λατινικά ενότητα 35

Λατινικά Ενότητα 36

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λατινικά  Ενότητα 36

Μια απόπειρα δωροδοκίας

 

Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Manius Curius Dentatus

utebatur maxima frugalitate,

quo posset facilius

contemnere divitias.

Quodam die

venerunt ad eum

legati Samnitium.

Ille praebuit se eis

spectandum

assidentem in scamno

apud focum

et cenantem ex ligneo catillo.

Contempsit

divitias Samnitium

et Samnites mirati sunt

paupertatem eius.

Nam cum attulissent ad eum

magnum pondus auri

missum publice,

ut eo uteretur,

solvit vultum

risu

et protinus dixit:

«Ministri supervacaneae,

ne dicam ineptae, legationis,

narrate Samnitibus

Manium Curium malle

imperare locupletibus

quam fieri ipsum locupletem;

et mementote

me posse

nec vinci acie

nec corrumpi pecunia».

Ο Μάνιος Κούριος Δεντάτος

ήταν πάρα πολύ ολιγαρκής,

για να μπορεί ευκολότερα

να περιφρονεί τα πλούτη.

Κάποια μέρα

ήρθαν προς αυτόν

αγγελιοφόροι των Σαμνιτών.

Εκείνος παρουσιάστηκε μπροστά τους

για να τον δουν

να κάθεται σε σκαμνί

δίπλα στη φωτιά

και να γευματίζει από ξύλινο πιάτο.

Περιφρόνησε

τα πλούτη των Σαμνιτών

και οι Σαμνίτες θαύμασαν

τη φτώχεια του.

Δηλαδή, ενώ είχαν φέρει σε αυτόν

πολύ χρυσάφι

που στάλθηκε από την πολιτεία,

για να το χρησιμοποιήσει),

χαλάρωσε το (αυστηρό) πρόσωπό του

με το γέλιο

και αμέσως είπε:

«Απεσταλμένοι της περιττής

-για να μην πω ανόητης- πρεσβείας,

πείτε στους Σαμνίτες

ότι ο Μάνιος Κούριος προτιμάει

να εξουσιάζει τους πλούσιους

παρά να γίνει ο ίδιος πλούσιος·

και να θυμάστε

ότι εγώ δεν είναι δυνατόν

ούτε να νικηθώ στη μάχη

ούτε να διαφθαρώ με χρήματα».

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

Manius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Manius, Manii / Mani (αρσ. β’ κλ.) = ο Μάνιος.

Curius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Curius, Curii / Curi (αρσ. β’ κλ.) = ο Κούριος.

Dentatus: ονομαστική ενικ. του ουσ. Dentatus, Dentati (αρσ. β’ κλ.) = ο Δεντάτος.

maxima: αφαιρετική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. β’ κλ. maximus, maxima, maximum = πολύ μεγάλος. [Πρόκειται για  υπερθετικό βαθμό του επιθ. της β’ κλ. magnus, magna, magnum.]

frugalitate: αφαιρετική ενικ. του ουσ. frugalitas, frugalitatis (θηλ. γ’ κλ.) = η ολιγάρκεια. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]

utebatur: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού του ρήμ. συζυγίας utor, usus sum, uti (3, αποθ.) = χρησιμοποιώ.

quo: τελικός σύνδεσμος· χρησιμοποιείται πριν από επίθ. ή επιρρ. συγκριτικού βαθμού.

facilius: τροπικό επίρρ. = ευκολότερα. [Πρόκειται για  συγκριτικό βαθμό του επιρρ. facile. ΥΠΕΡΘ.: facillime.]

divitias: αιτιατική πληθ. του ουσ. divitiae, divitiarum (θηλ. α’ κλ.) = πλούτη. [Δεν έχει ενικ. αριθμό.]

contemnere: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. contemno, contempsi, contemptum, contemnere (3) = περιφρονώ.

posset: γ’ ενικ. υποτακτικής παρατατικού του ρήμ. possum, potui, -, posse = μπορώ.

die: αφαιρετική ενικ. του ουσ. dies, diei (αρσ. ε’ κλ.) = η ημέρα.

quodam: αφαιρετική ενικ., αρσ. γένους, της επιθετικής αόριστης αντων. quidam, quaedam, quoddam = κάποιος, κάποια, κάποιο.

