αστικοποίηση

Η Μεγάλη Ιδέα

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Α. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

2. Οι παραγωγικές δυνάμεις μέσα και έξω από την Ελλάδα και η «Μεγάλη Ιδέα»

Εσωτερικοί οικονομικοί λόγοι στασιμότητας

 

  • η Ελλάδα εξακολουθεί να μοιάζει με την Ανατολή, παρόλο που η Δύ­ση είναι το ζητούμενο
  • απουσιάζουν τα ισχυρά κέντρα ανάπτυξης (οι «ατμομηχανές»), γιατί:

η χώρα δε διαθέτει πρώτες ύλες

η χώρα δεν έχει πλεονάζον, ειδικευμένο ή φθηνό εργατικό δυναμι­κό

η συσσώρευση κεφαλαίου (ιδιωτικού-δημοσίου) είναι ισχν

η εσωτερική αγορά είναι περιορισμένη έως ασήμαντη

Εξωτερικοί οικονομικοί λόγοι στασιμότητας

 

  • η χώρα ανταγωνίζεται τον εαυτό της
  • ύπαρξη ισχυρών κέντρων ελληνισμού από:

Ουκρανία έως Σουδάν

Δούναβη έως Καύκασο

Σμύρνη έως Κιλικία

Θεωρούν το ελληνικό κράτος φτωχό και ανεπρόκοπο συγγενή

συγκρίνουν τις επιτυχίες τους με τη στασιμότητα / ένδεια της Ελλά­δας.

  • τέλη 19ου αιώνα:

αλλαγή στάσης των ομογενών λόγω επιδείνωσης των οικονομι­κών και πολιτικών συνθηκών

η Ελλάδα γίνεται ασφαλές καταφύγιο

η Ελλάδα μετατρέπεται σε πεδίο οικονομικών δραστηριοτήτων

Εσωτερικοί πολιτικοί και ιδεολογικοί λόγοι στασιμότητας

  • πρόοδος ομογενών οδηγεί σε ενίσχυση άποψης ότι το ελληνικό κράτος είναι ημιτελές

Μεγάλη Ιδέα: προσδοκίες ολοκλήρωσης εθνικού οράματος ® διεύ­ρυνση συνόρων

  •  επιπτώσεις παρουσίας Μεγάλης Ιδέας

στον πολιτικό χώρο

στον οικονομικό χώρο

σε εποχές έντονων εθνικών προβλημάτων (Κρήτη-Μακεδονία)

οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν ασχολούνται αποκλειστικά με:

τα εσωτερικά ζητήματα

την οικονομικά ανόρθωση

τη γεφύρωση του χάσματος με τη Δύση

  • αύξηση του κόστους των προσπαθειών

οι οικονομικές πρωτοβουλίες έρμαια των εθνικών κρίσεων

Πηγές

ΠΗΓΗ 1

Η Μεγάλη Ιδέα

Η προώθηση της επεκτατικής πολιτικής των διαφόρων εθνικών συνόλων βρισκόταν στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα στην ημερήσια διάταξη, στο μέτρο που ήταν πια σαφές ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπορούσε πια να αναστείλει το διαμελισμό της παρά μόνο βραχυπρόθεσμα. Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθεί η βαθμιαία αλλαγή της πολιτικής στάσης της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης από το τέλος του 19ου αιώνα και πέρα.

