Αριστοτέλης

Ηθικά Νικομάχεια Ενότητα 9

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Ηθικά Νικομάχεια Ενότητα 9

Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Οἷον ἔστι

καὶ φοβηθῆναι

καὶ θαρρῆσαι καὶ ἐπιθυμῆσαι

καὶ ὀργισθῆναι καὶ ἐλεῆσαι

καὶ ὅλως ἡσθῆναι

καὶ λυπηθῆναι

καὶ μᾶλλον

καὶ ἧττον,

καὶ ἀμφότερα οὐκ εὖ·

τὸ δ’ <παθεῖν ταῦτα>

ὅτε δεῖ καὶ

ἐφ’ οἷς καὶ

πρὸς οὓς καὶ

οὗ ἕνεκα

καὶ ὡς δεῖ,

<τοῦτό ἐστι>

μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ

ἐστὶ τῆς ἀρετῆς.

Ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τὰς πράξεις

ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις

καὶ τὸ μέσον.

Ἡ δ’ ἀρετὴ ἐστὶν περὶ πάθη

καὶ πράξεις,

ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολὴ

καὶ ἡ ἔλλειψις ἁμαρτάνεται

καὶ ψέγεται,

τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται

καὶ κατορθοῦται·

ταῦτα δ’ ἄμφω <ἐστὶ>

τῆς ἀρετῆς.

Μεσότης τις ἐστίν

ἄρα ἡ ἀρετή,

οὖσά γε στοχαστικὴ τοῦ μέσου.

Για παράδειγμα, μπορεί κανείς

και να φοβηθεί

και να δείξει θάρρος και να επιθυμήσει

και να οργιστεί και να σπλαχνιστεί

και γενικά να ευχαριστηθεί

και να δυσαρεστηθεί,

και σε μεγαλύτερο

και σε μικρότερο βαθμό,

και τα δύο αυτά δεν είναι καλά·

<να τα αισθανθεί όμως κανείς αυτά>

τη στιγμή που πρέπει,

σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει,

και με τους ανθρώπους που πρέπει,

για το λόγο που πρέπει

και με τον τρόπο που πρέπει,

<αυτό είναι>

το μέσο και το άριστο, το οποίο

είναι χαρακτηριστικό της αρετής.

Όμοια και στις πράξεις

υπάρχει υπερβολή και έλλειψη

και το μέσον.

Η αρετή αναφέρεται στα πάθη

και στις πράξεις,

στα οποία η υπερβολή

και η έλλειψη αποτελούν λάθος

και κατακρίνονται,

ενώ το μέσο επαινείται

και είναι το ορθό·

φυσικά, τα δύο αυτά πάνε

μαζί με την αρετή.

Ένα είδος μεσότητας

είναι λοιπόν η αρετή,

αφού έχει ως στόχο της το μέσο.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Φοβηθῆναι < φοβέομαι –οῦμαι: αγοραφοβία, αγοραφοβικός, ανθρωποφοβία, άφοβος, εκφόβηση, εκφοβητικός, εκφοβισμός, εκφοβιστικός, έμφοβος, επίφοβος, ευθυνόφοβος, κενοφοβία, κλειστοφοβία, κλειστοφοβικός, μικροβιοφοβία, μυοφοβία, ξενοφοβία, ξενοφοβικός, περίφοβος, υδροφοβικός, υψοφοβία, φοβέρα, φοβέρισμα, φοβερός, φόβητρο, φοβητσιάρης, φοβία, φοβικός, φοβιστικός, φόβος.

θαρρῆσαι < θαρρέω -ῶ: αναθάρρηση, αποθάρρυνση, αποθαρρυντικός, ενθάρρυνση, ενθαρρυντικός, θαρραλέος, θάρρεμα, θαρρετά, θαρρετός, θάρρητα, θάρρος, θράσος, θρασύς, θρασύτητα.

ἐπιθυμῆσαι < ἐπὶ + θυμῶ: ανεπιθύμητος, απροθυμία, απρόθυμος, επιθυμητικός, επιθυμητός, επιθυμία, εύθυμος, θυμηδία, θυμικός, θυμοειδής, θυμός, θυμόσοφος, λιποθυμία, οξύθυμος, προθυμία, πρόθυμος.

ὀργισθῆναι < ὀργίζομαι < ὀργή: εξοργιστικός, οργή, οργίλος.

