λατινικά ενότητα 35

Λατινικά Ενότητα 25

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λατινικά  Ενότητα 25

Πώς ένα σύκο στάθηκε αφορμή να καταστραφεί η Καρχηδόνα

 

Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Cato attulit quodam die

in curiam

ficum praecocem

ex Carthagine

ostendensque

patribus

inquit «Interrogo vos

quando putētis decerptam esse

hanc ficum ex arbore».

Cum omnes dixissent

esse recentem, inquit

«Atqui scitōte

decerptam esse Carthagine

ante tertium diem.

Tam prope a muris

habēmus hostem!

Itaque cavēte

periculum,

tutamini patriam.

Nolīte confidere

opibus urbis.

Deponite fiduciam,

quae est nimia vobis.

Neminem credideritis

consultūrum esse patriae,

nisi vos ipsi

consulueritis patriae.

Mementōte rem publicam fuisse

quondam in extrēmo discrimine!”

Statimque sumptum est

Punicum bellum tertium,

quo

delēta est Carthāgo.

Ο Κάτων έφερε κάποια μέρα

στο Βουλευτήριο

(ένα) πρώιμο σύκο

από την Καρχηδόνα

και, αφού το έδειξε

στους Συγκλητικούς,

είπε: «Σας ρωτώ

πότε νομίζετε ότι κόπηκε

αυτό το σύκο από το δέντρο».

Όταν όλοι είπαν

ότι ήταν φρέσκο, είπε:

«Κι όμως, να ξέρετε

ότι κόπηκε στην Καρχηδόνα

πριν από τρεις μέρες.

Τόσο κοντά στα τείχη

έχουμε τον εχθρό!

Επομένως φυλαχτείτε

από τον κίνδυνο,

προστατέψτε την πατρίδα.

Μην έχετε εμπιστοσύνη

στις δυνάμεις της πόλης.

Αποβάλετε την αυτοπεποίθηση,

που είναι υπερβολική σε εσάς.

Κανείς να μην πιστέψετε

ότι θα φροντίσει για την πατρίδα,

εάν εσείς οι ίδιοι

δε φροντίσετε για την πατρίδα.

Να θυμάστε ότι η πολιτεία βρέθηκε

κάποτε σε έσχατο κίνδυνο!»

Κι αμέσως άρχισε

ο τρίτος Καρχηδονιακός πόλεμος,

κατά τη διάρκεια του οποίου

καταστράφηκε η Καρχηδόνα.

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

Cato: ονομαστική ενικ. του ουσ. Cato, Catonis (αρσ. γ΄ κλ.) = ο Κάτωνας.

attulit: γ΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. affero, attuli, allatum, afferre = φέρνω (κάπου). [β΄ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: affer.]

quodam: αφαιρετική ενικ., αρσ. γένους, της επιθετικής αόριστης αντων. quidam, quaedam, quoddam = κάποιος, κάποια, κάποιο.

die: αφαιρετική ενικ. του ουσ. dies, diei (αρσ. ε΄ κλ.) = η ημέρα.

in: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.

curiam: αιτιατική ενικ. του ουσ. curia, curiae (θηλ. α΄ κλ.) = το Βουλευτήριο, το κτίριο της Συγκλήτου.

ficum: αιτιατική ενικ. του ουσ. ficus, fici (θηλ. β΄ κλ.) και ficus, ficus (θηλ. δ΄ κλ.) = το σύκο. [Έχει όλους τους τύπους κατά τη β΄ κλ. και επιπλέον από τη δ΄ κλ. όσους τύπους λήγουν σε -us και -u. Γενική ενικ.: fici & ficus. Αφαιρ. ενικ.: fico & ficu. Ονομαστική και κλητική πληθ.: fici & ficus. Αιτιατική πληθ.: ficos & ficus.]

praecocem: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. γ΄ κλ. praecox, praecox, praecox (γενική: praecocis) = πρώιμος.

ex: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.

