λατινικά ενότητα 35

Λατινικά Ενότητα 24

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λατινικά  Ενότητα 24

Το πάθημα ενός ψεύτη

 

Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Cum Publius Cornēlius Nasīca

venisset ad Ennium poētam

eique quaerenti

Ennium ab ostio

ancilla dixisset eum

non esse domi,

Nasīca sensit illam

dixisse id

iussu domini

et illum esse intus.

Accipe nunc

quid fecerit postea Nasīca.

Paucis diēbus post

cum Ennius

venisset ad Nasīcam

et quaereret eum a ianuā,

exclamāvit Nasīca

se non esse domi,

etsi domi erat.

Tum Ennius indignātus

quod Nasīca mentiebātur

tam aperte: inquit

«Quid?»

«Ego non cognosco vocem tuam?»

Visne scire

quid responderit Nasīca?

«Es homo impudens.

Ego cum te quaererem,

credidi ancillae tuae

te non esse domi;

tu non credis mihi ipsi?»

Όταν ο Πόπλιος Κορνήλιος Νασικάς

είχε πάει στον Έννιο τον ποιητή

και σε αυτόν που ζητούσε

τον Έννιο από την πόρτα

η υπηρέτρια είχε πει ότι αυτός

δεν ήταν σπίτι,

ο Νασικάς κατάλαβε ότι εκείνη

το είπε αυτό

με διαταγή του αφεντικού της

και ότι εκείνος ήταν μέσα.

Μάθε τώρα

τι έκανε αργότερα ο Νασικάς.

Λίγες μέρες αργότερα,

όταν ο Έννιος

είχε πάει στο Νασικά

και τον ζητούσε από την πόρτα,

φώναξε ο Νασικάς

ότι δεν ήταν σπίτι,

αν και ήταν σπίτι.

Τότε ο Έννιος αγανακτισμένος,

επειδή ο Νασικάς έλεγε ψέματα

τόσο φανερά, είπε:

«Τι;

Εγώ δε γνωρίζω τη φωνή σου;»

Θέλεις άραγε να μάθεις

τι απάντησε ο Νασικάς;

«Είσαι άνθρωπος αναιδής.

Εγώ, όταν σε ζητούσα,

πίστεψα την υπηρέτριά σου

ότι δεν ήσουν σπίτι·

εσύ δεν πιστεύεις εμένα τον ίδιο;»

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

cum: χρονικός σύνδεσμος = όταν. [Εδώ είναι ο ιστορικός ή διηγηματικός cum.]

P(ublius): ονομαστική ενικ. του ουσ. Publius, Publii / Publi (αρσ. β’ κλ.) = ο Πόπλιος.

Cornelius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Cornelius, Cornelii / Corneli (αρσ. β’ κλ.) = ο Κορνήλιος.

Νasica: ονομαστική ενικ. του ουσ. Nasica, Nasicae (αρσ. α’ κλ.) = ο Νασικάς.

ad: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.

Ennium: αιτιατική ενικ. του ουσ. Ennius, Ennii / Enni (αρσ. β’ κλ.) = ο Έννιος.

poetam: αιτιατική ενικ. του ουσ. poeta, poetae (αρσ. α’ κλ.) = ο ποιητής.

venisset: γ’ ενικ. υποτακτικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. venio, veni, ventum, venire (4) = έρχομαι, φθάνω.

ei: δοτική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

que: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και. [Είναι εγκλιτική λέξη.]

ab (ή a ή abs): πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.

ostio: αφαιρετική ενικ. του ουσ. ostium, ostii / osti (ουδ. β’ κλ.) = η πόρτα.

quaerenti: δοτική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής ενεστώτα του ρήμ. quaero, quaesivi, quaesitum, quaerere (3) = ζητώ.

