Η Ανομοιογένεια στην Σχολική Τάξη
Ως αφορμή μιας μικρής αποτίμησης στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ένα από τα μείζονα θέματα της σημερινής εποχής, είναι η ανομοιογένεια στην που επικρατεί στην σχολική τάξη. Οι προκλήσεις και οι προτεραιότητες που αντιμετωπίζει η εκπαίδευση είναι πολυπληθείς και σύνθετες. Πλέον, η σύγχρονη σχολική τάξη χαρακτηρίζεται ως «ανομοιογενής», επειδή ο κάθε μαθητής είναι μοναδικός και ξεχωριστός. Οι προκλήσεις εκτείνονται σε όλο το εύρος και τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση ομάδων μαθητών με αυξημένα προβλήματα μάθησης, επικοινωνίας και προσαρμογής, όπως παιδιά παλλινοστούντων ή μεταναστών που μιλούν διαφορετική γλώσσα και προέρχονται από ένα διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον.
Επίσης, αρκετοί μαθητές τυχαίνει να αντιμετωπίζουν κάποιες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, όπως μαθησιακές δυσκολίες, αναπηρίες ή διαταραχές, μέσα σε μια γενική τάξη και αυτό τους διαχωρίζει σε μαθητές τυπικής και μη τυπικής ανάπτυξης. Επομένως, ένα από τα κυριότερα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει το σημερινό σχολείο, είναι η διαφορετικότητα και η πολυπολιτισμικότητα των μαθητών, καθώς αντίστοιχα και ο εκπαιδευτικός έρχεται αντιμέτωπος με μια νέα πραγματικότητα, προσθέτοντας στον ρόλο του αλλά και στο επάγγελμα του, ένα ακόμη επίπεδο δυσκολίας και ευθύνης.
Καταρχάς, μιλώντας για τους μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (special educational needs), αποτελούν συστατικό στοιχείο της σημερινής σχολικής ανομοιογένειας. Συχνά αυτοί οι μαθητές υφίστανται την απόρριψη, τον αποκλεισμό, τον στιγματισμό και την αγνόηση, εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς τους, -εμφανής ή μη εμφανής-. Οι διαφορετικές επιδόσεις, τα διαφορετικά κίνητρα, οι διαφορετικοί στόχοι και προσδοκίες, οι διαφορετικές ικανότητες, ο διαφορετικός δείκτης νοημοσύνης, οι διαφορετικοί τρόποι μάθησης και ο διαφορετικός τρόπος αντίληψης της γνώσης αυτών των παιδιών, συμβάλλουν στην ανάπτυξη του φαινομένου της «ετικετοποίησης» από το γενικότερο εκπαιδευτικό περιβάλλον και ειδικότερα από τους μαθητές του σχολείου. Το εύρος των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών είναι αρκετά μεγάλο και διευρυμένο.
Πιο συγκεκριμένα, στην ευρύτερη κατηγορία των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, συγκαταλέγονται οι σωματικές, νοητικές και αισθητηριακές αναπηρίες, τα χρόνια νοσήματα, οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, όπως η διαταραχή στην ανάγνωση και στην γραπτή έκφραση (δυσλεξία-δυορθογραφία-δυσγραφία-δυσαναγνωσία), η διαταραχή στα μαθηματικά (δυσαριθμησία) ή κάποια άλλη μαθησιακή διαταραχή μη προσδιοριζόμενη. Ακόμη, κάποιοι μαθητές προσχολικής, σχολικής και εφηβικής ηλικίας, μπορεί να αντιμετωπίζουν κάποια διαταραχή όπως την Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής ή και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) ή διαταραχές στον λόγο και στην ομιλία (τραυλισμός), κάποια διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή, όπως η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) ή να βιώνουν κάποια ψυχική διαταραχή, όπως η διαταραχή μετατραυματικού στρες, η διαταραχή προσκόλλησης, οι αγχώδεις διαταραχές, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, η καταθλιπτική διαταραχή, η διπολική διαταραχή, η ψυχογενής βουλιμία ή νευρική ανορεξία και η διαταραχή διαγωγής, δηλαδή, τα γνωστά προβλήματα συμπεριφοράς και παραβατικότητας. Τέλος, είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί ότι, στην κατηγορία των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών δεν συγκαταλέγονται οι μαθητές με χαμηλή σχολική επίδοση που συνδέεται αιτιωδώς με εξωγενείς παράγοντες (γλωσσικές & πολιτισμικές ιδιαιτερότητες).