Carthagine: αφαιρετική ενικ. του ουσ. Carthago, Carthaginis (θηλ. γ΄ κλ.) = η Καρχηδόνα. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]

ostendens: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής ενεστώτα του ρήμ. ostendo, ostendi, ostentum (& ostensum), ostendere (3) = δείχνω.

que: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και. [Είναι εγκλιτική λέξη.]

patribus: δοτική πληθ. του ουσ. pater, patris (αρσ. γ΄ κλ.) = ο πατέρας. [Εδώ ο πληθ.: patres, patrum = οι συγκλητικοί (ετερόσημο).]

interrogo: α΄ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. interrogo, interrogavi, interrogatum, interrogare (1) = ρωτώ.

vos: αιτιατική πληθ., του β΄ προσ. της προσωπικής αντων.

inquit: γ΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ελλειπτικού ρήμ. inquam = λέω.

quando: ερωτηματικό χρονικό επίρρ. = πότε.

hanc: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, της δεικτικής αντων. hic, haec, hoc = αυτός, αυτή, αυτό.

ficum: αιτιατική ενικ. του ουσ. ficus, fici (θηλ. β΄ κλ.) και ficus, ficus (θηλ. δ΄ κλ.) = το σύκο. [Έχει όλους τους τύπους κατά τη β΄ κλ. και επιπλέον από τη δ΄ κλ. όσους τύπους λήγουν σε -us και -u. Γενική ενικ.: fici & ficus. Αφαιρ . ενικ.: fico & ficu. Ονομαστική και κλητική πληθ.: fici & ficus. Αιτιατική πληθ.: ficos & ficus.]

decerptam esse: απαρέμφατο παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. decerpo, decerpsi, decerptum, decerpere (3) = κόβω.

putetis: β΄ πληθ. υποτακτικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. puto, putavi, putatum, putare (1) = νομίζω.

ex: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.

arbore: αφαιρετική ενικ. του ουσ. arbor (& arbos), arboris (θηλ. γ΄ κλ.) = το δέντρο. [Για τον τύπο arbos βλ. Βιβλ. καθηγ., σελ. 26. Πρόκειται για σιγμόληκτο ακατάληκτο ουσ. (arbos) στο οποίο ο ρωτακισμός επεκτάθηκε και στην ονομαστική (arbor).]

cum: χρονικός σύνδεσμος = όταν. [Εδώ είναι ο ιστορικός ή διηγηματικός cum. Για τα είδη του συνδέσμου cum βλ. σελ. …]

omnes: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της γ΄ κλ. omnis, οmnis, omne = όλος. [Δε σχηματίζει παραθετικά.]

recentem: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της γ΄ κλ. recens, recens, recens (γενική: recentis) = φρέσκος.

esse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, υπάρχω.

dixissent: γ΄ πληθ. υποτακτικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων., του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicere (3) = λέω. [β΄ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: dic.]

atqui: αντιθετικός σύνδεσμος = και όμως.

ante: πρόθεση (+ αιτιατική) = πριν.

tertium: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, του τακτικού αριθμητικού β΄ κλ. tertius, -a, -um = τρίτος. [Δεν έχει κλητική.]

diem: αιτιατική ενικ. του ουσ. dies, diei (αρσ. ε΄ κλ.) = η ημέρα.

inquit: γ΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ελλειπτικού ρήμ. inquam = λέω.

scitote: β΄ πληθ. προστακτικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. scio, sci(v)i , scitum, scire (4) = γνωρίζω, ξέρω. [Η προστακτική ενεστώτα έχει καταλήξεις μέλλοντα: β΄ ενικ. scito, β΄ πληθ. scitote.]

decerptam esse: απαρέμφατο παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. decerpo, decerpsi, decerptum, decerpere (3) = κόβω.

Carthagine: αφαιρετική ενικ. του ουσ. Carthago, Carthaginis (θηλ. γ΄ κλ.) = η Καρχηδόνα. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]

tam: ποσοτικό επίρρ. = τόσο.

prope: τοπικό επίρρ. = κοντά. [ΣΥΚΡ.: propius. ΥΠΕΡΘ.: proxime.]

a (ή ab): πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.

muris: αφαιρετική πληθ. του ουσ. murus, muri (αρσ. β΄ κλ.) = ο τοίχος, το τείχος. [Πιο εύχρηστο στον πληθ.: muri, murorum = τα τείχη.]

habemus: α΄ πληθ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. habeo, habui, habitum, habere (2) = έχω.

hostem: αιτιατική ενικ. του ουσ. hostis, hostis (αρσ. και θηλ. γ΄ κλ.) = ο εχθρός. [Γενική πληθ.: hostium.]

itaque: συμπερασματικός σύνδεσμος = επομένως, λοιπόν.

cavete: β΄ πληθ. προστακτικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. caveo, cavi, cautum, cavere (2) = προσέχω, φυλάγομαι.