Samnitium: γενική πληθ. του ουσ. Samnites, Samnitium (αρσ. γ’ κλ.) = οι Σαμνίτες. [Δεν έχει ενικ. αριθμό. Γενική πληθ.: Samnitium.]

legati: ονομαστική πληθ. του ουσ. legatus, legati (αρσ. β’ κλ.) = ο απεσταλμένος.

ad: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε.

eum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

venerunt: γ’ πληθ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. venio, veni, ventum, venire (4) = έρχομαι.

ille: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής αντων. ille, illa, illud = εκείνος, εκείνη, εκείνο.

se: αιτιατική ενικ., του γ’ προσ. της προσωπικής αντων.

in: πρόθεση (+ αφαιρετική) = σε.

scamno: αφαιρετική ενικ. του ουσ. scamnum, scamni (ουδ. β’ κλ.) = το σκαμνί.

assidentem: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής ενεστώτα του ρήμ. assideo, assedi, assessum, assidere (2) = κάθομαι.

apud: πρόθεση (+ αιτιατική) = κοντά σε.

focum: αιτιατική ενικ. του ουσ. focus, foci (αρσ. β’ κλ.) = η φωτιά.

et: συμπλεκτικός σύνδεσμος = και.

ex (ή e): πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.

ligneo: αφαιρετική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. ligneus, lignea, ligneum = ξύλινος.

catillo: αφαιρετική ενικ. του ουσ. catillus, catilli (αρσ. β’ κλ.) = το πιάτο.[Πληθ.  catilla, catillorum (ουδ. β’ κλ.) (ετερογενές).]

cenantem: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής ενεστώτα του ρήμ. ceno, cenavi, cenatum, cenare (1) = γευματίζω.

eis: δοτική πληθ., αρσ. γένους της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

spectandum: αιτιατική γερουνδιακού, αρσ. γένους, του ρήμ. specto, spectavi, spectatum, spectare (1) = βλέπω, παρατηρώ.

praebuit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. praebeo, praebui, praebitum, praebere (2) = παρέχω.

Samnitium: γενική πληθ. του ουσ. Samnites, Samnitium (αρσ. γ’ κλ.) = οι Σαμνίτες. [Δεν έχει ενικ. αριθμό. Γενική πληθ.: Samnitium.]

divitias: αιτιατική πληθ. του ουσ. divitiae, divitiarum (θηλ. α’ κλ.) = πλούτη. [Δεν έχει ενικ. αριθμό.]

contempsit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. contemno, contempsi, contemptum, contemnere (3) = περιφρονώ.

et: συμπλεκτικός, παρατακτικός σύνδεσμος = και.

Samnites: ονομαστική πληθ. του ουσ. Samnites, Samnitium (αρσ. γ’ κλ.) = οι Σαμνίτες. [Δεν έχει ενικ. αριθμό. Γενική πληθ.: Samnitium.]

paupertatem: αιτιατική ενικ. του ουσ. paupertas, paupertatis (θηλ. γ’ κλ.) = φτώχεια.

eius: γενική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

mirati sunt: γ’ πληθ. οριστικής παρακειμένου του ρήμ. miror, miratus sum, mirari (1, αποθ.) = θαυμάζω.

nam: αιτιολογικός παρατακτικός σύνδεσμος.

cum: χρονικός σύνδεσμος = όταν. [Εδώ είναι ο ιστορικός ή διηγηματικός cum. ]

ad: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε.

eum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

magnum: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. magnus, magna, magnum = μεγάλος.

pondus: αιτιατική ενικ. του ουσ. pondus, ponderis (ουδ. γ’ κλ.) = το βάρος.

auri: γενική ενικ. του ουσ. aurum, auri (ουδ. β’ κλ.) = το χρυσάφι.

publice: τροπικό επίρρ. = δημόσια· publice missum = σταλμένη από την πολιτεία. [Προέρχεται από το επίθ. β’ κλ. publicus, publica, publicum.]

missum: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. mitto, misi, missum, mittere (3) = στέλνω.