Πράγματι, στα πρώτα πενήντα περίπου χρόνια της ανεξαρτησίας, η αστική τάξη της διασποράς αντιμετώπιζε με καχυποψία την οποιαδήποτε απόπειρα επεκτατισμού της ανεξάρτητης Ελλάδας προς τα οθωμανικά εδάφη. Και αν τα εθνικιστικά όνειρα της «Μεγάλης Ιδέας» κυριαρχούσαν στα διευθυντικά στρώματα και στη μικροαστική τάξη του ανεξάρτητου βασίλειου, δε συνέβαινε το ίδιο με την ελληνική αστική τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ήταν υποχρεωμένη από τα ίδια τα πράγματα να υιοθετεί μια στάση συμβιβαστική και εφεκτική. Είναι αλήθεια ότι η διαφορά ανάμεσα στις δυο αυτές αντιτιθέμενες θέσεις, όσον αφορά στο μέλλον του έθνους, δεν κρυσταλλώθηκε ποτέ σε οξείες πολιτικές συγκρούσεις. Αυτό όμως οφείλεται, κυρίως, στο γεγονός ότι το ελληνικό κράτος εξαναγκάστηκε πολλές φορές να απαρνηθεί τις επεκτατικές και φιλοπόλεμες τάσεις του κάτω από την πίεση της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία φρόντιζε διαρκώς και με κάθε τρόπο να διατηρεί την εδαφική ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας. Δεν υπήρξε πολιτική ή διπλωματική κρίση στο χώρο των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής που να μη συνοδεύτηκε από αναζωπύρωση του ελληνικού εθνικισμού, ο οποίος επιζητούσε μόνιμα τη δυναμική υλοποίηση της μεγάλης ιδέας. Παρ’ όλες όμως τις πιέσεις των ασυγκράτητων εθνικιστικών στοιχείων η Ελλάδα δεν μπόρεσε ποτέ, ως το 1897, να προβεί σε ένοπλη αντιπαράθεση με τους Τούρκους. Οι μεγάλες δυνάμεις, και ιδίως η Μεγάλη Βρετανία, δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα για να αποτρέψουν ανάλογο ενδεχόμενο. Διαβήματα, πιέσεις, απειλές και υποσχέσεις, και στην ανάγκη άμεσες στρατιωτικές επεμβάσεις και ναυτικοί αποκλεισμοί, εξασφάλισαν την ελληνική «ουδετερότητα» μπροστά στις αλλεπάλληλες κρίσεις και επιμήκυναν τεχνητά, για μισόν αιώνα, την «Pax Ottomanica» στα Νότια Βαλκάνια. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό, ότι όλες οι επεκτάσεις του ελληνικού εδάφους στο 19ο αιώνα δεν αποτέλεσαν κατακτήσεις των Ελλήνων, αλλά επιβλήθηκαν από την Μεγάλη Βρετανία, στο πλαίσιο μιας πολιτικής «βαλκανικής ισορροπίας», που διακυβευόταν από την προώθηση των αυστριακών, γερμανικών και κυρίως, των ρωσικών επεκτατικών σχεδίων.

Έτσι, η αντικειμενική διάσταση ανάμεσα στα συμφέροντα της «»κατεστημένης» μεταπρατικής αστικής τάξης και στο λαϊκισμό της Μεγάλης Ιδέας, που ήταν ανεξίτηλα τυπωμένος στις συλλογικές συνειδήσεις των μικροαστικών στρωμάτων και των λαϊκών μαζών του ανεξαρτήτου βασίλειου, δεν εκφράστηκε ποτέ με ενάργεια. Οι πολιτικές επιλογές προκαταλαμβάνονταν από τη βρετανική κηδεμονία: εκείνη επέβαλε μόνιμα στην Ελλάδα μια στάση ουδετερότητας και μετριοπάθειας, που ταυτιζόταν απόλυτα με τα συμφέροντα των μεγαλοαστών της διασποράς, αφού πίεζαν και αυτοί προς την ίδια κατεύθυνση.

Θα αναφέρουμε ακόμα την ομόθυμη σχεδόν η υποστήριξη που επιφύλαξε η αστική τάξη του εξωτερικού στα αγγλόφιλα πολιτικά κόμματα, που υπήρξαν απρόθυμα σε κάθε άμεση προσπάθεια υλοποίησης της Μ. Ιδέας.

