Καρυωτάκης

Κώστας Καρυωτάκης: Ο Ποιητής του Αδιεξόδου

Ο Κώστας Καρυωτάκης, ποιητής και πεζογράφος, γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896. Ήταν ένας κριτικά σκεπτόμενος άνθρωπος, που χαρακτηριζόταν από ιδιόρρυθμες συμπεριφορές, καθώς τη ζωή του επισκίαζε η ζοφερή του ασθένεια. Απόλαυσε τη ζωή, αν και ζούσε συναισθηματικά απομονωμένος από τους γύρω του. Λογοτεχνικά, ανήκει στους ποιητές της “χαμένης γενιάς” της δεκαετίας του ’20. Μελαγχολικός, απαισιόδοξος και καυστικός, καθώς ήταν, έγραψε ο ίδιος την τελευταία πράξη της ζωής του στις 21 Ιουλίου 1928, πικραμένος από το αδιέξοδο που τον έπνιγε. Άφησε πίσω του έναν μεγάλο έρωτα, που ποτέ δεν «καρποφόρησε» και ένα πρωτόγνωρο έργο, το οποίο, συνολικά “χρωμάτισε” με παραίτηση τους μεσοπολεμικούς ποιητές.

Η ζωή του Κ.Καρυωτάκη

Ο Καρυωτάκης (δεξιά) με την οικογένειά του.

Ο Κωνσταντίνος Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην πατρίδα της μητέρας του, Αικατερίνης Σκαγιάννη, την Τρίπολη. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας του Γεωργίου Καρυωτάκη, πολιτικού μηχανικού του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Από νωρίς ο Κώστας και τα αδέρφια του, η Νίτσα και ο Θάνος, έμαθαν να μετοικίζουν συχνά, καθώς ο πατέρας τους έπαιρνε μεταθέσεις πότε στο Ιόνιο, πότε στην Πελοπόννησο και πότε στην Αθήνα. Οι συχνές μεταθέσεις την εποχή εκείνη ήταν κλασική τιμωρητική πρακτική για τους δημόσιους λειτουργούς που είχαν στοχοποιηθεί ως φιλομοναρχικοί. Σε έναν τέτοιο τόπο όμως ο Καρυωτάκης έμελλε να γνωρίσει την κοπέλα που θα σημαδέψει ανεξίτηλα την εφηβική του ηλικία. Στην πόλη των Χανίων, σε ηλικία περίπου 17 ετών ερωτεύεται και πληγώνεται από την Άννα Σκορδύλη. Η Άννα, αν και παντρεμένη από το 1915, είναι ο ευσεβής κρυφός του πόθος μέχρι και το 1922, οπότε το ειδύλλιό τους τελειώνει οριστικά.

Ως παιδί ο Καρυωτάκης είναι εσωστρεφής, ταλανίζεται από ασθένειες και θυματοποιείται συχνά από τα συνομήλικα του αγόρια. Οπλισμένος με πείσμα, μελετά, ώστε να διαφύγει από τη μοναξιά του και να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του μέσω της διανοητικής του υπεροχής.

Γρήγορα το ταλέντο του στον στίβο της ποίησης λαμπρύνει και σε ηλικία 16 ετών καμαρώνει τα ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά· το όνομά του μνημονεύεται σε διαγωνισμό διηγήματος από την Διάπλαση των Παίδων.

«Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου, βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα./ Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου! Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!» Στους εφηβικούς του στίχους διαφαίνεται ο λυρισμός και η αισιόδοξη νότα που χαρακτήριζε τα νιάτα του. Αποφοίτησε από το 1ο Γυμνάσιο Χανίων με «Λίαν Καλώς» το 1913.

Ο Καρυωτάκης (αριστερά) και η Πολυδούρη (δεξιά).

Τον Απρίλιο του 1922 γνώρισε την τρυφερή «μποέμισσα»  Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Η νεαρή ποιήτρια γοητεύτηκε από τον μελαγχολικό νέο με την πνευματική οξύτητα.