attulissent: γ’ πληθ. υποτακτικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων.  του ρήμ. affero (& adfero), attuli, allatum, afferre (& adferre) (3) = αναγγέλλω. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα ενεργ. φων.:  affer & adfer.]

ut: τελικός σύνδεσμος = για να.

eo: αφαιρετική ενικ., ουδ. γένους της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

uteretur: γ’ ενικ. υποτακτικής παρατατικού του ρήμ. utor, usus sum, uti (3, αποθ.) = χρησιμοποιώ.

vultum: αιτιατική ενικ. του ουσ. vultus, vultus (αρσ. δ’ κλ.) = το πρόσωπο.

risu: αφαιρετική ενικ. του ουσ. risus, risus (αρσ. δ’ κλ.) = το γέλιο.

solvit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. solvo, solvi, solutum, solvere (3) = λύνω, χαλαρώνω.

et: συμπλεκτικός, παρατακτικός σύνδεσμος = και.

protinus: χρονικό επίρρ. = αμέσως.

dixit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicere (3) = λέγω.

supervacaneae: γενική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. supervacaneus, supervacanea, supervacaneum = περιττός, ανώφελος.

ne: τελικός σύνδεσμος = για να μην.

dicam: α’ ενικ. υποτακτικής ενεστώτα ενεργ. φων.  του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicere (3) = λέγω. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: dic.]

ineptae: γενική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. ineptus, inepta, ineptum = ανόητος.

legationis: γενική ενικ. του ουσ. legatio, legationis (θηλ. γ’ κλ.) = η πρεσβεία.

ministri: κλητική πληθ. του ουσ. minister, ministri (αρσ. β’ κλ.) = ο απεσταλμένος, ο πρεσβευτής.

narrate: β’ πληθ. προστακτικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. narro, narravi, narratum, narrare (1) = διηγούμαι.

Samnitibus: δοτική πληθ. του ουσ. Samnites, Samnitium (αρσ. γκλ.) = οι Σαμνίτες. [Δεν έχει ενικ. αριθμό. Γενική πληθ.: Samnitium.]

Manium: αιτιατική ενικ. του ουσ. Manius, Manii / Mani (αρσ. β’ κλ.) = ο Μάνιος.

Curium: αιτιατική ενικ. του ουσ. Curius, Curii / Curi (αρσ. β’ κλ.) = ο Κούριος.

malle: απαρέμφατο ενεστώτα του ανώμ. ρήμ. malo, malui, -, malle = προτιμώ.

locupletibus: δοτική πληθ. του ουσ. locuples, locupletis (αρσ. γ’ κλ.) = ο πλούσιος. [Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο τύπο του επιθ. της γ’ κλ. locuples, locuples, locuples. Κατά τον Ε. Σκάσση, όταν λειτουργεί ως ουσ., συνήθως έχει αφαιρετική ενικ. σε i (locupleti) και γενική πληθ. σε –um (locupletum).]

imperare: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. imperο, imperavi, imperatum, imperare (1) = εξουσιάζω.

quam: επίρρ. παραβολικό· εδώ εισάγει τον β’ όρο σύγκρισης ομοιότροπα με τον α’ όρο = παρά.

ipsum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως οριστικής) αντων. ipse, ipsa, ipsum = ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο.

fieri: απαρέμφατο ενεστώτα του ανώμ. ρήμ. fio, factus sum, fieri = γίνομαι. [Χρησιμοποιείται ως παθητικό του ρήμ. facio, feci, factum, facere (3).]

locupletem: αιτιατική ενικ. του ουσ. locuples, locupletis (αρσ. γ’ κλ.) = ο πλούσιος. [Βλ. παραπάνω.]

et: συμπλεκτικός, παρατακτικός σύνδεσμος = και.

mementote: β’ πληθ. προστακτικής παρακειμένου (με σημασία ενεστώτα) του ελλειπτικού ρήμ. memini, meminisse = θυμάμαι. [Έχει προστακτική παρακειμένου (με σημασία ενεστώτα) και καταλήξεις μέλλοντα: β’ ενικ. memento, β’ πληθ. mementote.]

me: αιτιατική ενικ., του α’ προσ. της προσωπικής αντων.