periculum: αιτιατική ενικ. του ουσ. periculum, periculi (ουδ. β΄ κλ.) = ο κίνδυνος.

tutamini: β΄ πληθ. προστακτικής ενεστώτα του ρήμ. tutor, tutatus sum, tutari (1, αποθ.) προστατεύω.

patriam: αιτιατική ενικ. του ουσ. patria, patriae (θηλ. α΄ κλ.) = η πατρίδα.

opibus: αφαιρετική πληθ. του ουσ. opes, opum (θηλ. γ΄ κλ.) = οι δυνάμεις. [Eλλειπτικό στον ενικ.: –, opis, –, opem, –, ope = βοήθεια (ετερόσημο).]

urbis: γενική ενικ. του ουσ. urbs, urbis (θηλ. γ΄ κλ.) = η πόλη. [Γενική πληθ.: urbium.]

nolite: β΄ πληθ. προστακτικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ανώμ. ρήμ. nolo, nolui, , nolle = δε θέλω.

confidere: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. confido, confisus sum, confidere (3, ημιαποθ.) = εμπιστεύομαι.

fiduciam: αιτιατική ενικ. του ουσ. fiducia, fiduciae (θηλ. α΄ κλ.) = η εμπιστοσύνη, η αυτοπεποίθηση. [Ως αφηρημένη έννοια δεν είναι εύχρηστο στον πληθ.]

quae: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

nimia: ονομαστική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. nimius, nimia, nimium = υπερβολικός. [ΣΥΓΚΡ.: magis nimius, -a, -um. ΥΠΕΡΘ.: maxime nimius, -a, -um.]

vobis: δοτική πληθ., του β΄ προσ. της προσωπικής αντων.

est: γ΄ ενικ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, υπάρχω.

deponite: β΄ πληθ. προστακτικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. depono, deposui, depositum, deponere (3) = αποβάλλω.

neminem: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της αόριστης ουσιαστικής αντων. nemo, nemo = κανένας, καμία. [Σημασιολογικά ως ουδέτερο γένος χρησιμοποιείται η αόριστη ουσιαστική αντων. nihil = τίποτα.]

credideritis: β΄ πληθ. υποτακτικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. credo, credidi, creditum, credere (3) = πιστεύω.

patriae: δοτική ενικ. του ουσ. patria, patriae (θηλ. α΄ κλ.) = η πατρίδα.

consulturum esse: απαρέμφατο μέλλοντα ενεργ. φων. του ρήμ. consulo, consului, consultum, consulere (3) = φροντίζω.

nisi: υποθετικός σύνδεσμος που εισάγει υποθετικές προτ. στις οποίες η άρνηση αναφέρεται σε όλο το περιεχόμενό τους = αν δεν. [Αρνητικές υποθετικές προτάσεις εισάγονται και με το si non· στην περίπτωση αυτή η άρνηση αναφέρεται σε έναν όρο της πρότασης. (Βλ. Βιβλ. καθηγ., σελ. 117.)]

vos: ονομαστική πληθ., του β΄ προσ. της προσωπικής αντων.

ipsi: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως οριστικής) αντων. ipse, ipsa, ipsum = ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο.

patriae: δοτική ενικ. του ουσ. patria, patriae (θηλ. α΄ κλ.) = η πατρίδα.

consulueritis: β΄ πληθ. υποτακτικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. consulo, consului, consultum, consulere (3) = φροντίζω.

mementote: β΄ πληθ. προστακτικής μέλλοντα (με σημασία ενεστώτα) ενεργ. φων. του ελλειπτικού ρήμ. memini – meminisse = θυμάμαι.

rem: αιτιατική ενικ. του ουσ. res, rei (θηλ. ε΄ κλ.) = το πράγμα.

publicam: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. publicus, publica, publicum = δημόσιος.

rem publicam = η πολιτεία. [Γράφεται και ως μία λέξη: respublica. Και σε αυτή την περίπτωση κλίνεται χωριστά καθένας από τους δύο όρους της συνεκφοράς: π.χ. reipublicae, respublicas κτλ.

in: πρόθεση (+ αφαιρετική) = σε.

extremο: αφαιρετική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. extremus, extrema, extremum = έσχατος. [Πρόκειται για υπερθετικό βαθμό του επιθ. της β’ κλ. exterus, extera, exterum. ΣΥΓΚΡ.: exterior, -ior, -ius. ΥΠΕΡΘ.: extremus, extrema, extremum & extimus, extima, extimum.]

discrimine: αφαιρετική ενικ. του ουσ. discrimen, discriminis (ουδ. γ΄ κλ.) = ο κίνδυνος.

quondam: χρονικό επίρρ. = κάποτε.

fuisse: απαρέμφατο παρακειμένου του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, υπάρχω.

statim: χρονικό επίρρ. = αμέσως.

que: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και. [Είναι εγκλιτική λέξη.]

sumptum est: γ΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. sumo, sumpsi, sumptum, sumere (3) = αρχίζω.