ἐλεῆσαι < ἐλεέω -ῶ< ἔλεος: ανελεημόνως, ανελέητος, ανηλεής, ελεεινός, ελεημονητικός, ελεημοσύνη, ελεήμων, ελεητικός, έλεος.

ἡσθῆναι < ἥδομαι (= ευχαριστιέμαι): αηδία, ηδονή, ηδονικός, ηδονισμός, ηδονιστής, ηδονιστικός, ηδονοβλεψίας, ηδονοθήρας, ηδονολάτρης, ηδονόπληκτος, ηδονόχαρος, ηδύγλωσσος, ηδυλογία, ηδυντικός, ηδύοσμα, ηδύοσμος (= δυόσμος), ηδυπάθεια, ηδυπαθής, ηδύποτο (= λικέρ), ηδύς, ήδυσμα, ηδύφωνος, ηδύφωτος.

λυπηθῆναι < λυπέομαι –οῦμαι < λύπη: αλύπητα, άλυπος, αξιολύπητος, λύπη, λυπηρός, λύπηση, λυπητερός, λυπομανής, λυπομανία, περίλυπος, συλλυπητήριος.

ἔστι < εἰμὶ : ανούσιος, απουσία, εξουσία, επουσιώδης, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, ομοούσιος, ον, οντολογία, οντολογικός, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρετυμολογία, παρετυμολογικός, παρόν, παροντικός, παρουσία, παρουσιαστικό, περιουσία, περιουσιακός, περιούσιος.

δεῖ: αδέητος, δέηση, ενδεής, ένδεια.

ὁμοίως: αφομοίωση, εξομοίωση, ομογένεια, ομόθρησκος, ομοϊδεάτης, ομοιογένεια, ομοιομορφία, όμοιος, ομοιόσταση, ομοιότητα, ομοίωμα, ομοιωματικός, ομολογία, ομόνοια, όμορος, παρόμοιος, παρομοίωση, προσομοίωση.

πάθη < πάσχω: αδενοπάθεια, αντιπάθεια, αντιπαθής, αντιπαθητικός, απάθεια, απαθής, εμπάθεια, εμπαθής, ευπάθεια, ηδυπάθεια, καρδιοπάθεια, μετριοπάθεια, μετριοπαθής, μυστικοπάθεια, πάθημα, πάθηση, παθητικός, παθητικότητα, παθιάρης, παθογένεια, παθογόνος, παθολογία, παθολογικός, πάθος, πένθιμος, πένθος, πλημμυροπαθής, προσπάθεια, σεισμοπαθής, συμπάθεια, συμπαθής, συμπαθητικός, ωραιοπαθής.

πράξεις < πράττω: αδιαπραγμάτευτος, αντίπραξη, άπρακτος, απραξία, διαπραγμάτευση, διάπραξη, εισπράκτορας, είσπραξη, έμπρακτος, εχθροπραξία, κοινοπραξία, πράγμα, πραγματεία, πράγματι, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πραγματογνώμων, πραγματοποίηση, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, πραμάτεια, πράξη, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, σύμπραξη.

ἁμαρτάνεται < ἁμαρτάνομαι: αμάρτημα, αμαρτία, αμαρτωλός, αναμάρτητος.

ψέγεται < ψέγομαι < ψόγος: αψεγάδιαστος, άψογος, φιλόψογος, ψεγάδι, ψεγάδιασμα, ψέκτης, ψεκτικός, ψεκτός, ψόγος.

ἐπαινεῖται < ἐπαινῶ: αινετός, επαινέτης, επαινετικός, επαινετός, έπαινος, παίνεμα, παραίνεση, παραινετικός, συναίνεση, συναινετικός.

κατορθοῦται < κατὰ + ὀρθόω -ῶ: αδιόρθωτος, ακατόρθωτος, διόρθωμα, διορθώνω, διόρθωση, διορθωτής, διορθωτικό, επανορθώνω, επανόρθωση, επανορθωτικός, επιδιόρθωση, κατόρθωμα, κατορθώνω, όρθιος, ορθολογισμός, ορθολογιστής, ορθοπτικός, ορθός, ορθοσκόπηση, ορθοσκόπιο, ορθοστασία, ορθοστάτης, ορθοστατικός, ορθότητα, ορθοτομία, ορθοτροπισμός, ορθόφρων, ορθοφωνία, ορθώνω, παλινόρθωση.

