Ηλίας Βενέζης: Η φωνή της Αιολίδας
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ: Η φωνή της Αιολίδας
Γεννημένος στις 4 Μαρτίου του 1904 στο Αϊβαλί (Αρχαίες Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας, ακριβώς απέναντι από το νησί της Λέσβου, ο Ηλίας Βενέζης (πραγματικό όνομα Ηλίας Μέλλος) θα συνδέσει το πεζογραφικό του έργο με την τραγικότερη εθνική περιπέτεια του εικοστού αιώνα, τη μικρασιατική καταστροφή και θα αναδειχτεί σε έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους της Γενιάς του ’30. Θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στην Αθήνα, στις 3 Αυγούστου του 1973.
Τα παιδικά χρόνια…
Γιος του Μιχαήλ Μέλλου, με καταγωγή από την Κεφαλλονιά και της Βασιλικής Γιαννακού Μπιμπέλα, από τη Μυτιλήνη, ο Ηλίας θα ζήσει τα παιδικά του χρόνια μαζί με τα έξι αδέρφια του (Ανθίππη, Σοφία, Λένα, Άρτεμη, Αγάπη, και Θάνο) στο Αϊβαλί, απ’ όπου αντίκριζε τα σκληρά βουνά, τα Κιμιντένια, που παραμέρισαν, όπως αφηγείται ο ίδιος στο μυθιστόρημά του Αιολική Γη (1943), μπρος στο παιχνίδι της αρμονίας και της σιωπής των κυμάτων του Αιγαίου με το φως, κι έτσι δημιουργήθηκε η όμορφη πατρίδα του.
Ας κάμουμε κι εμείς έναν τόπο γαλήνης στη γη της Αιολίδας,
που να’ ναι σαν το νησί!
Αιολική Γη
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια χωρίζεται. Η μητέρα του Βασιλική και τα πέντε παιδιά – ανάμεσά τους και ο Ηλίας – καταφεύγουν στη Μυτιλήνη. Ο πατέρας όμως και η μία του αδερφή αποκλείονται στη Μικρά Ασία. Στη Μυτιλήνη, ο Ηλίας θα γραφτεί στο Γυμνάσιο, αλλά τις γυμνασιακές του σπουδές θα τις ολοκληρώσει στο Αϊβαλί, όπου θα επιστρέψουν το 1919 και θα ξανασμίξουν. Δυστυχώς, σε αυτό το μεσοδιάστημα της παραμονής τους στη Μυτιλήνη, πεθαίνει η αδερφή του Άρτεμη από την επιδημία της ισπανικής γρίπης.
Μα δε γράφουνται έτσι, με ίσιες γραμμές οι μοίρες των ανθρώπων. Δε γράφουνται πάντα έτσι, κι αν ακόμα οι άνθρωποι λέγονται Στέφανοι. Στο Αιγαίο φυσούν σπιλιάδες, φυσούν μελτέμια, όλοι οι άνεμοι. Φυσούν χωρίς τάξη, χωρίς μέτρο. […] Παίζουν οι άνεμοι, παίζουν τα κύματα, παίζει ο Θεός με τους ανθρώπους.
Αιολική Γη
Τα ελληνικά στρατεύματα είχαν ήδη αποβιβαστεί στα παράλια της Μικράς Ασίας. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τότε την τραγωδία που θα επακολουθούσε τρία χρόνια μετά. Την αντίθεση αυτή ανάμεσα στην ήρεμη αγροτική ζωή της υπαίθρου και το αναπάντεχα βίαιο ξέσπασμα του πολέμου αφηγείται ο Βενέζης στην Αιολική Γη. Στο μυθιστόρημα αυτό, ο συγγραφέας αναπλάθει μυθιστορηματικά την ιστορία της οικογένειάς του, με έντονα και αρχετυπικά αποτυπωμένες τις μορφές του παππού Γιαννακού Μπιμπέλα και της γιαγιάς Δέσποινας. Εκεί, κάτω από τα Κιμιντένια, στο υποστατικό του παππού, τα παιδιά μαθαίνουν τα μυστικά της άγριας φύσης και συνδέονται ή καλύτερα συμπλέκονται μαζί της σε ένα αξεχώριστο υφάδι παραμυθιού, όπου άνθρωποι, δέντρα και ζώα είναι ένα. Μαζί με αυτούς τους απλούς καθημερινούς ήρωες συνυπάρχουν και κυνηγοί, ληστές και κοντραμπατζήδες (λαθρέμποροι). Η ατρόμητη φύση τους, η αγριωπή όψη τους και τα μη αγαθά κίνητρά τους έχουν ένα ισχυρό αντίβαρο που αντισταθμίζει κάθε κακό· την τιμή.