Punicum: ονομαστική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της β΄ κλ. Punicus, Punica, Punicum = ο Καρχηδονιακός.

bellum: ονομαστική ενικ. του ουσ. bellum, belli (ουδ. β΄ κλ.) = ο πόλεμος.

tertium: ονομαστική ενικ., ουδ. γένους, του τακτικού αριθμητικού β΄ κλ. tertius, tertia, tertium = τρίτος. [Δε σχηματίζει κλητική.]

quo: αφαιρετική ενικ., ουδ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

Carthago: ονομαστική ενικ. του ουσ. Carthago, Carthaginis (θηλ. γ΄ κλ.) = η Καρχηδόνα. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]

deleta est: γ΄ ενικ. οριστικής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. deleo, delevi, deletum, delere (2) = καταστρέφω.

Συγκεντρωτική Παρουσίαση Γραμματικών Τύπων

Ουσιαστικά 

A΄ κλίση

Θηλυκά

curia, –ae

fiducia,ae (δεν έχει πληθυντικό)

patria, –ae

Β΄ κλίση

Αρσενικά

murus, –i

Θηλυκά

ficus, –i

Ουδέτερα

bellum, –i

periculum, –i

Γ΄κλίση

Αρσενικά

Cato, Catonis

hostis, hostis

pater, patris

Θηλυκά

arbor, arboris

Carthago, Carthaginis (δεν έχει πληθυντικό)

opes, opum (ετερόσημο)

urbs, urbis

Ουδέτερα

discrimen, discriminis

Δ΄κλίση

Θηλυκά

ficus, -us

Ε΄κλίση

Αρσενικά

dies, dei

Θηλυκά

res, rei

Παραθετικά Επιθέτων 

Β΄Κλίση

Θετικός 

exterus, -a, -um

 

nimius, -a, -um

publicus, -a, -um

Punicus, -a, -um

tertius, -a, -um (τακτικό αριθμητικό)

Συγκριτικός 

exterior, -ior, -ius

 

magis nimius, -a, -um

 

 

 

Υπερθετικός

extremus, -a, -um

& extimus, -a, -um

maxime nimius, -a, -um

 

 

 

Γ΄Κλίση

omnis, -is, -e

praecox, -cis

recens, -entis

praecocior, -ior, -ius

recentior, -ior, -ius

praecocissimus, -a, -um

recentissimus, -a, -um

Αντωνυμίες

hic, haec, hoc

ipse, ipsa, ipsum

nemo

qui, quae, quod

quidam, quaedam, quoddam

tu

δεικτική

δεικτική

αόριστη ουσιαστική

αναφορική

αόριστη επιθετική

προσωπική

Αρχικοί Χρόνοι Ρημάτων

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ   ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ  ΣΟΥΠΙΝΟ  ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ       ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

ΑΣΥΖΥΓΙΑ

interrogo   interrogavi     interrogatum interrogare

puto          putavi             putatum        putare

tutor          tutatus sum   –                    tutari             Αποθετικό

B’ ΣΥΖΥΓΙΑ

caveo       cavi                cautum         cavere

deleo        delevi             deletum         delere

habeo       habui              habitum         habere

ΓΣΥΖΥΓΙΑ

consulo     consului         consultum     consulere

credo        credidi            creditum       credere

decerpo    decerpsi        decerptum    decerpere

depono     deposui          depositum     deponere

dico           dixi                 dictum           dicere

ostendo    ostendi           ostentum/ostensum          ostendere

sumo        sumpsi          sumptum      sumere

confido      confisus sum                      –                   confidere            Ημιαποθετικό

ΔΣΥΖΥΓΙΑ

scio           sci(v)i            scitum           scire

affero        attuli               allatum          afferre          Ανώμαλο

nolo           nolui               –                    nolle             Ανώμαλο

inquam           –                –                     –                   Ελλειπτικό

