

animadverto          animadverti            animadversum           animadvertere      

credo                       credidi                     creditum                     credere                  

dico                         dixi                            dictum                        dicere                    

intellego/ intelligo    intellexi                  intellectum                intellegere             

intendo                    intendi                      intentum (intensum)    intendere               

nascor                     natus sum                 –                                 nasci                      αποθ./μτχ. μέλλ. nasciturus, -a, -um

sequor                     secutus sum              –                                 sequi                      αποθ.

ΔΣΥΖΥΓΙΑ

pervenio                 perveni                     perventum                  pervenire              

immineo                  –                               –                                 imminere               ελλειπτ.

fio                            factus sum                –                                 fieri                        ανώμ.

sum                         fui                             –                                  esse             Βοηθητικό

Συντακτική Ανάλυση

  1. Nonnulli sunt in hoc ordine: κύρια πρότ. κρίσεως.

sunt: ρήμ. nonnulli: υποκ. του sunt ενν. tales (βλ. Βιβλ. καθηγ., σελ. 125): επιθετικός προσδ. στο nonnulliin ordine: εμπρόθ. προσδ. που δηλώνει στάση σε τόπο (μεταφορικά) στο sunt hoc: επιθετικός προσδ. στο ordine.

  1. qui aut ea […] non videant: δευτ. επιρρ. αναφορική συμπερασματική πρότ.· εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία qui· εκφέρεται με υποτακτική (δυνητική), γιατί το αποτέλεσμα στα λατινικά θεωρείται μια υποκειμενική κατάσταση· συγκεκριμένα, με υποτακτική ενεστώτα, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο και δηλώνει το σύγχρονο στο παρόν· υπάρχει ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων, γιατί το αποτέλεσμα είναι ιδωμένο τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής του (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτ. πρότ.)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του αποτελέσματος στο ρ. sunt (της κύριας πρότ. 1)· στην κύρια πρότ. εννοείται η δεικτική αντωνυμία tales (βλ. Βιβλ. καθηγ., σελ. 125), που είναι λέξη ενδεικτική για την αναφορική συμπερασματική πρότ.

non videant: ρήμ. qui: υποκ. του ρήμ. non videant ea: αντικ. του ρήμ. non videant.

  1. quae imminent: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στo ea (της πρότ. 2)· εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quae· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα, με οριστική ενεστώτα, γιατί αναφέρεται στο παρόν.

imminent: ρήμ. quae: υποκ. του imminent. 

  1. (qui) aut ea […] (videre) dissimulent: δευτ. επιρρ. αναφορική συμπερασματική πρότ.· εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία qui· εκφέρεται με υποτακτική (δυνητική), γιατί το αποτέλεσμα στα λατινικά θεωρείται υποκειμενική κατάσταση· συγκεκριμένα, με υποτακτική ενεστώτα, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο· υπάρχει ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων, γιατί το αποτέλεσμα είναι ιδωμένο τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής του (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτ. πρότ.)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του αποτελέσματος στο ρ. sunt (της πρότ. 1)· στην κύρια πρότ. εννοείται η δεικτική αντωνυμία tales (βλ. Βιβλ. καθηγ., σελ. 125), που είναι λέξη ενδεικτική για την αναφορική συμπερασματική πρότ.

dissimulent: ρήμ. ενν. qui: υποκ. του dissimulent ενν. videre: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του dissimulent ενν. se: υποκ. του ενν. videre (ταυτοπροσωπία· στην ταυτοπροσωπία ως υποκ. του ειδικού απαρεμφάτου μπαίνει αιτιατική πτώση προσωπικής αντωνυμίας· πρόκειται για λατινισμό) ea: αντικ. του ενν. videre.

  1. quae vident: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στο ea (της πρότ. 4)· εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quae· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα, με οριστική ενεστώτα, γιατί αναφέρεται στο παρόν.

vident: ρήμ. ενν. ei: υποκ. του vident quae: αντικ. του vident.

  1. qui spem Catilinae mollibus sententiis aluerunt: κύρια πρότ. κρίσεως.

aluerunt: ρήμ. qui (= ei): υποκ. του aluerunt spem: αντικ. του aluerunt Catilinae: γενική υποκειμενική στo spem sententiis: αφαιρετική (οργανική) του τρόπου (ή του μέσου) στο aluerunt mollibus: επιθετικός προσδ. στο sententiis.

  1. coniurationemque nascentem non credendo (ενν. eam nasci) confirmaverunt: κύρια πρότ. κρίσεως.

confirmaverunt: ρήμ. ενν. ei: υποκ. του confirmaverunt coniurationem: αντικ. του  confirmaverunt nascentem: επιθετική μετοχή ως επιθετικός προσδ. στo coniurationem (ή χρονική μετοχή, συνημμένη στο coniurationem) non credendo: απρόθετη αφαιρετική γερουνδίου που δηλώνει τρόπο στο confirmaverunt ενν. nasci: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του non credendo ενν. eam: υποκ. του nasci (ετεροπροσωπία).

  1. quorum auctoritatem secuti multi, non solum improbi verum etiam imperiti […] crudeliter et regie id factum esse dicerent: κύρια πρότ. κρίσεως.

dicerent: ρήμ. (υποτακτική του απραγματοποίητου) multi: υποκ. του dicerent factum esse: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του dicerent id: υποκ. του factum esse (ετεροπροσωπία) secuti: αιτιολογική μετοχή, συνημμένη στο multi auctoritatem: αντικ. της μετοχής secuti quorum (= eorum): γενική υποκειμενική (ή κτητική) στo auctoritatem crudeliter / regie: επιρρ. προσδ. του τρόπου στο factum esse improbi / imperiti: παραθέσεις στo multi.