Αν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι από την περίοδο αυτή η μεγαλοαστική τάξη αρχίζει να δραστηριοποιείται πολιτικά. Οι επεκτατικές επιχειρήσεις των Ελλήνων, που ως το 1900 απέβλεπαν κυρίως στη διεύρυνση της «πολιτιστικής» και οικονομικής τους εμβέλειας, θα πάρουν στο μέλλον άμεσα πολιτική μορφή. Γάλλοι και Άγγλοι αξιωματικοί αναδιοργανώνουν τον ελληνικό στρατό, που με τη μορφή άτακτων ομάδων πολεμάει άλλωστε στη Μακεδονία ενάντια στις βουλγαρικές ομάδες, που από την πλευρά τους εκπαιδεύονται από Πρώσσους αξιωματικούς. Όλοι οι οικονομικοί πόροι των Ελλήνων διοχετεύονται σ’ αυτή την «υψίστη εθνική προσπάθεια» και για πρώτη φορά οι μεγαλοκεφαλαιούχοι όχι μόνο δεν αντιτίθενται αλλά και συμμετέχουν ενεργά. Η επαπειλουμενη άμεση αντιπαράθεση των βαλκανικών εθνικισμών, που αντιστοιχούσε σε μιαν αύξουσα ένταση ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του κέντρου, δεν τους άφηνε πια περιθώρια εκλογής. Το οικονομικό τους μέλλον εμφανιζόταν τώρα πια σα συνάρτηση της δυνατότητας του ελληνικού κράτους να επιβάλει, πάντοτε με τη βοήθεια της Αγγλίας, ένα διαμοιρασμό όσο το δυνατόν συμφερτικότερο. …

Όταν, λοιπόν, το 1910 ο Βενιζέλος κατέλαβε την εξουσία, η ελληνική μεγαλοαστική τάξη για πρώτη φορά αποδέχθηκε ομόφωνα να ρίξει το πολιτικό, και κυρίως το οικονομικό της βάρος, στην προετοιμασία της αναδίπλωσης των «εθνικών πεπρωμένων». Κατά τον Λόυντ Τζώρτζ, επρόκειτο για την αντιπαράθεση του χριστιανικού πολιτισμού με την τουρκική βαρβαρότητα. Δυο χρόνια αργότερα, ξεσπάνε οι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-1912 και την επόμενη χρονιά αρχίζει ο Μεγάλος πόλεμος. Το ανατολικό ζήτημα βαίνει προς τη λύση του, ενώ για τους Έλληνες κεφαλαιούχους διακυβεύονται πια τα πάντα. Έτσι πολλαπλασιάζονται οι χρηματοδοτήσεις των στρατιωτικών δαπανών και διατίθενται άφθονα μέσα για την οργάνωση των άτακτων ομάδων στις παραμεθόριες περιοχές. Ολόκληρη η τεράστια οικονομική υποδομή του ελληνικού μεταπρατικού συστήματος τίθεται βαθμιαία στην υπηρεσία των σχεδίων της ελληνικής κρατικής εξουσίας. …

Θ’ αναφέρουμε την περίπτωση της ελληνικής αστικής τάξης του Λονδίνου (αδελφοί Ράλλη, Σταυρίδης, και οι εφοπλιστές Σταθάτος, Λυκιαρδόπουλος, Σκυλίτσης). Ως τους βαλκανικούς πολέμους, ο κύκλος αυτός δεν είχε δείξει και μεγάλο ενδιαφέρον για τις τύχες της Ελλάδας. Μόνο μετά το 1912-1913 διαμορφώ-θηκε σε ομάδα πίεσης για την προώθηση των επεκτατικών συμφερόντων της χώρας. Έτσι, η μεταπρατική μεγαλοαστική τάξη, στο σύνολό της, συμμετέχει για πρώτη φορά άμεσα στην οργάνωση του ελληνικού επεκτατισμού που επακολούθησε μετά την άνοδο του Βενιζέλου. Θα ήταν βέβαια πολύ σχηματικό να υποστηρίξει κανείς ότι ο Βενιζέλος υπήρξε ο άμεσος και συνειδητός «πράκτορας» του μεγάλου κεφαλαίου ή και του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Χωρίς αμφιβολία, η εξωτερική πολιτική των φιλελευθέρων χαράκτηκε με γνώμονα τα γενικότερα εθνικά συμφέροντα και όνειρα και τουλάχιστον μέχρι τον εθνικό διχασμό η πολιτική αυτή ανταποκρινόταν στις επιθυμίες όχι μόνο της άρχουσας τάξης αλλά ολόκληρου του λαού.

Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 364-370

ΠΗΓΗ 2

Το σημαντικότερο ιδεολογικό στοιχείο της πολιτικής ζωής, η Μεγάλη Ιδέα, δεν ήταν βεβαίως και στοιχείο ιδεολογικής διάκρισης: όλα τα κόμματα συμφωνούσαν γύρω από τα βασικά προβλήματα του ελληνικού αλυτρωτισμού. Η μόνη περιοχή διαφωνιών ήταν η τακτική που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσει η εκάστοτε κυβέρνηση. Η παθολογική διόγκωση του αλυτρωτισμού αποδεικνύει την αποδέσμευση των κομμάτων από τις πραγματικότητες της οικονομικής αθλιότητας και της κοινωνικής αδικίας – ενώ από την άλλη πλευρά επέτρεπε και συντηρούσε αυτή την αποδέσμευση, αποσπώντας την προσοχή των κατωτέρων τάξεων από τα προβλήματά τους. Εννοείται ότι αυτό δεν σημαίνει ότι ο ελληνικός αλυτρωτισμός δημιουργήθηκε σε μιαν εσκεμμένη προσπάθεια να μεταστρέψει την προσοχή του λαού από τις αδικίες του συστήματος. Ο εθνικισμός ήταν φαινόμενο γενικό στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, συνέπεια ενός εξαιρετικά περίπλοκου πλέγματος διεθνών και εσωτερικών συνθηκών. Απλοϊκή είναι επίσης και η άλλη, αρκετά κοινή άποψη, ότι η Μεγάλη Ιδέα ήταν «δημιούργημα» της αστικής τάξης. Μπορεί βέβαια να χρησιμοποιήθηκε πολιτικά από τα κόμματα, δεν ήταν, όμως, μια τακτική που «επέβαλαν» οι αστοί. Η προσπάθεια να μεταστρέφεται η προσοχή του λαού από τα εσωτερικά προβλήματα σε σωβινιστικές εξάρσεις είναι συνηθισμένη διέξοδος για κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες.

Γ. Δερτιλή, Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση (1880-1909), σσ. 129-131

ΠΗΓΗ 3

Η Μεγάλη Ιδέα, παρά την παραδοσιακή της αμφίεση, φορτίστηκε, τουλάχιστον μετά το 1880, μ’ ένα απολύτως εκσυγχρονισμένο περιεχόμενο: ήταν η κινητήρια ιδέα για την αστική ανάπτυξη και την εθνική συσπείρωση των Νεοελλήνων…

Η Μεγάλη Ιδέα είχε ένα επιπρόσθετο πλεονέκτημα: ήταν ιδέα βαθύτατα δημοφιλής στα πλατιά στρώματα του πληθυσμού. Η ιδέα αυτή είχε έναν έντονα λαϊκό χαρακτήρα, ο οποίος οφειλόταν όχι μόνο στην ιστορική της προέλευση, αλλά και στο ότι την ασπάζονταν τα λαϊκά κυρίως στρώματα σε όλη την περίοδο του 19ου αιώνα. Ο απλά λαϊκός χαρακτήρας της Μεγάλης Ιδέας δε βρέθηκε ασφαλώς σε αντίθεση με την προοπτική της αστικής αναπτύξεως, ιδίως μετά το 1880. Αντίθετα μάλιστα, σε εποχές ανόδου του αστισμού, όπως μετά το 1880, τα αστικά κινήματα συγχέονταν με τα λαϊκά. Αυτό είναι ακόμα περισσότερο αισθητό όταν η προοπτική της αστικής αναπτύξεως συγχέεται με τα προβλήματα εθνικής ολοκληρώσεως. Στην περίπτωση αυτή, η πρακτική των λαϊκών τάξεων απέβαινε η κινητήρια δύναμη για την ολοκλήρωση της αστικής ανελίξεως. Επίσης στην ίδια περίπτωση, λόγω ακριβώς του εθνικού προβλήματος, ο αστισμός έπαιρνε τα χαρακτηριστικά του λαϊκιστικού κινήματος. Έτσι, μετά το 1880, στην Ελλάδα παρουσιάσθηκε ανανεωμένο το κίνημα του εθνισμού και της Μεγάλης Ιδέας. Η ανανέωση εννοείται σε τρία επίπεδα: α) η ιδέα αυτή ανταποκρίνεται σε μια νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται γύρω από το Αιγαίο, β) συνδυάζεται ο αστισμός με το λαϊκισμό και γ) η ανόρθωση του ελλαδικού κράτους επιβάλλεται ως προϋπόθεση για την εθνική ολοκλήρωση.

