
Ξενοφώντας Κεφάλαιο 1 Παράγραφος 26
Για να μεταφερθείτε σε κάποια άλλη ενότητα των Αρχαίων Ελληνικών της Α’ Λυκείου επιλέξτε την αντίστοιχη σελίδα από το παρακάτω μενού:
Ξενοφῶντος Ἑλληνικά
Κεφάλαιο 1. Παράγραφος 26
Πρωτότυπο Κείμενο
Οὗ ὄντες ναυμαχήσετε͵ ἔφη͵ ὅταν βούλησθε. Οἱ δὲ στρατηγοί͵ μάλιστα δὲ Τυδεὺς καὶ Μένανδρος͵ ἀπιέναι αὐτὸν ἐκέλευσαν· αὐτοὶ γὰρ νῦν στρατηγεῖν͵ οὐκ ἐκεῖνον. Καὶ ὁ μὲν ᾤχετο.
Μετάφραση
«Γιατί αν είστε εκεί-είπε- θα ναυμαχήσετε όταν το θέλετε». Οι στρατηγοί, όμως, κυρίως ο Τυδέας και ο Μένανδρος τον διέταξαν να φύγει, γιατί τώρα αυτοί ήταν στρατηγοί και όχι εκείνος. Και αυτός αποχώρησε.
Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση
Οὗ ὄντες,
ἔφη͵ ναυμαχήσετε͵
ὅταν βούλησθε.
Οἱ δὲ στρατηγοί͵
μάλιστα δὲ Τυδεὺς καὶ Μένανδρος͵
ἐκέλευσαν αὐτὸν ἀπιέναι·
αὐτοὶ γὰρ νῦν στρατηγεῖν͵
οὐκ ἐκεῖνον.
Καὶ ὁ μὲν ᾤχετο.
«Γιατί αν είστε εκεί
-είπε- θα ναυμαχήσετε
όταν το θέλετε».
Οι στρατηγοί, όμως,
κυρίως ο Τυδέας και ο Μένανδρος
τον διέταξαν να φύγει,
γιατί τώρα αυτοί ήταν στρατηγοί
και όχι εκείνος.
Και αυτός αποχώρησε.
Συντακτική ανάλυση
οὗ ὄντες ναυμαχήσετε: κύρια πρόταση κρίσεως.
ναυμαχήσετε: ρήμα/ ἡμεῖς: ενν. υποκείμενο/ ὄντες: επιρρηματική υποθετική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος / οὗ (= αὐτοῦ): γενική του τόπου.
ἔφη: κύρια πρόταση κρίσεως, παρενθετική.
ἔφη: ρήμα/ Οὗτος: ενν. υποκείμενο.
ὅταν βούλησθε: δευτερεύουσα επιρρηματική χρονικοϋποθετική πρόταση.
βούλησθε: ρήμα/ ὑμεῖς: ενν. υποκείμενο/ ναυμαχῆσαι: ενν. αντικείμενο
ὅταν βούλησθε — ναυμαχήσετε: Προσδοκώμενο
οἱ δὲ στρατηγοί͵ μάλιστα δὲ Τυδεὺς καὶ Μένανδρος͵ ἀπιέναι αὐτὸν ἐκέλευσαν: κύρια πρόταση κρίσεως.
ἐκέλευσαν: ρήμα/ οἱ δὲ στρατηγοί, Τυδεὺς καὶ Μένανδρος: υποκείμενα/ μάλιστα: επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού/ αὐτὸν: άμεσο αντικείμενο / ἀπιέναι: τελικό απαρέμφατο, έμμεσο αντικείμενο με υποκείμενο αὐτὸν (ετεροπροσωπία).
αὐτοὶ γὰρ νῦν στρατηγεῖν͵ οὐκ ἐκεῖνον: κύρια πρόταση κρίσεως με ενν. ρήμα ἒφασαν.
ἒφασαν: ρήμα/ οἱ στρατηγοί: ενν. υποκείμενο / στρατηγεῖν: ειδικό απαρέμφατο, αντικείμενο με υποκείμενο αὐτοὶ (ταυτοπροσωπία) / οὐκ ἐκεῖνον: υποκείμενο στο στρατηγεῖν, (ετεροπροσωπία) / νῦν: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου.
καὶ ὁ μὲν ᾤχετο: κύρια πρόταση κρίσεως.
ᾤχετο: ρήμα/ ὁ μὲν: υποκείμενο.
Πίνακας αρχικών χρόνων ρημάτων παραγράφου
εἰμί
ἦ, ἦν
ἔσομαι
ἐγενόμην
γέγονα
ἐγεγόνειν
ναυμαχέω, -ῶ
ἐναυμάχουν
ναυμαχήσω
ἐναυμάχησα
νεναυμάχηκα
(ἐνεναυμαχήκειν)
φημί
ἔφην
φήσω
ἔφησα
εἵρηκα
εἰρήκειν
οἴχομαι
ᾠχόμην
οἰχήσομαι
–
–
–
κελεύω
ἐκέλευον
κελεύσω
ἐκέλευσα
κεκέλευκα
ἐκεκελεύκειν
στρατηγέω, -ῶ
ἐστρατήγουν
στρατηγήσω
ἐστρατήγησα
ἐστρατήγηκα
(ἐστρατηγήκειν)
βούλομαι
ἐβουλόμην/ ἠβουλόμην
βουλήσομαι
ἐβουλήθην/ ἠβουλήθην
βεβούλημαι
ἐβεβουλήμην
Η Ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν τα Φιλολογικά μαθήματα ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.