Πηγή

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

  1. μᾶλλον καὶ ἧττον: Περισσότερο ή λιγότερο από τι; Ο Αριστοτέλης, όπως βλέπεις, δεν το λέει καθαρά – στη γλώσσα του συντακτικού θα λέγαμε: ο Αριστοτέλης δε βάζει εδώ, δίπλα σ’ αυτά τα συγκριτικού βαθμού επιρρήματα καμιά γενική συγκριτική. Μπορείς με βάση αυτά που ακολουθούν να προσθέσεις εσύ αυτή τη γενική συγκριτική;

Αν η λέξη που κυριαρχεί στη συνέχεια του λόγου –για να δηλωθεί με αυτήν το σωστό σε αντίθεση με το λάθος που δηλώνεται με τις λέξεις μᾶλλον και ἧττον– είναι η λέξη δεῖ, τότε γίνεται, βέβαια, αμέσως φανερό ότι η γενική συγκριτική που πρέπει να προστεθεί δίπλα σ’ αυτά τα δύο συγκριτικού βαθμού επιρρήματα είναι η γενική τοῦ δέοντος = «περισσότερο απ’ όσο πρέπει», «λιγότερο απ’ όσο πρέπει». Από τη μια λοιπόν, π.χ., το φοβηθῆναι μᾶλλον τοῦ δέοντος – φοβηθῆναι ἧττον τοῦ δέοντος (άλλη διατύπωση: φοβηθῆναι μᾶλλον ἢ δεῖ – φοβηθῆναι ἧττον ἢ δεῖ) κι από την άλλη το φοβηθῆναι ὅτε δεῖ φοβηθῆναι, ἐφ’ οἷς δεῖ φοβηθῆναι κτλ.

  1. δεῖ: Αλήθεια, τι ακριβώς εννοούμε, όταν χρησιμοποιούμε κι εμείς στο λόγο μας –τόσο συχνά μάλιστα– τη λέξη πρέπει («έτσι πρέπει να κάνεις» – «δεν πρέπει να κάνεις έτσι»); Με άλλα λόγια: Ποιο είναι το κριτήριό μας (ή τα κριτήριά μας) για την ορθότητα των πράξεών μας; Συζητήστε το μέσα στην τάξη – και ύστερα αναρωτηθείτε τι ήταν, αλήθεια, στην πραγματικότητα αυτό που έδινε στον αρχαίο Έλληνα τη βεβαιότητα πως οι πράξεις του ήταν ορθές.