Αυτά όλα εξηγούν την αιφνίδια στροφή και το ενδιαφέρον των Ελλήνων διανοουμένων για καθετί που θεωρούνταν και αναγνωριζόταν ως «λαϊκό». Εθνισμός, λαϊκισμός, αστισμός αποτελούσαν τις τρεις συνιστώσες του ιδεολογικού κλίματος που διαμορφώθηκε στον ελληνικό χώρο μετά το 1880. Ο νέος ελληνικός εθνισμός προσπαθούσε να συγχρονίσει το βήμα του με εκείνο του ιταλικού και του γερμανικού εθνισμού. Κατά την περίοδο αυτή οι Έλληνες διανοούμενοι άρχισαν να μορφώνονται στο ιδεολογικό κλίμα της Γερμανίας. Ανακάλυπταν τη γερμανική επιστήμη της Λαογραφίας, βάδιζαν στα ίχνη της γερμανικής ιστορικής Σχολής, στο Δίκαιο, στη Φιλοσοφία, στην κοσμοαντίληψη. Το λαϊκιστικό άνοιγμα αποτελούσε στην ουσία μια ανανέωση του κινήματος του αστισμού. Δεν είναι τυχαία η ανακάλυψη της δημοτικής γλώσσας στα χρόνια αυτά (1888) από τους Ψυχάρη, Πάλλη, Εφταλιώτη. Λαϊκή γλώσσα και λαϊκός πολιτισμός στάθηκαν οι βάσεις του ανανεωμένου εθνισμού, που είχε σαν στόχο του την εθνική συσπείρωση και την αστική ανάπτυξη. …

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το κρίσιμο ζήτημα ήταν η ενσωμάτωση του λαϊκού παράγοντα μέσα στο σχέδιο για την εθνική ολοκλήρωση και την αστική ανόρθωση. …

Ι.Ε.Ε., τόμος ΙΔ΄, σσ. 57-58

Με βάση τα παραθέματα και τις ιστορικές σας γνώσεις:

α) Αφού διακρίνετε τη διαφορά στην αποδοχή της Μεγάλης Ιδέας από την αστική τάξη της διασποράς και από την μικροαστική τάξη του ανεξάρτητου βασιλείου να την αιτιολογήσετε.

β) Να παρουσιάσετε τις συγκυρίες κάτω από τις οποίες το όνειρο της εθνικής ολοκλήρωσης ενέπνευσε όλο τον ελληνικό λαό μαζί με τις άρχουσες τάξεις του.

γ) Να σχολιάσετε το παρεμβατικό ρόλο της Μεγάλης Βρετανίας στις επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

δ) Συμμερίζεστε την άποψη ότι απλοϊκή είναι … και … αρκετά κοινή η άποψη, ότι η Μεγάλη Ιδέα ήταν «δημιούργημα» της αστικής τάξης; Να τεκμηριώσετε την άποψή σας.