Για εκείνη ο Καρυωτάκης ήταν η γενεσιουργός αιτία για τα τραγούδια της, ήταν η εξιδανίκευση του Έρωτα. Μα κι ο Καρυωτάκης μάταια πάσχιζε να αντισταθεί στα γεμάτα λυρισμό μάτια της Μαρίας.

Η σχέση τους ήταν έντονη, χωρίς όμως να ολοκληρωθεί ποτέ. Η σύφιλη από την οποία έπασχε ο ποιητής, δεν επέτρεψε την ευόδωση του δεσμού τους. Ακόμα κι όταν η ποιήτρια- σε μία ανήκουστη για την εποχή πρότασή της-  τον ζήτησε σε γάμο, εκείνος αρνήθηκε, πληγώνοντας έτσι τα ευγενή της συναισθήματα. Σε επιστολή που της έστειλε την 1η Ιουνίου 1922 της έγραφε:

«Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ’ αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ’ αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ν’ αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;» και υπέγραφε: «Με χίλια φιλιά, Κ.».

Όμως, τους χώριζε η άβυσσος της αρρώστιας. Αποκαρδιωμένη η Πολυδούρη αρραβωνιάστηκε, απόφαση που μετάνιωσε γρήγορα και ταξίδεψε για να βρει καταφύγιο στο Παρίσι. Όταν η ποιήτρια έπασχε από φυματίωση, ο αγαπημένος της την επισκέφθηκε στο σανατόριο «Σωτηρία», λίγο πριν να φύγει για Πρέβεζα. Οι αγεφύρωτες διαφορές τους ξηλώσαν τα συναισθηματικά δεσμά που έδεναν τους νέους. Όταν η Πολυδούρη πληροφορήθηκε τον θάνατο του αγαπημένου της κατέρρευσε συναισθηματικά και ψυχολογικά. Δύο χρόνια πριν «σβήσει», όπως οι «Τρίλλιες» της,  του εξομολογήθηκε τον απόλυτο έρωτά της σε ένα ποίημα που θεωρείται ο ύμνος στον έρωτα:

«Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα/ γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη/ στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη/ μένα ἡ ζωή πληρώθη. / Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα./ Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες/ ἔζησα, νά πληθαίνω/ τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες/ κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω/ μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες.»

Οι Σπουδές, η Επαγγελματική Πορεία και η Ποίηση του Καρυωτάκη

Ποίημα ”Αισιοδοξία”, ένα από τα τελευταία ποιήματα του Κ. Καρυωτάκη.

Ο Κώστας Καρυωτάκης το 1913 εγγράφεται στη Νομική Σχολή των Αθηνών, από την οποία αποφοιτά με «Λίαν Καλώς» το 1917, ενώ έχει ήδη, από το 1916, δημοσιεύσει ποιήματά του σε περιοδικά και σε εφημερίδες , όπως το «Ελλάς», το  «Παρνασσός» και η «Ακρόπολη». Στην τελευταία μάλιστα, αποσπά την επαινετική κριτική του Βλάση Γαβριηλίδη.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδίδεται τον Φεβρουάριο του 1919 και ο τίτλος της φέρει σπαρακτικό περιεχόμενο «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων». Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, τελικά, δε στέφεται από θερμές κριτικές. Το ανήσυχο πνεύμα του δεν του επιτρέπει να τα παρατήσει όμως. Έτσι τον ίδιο χρόνο ξεκινάει τη συνεργασία του με το «Νουμά» και την έκδοση της «Γάμπας», του σατυρικού του περιοδικού.

Μόνο έξι τεύχη του δημοσιεύονται, καθώς ο τίτλος του κατάσχεται. Παράλληλα γράφτηκε και στη Φιλοσοφική Σχολή, όμως δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του.  Φαίνεται πως, αρχικά, ήλπιζε να σταδιοδρομήσει ως δικηγόρος.  Σαν διαπίστωσε όμως, ότι δε θα είχε επαγγελματική αποκατάσταση, στράφηκε στο δημόσιο.