Εnnium: αιτιατική ενικ. του ουσ. Ennius, Ennii / Enni (αρσ. β’ κλ.) = ο Έννιος.

ancilla: ονομαστική ενικ. του ουσ. ancilla, ancillae (θηλ. α’ κλ.) = η υπηρέτρια.

dixisset: γ’ ενικ. υποτακτικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicere (3) = λέω. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: dic.]

eum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

domi: γενική ενικ. του ουσ. domus, domus (θηλ. δ’ κλ.) = το σπίτι. [Γενική ενικ.: domus & domi, αφαιρετική ενικ.: domo, γενική πληθ.: domuum & domorum, αιτιατική πληθ.: domos. Η γενική ενικού (domi) δηλώνει τη στάση σε τόπο, η αιτιατική (domum) την κίνηση σε τόπο και η αφαιρετική (domo) την κίνηση από τόπο (προέλευση). Ο τύπος domi ουσιαστικά αποτελεί υπόλειμμα της παλιάς τοπικής πτώσης.]

non: αρνητικό μόριο = όχι, δεν. [Συνοδεύει τις εγκλίσεις κρίσεως.]

esse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, υπάρχω.

Νasica: ονομαστική ενικ. του ουσ. Nasica, Nasicae (αρσ. α’ κλ.) = ο Νασικάς.

sensit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. sentio, sensi, sensum, sentire (4) = αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι.

illam: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, της δεικτικής αντων. ille, illa, illud = εκείνος, εκείνη, εκείνο.

domini: γενική ενικ. του ουσ. dominus, domini (αρσ. β’ κλ.) = ο κύριος, το αφεντικό.

iussu: αφαιρετική ενικ. του ουσ. iussus, iussus (αρσ. δ’ κλ.) = η διαταγή, η εντολή.

id: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

dixisse: απαρέμφατο παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicere (3) = λέω. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: dic.]

et: συμπλεκτικός σύνδεσμος = και.

illum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής αντων. ille, illa, illud = εκείνος, εκείνη, εκείνο.

intus: τοπικό επίρρ. = μέσα, εντός.

esse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, υπάρχω.

accipe: β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. accipio, accepi, acceptum, accipere (3, 15 σε –io) = δέχομαι, λαμβάνω, μαθαίνω.

nunc: χρονικό επίρρ. = τώρα.

quid: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, της ουσιαστικής ερωτηματικής αντων. quis, quis, quid = ποιος, ποια, ποιο.

postea: χρονικό επίρρ. = μετά, αργότερα, έπειτα.

Νasica: ονομαστική ενικ. του ουσ. Nasica -ae (αρσ. α’ κλ.) = ο Νασικάς. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]

fecerit: γ’ ενικ. υποτακτικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. facio, feci, factum, facere (3, 15 σε –io) = κάνω. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: fac.]

paucis: αφαιρετική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. paucus, pauca, paucum = λίγος.

post: χρονικό επίρρ. = μετά, αργότερα, έπειτα.

diebus: αφαιρετική πληθ. του ουσ. dies, diei (αρσ. ε’ κλ.) = η ημέρα.

Εnnius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Ennius, Ennii / Enni (αρσ. β’ κλ.) = ο Έννιος.

ad: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.

Nasicam: αιτιατική ενικ. του ουσ. Nasica, Nasicαe (αρσ. α’ κλ.) = ο Νασικάς.

venisset: γ’ ενικ. υποτακτικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. venio, veni, ventum, venire (4) = έρχομαι, φθάνω.

et: συμπλεκτικός σύνδεσμος = και.

eum: αιτιατική ενικ. αρσ. γένους της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

a(b): πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.

ianua: αφαιρετική ενικ. του ουσ. ianua, ianuae (θηλ. α’ κλ.) = η πόρτα.

quaereret: γ’ ενικ. υποτακτικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. quaero, quaesivi, quaesitum, quaerere (3) = ζητώ.

exclamavit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. exclamo, exclamavi, exclamatum, exclamare (1) = φωνάζω δυνατά, αναφωνώ.