ΠΗΓΗ

Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο και τη συνθήκη του Παρισιού, η διείσδυση της Γαλλίας και της Αγγλίας στις χώρες της Εγγύς Ανατολής, στην Αίγυπτο και στα Βαλκάνια εντείνεται και δημιουργεί στις περιοχές αυτές μια χωρίς προηγούμενο οικονομική κίνηση, όπου μετέχουν ευρύτατα κι οι Έλληνες, διασκορπισμένοι σ’ όλες αυτές τις χώρες.

Μ’ όλο τον αυξανόμενο εθνικισμό των βαλκανικών λαών, την οικονομική ανάπτυξη των ντόπιων και τον ανταγωνισμό των Ευρωπαίων και Εβραίων καπιταλιστών, οι ελληνικές παροικίες των Βαλκανίων συνεχίζουν να κατέχουν την πρώτη θέση στην οικονομία των παραπάνω χωρών. Στο Δούναβη δυο χιλιάδες πλοία (σε σύνολο τριών χιλιάδων) έπλεαν μ’ ελληνική σημαία. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου του Ευξείνου Πόντου διεξαγόταν από Έλληνες εγκαταστημένους στη Ρωσία. Ο Ελληνισμός της Αιγύπτου, χάρη στην υποστήριξη του Μουχαμέτ Αλή και των διαδόχων του αρχίζει ν’ αποκτά σημασία. Απ’ το 1841, το ελληνικό ναυτικό αντιπροσωπεύει το τρίτο του συνολικού εμπορίου της Αλεξάνδρειας. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για την εξέλιξη του έθνους στάθηκε η οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Την επέκταση αυτή διευκόλυναν οι προσπάθειες των Αγγλογάλλων προς αναδιοργάνωση της Τουρκίας, το Τανζιμάτ του 1839 και προπαντός το Χάτι-Χουμαγιουν του 1856 που θεωρητικά τοποθετούσε τους ραγιάδες στο ίδιο επίπεδο με τους Μουσουλμάνους, κι η εμπορική συνθήκη του 1855 ανάμεσα στην Πύλη και την Ελλάδα. Οι Έλληνες μπόρεσαν έτσι να επωφεληθούν απ’ τις μεγάλες επιχειρήσεις των Άγγλων στην Τουρκία (σιδηροδρόμους, τηλεγραφικές γραμμές) και να συμμετάσχουν σ’ αυτές. Απ’ το 1860 κυρίως σημειώνεται η επιρροή τους ως τραπεζιτών και σαν εταίρων των αγγλικών οίκων στις αγορές της Εγγύς Ανατολής.

Κατά την ίδια περίοδο, ανάμεσα στα 1856 και στα 1875, παρατηρούνται οι πρώτες πρόοδοι, αργές μα συνεχείς, της οικονομίας του ελληνικού βασίλειου. Η χωρητικότητα του εμπορικού ναυτικού στόλου περνά από 85.502 τόννους το 1838, σε 268.600 τόννους το 1858. Απ’ το 1856 η Ελλάδα εισάγει την ατμοπλοΐα. Η γενική χωρητικότητα περνά από 330.000 το 1866 σε 404.000 το 1870, για να πέσει το 1875 σε 262.032 εξαιτίας της εγκατάλειψης των ιστιοφόρων. Αρχίζουν επίσης να παίρνονται μέτρα για την διευκόλυνση της ναυσιπλοΐας και του εμπορίου: κατασκευή κι επισκευή λιμανιών, τηλεγραφικές συγκοινωνίες (1859), ταχυδρομικές υπηρεσίες (1862), κατασκευή περιορισμέ-νου οδικού δικτύου, εγκατάλειψη του παλιού τελωνειακού συστήματος ad valorem, εισαγωγή απ’ το 1856 κύκλων εμπορικών μαθημάτων σε ορισμένα σχολεία μέσης εκπαίδευσης. Ακολουθεί μια υπολογίσιμη ανάπτυξη του εμπορίου …

Η οικονομική ανάπτυξη συνοδεύεται από αύξηση του πληθυσμού. Αυτή δεν οφείλεται μόνο στη φυσική άνοδο, αλλά και στην άφιξη στην Ελλάδα σημαντικού αριθμού Ελλήνων απ’ τα Βαλκάνια και την Τουρκία. Από 850.246 κατοίκους το 1840, ο πληθυσμός περνά σε 1.035.527 το 1853 και σε 1.096.810 το 1861.