Ωστόσο, στις σημερινές τάξεις, με βάση και τα στατιστικά δεδομένα, δεν συναντάει κανείς μόνο μαθητές που ανήκουν στην ομάδα των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών. Πλέον, ένας μεγάλος αριθμός των μαθητών αντιστοιχεί και στους δίγλωσσους-πολύγλωσσους μαθητές αλλά και στους ξενόγλωσσους, οι οποίοι τείνουν να γίνουν και αυτοί δίγλωσσοι. Μια ξεχωριστή κατηγορία, επίσης, αποτελούν και οι παλιννοστούντες μαθητές (μαθητές που έχουν επιστρέψει στην πατρίδα τους ύστερα από μακρόχρονη απουσία). Έτσι, μια τάξη παύει πλέον να θεωρείται μονοδιάστατη και παίρνει μια πολυδιάστατη και πολυσχιδής μορφή, μέσα από το πρίσμα της πολυπολιτισμικότητας και της διαπολιτισμικότητας (multiculturalism/intercultural).
Ιστορικά, η πολυπολιτισμικότητα αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση παγκοσμίως. Δεν είναι ένα φαινόμενο που προκαλείται χωρίς συγκεκριμένη αιτία, αλλά αφορά αλλαγές και εξελίξεις σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό ή πολιτισμικό επίπεδο, οι οποίες πυροδοτούν μετακινήσεις του πληθυσμού, κι΄ έτσι οι μετανάστες ή οι πρόσφυγες καλούνται να συμβιώσουν στον ίδιο χώρο με τον ήδη υπάρχοντα πληθυσμό. Στις σημερινές πολυπολιτισμικές κοινωνίες, η διαπολιτισμική εκπαίδευση αποτελεί την αφετηρία δημιουργίας προϋποθέσεων για την ύπαρξη αλληλεπίδρασης μεταξύ των πολιτισμών. Οι μίξεις αυτών των διαφορετικών πολιτισμών προκύπτουν από το μωσαϊκό, που διακρίνεται εντός των σχολικών τάξεων, με την μεγαλύτερη μερίδα να κατέχουν οι δίγλωσσοι μαθητές. Δίγλωσσος θεωρείται ένας μαθητής που γνωρίζει και μπορεί να χρησιμοποιεί περισσότερες από μια γλώσσες σαν να ήταν κι αυτή η μητρική του. Με λίγα λόγια, ένας μαθητής μπορεί να έχει την ελληνική και τουρκική γλώσσα ως μητρική αλλά να πηγαίνει σε αγγλικό σχολείο και να μιλάει εξίσου ορθά και τα αγγλικά. Σύμφωνα με την ηλικία κατά την οποία κατακτάται μια δεύτερη γλώσσα, η διγλωσσία διαφοροποιείται σε πρώιμη και μεταγενέστερη. Πρώιμη λέγεται όταν η Γ2 μαθαίνεται στην προεφηβική ηλικία και μεταγενέστερη όταν μαθαίνεται σε μια μεγαλύτερη ηλικία. Όσον αφορά τους παλλινοστούντες μαθητές, η υψηλότερη συσσώρευση παρατηρείται κυρίως στο κέντρο των μεγάλων πόλεων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η οξύμωρη κατάσταση κατά την οποία οι Έλληνες μαθητές, εκείνων των σχολείων, να αποτελούν την μειοψηφία. Μάλιστα, στο κέντρο της Αθήνας το ποσοστό αυτό αγγίζει το 75%.
Σύμφωνα με τις απόψεις των εκπαιδευτικών το επίπεδο της ελληνομάθειας των δίγλωσσων μαθητών, ανεξαρτήτως τόπου γεννήσεως, είναι υψηλό μόνο σε επικοινωνιακό επίπεδο, καθώς στη χρήση γραπτού λόγου, κατανόησης και αντίληψής ενός κειμένου, είναι αρκετά χαμηλό, ελλιπές και παρουσιάζει σημαντικά ελλείμματα. Οι ρίζες αυτού του προβλήματος είναι ποικίλες και ξεκινούν από την απάθεια του ελληνικού σχολείου να προσφέρει κάτι επιπλέον σε αυτούς τους μαθητές εκτός από το αναλυτικό πρόγραμμα. Ακόμη, η έλλειψη ειδικών μέτρων στήριξης και μέριμνας από την ελληνική πολιτεία σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια του προγράμματος, πλήττει εκτός από τους ξενόγλωσσους μαθητές και τους πολίτες του ίδιου το κράτους. Συνέπεια όλων αυτών των παραγόντων, είναι η σημερινή παιδεία να βρίσκεται χωρίς συντονισμένα μέτρα και μεθοδική οργάνωση με αποτέλεσμα να αδυνατεί να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των μαθητών, αμβλύνοντας έτσι τις διαφορές τους.