Νasica: ονομαστική ενικ. του ουσ. Nasica, Nasicae (αρσ. α’ κλ.) = ο Νασικάς.

se: αιτιατική ενικ., του γ’ προσ. της προσωπικής αντων.

domi: γενική ενικ. του ουσ. domus, domus (θηλ. δ’ κλ.) = το σπίτι. [Γενική ενικ.: domus & domi, αφαιρετική ενικ.: domo, γενική πληθ.: domuum & domorum, αιτιατική πληθ.: domos. Η γενική ενικού (domi) δηλώνει τη στάση σε τόπο, η αιτιατική (domum) την κίνηση σε τόπο και η αφαιρετική (domo) την κίνηση από τόπο (προέλευση). Ο τύπος domi ουσιαστικά αποτελεί υπόλειμμα της παλιάς τοπικής πτώσης.]

non: αρνητικό μόριο = δεν, όχι. [Συνοδεύει τις εγκλίσεις κρίσεως.]

esse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, υπάρχω.

etsi: εναντιωματικός σύνδεσμος = αν και, παρόλο που, μολονότι.

domi: βλ. παραπάνω.

erat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, υπάρχω.

tum: χρονικό επίρρ. = τότε.

Εnnius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Ennius, Ennii / Enni (αρσ. β’ κλ.) = ο Έννιος.

indignatus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. indignor, indignatus sum, indignari (1, αποθ.) = αγανακτώ.

quod: αιτιολογικός σύνδεσμος = επειδή.

Νasica: ονομαστική ενικ. του ουσ. Nasica, Nasicae (αρσ. α’ κλ.) = ο Νασικάς.

tam: ποσοτικό επίρρ. = τόσο.

aperte: τροπικό επίρρ. = ανοιχτά, φανερά.

mentiebatur: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού του ρήμ. mentior, mentitus sum, mentiri (4, αποθ.) = ψεύδομαι.

quid: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, της ουσιαστικής ερωτηματικής αντων. quis, quis, quid = ποιος, ποια, ποιο.

inquit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ελλειπτικού ρήμ. inquam = λέω.

ego: ονομαστική ενικ., του α’ προσ. της προσωπικής αντων.

non: αρνητικό μόριο = δεν, όχι.

cognosco: α’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. cognosco, cognovi, cognitum, cognoscere (3) = γνωρίζω, αναγνωρίζω, μαθαίνω.

vocem: αιτιατική ενικ. του ουσ. vox, vocis (θηλ. γ’ κλ.) = η φωνή.

tuam: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, της κτητικής αντων. β’ προσ. για 1 κτήτορα tuus, tua, tuum  = δικός σου, δική σου, δικό σου.

vis: β’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ανώμ. ρήμ. volo, volui, –, velle = θέλω.

-ne: ερωτηματικό μόριο = μήπως.  [Είναι εγκλιτική λέξη. Εισάγει ευθείες ερωτήσεις ολικής αγνοίας μονομελείς στις οποίες δε γνωρίζουμε την απάντηση που περιμένουμε (πραγματικές ερωτήσεις).]

scire: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. scio, sci(v)i , scitum, scire (4) = γνωρίζω, ξέρω. [Η προστακτική ενεστώτα έχει καταλήξεις μέλλοντα: β’ ενικ. scito, β’ πληθ. scitote.]

quid: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, της ουσιαστικής ερωτηματικής αντων. quis, quis, quid = ποιος, ποια, ποιο.

Νasica: ονομαστική ενικ. του ουσ. Nasica, Nasicae (αρσ. α’ κλ.) = ο Νασικάς.

responderit: γ’ ενικ. υποτακτικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. respondeo, respondi, responsum, respondere (2) = απαντώ, αποκρίνομαι.

homo: ονομαστική ενικ. του ουσ. homo, hominis (αρσ. και θηλ. της γ’ κλ.) = ο άνθρωπος.

es: β’ ενικ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, υπάρχω.

impudens: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. impudens, impudens, impudens (-entis) = αναιδής.

ego: ονομαστική ενικ., του α’ προσ. της προσωπικής αντων.

cum: χρονικός σύνδεσμος = όταν. [Εδώ είναι ο ιστορικός ή διηγηματικός cum. ]

te: αιτιατική ενικ., του β’ προσ. της προσωπικής αντων.

quaererem: α’ ενικ. υποτακτικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ quaero, quaesivi, quaesitum, quaerere (3) = ζητώ.

ancillae: δοτική ενικ. του ουσ. ancilla -ae (θηλ. α’ κλ.) = η υπηρέτρια.