  1. si in hunc animadvertissem: δευτ. επιρρ. υποθετική πρότ.· εισάγεται με τον υποθετικό σύνδεσμο si, γιατί είναι καταφατική· εκφέρεται με υποτακτική υπερσυντελίκου του απραγματοποίητου· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. της προϋπόθεσης στο dicerent (της πρότ. 8), με το οποίο ως απόδοση σχηματίζει απλό, ευθύ υποθετικό λόγο του α’ είδους: υπόθεση αντίθετη προς την πραγματικότητα (η υπόθεση αναφέρεται στο παρελθόν και η απόδοση στο παρόν).

animadvertissem: ρήμ. (υποτακτική του απραγματοποίητου) ενν. ego: υποκ. του animadvertissem in hunc: εμπρόθ. προσδ. της εχθρικής κατεύθυνσης στο animadvertissem.

  1. Nunc intellego […] neminem tam stultum fore […] neminem tam improbum (fore): κύρια πρότ. κρίσεως.

intellego: ρήμ. ενν. ego: υποκ. του intellego fore / (fore): ειδικά απαρέμφατα, αντικ. του intellego neminem (το 1ο): υποκ. του fore (ετεροπροσωπία) stultum: κατηγορούμενο στο (1ο) neminem μέσω του fore tam: επιρρ. προσδ. του ποσού στο stultum ενν. fore: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του intellego neminem (το 2ο): υποκ. στο ενν. fore (ετεροπροσωπία) improbum: κατηγορούμενο στο (2ο) neminem μέσω του ενν. fore (ετεροπροσωπία) tam: επιρρ. προσδ. του ποσού στο improbum.

  1. si iste in Manliana castra pervenerit: δευτ. επιρρ. υποθετική πρότ.· εισάγεται με τον υποθετικό σύνδεσμο si, γιατί είναι καταφατική· εκφέρεται με υποτακτική πλαγίου λόγου, γιατί ο υποθετικός λόγος είναι εξαρτημένος· συγκεκριμένα, με υποτακτική παρακειμένου, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο και δηλώνει το προτερόχρονο· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. της προϋπόθεσης στα απαρέμφατα fore και (fore), με τα οποία ως απόδοση σχηματίζει σύνθετο, εξαρτημένο υποθετικό λόγο α’ είδους: ανοιχτή υπόθεση στο μέλλον (με υπόθεση προτερόχρονη).

pervenerit: ρήμ. iste: υποκ. του pervenerit in castra: εμπρόθ. προσδ. της κίνησης σε τόπο στο pervenerit Manliana: επιθετικός προσδ. στο castra.

  1. quo intendit: δευτ. αναφορική πρότ., προσδιοριστική στο castra (της πρότ. 11)· εισάγεται με το αναφορικό επίρρ. quo· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· διατηρείται η οριστική, γιατί θεωρείται πως η πρότ. λειτουργεί ανεξάρτητα από τον πλάγιο λόγο· συγκεκριμένα, με οριστική ενεστώτα, γιατί αναφέρεται στο παρόν.

intendit: ρήμ. ενν. iste: υποκ. του intendit quo: επιρρ. προσδ. που δηλώνει την κίνηση σε τόπο στο intendit.

  1. qui non videat coniurationem esse factam: δευτ. επιρρ. αναφορική συμπερασματική πρότ.· εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία qui· εκφέρεται με υποτακτική (δυνητική), γιατί το αποτέλεσμα στα λατινικά θεωρείται υποκειμενική κατάσταση· συγκεκριμένα, με υποτακτική ενεστώτα, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο· υπάρχει ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων, γιατί το αποτέλεσμα είναι ιδωμένο τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής του (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτ. πρότ.)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του αποτελέσματος στο fore (της πρότ. 10)· στην κύρια πρότ. υπάρχει το επίρρημα tam, που είναι λέξη ενδεικτική για την αναφορική συμπερασματική πρότ.

non videat: ρήμ. qui: υποκ. του ρήμ. non videat esse factam: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του non videat coniurationem: υποκ. του απαρεμφάτου esse factam (ετεροπροσωπία).

  1. qui non fateatur (coniurationem esse factam): δευτ. αναφορική επιρρ. συμπερασματική πρότ.· εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία qui· εκφέρεται με υποτακτική (δυνητική), γιατί το αποτέλεσμα στα λατινικά θεωρείται υποκειμενική κατάσταση· συγκεκριμένα, με υποτακτική ενεστώτα, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο· υπάρχει ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων, γιατί το αποτέλεσμα είναι ιδωμένο τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής του (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτ. πρότ.)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του αποτελέσματος στο ενν. fore (της κύριας πρότ. 10)· στην κύρια πρότ. υπάρχει το επίρρημα tam, που είναι λέξη ενδεικτική για την αναφορική συμπερασματική πρότ.

non fateatur: ρήμ. qui: υποκ. του ρήμ. non fateatur ενν. esse factam: ειδικό απαρέμφατο,  αντικ. του non fateatur ενν. coniurationem: υποκ. του ενν. esse factam (ετεροπροσωπία).

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.