necnec: συμπλεκτικός σύνδεσμος = ούτε … ούτε.

acie: αφαιρετική ενικ. του ουσ. acies, aciei (θηλ. ε’ κλ.) = η μάχη. [Στον πληθ. έχει μόνο ονομαστική, αιτιατική και κλητική.]

vinci: απαρέμφατο ενεστώτα παθ. φων. του ρήμ. vinco, vici, victum, vincere (3) = νικώ.

pecunia: αφαιρετική ενικ. του ουσ. pecunia, pecuniae (θηλ. α’ κλ.) = τα χρήματα, η αμοιβή.

corrumpi: απαρέμφατο ενεστώτα παθ. φων. του ρήμ. corrumpo, corrupi, corruptum, corrumpere (3) = διαφθείρω.

posse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. pοssum, potui, -, posse = μπορώ. [Εδώ λειτουργεί ως απρόσωπο.]

Συγκεντρωτική Παρουσίαση Γραμματικών Τύπων

Ουσιαστικά 

A΄ κλίση

Θηλυκά

divitiae,arum (δεν έχει ενικό)

pecunia,ae

Β΄ κλίση

Αρσενικά

catillus, -i (ετερογενές)

focus, -i

legatus, -i

Manius, -ii, (-i)

Curius, -ii, (-i)

Dentatus, -i

minister, ministri

populus, -i

Ουδέτερα

aurum, -i

scamnum, -i

Γ΄κλίση

Αρσενικά

locuples, locupletis

Samnites, Samnitium (δεν έχει ενικό)

Θηλυκά

legatio, legationis

paupertas, paupertatis

frugalitas, frugalitatis

Ουδέτερα

pondus, ponderis

Δ΄κλίση

Αρσενικά

risus, -us

vultus, -us

Ε΄κλίση

Αρσενικά

dies, dei

Θηλυκά

acies, aciei

Παραθετικά Επιθέτων 

Β΄Κλίση

Θετικός 

ineptus, -a, -um

ligneus, -a, -um

magnus, -a, -um

supervacaneus, -a,-um

Συγκριτικός 

ineptior, -ior, -ius

maior, -ior, -ius

Υπερθετικός

ineptissimus, -a, -um

maximus, -a, -um

Αντωνυμίες

ego

ille, illa, illud

ipse, ipsa, ipsum

is, ea, id

quidam, quaedam, quoddam

se

προσωπική

δεικτική

δεικτική οριστική

δεικτική επαναληπτική

αόριστη επιθετική

προσωπική

Αρχικοί Χρόνοι Ρημάτων

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ   ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ  ΣΟΥΠΙΝΟ  ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ       ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

ΑΣΥΖΥΓΙΑ

ceno                   cenavi                         cenatum         cenare                     

impero               imperavi                     imperatum     imperare                 

narro                 narravi                         narratum        narrare                   

specto                spectavi                     spectatum      spectare                  

miror                 miratus sum               –                      mirari                      αποθ.

ΒΣΥΖΥΓΙΑ

assideo               assedi                        assessum        assidere                  

praebeo              praebui                       praebitum       praebere                 

ΓΣΥΖΥΓΙΑ

affero                 attuli                           allatum             afferre                    ανώμ.

contemno           contempsi                contemptum   contemnere             

corrumpo           corrupi                       corruptum      corrumpere             

dico                    dixi                              dictum             dicere                     

fio                      factus sum                  –                     fieri                         ανώμ.

mitto                  misi                            missum          mittere                   

solvo                  solvi                           solutum          solvere                    

vinco                  vici                             victum            vincere                   

utor                   usus sum                    –                    uti                           αποθ.

ΔΣΥΖΥΓΙΑ

venio                  veni                            ventum           venire                     

malo                  malui                          –                     malle                       ανώμ.

possum              potui                          –                    posse                       ανώμ.

–                        memini                       –                    meminisse               ελλειπτ.

Συντακτική Ανάλυση

  1. Manius Curius Dentatus maxima frugalitate utebatur: κύρια πρότ. κρίσεως.

utebatur: ρήμ. ● Manius Curius Dentatus: υποκ. του utebaturfrugalitate: αντικ. (σε αφαιρετική οργανική) του utebaturmaxima: επιθετικός προσδ. στο frugalitate.