tuae: δοτική ενικ., θηλ. γένους, της κτητικής αντων. β’ προσ. για 1 κτήτορα tuus, tua, tuum = δικός σου, δική σου, δικό σου.

credidi: α’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. credo, credidi, creditum, credere (3) = πιστεύω.
te: αιτιατική ενικ., του β’ προσ. της προσωπικής αντων.

domi: γενική ενικ. του ουσ. domus, domus (θηλ. δ’ κλ.) = το σπίτι. [Γενική ενικ.: domus & domi, αφαιρετική ενικ.: domo, γενική πληθ.: domuum & domorum, αιτιατική πληθ.: domos. Η γενική ενικού (domi) δηλώνει τη στάση σε τόπο, η αιτιατική (domum) την κίνηση σε τόπο και η αφαιρετική (domo) την κίνηση από τόπο (προέλευση). Ο τύπος domi ουσιαστικά αποτελεί υπόλειμμα της παλιάς τοπικής πτώσης.]

esse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, υπάρχω.

tu: ονομαστική ενικ., του β’ προσ. της προσωπικής αντων.

mihi: δοτική ενικ., του α’ προσ. της προσωπικής αντων.

ipsi: δοτική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως οριστικής) αντων. ipse, ipsa, ipsum = ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο.

credis: β’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. credo, credidi, creditum, credere (3) = πιστεύω.

Συγκεντρωτική Παρουσίαση Γραμματικών Τύπων

Ουσιαστικά 

A΄ κλίση

Αρσενικό

poeta, –ae

Θηλυκά

ancilla, –ae

ianua, –ae

Nasica, –ae

Β΄ κλίση

Αρσενικά

Cornelius, –ii, (–i)

dominus, –i

Ennius, –ii, (–i)

Publius, –ii, (–i)

Ουδέτερα

ostium, –ii, –i

Γ΄κλίση

Αρσενικά

homo, hominis  

Θηλυκά

vox, vocis

Δ΄κλίση

Θηλυκά

domus, –us

Ε΄κλίση

Αρσενικά

dies, dei

Παραθετικά Επιθέτων 

Β΄Κλίση

Θετικός 

paucus, -a, -um

Συγκριτικός 

paucior, -ior, -ius

Υπερθετικός

paucissimus, -a, -um

Γ΄Κλίση

impudens, -ens, -ens

(-entis)

impudentior, -ior, -ius

impudentissimus, -a, -um

Αντωνυμίες

ego

ille, illa, illud

ipse, ipsa, ipsum

is, ea, id

quis, quis, quid

se

tu

tuus, tua, tuum

προσωπική α’ προσώπου

δεικτική

δεικτική

δεικτική επαναληπτική

ερωτηματική

προσωπική γ’ προσώπου

προσωπική β’ προσώπου

κτητική

Αρχικοί Χρόνοι Ρημάτων

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ   ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ  ΣΟΥΠΙΝΟ  ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ       ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

ΑΣΥΖΥΓΙΑ

exclamo            exclamavi                 exclamatum    exclamare             

indignor           indignatus sum         –                        indignari                Αποθετικό

B’ ΣΥΖΥΓΙΑ

respondeo         respondi                   responsum      respondere            

ΓΣΥΖΥΓΙΑ

accipio              accepi                      acceptum        accipere              Σύνθετο 15 σε -io

cognosco          cognovi                    cognitum        cognoscere            

credo                credidi                       creditum         credere                  

dico                  dixi                              dictum            dicere                    

facio                  feci                            factum            facere                     15 σε -io

quaero              quaesi(v)i                 quaesitum       quaerere               

 ΔΣΥΖΥΓΙΑ

scio                   sci(v)i                         scitum             scire                      

sentio                sensi                          sensum           sentire                   

venio                veni                              ventum            venire                    

mentior             mentitus sum            –                     mentiri               Αποθετικό

inquam             –                                –                      –                          Ελλειπτικό

volo                  volui                         –                         velle                    Ανώμαλο

sum                  fui                             –                        esse                     Βοηθητικό

 