Μεσότητα λοιπόν, όπως είδαμε, κατά τον Αριστοτέλη η αρετή, μεσότητα μεταξύ υπερβολής και ελλείψεως και: αν η υπερβολή και η έλλειψη αποτελούν πάντοτε λάθος (ἁμαρτίαν) και γι’ αυτό ψέγονται από τους ανθρώπους, το μέσον, η μεσότητα επισύρει τον έπαινο, γιατί είναι το ορθό· το μᾶλλον (= το περισσότερο) και το ἧττον (= το λιγότερο) είναι πάντοτε λάθη, οὐκ εὖ, ενώ το μέσον, είναι το ἄριστον, μια λέξη που και από μόνη της θυμίζει την αρετή. «Λιγότερο» όμως, αλήθεια, από τι; Και πάλι -από την άλλη- «περισσότερο» από τι; Η απάντηση του Αριστοτέλη είναι απλή: «περισσότερο» ή «λιγότερο» από «αυτό που πρέπει», από το δέον. Τι εννοούσε όμως με τη λέξη αυτή, με τη λέξη δεῖ, ο Αριστοτέλης; Τι εννοούσαν -ας γενικεύσουμε πια- με τη λέξη αυτή οι αρχαίοι Έλληνες; Εύκολα μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι λέξεις ή εκφράσεις όπως αυτή που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης μας φέρνουν αντιμέτωπους με ένα από τα πιο αγωνιώδη ερωτήματα που ορθώνονται μπροστά στους μελετητές του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αφού φράσεις όπως αυτή μοιάζουν να λένε κάτι το πολύ σημαντικό, δίχως ωστόσο να το δηλώνουν, στην πραγματικότητα, με τον σαφέστερο τρόπο που θα επιθυμούσαμε εμείς. Τι να εννοεί, αλήθεια, στο αριστοτελικό χωρίο το κρίσιμο αυτό δεῖ, γύρω από το οποίο, σαν γύρω από ένα κέντρο ζωής, οργανώνεται και η σκέψη και ο λόγος που θα την υπηρετήσει; Βρισκόμαστε μπροστά σε μια λέξη αθέλητα ή θεληματικά ασαφή, ή μήπως, αντίθετα, μπροστά σε μια λέξη με δεδομένο το αυτονόητο περιεχόμενό της, τουλάχιστον για τον αρχαίο χρήστη ή ακροατή της; Έτσι είχε μιλήσει π.χ. και ο Πλάτωνας στους Νόμους του: «Όταν οι άνθρωποι συζητούν για νόμους, όλη τους σχεδόν η συζήτηση είναι για το τι είναι ἡδύ και τι είναι λυπηρὸν και στης πόλης τη ζωή και στων ανθρώπων την προσωπική ζωή· γιατί αυτές είναι πράγματι οι δύο μεγάλες φυσικές πηγές και όποιος αντλεί από την πηγή που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει και στην ποσότητα που πρέπει, αυτός -μόνος αυτός- είτε είναι απλό άτομο είτε μια πόλη ολόκληρη, έχει την ελπίδα να κερδίσει μια μέρα την ευδαιμονία». Ίδιος ήταν ο λόγος και του συγγραφέα του ψευδοπλατωνικού διαλόγου Περὶ δικαίου: «Κατά τη γνώμη μου», είπε ο άγνωστός μας συγγραφέας, «όλα όσα γίνονται τη στιγμή και με τον τρόπο που πρέπει είναι δίκαια, ενώ είναι άδικα όσα δε γίνονται ούτε τη στιγμή, ούτε με τον τρόπο που πρέπει». Και, φυσικά, ας μη δημιουργηθεί μέσα μας η εντύπωση πως μόνο στο φιλοσοφικό λόγο ήταν συνήθεις οι τέτοιες διατυπώσεις· με ανάλογο τρόπο ήταν π.χ. διατυπωμένος ο λόγος και σ’ εκείνη την ανεπανάληπτη σκηνή του σοφόκλειου Οἰδίποδος Τυράννου, όπου ο τραγικός ήρωας, έτοιμος να βγάλει με τα ίδια του τα χέρια τα μάτια του, αποχαιρετά το φως του ήλιου: στ. 1183-85: «ω φως, στερνή φορά να σ’ αντικρύσω τώρα που φανερώθηκα πως είμαι παιδί εκείνων που δεν έπρεπε να ήμουν, πως ζω με όποιους δεν έπρεπε να ζούσα κι είμαι αυτών που δεν έπρεπε φονιάς». Τι είναι άραγε αυτό που δίνει στον Οιδίποδα –στον κάθε Έλληνα– τη βεβαιότητα ότι γνωρίζει τι πρέπει και τι δεν πρέπει, ποια πράξη του είναι ορθή και ποια όχι;

Ας μην προχωρήσουμε σε άλλα παραδείγματα· ας ξαναδιατυπώσουμε όμως την απορία μας: Τι ήταν στην πραγματικότητα που έδινε στον αρχαίο Έλληνα τη βεβαιότητα πως οι πράξεις του ήταν ορθές; Διέθετε άραγε κριτήρια που να τον βοηθούσαν να βεβαιώνει κάθε φορά τον εαυτό του για την ορθότητα των πράξεων του; Πώς μπορούσε ο αρχαίος Έλληνας να έχει τη βεβαιότητα ότι αυτό που θεωρούσε ο ίδιος σωστό ήταν και για τους άλλους –για όλους τους άλλους συμπολίτες του– το σωστό; Γεμάτος ο αρχαίος ελληνικός κόσμος από «πράξεις»: «πράξεις» του ατόμου και «πράξεις» της πόλης· και ο αρχαίος Έλληνας έτοιμος κάθε στιγμή να ασκήσει το κριτικό έργο του, για να επισημάνει το σωστό και το λάθος, το ὀρθὸν και την ἁμαρτίαν. Με ποια κριτήρια, αλήθεια;