–                memini          –                    meminisse   Ελλειπτικό

sum          fui                   –                    esse             Βοηθητικό

Συντακτική Ανάλυση

  1. Cato attulit quodam die in curiam ficum praecocem ex Carthagine: κύρια πρότ. κρίσεως.

attulit: ρήμ. ● Cato: υποκ. του attulit ficum: αντικ. του attulitpraecocem: επιθετικός προσδ. στο ficumin curiam: εμπρόθ. προσδ. που δηλώνει κίνηση σε τόπο στο attulit ● die: αφαιρετική του χρόνου στο attulitquodam: επιθετικός προσδ. στο dieex Carthagine: εμπρόθ. προσδ. της προέλευσης στο attulit.

  1. ostendensque patribus inquit: κύρια πρότ. κρίσεως· συνδέεται συμπλεκτικά με την πρότ. 1 με τον εγκλιτικό σύνδεσμο -que.

inquit: ρήμ. ● ενν. Cato: υποκ. του inquitostendens: χρονική μτχ., συνημμένη στο υποκ. Cato του inquitpatribus: έμμεσο αντικ. της μτχ. ostendens ● ενν. ficum: άμεσο αντικ. της μτχ. ostendens.

  1. Interrogo vos: κύρια πρότ. κρίσεως·

interrogo: ρήμ. ● ενν. ego: υποκ. του interrogovos: άμεσο αντικ. του interrogo quando […] arbore (πρότ. 4): δευτ. ουσιαστική πλάγια ερωτηματική πρότ., μερικής αγνοίας, έμμεσο αντικ. του interrogo.

  1. quando hanc ficum decerptam esse putetis ex arbore: δευτ. ουσιαστική πλάγια ερωτηματική πρότ., μερικής αγνοίας· εισάγεται με το ερωτηματικό χρονικό επίρρημα quando· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί θεωρείται ότι η εξάρτηση δίνει υποκειμενική χροιά στο περιεχόμενό της· συγκεκριμένα, με υποτακτική ενεστώτα, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο (interrogo) και δηλώνει το σύγχρονο (στο παρόν)· λειτουργεί ως έμμεσο αντικ. του interrogo (της πρότ. 3).

putetis: ρήμ. ● ενν. vos: υποκ. του putetisdecerptam esse: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του putetisficum: υποκ. του decerptam esse (ετεροπροσωπία) ● hanc: επιθετικός προσδ. στο ficumex arbore: εμπρόθ. προσδ. της προέλευσης στο decerptam essequando: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο decerptam esse.

  1. Cum omnes recentem esse dixissent: δευτ. επιρρ. χρονική πρότ.· εισάγεται με τον ιστορικό (ή διηγηματικό) cum, ο οποίος χρησιμοποιείται σε διηγήσεις του παρελθόντος· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί ο ιστορικός cum υπογραμμίζει τη βαθύτερη σχέση της κύριας και της δευτ. πρότ.· δημιουργεί μια σχέση αιτίου και αιτιατού ανάμεσά τους (είναι φανερός εδώ ο ρόλος του υποκειμενικού στοιχείου της υποτακτικής)· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική υπερσυντελίκου, γιατί εξαρτάται από ιστορικό χρόνο (inquit) και δηλώνει το προτερόχρονο (στο παρελθόν)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του χρόνου στο inquit (της πρότ. 6).

dixissent: ρήμ. ● omnes: υποκ. του dixissentesse: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του dixissent ● ενν. ficum: υποκ. του esse (ετεροπροσωπία) ● recentem: κατηγορούμενο στο ενν. ficum μέσω του esse.

  1. inquit: κύρια παρενθετική πρότ.

inquit: ρήμ. ● ενν. Cato: υποκ. του inquit.

  1. Atqui ante tertium diem scitote decerptam esse Carthagine: κύρια πρότ. κρίσεως.

scitote: ρήμ. ● ενν. vos: υποκ. του scitotedecerptam esse: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του scitote ● ενν. ficum: υποκ. του decerptam esse (ετεροπροσωπία) ● ante diem: εμπρόθ. προσδ. του χρόνου στο decerptam essetertium: επιθετικός προσδ. στο diemCarthagine: απρόθετη αφαιρετική που δηλώνει στάση σε τόπο στο decerptam esse.