Η οικονομική ανάπτυξη του Ελληνισμού, όσο μέτρια κι αν είναι συγκρινόμενη με την ανάπτυξη των δυτικών εθνών κι ακόμα με την ανάπτυξη που ακολούθησε μετά το 1875 στην Ελλάδα, αποτελεί ωστόσο πραγματική πρόοδο. Η ελληνική αστική τάξη ισχυροποιείται και προσπαθεί, με την απαλλαγή της απ’ την παλιά κάστα των προκρίτων και γαιοκτημόνων, να τροποποιήσει και προσαρμόσει στις νέες ανάγκες, τα νομικά και πολιτικά πλαίσια της Ελλάδας. …

Γ. Σβορώνου, Επισκόπηση της νεοελληνικής Ιστορίας, σσ. 89-90

Με βάση το παράθεμα και τις πληροφορίες που σας δίνει το βιβλίο σας:

Να προσδιορίσετε τα χαρακτηριστικά της πρώτης περιόδου ανόδου της ελληνικής οικονομίας, που κατά τον Σβορώνο, οριοθετείται από τον Κριμαϊκό πόλεμο μέχρι το 1875.

 

Προέλευση

Πηγές Πανελληνίων

Σε αυτή την ενότητα θα βρείτε πηγές που αντιστοιχούν στο συγκεκριμένο κεφάλαιο και έχουν εξεταστεί στις Πανελλήνιες Εξετάσεις καθώς και τον χρόνο και τον τύπο της εξέτασης.

Αντλώντας στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις: 1) να επισημάνετε το ρόλο της «Μεγάλης Ιδέας» στην πολιτική και την οικονομία κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της  Ελλάδας  (Μονάδες 10) και 2) να παρουσιάσετε τις επιλογές του «βενιζελισμού» αναφορικά με τις εθνικές επιδιώξεις και τον εκσυγχρονισμό του κράτους (Μονάδες 15). Μονάδες 25

Κείμενα

α.  Για τους Έλληνες η καθολικότητα της Μεγάλης Ιδέας ήταν συμπληρωματική της αοριστίας της: ένα άλλοθι, μια θαυματουργή γέφυρα των αντιθέσεων, μία μετάθεση στο άδηλο μέλλον της λύσης όχι μόνο του αλυτρωτικού ζητήματος –που άλλωστε η Μεγάλη Ιδέα δεν το αφορούσε ρητά και αποκλειστικά–, αλλά του συνόλου των ελληνικών προβλημάτων.

Έλλης Σκοπετέα, «”Το πρότυπο Βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα», σελ. 268, εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1988.

β. Ο βενιζελισμός αποδεικνύεται ο πιο συνεπής, διορατικός και πραγματιστικός φορέας της εθνικής ολοκλήρωσης. […] Αυτοκαθορίζεται και νομιμοποιείται με αναφορά στο Έθνος ως ενιαίο σύνολο, που αγκαλιάζει Παλαιά Ελλάδα, Νέες  Χώρες και αλύτρωτους.

Γιώργου Μαυρογορδάτου, «Μελέτες και Κείμενα για την περίοδο 1909-1940», σελ. 43-44, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 1982.

γ. «Με την φυσικήν επάνοδον εις τα όρια εντός των οποίων ο ελληνισμός έδρασεν από της προϊστορικής εποχής, να δημιουργήσωμεν, λέγω, μίαν μεγάλην Ελλάδα ισχυράν και πλουσίαν, ικανήν να αναπτύξη εντός των ορίων την ζωτικήν βιομηχανίαν, ικανήν ως εκ των συμφερόντων τα οποία θα εξεπροσώπει, να συνάψη συμβάσεις μετ’ άλλων κρατών υπό τους αρίστους δυνατούς όρους». (Αγόρευση του Βενιζέλου στη Bουλή τον Σεπτέμβριο του 1915).