Το 1920, μετά την στράτευσή του,  διορίστηκε υπάλληλος στη Νομαρχία της Θεσσαλονίκης και έτσι βρέθηκε κοντά στους γονείς του. Η αναγνώριση του έργου του επισφραγίστηκε με τη βράβευσή του για την ανέκδοτη συλλογή «Τραγούδια της Πατρίδας» στον Φιλαδέλφιο Διαγωνισμό. Τον Ιούλιο, μετά από δίμηνη παραμονή στην Κρήτη σε αναρρωτική άδεια έγραψε το μονόπρακτο «Ο Άρρωστος» και πήρε απαλλαγή από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις για λόγους υγείας. Σειρά για εκείνον είχαν οι Νομαρχίες της Σύρου, της Άρτας και της Αθήνας.

Σπάνια φωτογραφία με τον Καρυωτάκη στο στρατό.

Στο μεσοδιάστημα, η μοναξιά καθοδηγούσε την πένα του Καρυωτάκη στη συγγραφή της δεύτερης ποιητικής του συλλογής· τα «Νηπενθή» εκδόθηκαν το 1921.  Για να αποφύγει τις μεταθέσεις, που τον κατέτρυχαν από την παιδική του ηλικία, μετατάχθηκε στο Υπουργείο Πρόνοιας και Αντιλήψεως το 1923 και υπηρέτησε τη θέση του με ζήλο. Τον Απρίλιο έγραψε το ποίημα « Ωχρά Σπειροχαίτη», το οποίο φέρει το όνομα του βακτηρίου της σύφιλης, αρρώστιας που είχε προσβάλει τον ποιητή:

 

«Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικά
βιβλία, οι αιματόχρωμες εικόνες τους, η φίλη
που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
ωραίο κι ό,τι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείλη…   

Tο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για νά ‘μπει σαν κυρία
η Tρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Tώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.»

Χρησιμοποίησε τις άδειές του για να ταξιδέψει στο εξωτερικό σε Ιταλία, Γερμανία, Ρουμανία και Γαλλία, λες και προσπαθούσε να ξεφύγει από το «ψυχοπλάκωμα» που τον συνόδευε σε κάθε βήμα στη ζωή του. Τον Δεκέμβριο του 1926 συνεργάστηκε με την «Κυριακή» του «Ελεύθερου Βήματος» και δύο ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται στην ανθολογία του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου και του Π. Χάρη «Διάλογοι και ποιήματα για παιδιά».

Άγνωστη φωτογραφία με τον Κ. Καρυωτάκη.

Τον Δεκέμβριο του 1927, ενώ συνεργαζόταν με τη «Νέα Εστία»,  εξέδωσε την τελευταία ποιητική του συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες». Το 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα, όπου υπέστη διώξεις από τους ανωτέρους του, με αποτέλεσμα να λάβει δυσμενή μετάθεση για την Πρέβεζα στις 18 Ιουνίου 1928. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή του «Η ζωή του» και το ποίημα «Πρέβεζα». Η επαρχιακή αυτή πόλη έμελλε να είναι ο τελευταίος σταθμός του Καρυωτάκη. Σε ηλικία 32 ετών επέλεξε να δώσει εκεί ένα αξιοπρεπές τέλος στη ζωή του.

«Περπατώντας αργά στην προκυμαία
“Υπάρχω” λες κι ύστερα “Δεν υπάρχεις”.
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς ένας πέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία»

Τα χαρακτηριστικά της Ποίησης του Καρυωτάκη

Ο Κώστας Καρυωτάκης είναι ο κύριος εκπρόσωπος της μεσοπολεμικής γενιάς. Ζει τον απόηχο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και είναι μάρτυρας του δράματος της Μικρασιατικής καταστροφής. Η γενιά αυτή χαρακτηρίζεται από παραίτηση και αίσθηση του ανικανοποίητου, της διάλυσης, ανία και απογοήτευση. Ανήκει στους εκπροσώπους του νεοσυμβολισμού. Η γενιά αυτή, αποκαρδιωμένη ψυχικά καταφεύγει στη σαρκαστική καταγραφή των μύχιών της, όμως η λύτρωση καταλήγει σε αδιέξοδο.