  1. Tam prope a muris habemus hostem!: κύρια πρότ.

habemus: ρήμ. ● ενν. nos: υποκ. του habemushostem: αντικ. του habemus prope: επιρρ. προσδ. της στάσης σε τόπο (πλησίον) στο habemusa muris: εμπρόθ. επιρρ. προσδ. της τοπικής αφετηρίας στο propetam: επιρρ. προσδ. του ποσού στο prope.

  1. Itaque cavete periculum: κύρια πρότ. επιθυμίας.

cavete: ρήμ. ● ενν. vos: υποκ. του cavetepericulum: αντικ. του cavete.

  1. tutamini patriam: κύρια πρότ. επιθυμίας.

tutamini: ρήμ. ● ενν. vos: υποκ. του tutaminipatriam: αντικ. του tutamini.

  1. Opibus urbis nolite confidere: κύρια πρότ. επιθυμίας.

nolite: ρήμ. ● ενν. vos: υποκ. του nolite και του confidere (ταυτοπροσωπία) ● confidere: τελικό απαρέμφατο, αντικ. του noliteopibus: αφαιρετική του μέσου στο confidereurbis: γενική κτητική στο opibus.

  1. Fiduciam deponite: κύρια πρότ. επιθυμίας.

deponite: ρήμ. ● ενν. vos: υποκ. του deponitefiduciam: αντικ. του deponite.

  1. quae nimia vobis est: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στο fiduciam· εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quae· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα, με οριστική ενεστώτα, γιατί αναφέρεται στο παρόν· λειτουργεί ως επιθετικός προσδ. στο fiduciam.

est: ρήμ. ● quae: υποκ. του estnimia: κατηγορούμενο στο quae μέσω του est vobis: δοτική προσωπική κτητική στο est.

  1. Neminem credideritis patriae consulturum esse: κύρια πρότ. επιθυμίας.

credideritis: ρήμ. ● ενν. vos: υποκ. του credideritisconsulturum esse: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του credideritisneminem: υποκ. του consulturum esse (ετεροπροσωπία) ● patriae: δοτική προσωπική χαριστική στο consulturum esse.

  1. nisi vos ipsi patriae consulueritis: δευτ. επιρρ. υποθετική πρότ.· εισάγεται με τον υποθετικό σύνδεσμο nisi, γιατί είναι αρνητική (και η άρνηση αναφέρεται σε όλο το περιεχόμενο της πρότ.)· εκφέρεται με υποτακτική πλαγίου λόγου, γιατί ο υποθετικός λόγος είναι εξαρτημένος· συγκεκριμένα, με υποτακτική παρακειμένου, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο (το απαρέμφ. consulturum esse λειτουργεί εδώ ως αρκτικός χρόνος, γιατί εξαρτάται από την αποτρεπτική υποτακτική credideritis, που είναι μελλοντική έκφραση) και δηλώνει το προτερόχρονο· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. της προϋπόθεσης στο απαρέμφατο consulturum esse, με το οποίο ως απόδοση σχηματίζει απλό, εξαρτημένο υποθετικό λόγο α΄ είδους: ανοικτή υπόθεση στο μέλλον (με υπόθεση προτερόχρονη).

consulueritis: ρήμ. ● vos: υποκ. του consulueritispatriae: δοτική προσωπική χαριστική στο consulueritisipsi: επιθετικός προσδ. στο vos.

  1. Mementote rem publicam in extremo discrimine quondam fuisse!: κύρια πρότ. επιθυμίας.

mementote: ρήμ. ● ενν. vos: υποκ. του mementotefuisse: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του mementoterem publicam: υποκ. του fuisse (ετεροπροσωπία) ● in discrimine: εμπρόθ. προσδ. της κατάστασης στο fuisseextremο: επιθετικός προσδ. στο discriminequondam: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο fuisse.

  1. Statimque sumptum est Punicum bellum tertium: κύρια πρότ. κρίσεως.

sumptum est: ρήμ. ● bellum: υποκ. του sumptum estPunicum: επιθετικός προσδ. στο bellumtertium: επιθετικός προσδ. στο Punicum bellumstatim: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο sumptum est.

  1. quo Carthago deleta est: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική πρόταση στο bellum· εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quο· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα, με οριστική παρακειμένου, γιατί αναφέρεται στο παρελθόν· λειτουργεί ως επιθετικός προσδ. στο bellum.

deleta est: ρήμ. ● Carthago: υποκ. του deleta estquo: αφαιρετική του χρόνου στο deleta est.

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.