Στον Κρίτωνά του ο Πλάτωνας παρουσιάζει τους νόμους της πόλης να έρχονται προσωποποιημένοι να υποδείξουν στο Σωκράτη ποιο είναι το ορθό που οφείλει να πράξει. Στη σκηνή αυτή πρέπει, ασφαλώς, να διακρίνουμε ένα βαθύτερο νόημα: Όταν μιλούμε για την προαλεξανδρινή αρχαιότητα, δε μας διαφεύγει ότι ένα από τα κυριότερα γνωρίσματα αυτής της εποχής είναι η πόλις-κράτος, τις πιο πολλές όμως φορές ξεχνούμε ότι εδώ δεν πρόκειται μόνο για ένα διοικητικό, για ένα πολιτειακό μόνο φαινόμενο, αλλά για κάτι ουσιαστικότερο: η πόλις είναι η συγκεκριμενοποίηση, η συνισταμένη ενός πνεύματος που τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τα διασφαλίζει η συνέχεια, η παράδοση· για τον Έλληνα του 5ου αι. π.Χ. -το ίδιο και για τον Αριστοτέλη- η πόλις είναι το «πνεύμα της κοινότητας», είναι οι άγραφοι παραδοσιακοί κανόνες συμβίωσης· αυτοί ακριβώς οι άγραφοι κανόνες παρουσιάζονται μπροστά στο Σωκράτη· ο Πλάτωνας μας βοηθάει να καταλάβουμε ότι ένας από τους πιο βασικούς κριτές που αποφασίζουν τι οφείλει να πράξει σ’ αυτή ή σ’ εκείνη τη συγκεκριμένη περίπτωση το άτομο-πολίτης, η αρχή που αποφασίζει τι είναι το ορθό και τι το μη ορθό στην κάθε ξεχωριστή περίπτωση είναι η πόλις = το «πνεύμα της κοινότητας».

Ένα δεύτερο κριτήριο μας το προσφέρει ο ίδιος ο Αριστοτέλης σε ένα από τα λογικά έργα του: Στα Ἀναλυτικὰ Ὕστερα, όπου ο λόγος είναι για την απόκτηση της γνώσης με τη βοήθεια της απόδειξης και του ορισμού, ο Αριστοτέλης θέτει –πάντα σε σχέση με τους μηχανισμούς του ορισμού και, πάντως, δείγματος χάριν– ένα κρίσιμο για το δικό μας θέμα ερώτημα: «Τι θα έπρεπε να κάνουμε, αν θέλαμε π.χ. να βρούμε τι είναι η μεγαλοψυχία;». «Δεν έχουμε άλλο να κάνουμε», είναι η απάντηση του Αριστοτέλη, «παρά να φέρουμε στο νου μας μερικούς γνωστούς μας μεγαλόψυχους, ώστε να μπορέσουμε να διαπιστώσουμε ποιο είναι –μέσα στις διαφορές τους– το κοινό χαρακτηριστικό τους που μας υποχρεώνει να τους αποδώσουμε την ιδιότητα του μεγαλόψυχου. Μεγαλόψυχοι είναι π.χ. ο Αλκιβιάδης, ο Αχιλλέας ή ο Αίας. Ποιο είναι λοιπόν το κοινό χαρακτηριστικό τους; Το ότι δεν ανέχονταν τις προσβολές. Πραγματικά, ο πρώτος πολέμησε για το λόγο αυτό, ο άλλος κυριεύτηκε από τρομερό θυμό, ο τρίτος έδωσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του. Και φυσικά θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε και άλλους, π.χ. το Λύσανδρο ή το Σωκράτη».

Το συμπέρασμα έρχεται πλέον από μόνο του: Κατά τον Αριστοτέλη, ένα τέτοιο κριτήριο ορθότητας των πράξεών του –ένα από αυτά που αναζητούμε– ήταν για τον αρχαίο Έλληνα η παράδοση του τόπου του, η παλιότερη αλλά και η κοντινότερη· σ’ αυτήν μπορούσε να ανατρέχει σε κάθε περίπτωση της ζωής του, αφού αυτή είχε δημιουργήσει τα πρότυπα, τους άνδρες-φορείς των αρετών, τους σπουδαίους ἄνδρας, όπως ήταν η αρχαία έκφραση. Είχε επομένως ο αρχαίος Έλληνας για να προετοιμάσει τις πράξεις του ή για να τις ζυγίσει εκ των υστέρων πρότυπα και υποδείγματα και όλα αυτά ήταν γεννήματα του δικού του τόπου, για να αποφασίζει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν η πράξη του βρισκόταν ή όχι κοντά στην αρετή που τα πρότυπά του εκπροσωπούσαν.