  1. quo facilius divitias contemnere posset: δευτ. επιρρ. τελική πρότ.· εισάγεται με τον τελικό σύνδεσμο quo, γιατί ακολουθεί επίρρημα συγκριτικού βαθμού (facilius)· εκφέρεται με υποτακτική, όπως όλες οι τελικές, γιατί στα λατινικά ο σκοπός θεωρείται υποκειμενική κατάσταση· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική παρατατικού, γιατί εξαρτάται από ιστορικό χρόνο και δηλώνει το σύγχρονο στο παρελθόν· υπάρχει ιδιομορφία ως προς την ακολουθία των χρόνων, γιατί ο σκοπός είναι ιδωμένος τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής του (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτ. πρόταση)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του σκοπού στο utebatur (της πρότ. 1).

posset: ρήμ. ● ενν. Manius Curius Dentatus: υποκ. του posset και του απαρεμφάτου contemnere (ταυτοπροσωπία) ● contemnere: τελικό απαρέμφατο, αντικ. του possetdivitias: αντικ. του  contemnerefacilius: επιρρ. προσδ. του τρόπου στο posset.

  1. Die quodam Samnitium legati ad eum venerunt: κύρια πρότ. κρίσεως.

venerunt: ρήμ. ● legati: υποκ. του veneruntSamnitium: γενική κτητική στο legatiad eum: εμπρόθ. προσδ. που δηλώνει κατεύθυνση (σε πρόσωπο) στο veneruntdie: αφαιρετική (τοπική) του χρόνου στο veneruntquodam: επιθετικός προσδ. στο die.

  1. Ille se in scamno assidentem apud focum et ex ligneo catillo cenantem eis spectandum praebuit: κύρια πρότ. κρίσεως.

praebuit: ρήμ. ● ille: υποκ. του praebuitse: άμεσο αντικ. του praebuit· εκφράζει άμεση αυτοπάθεια ● eis: έμμεσο αντικ. του praebuitspectandum: αιτιατική γερουνδιακού που εξαρτάται από το praebuit και δηλώνει σκοπό· υποκείμενό του είναι το seassidentem / cenantem: κατηγορηματικές μετοχές, που εξαρτώνται από το spectandum (που προέρχεται από ρήμα αίσθησης) και αναφέρονται στο sein scamno: εμπρόθ. προσδ. της στάσης σε τόπο στη μετοχή assidentemapud focum: εμπρόθ. προσδ. της στάσης σε τόπο  (δηλώνει το «πλησίον») στη μετοχή assidentemex catillo: εμπρόθ. προσδ. που δηλώνει προέλευση στη μετοχή cenantemligneo: επιθετικός προσδ. στο catillo.

  1. Samnitium divitias contempsit: κύρια πρότ. κρίσεως.

contempsit: ρήμ. ● ενν. Manius Curius Dentatus: υποκ. του contempsitdivitias: αντικ. του  contempsitSamnitium: γενική κτητική στο divitias.

  1. et Samnites paupertatem eius mirati sunt: κύρια πρότ. κρίσεως.

mirati sunt: ρήμ. ● Samnites: υποκ. του mirati suntpaupertatem: αντικ. του mirati sunteius: γενική κτητική στο paupertatem.

  1. Nam […] vultum risu solvit: κύρια πρότ. κρίσεως.

solvit: ρήμ. ● ενν. Manius Curius Dentatus: υποκ. του solvit vultum: αντικ. του solvitrisu: αφαιρετική (οργανική) του τρόπου στο solvit.

  1. et protinus dixit: κύρια πρόταση κρίσεως.

dixit: ρήμ. ● ενν. Manius Curius Dentatus: υποκ. του dixitprotinus: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο dixit.