«…τα ηρωικά τους κατορθώματα παίρνουν κατά κάποιο τρόπο χαρακτήρα τελετουργικό – ολοκληρώνοντας μια γοητευτική εικόνα ζωής που ο πόλεμος την κατέστρεψε για πάντα.»
Times (Λονδίνο 1950)
Σε ηλικία 18 ετών και μόλις είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, ο Ηλίας βιώνει ο ίδιος με τον πιο εφιαλτικό τρόπο τη φρίκη του πολέμου. Οι Τούρκοι του Κεμάλ τον αιχμαλωτίζουν, παρά τις προσπάθειες των δικών του να τον κρύψουν, και τον οδηγούν στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Ανατολίας.
Τάγματα εργασίας
Είναι Σεπτέμβριος του 1922. Το ελληνικό μέτωπο έχει καταρρεύσει και τα στρατεύματα υποχωρούν ατάκτως προς τα μικρασιατικά παράλια. Οι οικογένειες μπαρκάρουν όπως όπως με τα ξένα πλοία για να γλιτώσουν από το μένος των νικητών. Τα γυναικόπαιδα και οι άντρες άνω των 45 ετών είναι το σάπιο εμπόρευμα. Οι υπόλοιποι άνδρες, από 18 έως 45, αιχμαλωτίζονται, φυλακίζονται και όσοι γλιτώνουν από το «ξάφρισμα» στέλνονται στα τάγματα εργασίας (τα γνωστά και ως «αμελέ ταμπουρού»), τα οποία συγκροτούσαν οι Τούρκοι από αλλοεθνείς στρατεύσιμους. Εκεί, οι αιχμάλωτοι έσπαζαν πέτρες, άνοιγαν δρόμους και επισκεύαζαν γέφυρες που είχε καταστρέψει ο ελληνικός στρατός στο πέρασμά του. Ανάμεσά τους, ωστόσο, συγκαταλέγονταν και άτυχες γυναίκες, ακόμα και μικρά παιδιά που δεν είχαν προλάβει να μπαρκάρουν.
Οι Έλληνες σκλάβοι κινούνταν προς το εσωτερικό της Τουρκίας, με το μαρτύριο της δίψας και της πείνας πάντα παρόν, ξεγυμνωμένοι από ρούχα και παπούτσια, με τις επιδημίες να τους θερίζουν, με βιασμούς, βασανιστήρια και κάθε είδους εξευτελιστικές αγριότητες να τους ξεμακραίνουν από οποιοδήποτε ίχνος ελπίδας. Σε αυτή τη μελλοθάνατη πομπή, ο άνθρωπος έχανε την προσωπικότητά του, έπαυε να έχει ταυτότητα, γινόταν θηρίο. Αν επιβίωνε κι έφτανε στο τάγμα, έπαιρνε για «έπαθλο» ένα νούμερο. Ο Ηλίας ήταν Το νούμερο 31328. Το νούμερο αυτό ήταν χαραγμένο σε μια σιδερένια πλακέτα που την είχε περασμένη στο χέρι του σαν βραχιόλι. Για τον Ηλία ήταν ένα τεκμήριο ύπαρξης και ταυτότητας – είμαι κάποιος – και την είχε μαζί του σε όλη του τη ζωή.
Κοντεύαμε σε μια πηγή. Μας κρατούσαν καμιά εικοσαριά μέτρα αλάργα. Οι στρατιώτες πήγαιναν διαδοχικά, πίνανε, πότιζαν τ΄ άλογα, γέμιζαν τα παγούρια τους. Πίναν με τις χούφτες. Βλέπαμε το νερό που ξέφευγε και χυνόταν απ’ τα στόματά τους. Όλα τα κορμιά γέρναν προς αυτή τη φευγαλέα καθαρή γραμμή που σκορπούσε καταγής. Ακούγαμε τον ήχο της. Τον ακούγαμε. Με μάτια γεμάτα πυρετό γέρναμε προς τα εκεί. Έτσι όπως γέρνουν τα διψασμένα δέντρα.