Διέθεταν λοιπόν, πράγματι, οι αρχαίοι Έλληνες κριτήρια που τους βοηθούσαν να κρίνουν πάντοτε την ορθότητα των πράξεών τους. Κι ούτε έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία ότι τα κριτήρια αυτά μπορεί και να ποίκιλλαν για προφανείς λόγους από πόλη σε πόλη: οι Αθηναίοι, με το δικό τους παρελθόν, είχαν τα δικά τους κριτήρια, οι Σπαρτιάτες τα δικά τους, οι Θηβαίοι τα δικά τους, κ.ο.κ. Πρόσωπα όμως όπως ο Αχιλλέας ή ο Αίας ανήκαν, βέβαια, σε όλους τους Έλληνες και προσδιόριζαν με το βάρος της προσωπικότητάς τους τη συμπεριφορά όλων των Ελλήνων.

Ο λόγος μας ως τώρα ήταν, βέβαια, για τους αρχαίους Έλληνες. Όμως το «πρέπει και το «δεν πρέπει» είναι κοινότατες εκφράσεις και του δικού μας, του νεοελληνικού λόγου. Τι θέλουμε λοιπόν κι εμείς σήμερα να πούμε με τις εκφράσεις αυτές; Τι ακριβώς, αλήθεια, διδάσκουμε στα παιδιά μας, όταν τους υποδεικνύουμε τι πρέπει ή τι δεν πρέπει να κάνουν; Οι διαφορές μας, βέβαια, από τους αρχαίους Έλληνες σε ό,τι αφορά στο γενικότερο κοινωνικό βίο μας δεν είναι καθόλου λίγες. Μια τέτοια διαφορά, πολύ μάλιστα σημαντική, είναι π.χ. η θρησκεία μας, που το περιεχόμενο και οι αξίες της προδιέγραψαν με τρόπο καθοριστικό τη γενικότερη συμπεριφορά μας και έδωσαν ένα πολύ συγκεκριμένο νόημα στις λέξεις καλό και κακό, εν πολλοίς πολύ διαφορετικό από το νόημα που είχαν οι λέξεις αυτές στο στόμα και στην ψυχή των αρχαίων Ελλήνων. Αν διαβάσουμε τα Πολιτικὰ του Αριστοτέλη, ένα έργο στο οποίο ο μεγάλος φιλόσοφος προβληματίστηκε πάνω σε ενδιαφέροντα θέματα της καθημερινής ζωής των αρχαίων Ελλήνων ως πολιτών, δηλαδή ως συμπολιτών, θα αντιληφθούμε ότι οι λέξεις αυτές δεν είχαν εκεί (και γενικότερα, βέβαια, στον αρχαίο ελληνικό λόγο) κανένα θρησκευτικό ή μεταφυσικό περιεχόμενο, αφού χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά για να περιγράψουν τον αξιόλογο και τον ασήμαντο πολίτη. Ωστόσο η παράδοση του τόπου και τα ιστορικά πρότυπα ως φορείς συγκεκριμένων αρετών (μιλήσαμε παραπάνω για όλα αυτά εν σχέσει με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο) είναι έννοιες που εξακολουθούν να λειτουργούν και σήμερα ως κριτήρια για την αξιολόγηση των πράξεών μας. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσεις, ας πούμε, τους στίχους: «Μνήμη του λαού μου, σε λένε Πίνδο» ή «Βοηθός και σκέπη μας, Άη Κανάρη! Βοηθός και σκέπη μας, Άη Μιαούλη! Βοηθός και σκέπη μας, Αγιά Μαντώ!» που διατάζουμε στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη;

Μολονότι λοιπόν και στο νεοελληνικό μας λόγο οι εκφράσεις «πρέπει» ή «δεν πρέπει» μοιάζουν ασαφείς μέσα στη γενικότητα τους, εντούτοις λένε, στην πραγματικότητα, κάτι το απολύτως μάλλον ξεκάθαρο και συγκεκριμένο μέσα στα πλαίσια της γενικότερης «κοινωνικής» γλώσσας μας – που, όπως και η γενικότερη πολιτική και κοινωνική μας ζωή, δέχονται πια στις μέρες μας έντονες «παγκόσμιες» επιρροές, που μπορεί και να οδηγήσουν στην καθιέρωση, αν όχι νέων, ενδεχομένως πάντως νεότροπων κριτηρίων.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ

Οι παρακάτω ερωτήσεις προέρχονται από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας (ΚΕΕ) και καλύπτουν το σύνολο της ερμηνευτικής προσέγγισης του συγκεκριμένου αποσπάσματος.