  1. cum ad eum magnum pondus auri publice missum attulissent: δευτ. επιρρ. χρονική πρότ.· εισάγεται με τον ιστορικό cum, ο οποίος χρησιμοποιείται για διηγήσεις του παρελθόντος· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί ο ιστορικός cum υπογραμμίζει τη βαθύτερη σχέση κύριας και δευτ. πρότασης· δημιουργεί μια σχέση αιτίου αιτιατού ανάμεσά τους· είναι φανερός ο ρόλος του υποκειμενικού στοιχείου της υποτακτικής· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική υπερσυντελίκου, γιατί εξαρτάται από ρήμ. ιστορικού χρόνου και δηλώνει το προτερόχρονο στο παρελθόν· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του χρόνου στα solvit (της πρότ. 7) και dixit (της πρότ. 8).

attulissent: ρήμ. ● ενν. Samnites: υποκ. του attulissentpondus: αντικ. του attulissentmagnum: επιθετικός προσδ. στο pondusauri: γενική διαιρετική (κατά άλλη άποψη: γενική του περιεχομένου) στο pondusmissum: επιθετική μετοχή, επιθετικός προσδ. στο pondusad eum: εμπρόθ. προσδ. που δηλώνει κατεύθυνση (σε πρόσωπο) στο attulissentpublice: επιρρ. προσδ. του τρόπου στη μετοχή missum.

  1. ut eo uteretur: δευτ. επιρρ. τελική πρότ.· εισάγεται με τον τελικό σύνδεσμο ut, γιατί είναι καταφατική· εκφέρεται με υποτακτική, όπως όλες οι τελικές, γιατί στα λατινικά ο σκοπός θεωρείται υποκειμενική κατάσταση· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική παρατατικού, γιατί εξαρτάται από ιστορικό χρόνο, και δηλώνει το σύγχρονο στο παρελθόν· υπάρχει ιδιομορφία ως προς την ακολουθία των χρόνων, γιατί ο σκοπός είναι ιδωμένος τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής του (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτ. πρόταση)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του σκοπού στο attulissent .

uteretur: ρήμ. ● ενν. Manius Curius Dentatus: υποκ. του uteretureo: αντικ. (σε αφαιρετική οργανική πτώση) του uteretur (της πρότ. 9).

  1. Supervacaneae […] ineptae, legationis ministri, narrate Samnitibus Manium Curium malle locupletibus imperare quam ipsum fieri locupletem: κύρια πρότ. επιθυμίας.

narrate: ρήμ. ● ενν. vos: υποκ. του narrateSamnitibus: έμμεσο αντικ. του narratemalle: ειδικό απαρέμφατο, άμεσο αντικ. του narrateManium Curium: υποκ. του malle (ετεροπροσωπία) ● imperare: τελικό απαρέμφατο, αντικ. του malle ● ενν. Manium Curium: υποκ. του imperarelocupletibus: αντικ. του imperare (ως συμπλήρωμά του) ● quam fieri: β’ όρος σύγκρισης,  ο οποίος εκφέρεται με quam και ομοιότροπα προς τον α’ όρο (το imperare)· συγκριτική λέξη είναι το malle ενν. Manium Curium: υποκ. του fieri ipsum: επιθετικός προσδ. στο ενν. υποκ. του fierilocupletem: κατηγορούμενο στο υποκ. του fieriministri: κλητική προσφώνηση ● legationis: γενική αντικειμενική στο ministrisupervacaneae / ineptae: επιθετικοί προσδ. στο legationis.

  1. ne dicam: δευτ. επιρρ. τελική (παρενθετική) πρότ.· εισάγεται με τον τελικό σύνδεσμο ne, γιατί είναι αρνητική· εκφέρεται με υποτακτική, όπως όλες οι τελικές, γιατί στα λατινικά ο σκοπός θεωρείται υποκειμενική κατάσταση· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική ενεστώτα, γιατί στην κύρια πρόταση υπάρχει αρκτικός χρόνος

dicam: ρήμ. ● ενν. ego: υποκ. του dicam.

  1. et mementote me nec acie vinci nec pecunia corrumpi posse: κύρια πρότ. επιθυμίας.

mementote: ρήμ. ● ενν. vos: υποκ. του mementoteposse: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του mementotevinci / corrumpi: τελικά απαρέμφατα, υποκ. του (απρόσωπου) posseme: υποκ. των vinci και corrumpiacie: αφαιρετική (οργανική) του τρόπου στο vincipecunia: αφαιρετική (οργανική) του μέσου στο corrumpi.

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.