Συντακτική Ανάλυση

  1. Cum P. Cornelius Nasica ad Ennium poetam venisset: δευτ. επιρρ. χρονική πρότ.· εισάγεται με τον ιστορικό cum, ο οποίος χρησιμοποιείται σε διηγήσεις του παρελθόντος· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί ο ιστορικός cum υπογραμμίζει τη βαθύτερη σχέση της κύριας και της δευτ. πρότ.· δημιουργεί μια σχέση αιτίου και αιτιατού ανάμεσά τους (είναι φανερός εδώ ο ρόλος του υποκειμενικού στοιχείου της υποτακτικής)· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική υπερσυντελίκου, γιατί εξαρτάται από ιστορικό χρόνο (sensit) και δηλώνει το προτερόχρονο (στο παρελθόν)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του χρόνου στο sensit (της πρότ. 3).

venisset: ρήμ. ● P. Cornelius Nasica: υποκ. του venissetad Ennium: εμπρόθ. προσδ. της κατεύθυνσης (σε πρόσωπο) στο venissetpoetam: παράθεση στο Ennium.

  1. (ενν. cum) ei(que) ab ostio quaerenti Ennium ancilla dixisset eum domi non esse: δευτ. επιρρ. χρονική πρότ.· εισάγεται με τον ιστορικό cum, ο οποίος χρησιμοποιείται σε διηγήσεις του παρελθόντος· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί ο ιστορικός cum υπογραμμίζει τη βαθύτερη σχέση της κύριας και της δευτ. πρότ.· δημιουργεί μια σχέση αιτίου και αιτιατού ανάμεσά τους (είναι φανερός εδώ ο ρόλος του υποκειμενικού στοιχείου της υποτακτικής)· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική υπερσυντελίκου, γιατί εξαρτάται από ιστορικό χρόνο (sensit) και δηλώνει το προτερόχρονο (στο παρελθόν)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του χρόνου στο sensit (της πρότ. 3).

dixisset: ρήμ. ● ancilla: υποκ. του dixissetei: έμμεσο αντικ. του dixissetnon esse: ειδικό απαρέμφατο, άμεσο αντικ. του dixisseteum: υποκ. του non esse (ετεροπροσωπία) ● domi: (γενική ως) επιρρ. προσδ. της στάσης σε τόπο στο non essequaerenti: επιθετική μετοχή, επιθετικός προσδ. στο ei ● Ennium: αντικ. της μετοχής quaerentiab ostio: εμπρόθ. προσδ. της τοπικής αφετηρίας στη μτχ. quaerenti.

  1. Nasica sensit illam domini iussu id dixisse et illum intus esse: κύρια πρότ. κρίσεως.

sensit: ρήμ. ● Nasica: υποκ. του sensitdixisse / esse: ειδικά απαρέμφατα, αντικείμ. του sensitillam: υποκ. του dixisse (ετεροπροσωπία) ● id: αντικ. του dixisseiussu: αφαιρετική του εσωτερικού αναγκαστικού αιτίου στο dixissedomini: γενική υποκειμενική στο iussuillum: υποκ. του esse (ετεροπροσωπία) ● intus: επιρρ. προσδ. που δηλώνει τη στάση σε τόπο στο esse.

  1. Accipe nunc: κύρια πρότ. κρίσεως.

accipe: ρήμ. ● ενν. tu: υποκ. του accipenunc: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο accipequid […] fecerit (πρότ. 5):  δευτ. ουσιαστική πλάγια ερωτηματική προτ., αντικ. του accipe. 

  1. quid postea Nasica fecerit: δευτ. ουσιαστική πλάγια ερωτηματική πρότ. μερικής αγνοίας· εισάγεται με την ερωτηματική αντωνυμία quid· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί θεωρείται ότι η εξάρτηση δίνει υποκειμενική χροιά στο περιεχόμενo της δευτ. πρότ.· συγκεκριμένα, με υποτακτική παρακειμένου, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο (accipe) και δηλώνει το προτερόχρονο (στο παρόν)· λειτουργεί ως αντικ. του accipe (της πρότ. 4).

fecerit: ρήμ. ● Nasica: υποκ. του feceritquid: αντικ. του feceritpostea: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο fecerit. 