  1. Στην Ενότητα αυτή ο Αριστοτέλης διευκρινίζει τις σκέψεις που διατύ­πωσε πιο πάνω, κυρίως στην τελευταία περίοδο της προηγούμενης Ενότητας: «λέγω δὲ τὴν ἠθικήν· αὕτη γὰρ… καὶ τὸ μέσον». α) Ποιον τρόπο ανάλυσης χρησιμοποιεί ο φιλόσοφος, για να δώσει τις διευκρινίσεις που θεωρεί ανα­γκαίες; (Προσέξτε τη λέξη με την οποία εισάγεται η Ενότητα) β) Να αποδώ­σετε με δικά σας λόγια τις διευκρινίσεις αυτές.
  1. Σε ποια πάθη αναφέρεται στην Ενότητα ο Αριστοτέλης και ποιες γενι­κότερες συναισθηματικές καταστάσεις τα συνοδεύουν; 
  1. Όπως είδαμε σε προηγούμενη Ενότητα (7η), η μεοότητα που έχει σχέση με την ηθική αρετή ορίζεται με κριτήριο το υποκείμενό της (πρὸς ἡμᾶς). Ποια κριτήρια προσθέτει εδώ ο φιλόσοφος, ώστε να οριστεί πληρέστερα η έν­νοια της «μεσότητας»;
  1. Να εντοπίσετε τα ΡΣ της Ενότητας που αναφέρονται στις έννοιες της υπερβολής και της μεσότητας. Ποια από αυτά αναφέρονται στο έργο του υ­ποκειμένου της ηθικής αρετής και ποια υποδηλώνουν την κοινωνική της διά­σταση;
  1. Α. Να συμπληρώσετε την πρόταση που λείπει, ώστε να ολοκληρωθούν οι συλλογισμοί:

(α) 1. Τὸ δ΄ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ΄ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ, μέ­σον τε καὶ ἄριστον.

  1. ὅπερ (= τὸ ἄριστον) ἐστὶν τῆς ἀρετῆς.
  2. ………………………………………………………………………………………………….

(β) 1. Τὸ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται.

  1. 2. ………………………………………………………………………………………………….
  2. Μεσότης τις ἄρα ἐστίν ἡ ἀρετή.

Β. Να εξηγήσετε με δικά σας λόγια το δεύτερο συλλογισμό.

Α. (α) 3. ἀρετή ἐστιν τὸ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ.

(β) 2. Ταῦτα δ’ ἄμφω τῆς ἀρετῆς.

Β. Η επίτευξη του μέσου γίνεται αντικείμενο επαίνου από τους ανθρώπους του περιβάλλοντος. Η επιλογή του ορθού και ο έπαινος είναι χαρακτη­ριστικά της αρετής. Άρα η αρετή είναι μια μορφή μεσότητας.

  1. Στην προηγούμενη Ενότητα παρατηρήσαμε ότι ο φιλόσοσφος διατύπω­σε τη σκέψη του υποθετικά (εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη) και δυνητικά (ἡ δ’ ἀρετή … τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική). Στο τέλος της νέας Ενότητας (9η) ο τρό­πος παρουσίασης της ίδιας σκέψης αλλάζει: Μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου. Πώς εξηγείται η διαφορά στη διατύπωση και τι συμπέρασμα συνάγει κανείς από αυτό για το επιστημονικό ήθος του Αριστοτέλη;
  1. Ο A. Lesky γράφει για τα Ἠθικὰ Νιχομάχεια ότι «είναι μια ανάλυση του ηθικού, όπως αυτό εμφανίζεται κάτω από τις διάφορες συνθήκες της πραγματικότητας», και προσθέτει «ο Αριστοτέλης, σε πολύ ανώτερο βαθμό από τον Πλάτωνα, λαμβάνει υπόψη του την επικαιρικότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς». Να δείξετε την αλήθεια αυτών των απόψεων με τη βοήθεια χωρίων της Ενότητας.
  1. Να δείξετε με τη βοήθεια χωρίων του κειμένου ότι η πράξη του ψεύδεσθαι μπορεί να είναι αρετή και το πάθος του ἐλεῆσαι είναι δυνατόν να είναι κακία.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ

  1. Να εντοπίσετε στο κείμενο τα αντώνυμα των λέξεων: φοβηθῆναι, λυπηθῆναι, ἧττον, ἔλλειψις, ἁμαρτάνεται, ἐπαινεῖται και της φράσης οὐκ εὖ.
  2. κατορθοῦται: Α. Να σημειώσετε ποια σημασία έχει το ρήμα στο κείμενο:

α) επιτυγχάνεται                        β) αποτελεί κατόρθωμα                              γ) είναι το ορθό.