Ο ρόλος του σημερινού εκπαιδευτικού είναι καταλυτικός και σπουδαίος για την καλύτερη δυνατή φοίτηση των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες αλλά και των δίγλωσσων μαθητών, για την σχολική τους επιτυχία, εξέλιξη αλλά και την ενσωμάτωσή τους στο ευρύτερο σχολικό περιβάλλον. Γι’ αυτό τον λόγο, ο εκπαιδευτικός σε συνεργασία με τους γονείς των παιδιών αλλά και με τους ειδικούς επαγγελματίες του σχολείου (ενισχυτική διδασκαλία, ενισχυτικά προγράμματα στήριξης αλλοδαπών μαθητών), οφείλει να υποστηρίζει και να βοηθά αυτούς τους μαθητές, δημιουργώντας ένα διαφοροποιημένο και εξατομικευμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, ανάλογα με τις ανάγκες και τις ικανότητές τους, καθώς και να συμβάλλει στην έγκυρη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της σχολικής κοινότητας για τα θέματα των ειδικών αναγκών που τυχαίνει να αντιμετωπίζουν κάποιοι μαθητές καθώς και των γλωσσικών δυσκολιών, που προκύπτουν από τους ξενόγλωσσους μαθητές. Η δημιουργία κατάλληλων προϋποθέσεων και συνθηκών είναι εξαιρετικά σημαντικές για την ενδυνάμωση της διδασκαλίας και της μάθησης μέσα σε μια ανομοιογενή τάξη. Προσεγγίζοντας αυτά τα παιδιά με ενδιαφέρον, αγάπη και σεβασμό, ο εκπαιδευτικός βοηθάει στην ανέλιξη των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων τους. Επιπροσθέτως, ο εκπαιδευτικός οφείλει να προσφέρει ευκαιρίες και κίνητρα για ενεργή συμμετοχή, αλληλεπίδραση και κοινωνικοποίηση για τους συγκεκριμένους μαθητές, μέσα από ομαδικές και ατομικές δραστηριότητες εντός και εκτός μαθήματος, δίνοντας έμφαση και αναδεικνύοντας τις σπάνιες μεμονωμένες ικανότητες που έχουν οι μαθητές με ιδιαιτερότητες, γνωστές ως «σοφή λειτουργικότητα».
Επιπλέον, οι συχνές ανατροφοδοτήσεις καθώς και οι επιβραβεύσεις σε κάθε τους προσπάθεια και θετική συμπεριφορά, είναι πολύ σημαντικές για την εξέλιξη των παιδιών. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να ενθαρρύνουν τους μαθητές, ώστε να εμπλέκονται ενεργά στην μαθησιακή διαδικασία, να είναι μέρος αυτής και να μην τους αποθαρρύνουν εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων και των δυσκολιών τους. Ο εκπαιδευτικός μπορεί να χρησιμοποιεί εναλλακτικούς τρόπους μάθησης, όπως ψηφιακό και οπτιακουστικό υλικό και λιγότερο τα κοινά σχολικά εγχειρίδια, ώστε να διεγείρουν το ενδιαφέρον αυτών των μαθητών και να αυξήσουν την δημιουργικότητα τους κατά την εκπαιδευτική διαδικασία.
Εν κατακλείδι, είναι φανερό πως η σημερινή σχολική πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από μια «ανομοιογένεια». Το σχολείο οφείλει να επωμιστεί την ευθύνη της ανατροφής και της εκπαίδευσης των μαθητών, ανεξαρτήτως φύλου, χρώματος, θρησκείας ή εκπαιδευτικής ανάγκης με τα κατάλληλα εφόδια, ώστε όλοι οι μαθητές να είναι ικανοί να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους, τα οποία θα τους παρέχονται από μία κοινωνία αποδοχής, αναγνώρισης, δικαίου και ισονομίας. Υπό το πρίσμα αυτό, ούσες εκπαιδευτικοί, κρίνουμε απολύτως απαραίτητη την μεταλαμπάδευση συμπεριληπτικών αξιών και αρχών σε όλους τους μαθητές, όλων των ηλικιών, και ειδικά από τις μικρότερες ηλικίες, ώστε οι μαθητές να εξοικειωθούν και να γνωρίσουν αυτή την «διαφορετικότητα»!
Συγγραφή-Επιμέλεια Άρθρου
-Μαρίνα Γρηγοριάδη: Εκπαιδευτικός, Φιλόλογος.
-Όλγα Γούργαρη: Εκπαιδευτικός, Φιλόλογος, MSc στην Ειδική Αγωγή.
‘’Δημιουργοί της εκπαιδευτικής σελίδας, στον ιστότοπο του Ιnstagram @learning_by_a_phil’’.
Βιβλιογραφία
- Στασινός, Δ. (2020). Η Ειδική Συμπεριληπτική Εκπαίδευση. Παπαζήση.
- Παπαναστασίου, Φ. (2017). Μαθησιακές Ευκολίες (9η έκδοση). Πεδίο.
- Νικολάου, Γ. (1999). Πολυπολιτισμική εκπαίδευση στο Ελληνικό σχολείο: παιδαγωγική και διδακτική προσέγγιση της δράσης των εκπαιδευτικών με στόχο την ομαλή σχολική ένταξη των μαθητών με πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
- Κολημήτρα, Ε. Η. Λ. (2016). Εκπαιδευτικές και διδακτικές πρακτικές στην εκπαίδευση δίγλωσσων μαθητών. Bachelor’s thesis.
Η Ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!