- Έλεος!
«Το Νούμερο 31328»
Δεν πρόκειται για μια ανάπλαση μπολιασμένη με την μυθιστορηματική του φαντασία, αλλά για την τραχιά καταγραφή της πραγματικά οδυνηρής εμπειρίας του ως αιχμαλώτου, που, ωστόσο, μέσα στις σελίδες του, δεν ξεχωρίζει τον Έλληνα από τον Τούρκο, αλλά κάθε άνθρωπο που υφίσταται την εκδικητικότητα και το μίσος στην πιο απάνθρωπη έκφρασή τους.
Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του Βιβλίου της Σκλαβιάς (άλλο όνομα του Νούμερου 31328), ο Χίτλερ ανεβαίνει στην εξουσία, στην καρδιά της Ευρώπης, και η ανθρωπότητα θα γνωρίσει νέα πιο άγρια «αμελέ ταμπουρού». Στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου (1945), ο ίδιος ο Βενέζης σημειώνει:
«Ξαναγύρισα στο βιβλίο τούτο, το έζησα, το ξανάζησα δουλεύοντάς το επίμονα τρεις φορές χωρίς να πειράξω τον τραχύ χαρακτήρα του. Και είδα τότε μες στη φοβερή άνοιξη και στο καλοκαίρι του 1944 πόσο Το νούμερο 31328, γραμμένο έπειτα από ένα μεγάλο πόλεμο, πόσο είχε συγγένεια αίματος, συγγένεια ύφους, είκοσι χρόνια αργότερα, με τις μέρες του νέου μεγάλου πολέμου.»
Η λεύτερη ζωή
Μετά από 14 μήνες αιχμαλωσίας, ο Ηλίας ήταν ανάμεσα στους 23 τυχερούς άνδρες, σε σύνολο 3.000 αιχμαλώτων από το Αϊβαλί, που επέστρεψαν. Τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωσή του τα περνά στη Μυτιλήνη, όπου γράφει και Το Νούμερο 31328. Ήταν μόλις 20 ετών. Το βιβλίο εκδίδεται από τον Φεβρουάριο του 1924 σε συνέχειες στην εφημερίδα Καμπάνα του Στρατή Μυριβήλη. Τότε γράφει και ο Μυριβήλης τη Ζωή ἐν τάφῳ και είναι η πρώτη φορά που Έλληνες συγγραφείς μιλούν για τον πόλεμο χωρίς υπεκφυγές. Ήταν η εποχή της λεγόμενης «Λεσβιακής Άνοιξης». Στη Μυτιλήνη έμεινε 8 χρόνια και εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Εν τω μεταξύ, συνεχίζει να γράφει και το 1927 βραβεύεται από τη Νέα Εστία για το διήγημά του Ο θάνατος. Την ίδια χρονιά βραβεύεται από τον ίδιο εκδοτικό οίκο και ο φίλος του Μ. Καραγάτσης. Το 1931 εκδίδεται για πρώτη φορά ως βιβλίο Το Νούμερο 31328.
Στην Αθήνα εγκαθίσταται το 1932, όπου διορίζεται υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε όλη του τη ζωή ήταν ευγνώμων για την εργασιακή του θέση, καθώς του εξασφάλιζε την υλική και ψυχική ισορροπία π
ου αποζητούσε ως πρόσφυγας. Το 1939 παντρεύεται τη Σταυρίτσα Μολυβιάτη και αποκτούν τη μοναχοκόρη τους Άννα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του ο Βενέζης ήταν ένας λαμπερός άνθρωπος, κοινωνικός, εγκάρδιος και με θετική σκέψη. Μόνο στα βιβλία του μετέφερε την οδύνη του.