Β. Να γράψετε τέσσερα ομόρριζα ουσιαστικά και επίθετα (απλά ή σύνθετα) στη νέα ελληνική.

  1. α) Να επισημάνετε τις λέξεις του κειμένου που είναι ομόρριζες με την πρόθεση ἀμφί. β) Να δώσετε σύνθετα ρήματα, επίθετα και ουσιαστικά, στη νέα ελληνική, με πρώτο συνθετικό την πρόθεση ἀμφί. Ποια σημα­σία προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό η παρουσία της πρόθεσης;
  2. φοβηθῆναι, ἐλεῆσαι: α) Να γράψετε τα ομόρριζα ουσιαστικά που απο­τελούν θεμελιώδεις όρους του αριστοτελικού ορισμού για την τραγω­δία. β) Να δώσετε από ένα συνώνυμο και ένα αντώνυμο στον κάθε ό­ρο.
  3. δεῖ: Να αποδώσετε τη σημασία των φράσεων.

(α) πολλοῦ δέω (ἀπολογεῖσθαι): ……………………………………………………………………….

(β) μικροῦ δέω (εἶναι) : ……………………………………………………………………….

(γ) δυοῖν δέοντα (τεσσαράκοντα) : ……………………………………………………………………….

(δ) τὰ ἑνὸς δεῖν (πεντήκοντα) : ……………………………………………………………………….

(ε) ὀλίγου δεῖ: ……………………………………………………………………….

  1. Να εντοπίσετε στο κείμενο τα αντώνυμα των λέξεων: φοβηθῆναι, λυπηθῆναι, ἧττον, ἔλλειψις, ἁμαρτάνεται, ἐπαινεῖται, οὐκ εὖ.
  2. Να δώσετε την ετυμολογία των παρακάτω λέξεων: ἐπιθυμῆσαι, ὑπερβολή, ἔλλειψις, πάθη, ἐπαινεῖται, κατορθοῦται.
  3. Να δώσετε δύο ομόρριζα (απλά ή σύνθετα) στα νέα ελληνικά για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: φοβηθῆναι, ἐπιθυμῆσαι, ὑπερβολή, ἁμαρτάνεται, κατορθοῦται.
  4. Να βρείτε στο κείμενο λέξεις ετυμολογικά συγγενείς με τις παρακάτω: βεληνεκές, επανόρθωση, πραγματογνώμων, φόβητρο, ηδονή, ελεεινός.
  5. Όρθιος, στόχαστρο, πρόβλημα, παρόμοιος, ουσιαστικά (επίρρημα), αμφίδρομος, δυόσμος: Αφού επισημάνετε τους λεκτικούς τύπους του διδαγμένου κειμένου με τους οποίους συγγενεύουν ετυμολογικά οι παραπάνω λέξεις, να σχηματίσετε στη νεοελληνική γλώσσα μία περίοδο λόγου για κάθε λέξη με την ποιητική ή αναφορική λειτουργία της.

Οι παραπάνω λεξιλογικές ασκήσεις έχουν αντληθεί από τις ιστοσελίδες ΚΕΕ και study4exams.gr 

Για να μεταφερθείτε στην Ενότητα που επιθυμείτε απλώς επιλέξτε τον αντίστοιχο σύνδεσμο από τον παρακάτω πίνακα. Εναλλακτικά για την πλοήγηση σας μπορείτε να επιλέξετε και το βοηθητικό menu στην αριστερή στήλη της σελίδας.

Ηθικά Νικομάχεια Ενότητα 1Ηθικά Νικομάχεια Ενότητα 2
Ηθικά Νικομάχεια Ενότητα 3Ηθικά Νικομάχεια Ενότητα 4
Ηθικά Νικομάχεια Ενότητα 5Ηθικά Νικομάχεια Ενότητα 6
Ηθικά Νικομάχεια Ενότητα 7Ηθικά Νικομάχεια Ενότητα 8
Ηθικά Νικομάχεια Ενότητα 9Ηθικά Νικομάχεια Ενότητα 10

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.