Δεν οιστρηλατούσε* πλέον τους αστούς η μορφή του μαρμαρωμένου βασιλιά, τους εξεσήκωνεν η σκέψις ότι πρέπει η Ελλάς να παύση να είναι ψωροκώσταινα… (Κρίση του Θ. Βαΐδη στο έργο του «Ελ. Βενιζέλος» για τους οικονομικούς στόχους της εθνικής εξόρμησης).

Θ. Διαμαντόπουλου, «Οι πολιτικές δυνάμεις της βενιζελικής περιόδου. Ο βενιζελισμός», τόμος 1ος, τεύχος α’, σελ. 152, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα 1985.

* οιστρηλατώ: μεταδίδω ενθουσιασμό

ΗΜΕΡ 2005

Ερωτήσεις Πανελληνίων

Πολλές δεκαετίες, μετά την ανεξαρτησία της, η Ελλάδα εξακολουθούσε να μοιάζει περισσότερο με την Ανατολή παρά με τη Δύση. ΣΩΣΤΟ ή ΛΑΘΟΣ (μον. 2) ΕΣΠΕΡ 2004

Για να μεταβείτε σε κάποιο άλλο Κεφάλαιο ή Ενότητα της Ιστορίας Ανθρωπιστικών Σπουδών της Γ’ Λυκείου, επιλέξτε τον αντίστοιχο σύνδεσμο από τους παρακάτω πίνακες:

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Τα δημογραφικά δεδομέναΗ Μεγάλη Ιδέα
Το εμπόριο το 19ο αιώναΗ ελληνική ναυτιλία το 19ο αιώνα
Διανομή εθνικών κτημάτωνΕκμετάλλευση Ορυχείων
Το Τραπεζικό ΣύστημαΗ βιομηχανία
Δημόσια ΈργαΣιδηρόδρομοι
Εθνικά Δάνεια Πτώχευση 1893 -
ΔΟΕ
Εξωελλαδικό ελληνικό κεφάλαιο
Αγροτικό Ζήτημα Εργατικό Κίνημα
Οικονομικές Συνθήκες Κατά την Περίοδο 1910-1922 Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
Οικονομική ζωή κατά την περίοδο 1922-1936 Ελληνική Οικονομία Κατά την Περίοδο του Μεσοπολέμου
Μεγάλες Επενδύσεις Τράπεζα της Ελλάδος
Κρίση του 1932

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1821-1936)

Σύνταγμα του 1844 Παρακμή Ξενικών Κομμάτων
Νέα Γενιά Εθνοσυνέλευση 1862-1864
Η εδραίωση του δικομματισμού Οργάνωση των Κομμάτων Κατά το Τελευταίο Τέταρτο του 19ου Αιώνα
Από τη Χρεοκοπία στο Στρατιωτικό Κίνημα στο Γουδί Το Κόμμα των Φιλελευθέρων
Αντιβενιζελικά Κόμματα Αριστερά Κόμματα
Εθνικός Διχασμός Σοσιαλιστικό κόμμα

ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1821-1930)

Διωγμός του 1914 Άλλα Προσφυγικά Ρεύματα
Περίθαλψη (1914-1921) Παλιννόστηση
Έξοδος Πρώτο Διάστημα
Σύμβαση Λοζάνης - Ανταλλαγή Πληθυσμών Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων
Αγροτική Αποκατάσταση Αστική Αποκατάσταση
Αποζημίωση Ανταλλαξίμων Ελληνοτουρκική Προσέγγιση
Ενσωμάτωση Προσφύγων Επιπτώσεις Άφιξης Προσφύγων

 

Η Ομάδα του filologika.gr


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν τα Φιλολογικά μαθήματα ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.