Ο Καρυωτάκης, άνθρωπος ευαίσθητος και οξύνους, αδυνατεί να προσαρμοστεί στις συνθήκες της πραγματικότητας. Η ποίησή του είναι σοβαρή, χωρίς συναισθηματισμούς. Κυριαρχείται από τη ματαιότητα και τον πεσιμισμό. Ανήμπορος να κερδίσει τη ζωή, πικραμένος από την αρνητική κριτική και απογοητευμένος από την κοινωνία, καταλήγει μισάνθρωπος και σατιρικός. Ο πικρός αυτοσαρκασμός που αναδίδει η ποίησή του μετουσιώνεται σε εξόδιο ακολουθία, χωρίς κάθαρση. Οι διαρκείς μεταθέσεις και το στίγμα της ασθένειάς του τον αποδυναμώνουν καθημερινά. Η απαισιοδοξία και η παραίτησή του τον εξωθούν στην αυτοχειρία.

Ο Κώστας Καρυωτάκης δημιούργησε το δικό του λογοτεχνικό ρεύμα, τον καρυωτακισμό. Επηρέασε την ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του Γιώργιου Σεφέρη και πολλών ακόμα. Μετά το θάνατό του η επαινετική κριτική που δέχθηκε το έργο του τού χάρισε μία θέση στο Πάνθεον των Ελλήνων ποιητών.

Ο Επίλογος γραμμένος από τον Καρυωτάκη

Το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου 1928 ο Κώστας Καρυωτάκης απόλαυσε το αναψυκτικό του στο παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» στην Πρέβεζα. Προκάλεσε την κατάπληξη του καφεπώλη, καθώς άφησε φιλοδώρημα 75 δραχμές για μία βυσσινάδα που κόστιζε μόλις 5 δραχμές. Ζήτησε ένα τσιγάρο και ένα φύλλο χαρτί και έγραψε:

 «Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγωδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περισσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι’ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.»

Αυτή είναι η έναρξη του τελευταίου σημειώματος του Καρυωτάκη. Το σημείωμα αυτό όπως και η «τελευταία πράξη» της ζωής του ποιητή έχουν αποτελέσει αντικείμενα έρευνας για τους ειδικούς για την εξιχνίαση των ακριβών αιτιών του θανάτου του. Πίσω από αυτές τις λέξεις ο ίδιος ο Καρυωτάκης, σκιαγραφώντας τον χαρακτήρα του μας αποκαλύπτει ότι ήταν άνθρωπος ξεχωριστής ιδιοσυγκρασίας, όχι όμως δύστροπος.

Παράλληλα, αποτάσσεται ό,τι σχετίζεται με την δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα. Ο λόγος ίσως είναι πως ο Καρυωτάκης ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση και συχνά υπέγραφε με ψευδώνυμο δημοσιεύματα που αποκάλυπταν οικονομικές αυθαιρεσίες του Υπουργού και την αναξιοκρατία του πολιτικού καθεστώτος. Γι’ αυτό και η δυσμενής μετάθεση στην Πρέβεζα, όπου και από τη νέα του θέση φαίνεται ότι αναμετρήθηκε με τον Νομάρχη, καθώς καπηλευόταν τις περιουσίες για την αποκατάσταση των προσφύγων.

Όμως δεν ήταν αυτή η αιτία που όπλισε το χέρι του ποιητή.

«Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά.» Συνεχίζει στο σημείωμα που βρέθηκε στην τσέπη του την ημέρα του θανάτου του. Ο Καρυωτάκης στα τελευταία του λόγια κατακεραυνώνει και την κοινωνία, την βολεμένη, της απάθειας: «Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ’ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.» Ο μελαγχολικός ποιητής, τσακισμένος από την παρακμή της εποχής, προδομένος από την ιστορία και παρακολουθώντας με πικρία το προσφυγικό δράμα, είχε διαπιστώσει την απονέκρωση των ιδανικών.