Το τρίτο του βιβλίο με το οποίο ολοκληρώνει την Τριλογία του για τη μικρασιατική καταστροφή είναι η Γαλήνη (1939), το οποίο βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και με Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών. Μάλιστα το Κρατικό Βραβείο το μοιράστηκε την ίδια χρονιά με τον Στρατή Μυριβήλη, ο οποίος βραβεύτηκε για το Γαλάζιο βιβλίο. Αυτή η μοιρασιά πλήγωσε τον εγωισμό του Μυριβήλη και έκτοτε η φιλία τους κλονίστηκε. Ήρωες της Γαλήνης είναι μια ομάδα προσφύγων από τη Μικρασία που εγκαθίσταται στην έρημη γη της Αναβύσσου. Καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να ριζώσουν και να κάνουν όχι μόνο τη γη να ανθίσει αλλά και τα όνειρά τους.
Η πικρία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των ζωντανών οργανισμών. Γιατί αυτοί ζητούν πολλά απ’ τη ζωή, και η ζωή τις περισσότερες φορές δίνει λίγα. Με τα λίγα μπορούν να ευτυχούν μόνο όσοι γέρασαν, – σωματικά και ψυχικά, – επειδή αυτοί, μη έχοντας να περιμένουν τίποτα, είναι ευχαριστημένοι με τα ψίχουλα του δρόμου. Γι’ αυτό και οι πικραμένοι άνθρωποι είναι στο βάθος οι πιο αισιόδοξοι: επειδή σ’ αυτούς έμεινε ακόμα το προνόμιο ν’ αγαπούν, να πιστεύουν στον άνθρωπο και στη ζωή, το προνόμιο να κυνηγούνε χίμαιρες.
Ηλίας Βενέζης, Γαλήνη, Πρόλογος στην τρίτη έκδοση
Τα Ες Ες – Δεύτερη φορά αιχμάλωτος
Ήταν 28 Οκτωβρίου του 1943 όταν τα γερμανικά Ες Ες εισέβαλαν στην Τράπεζα της Ελλάδος και αιχμαλώτισαν τον συγγραφέα. Του είχε ανατεθεί να συντάξει και να εκφωνήσει λόγο για τους συναδέλφους του που χάθηκαν στα βουνά της Αλβανίας. Παρότι η εκδήλωση γινόταν, φυσικά, κεκλεισμένων των θυρών, κάποιος τους πρόδωσε στους Γερμανούς στρατιώτες.
Ο Βενέζης μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ στην πτέρυγα των μελλοθανάτων Μπλοκ C. Eπρόκειτο να εκτελεστεί, αν δε μεσολαβούσαν με συντονισμένες ενέργειες άνθρωποι του τότε πνευματικού κόσμου, ανάμεσά τους και ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του, καθοριστικό ρόλο έπαιξε μία οικογενειακή φίλη της οποίας ο σύζυγος ήταν αξιωματικός της αυλής του Χίτλερ, με τις διαβεβαιώσεις ότι δεν ήταν αντάρτης, αλλά άνθρωπος των γραμμάτων. Η υπόθεση περιεπλάκη ακόμη περισσότερο, όταν το όνομα που είχε δοθεί ήταν το Βενέζης, ενώ η ταυτότητά του έγραφε Μέλλος. Μέσα στη φυλακή έκανε και τις τελευταίες διορθώσεις για την Αιολική Γη, παρότι δεν ήλπιζε σε έκδοσή της. Έτσι, ένα μυθιστόρημα όπου ο συγγραφέας αφηγείται τα χαρούμενα παιδικά του χρόνια, στάθηκε ελπιδοφόρο έρεισμα στις δύσκολες ώρες της δεύτερης αιχμαλωσίας του. Το βιβλίο εκδόθηκε δύο εβδομάδες μετά την απελευθέρωσή του, τον Δεκέμβριο του 1943, σκορπίζοντας στους απελπισμένους συμπατριώτες του υπαινιγμούς ελπίδας και ελευθερίας.
Ένας πολυπράγμων ακαδημαϊκός – Γαλήνη
Ο Βενέζης εκλέχτηκε ακαδημαϊκός σε ηλικία 53 ετών (1957). Τότε, παραιτήθηκε από τη θέση του ως τραπεζικός με τον βαθμό του υποδιευθυντή, και ξεκίνησε τη δραστηριότητά του στον χώρο των τεχνών και του πολιτισμού. Διετέλεσε δύο φορές διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και της Λυρικής Σκηνής, πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, ιδρυτικό μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που με το ομώνυμο βραβείο της ανέδειξε το μεταπολεμικό μυθιστόρημα, και είχε δική του ραδιοφωνική εκπομπή στο ΕΙΡ (Εθνικό Ιστορικό Ραδιόφωνο).