  1. cum Ennius ad Nasicam venisset: δευτ. επιρρ. χρονική πρότ.· εισάγεται με τον ιστορικό cum, ο οποίος χρησιμοποιείται σε διηγήσεις του παρελθόντος· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί ο ιστορικός cum υπογραμμίζει τη βαθύτερη σχέση της κύριας και της δευτ. πρότ.· δημιουργεί μια σχέση αιτίου και αιτιατού ανάμεσά τους (είναι φανερός εδώ ο ρόλος του υποκειμενικού στοιχείου της υποτακτικής)· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική υπερσυντελίκου, γιατί εξαρτάται από ιστορικό χρόνο (exclamavit) και δηλώνει το προτερόχρονο (στο παρελθόν)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του χρόνου στο exclamavit (της πρότ. 8).

venisset: ρήμ. ● Ennius: υποκ. του venissetad Nasicam: εμπρόθ. προσδ. που δηλώνει κατεύθυνση (σε πρόσωπο) στο venissetpost: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο venissetdiebus: αφαιρετική του μέτρου στο post (για τις ισοδύναμες εκφράσεις βλ. σελ. …) ● paucis: επιθετικός προσδ. στο diebus.

  1. et (ενν. cum) eum a ianua quaereret: δευτ. επιρρ. χρονική πρότ.· εισάγεται με τον ιστορικό cum, ο οποίος χρησιμοποιείται σε διηγήσεις του παρελθόντος· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί ο ιστορικός cum υπογραμμίζει τη βαθύτερη σχέση της κύριας και της δευτ. πρότ.· δημιουργεί μια σχέση αιτίου και αιτιατού ανάμεσά τους (είναι φανερός εδώ ο ρόλος του υποκειμενικού στοιχείου της υποτακτικής)· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική παρατατικού, γιατί εξαρτάται από ιστορικό χρόνο (exclamavit) και δηλώνει το σύγχρονο (στο παρελθόν)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του χρόνου στο exclamavit (της πρότ. 8).

quaereret: ρήμ. ● ενν. Ennius: υποκ. του quaerereteum: αντικ. του quaerereta ianua: εμπρόθ. προσδ. της τοπικής αφετηρίας στο quaereret. 

  1. Paucis post diebus, […], exclamavit Nasica se domi non esse: κύρια πρότ. κρίσεως.

exclamavit: ρήμ. ● Nasica: υποκ. του exclamavitnon esse: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του exclamavitse: υποκ. του non esse (ταυτοπροσωπία, λατινισμός)  ● domi: (γενική ως) επιρρ. προσδ. της στάσης σε τόπο στο  non esse.

  1. etsi domi erat: δευτ. επιρρ. εναντιωματική πρότ.· εισάγεται με τον εναντιωματικό σύνδεσμο etsi· εκφέρεται με οριστική, γιατί εκφράζει μια πραγματική κατάσταση παρά την οποία ισχύει το περιεχόμενο της κύριας πρότασης· συγκεκριμένα, εκφέρεται με οριστική παρατατικού, γιατί αναφέρεται στο παρελθόν· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. της εναντίωσης στο non esse (της πρότ. 8).

erat: ρήμ. ● ενν. Nasica: υποκ. του eratdomi: (γενική ως επιρρ.) προσδ. της στάσης σε τόπο στο erat.

  1. Tum Ennius indignatus, […], inquit: κύρια πρότ. κρίσεως.

inquit: ρήμ. ● Ennius: υποκ. του inquitindignatus: αιτιολογική μτχ., συνημμένη στο υποκ. Ennius του inquit tum: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο inquit. 

  1. quod Nasica tam aperte mentiebatur: δευτ. ουσιαστική πρότ. που εκφράζει αιτία· εισάγεται με τον αιτιολογικό σύνδεσμο quod· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει αιτιολογία αντικειμενικά αποδεκτή· χρόνου παρατατικού, γιατί αναφέρεται στο παρελθόν (ή: γιατί δηλώνει διάρκεια στο παρελθόν)· λειτουργεί ως αντικ. της μτχ. indignatus (η οποία προέρχεται από ρήμα ψυχικού πάθους).

mentiebatur: ρήμ. ● Nasica: υποκ. του mentiebaturaperte: επιρρ. προσδ. του τρόπου στο mentiebaturtam: επιρρ. προσδ. του ποσού στο aperte.