Χειρόγραφο σημείωμα του Καρυωτάκη στις 27 Απριλίου.

Το απογοητευτικό τέλμα όμως, της Ελλάδας – ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά- συμπίπτει με την ανακοίνωση της φρικτής ασθένειας του ιδίου:

«Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές, εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος. Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας Κ.Γ.Κ.».

Η εξέλιξη της «ώχρας σπειροχαίτης» ήταν το ψυχιατρείο. Ο ποιητής δε μπορούσε να δεχθεί ότι το τέλος του θα ήταν τόσο απογοητευτικό και τόσο ατιμωτικό για την οικογένειά του. Το στίγμα που άφηνε η σύφιλη στο σώμα συνοδευόταν και από το κοινωνικό στίγμα. Γι’ αυτό ο ποιητής δε νυμφεύθηκε την Πολυδούρη και γι’ αυτό επέλεξε την αυτοχειρία. Για να γλιτώσει τους δικούς του ανθρώπους από την κοινωνική κατάκριση.

« Καὶ γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου.», είναι το υστερόγραφο του ποιητή. Τα τελευταία του λόγια αυτά ας τα “σχολιάσει” ο ιστοριογράφος Ξενοφών: «θεωρώ αξιοθαύμαστο το εξής χαρακτηριστικό του ανδρός, ότι και τη στιγμή που ο θάνατος ήταν δίπλα του δεν έχασε ούτε την αυτοκυριαρχία ούτε το χιούμορ του.» (Ελληνικά, Βιβλ. 2, Κεφ.3,56)

Έφυγε από το καφενείο αποφασισμένος να δώσει το τέλος που είχε επιλέξει ο ίδιος.  Ένα τέλος τιμητικά «ατιμωτικό», καθώς κάτω από έναν φοίνικα στην παραλία, φορώντας το κουστούμι του και το ψαθάκι του, βρήκε τη γαλήνη και τη λύτρωση που πάσχιζε να βρει η καρδιά του μέσα από την ποίηση.

Ένας “Επικήδειος” από τον Ρίτσο για τον Καρυωτάκη

Προτομή Καρυωτάκη στην Τρίπολη.

Ο Καρυωτάκης, αποκαμωμένος από την σωματική κατάπτωση, ψυχικά εξουθενωμένος από το μαρασμό των αξιών της εποχής, ανήμπορος να ελευθερώσει την καρδιά του, ώστε να αγαπήσει, «ξεγέλασε» το αδιέξοδο κάνοντας το απονενοημένο διάβημα. Κέρδισε έτσι, την αθανασία κι ένα αξιοπρεπές τέλος. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, αφιερώνοντας το ποίημά του «Ποιητές» στον Καρυωτάκη, κατέγραψε με τον πιο γλαφυρό τρόπο το πλαίσιο του θανάτου και της μοναξιάς που βρέθηκε ο φίλος του. Ας αφήσουμε λοιπόν αυτούς τους στίχους να μας μιλήσουν για την κατάσταση του ποιητή του αδιεξόδου, Κώστα Καρυωτάκη:

«μιὰ εὐαισθησία μας συνοδεύει ὑστερική,
ποὺ μᾶς πικραίνει ἕνα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
μακριὰ ἕνα σύννεφο μαβί. Χιμαιρικὴ
τὴ ζωή μας λέμε καὶ δὲν ἔχουμ᾿ ἕνα φίλο.

Μένουμε πάντα σιωπηλοὶ καὶ μοναχοί,
ὅμως περήφανα στὰ βάθη μας κρατοῦμε
τὸ μυστικό μας θησαυρό, κι ὅταν ἠχεῖ
ἡ βραδινὴ καμπάνα ἀνήσυχα σκιρτοῦμε.»

 

Νικολέτα Μιχαλοπούλου για την ομάδα του filologika.gr


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω.

Η Ομάδα του filologika.gr

Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!

0
Would love your thoughts, please comment.x