Έγραφε νωρίς το πρωί πριν πάει στη δουλειά του σε ένα μικρό τραπέζι. Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν τα ταξιδιωτικά Αμερικάνικη Γη και Φθινόπωρο στην Ιταλία, Έξοδος, Ωκεανός και το θεατρικό Μπλοκ C στο οποίο αφηγείται τα γεγονότα της αιχμαλωσίας του από τα Ες Ες. Επίσης, έγραψε το Χρονικό της Τραπέζης της Ελλάδος, ένα εκτενές έργο, τη βιογραφία του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού – Οι χρόνοι της δουλείας, αρκετά διηγήματα και συμμετείχε στο μυθιστόρημα των τεσσάρων (Βενέζης – Καραγάτσης – Τερζάκης – Μυριβήλης). Τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από τον εθνικό και διεθνή κόσμο των τεχνών και των γραμμάτων.
Το ύφος του Βενέζη είναι πολύ προσωπικό, κυρίως κοφτό αλλά και με αρκετές συγκινησιακές και ονειρικές καταστάσεις και ενίοτε εξάρσεις λυρισμού. Ωστόσο, ανήκει στη λεγόμενη μεταβατική ομάδα της Γενιάς του ’30 με όχι εμφανή τα σημάδια μιας τεχνικής ανανέωσης.
Ταυτιζόμενος κατά κάποιον τρόπο με τον μυθιστορηματικό αλλά και αληθινό του παππού Γιαννακό Μπιμπέλα που πήρε λίγο χώμα από την Αιολική Γη και το φύλαξε στον κόρφο του, ο Ηλίας Βενέζης «πότισε» το χώμα αυτό με την πίκρα του ξεριζωμού, τα βάσανα της αιχμαλωσίας, τον αγώνα αφομοίωσης από τη νέα πατρίδα αλλά και την ελπίδα, δίνοντας έτσι λογοτεχνική υπόσταση στην ιδιαιτερότητα της προσφυγικής ψυχής. Όλη του η λογοτεχνική προσπάθεια έχει έναν και μοναδικό στόχο: την ανάδειξη της ανθρωπιστικής ιδεολογίας.
Στο Αϊβαλί δε θέλησε να ταξιδέψει ποτέ. Τον πλήγωνε πάντα ο αποχωρισμός. Ωστόσο, αγάπησε τη δεύτερη πατρίδα του την Κεφαλλονιά, έκανε οικογένεια και αξιώθηκε να δει και εγγόνια. Έφτιαξε ένα μικρό ησυχαστήριο στην Εφταλού της Λέσβου, το οποίο χάρηκε μόνο για πέντε χρόνια, καθώς προσβλήθηκε από καρκίνο του λάρυγγα το 1971 και άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 69 ετών μετά από αξιοπρεπέστατη μάχη με την ασθένειά του.
Θέλησε να ταφεί στον Μόλυβο της Μυτιλήνης, απέναντι από το Αϊβαλί, και να γραφτεί στο μνήμα του αυτό που πάντα επιθυμούσε στη ζωή του:
Γαλήνη
ΠΗΓΕΣ
- Βενέζη Ηλία, Η Αιολική Γη, εκδόσεις Εστία
- Βενέζη Ηλία, Το νούμερο 31328, εκδόσεις Εστία
- Βενέζη Ηλία, Γαλήνη εκδόσεις Εστία
- Vitti Mario, Ιστορία της Νεοελληνικής Γραμματείας
- https://www.lifo.gr/articles/san_simera/127019/i-kori-toy-megaloy-ellina-syggrafea-ilia-venezi-mila-sto-lifo-gr
- Αφιέρωμα από το Αρχείο της ΕΡΤ στον πεζογράφο Ηλία Βενέζη (ert.gr)
- Ο Ηλίας Βενέζης γράφει για τον Αρχιεπ. Δαμασκηνό | iEllada.gr
- ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet (biblionet.gr)
Μαρία Κασιμάτη για την Ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!
Η Ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!