  1. «Quid (est)?»: κύρια πρότ., ευθεία ερώτηση, μερικής αγνοίας.

ενν. est: ρήμ. ● ενν. tu: υποκ. του estquid: αντικ. του est.

  1. «Ego non cognosco vocem tuam?»: κύρια πρότ., ευθεία ερώτηση, ολικής αγνοίας απλή, χωρίς εισαγωγικό ερωτηματικό μόριο για έμφαση.

(non) cognosco: ρήμ. ● ego: υποκ. του non cognoscovocem: αντικ. του non cognoscotuam: επιθετικός προσδ. στο vocem. 

  1. Visne scire?: κύρια πρότ., ευθεία ερώτηση, ολικής άγνοιας απλή, στην οποία δε γνωρίζουμε την απάντηση που περιμένουμε (πραγματική ερώτηση).

vis: ρήμ. ● ενν. tu: υποκ. του vis και του scire (ταυτοπροσωπία) ● scire: τελικό απαρέμφατο, αντικ. του vis ●  quid Nasica responderit (πρότ. 15):  δευτ. ουσιαστική πλάγια ερωτηματική προτ., αντικ. του scire.

  1. quid Nasica responderit: δευτ. ουσιαστική πλάγια ερωτηματική πρότ., μερικής αγνοίας· εισάγεται με την ερωτηματική αντωνυμία quid· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί θεωρείται ότι η εξάρτηση δίνει υποκειμενική χροιά στο περιεχόμενό της· συγκεκριμένα, με υποτακτική παρακειμένου, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο (το απαρέμφατο scire, που λειτουργεί σαν αρκτικός χρόνος, γιατί εξαρτάται από το vis) και δηλώνει το προτερόχρονο (στο παρόν)· λειτουργεί ως αντικ. του scire (της πρότ. 14).

responderit: ρήμ. ● Nasica: υποκ. του responderitquid: αντικ. του responderit.

  1. Homo es impudens: κύρια πρότ. κρίσεως.

es: ρήμ. ● ενν. tu: υποκ. του eshomo: κατηγορούμενο στο ενν. υποκ. tu του es impudens: επιθετικός προσδ. στο homo.

  1. cum te quaererem: δευτ. επιρρ. χρονική πρότ.· εισάγεται με τον ιστορικό cum, ο οποίος χρησιμοποιείται σε διηγήσεις του παρελθόντος· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί ο ιστορικός cum υπογραμμίζει τη βαθύτερη σχέση της κύριας και της δευτ. πρότ.· δημιουργεί μια σχέση αιτίου και αιτιατού ανάμεσά τους (είναι φανερός εδώ ο ρόλος του υποκειμενικού στοιχείου της υποτακτικής)· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική παρατατικού, γιατί εξαρτάται από ιστορικό χρόνο (credidi) και δηλώνει το σύγχρονο (στο παρελθόν)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του χρόνου στο credidi (της πρότ. 18).

quaererem: ρήμ. ● ενν. ego: υποκ. του quaereremte: αντικ. του quaererem.

  1. Εgo, […], ancillae tuae credidi te domi non esse: κύρια πρότ. κρίσεως.

credidi: ρήμ. ● ego: υποκ. του credidiancillae: έμμεσο αντικ. του credidituae: επιθετικός προσδ. στο ancillae(non) esse: ειδικό απαρέμφατο, άμεσο αντικ. του credidite: υποκ. του non esse (ετεροπροσωπία) ● domi: γενική ως επιρρ. προσδ. της στάσης σε τόπο στο non esse.

  1. tu mihi ipsi non credis?: κύρια πρότ., ευθεία ερώτηση, ολικής αγνοίας απλή, χωρίς εισαγωγικό ερωτηματικό μόριο για έμφαση.

(non) credis: ρήμ. ● tu: υποκ. του non credismihi: αντικ. του non credisipsi: επιθετικός προσδ. στο mihi.

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.