Γκιάκ Παπαμάρκος
Το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών διοργανώνει παρουσίαση του έργου του Δημοσθένη Παπαμάρκου Γκιάκ την Παρασκευή στις 18:30 μμ. στην Αίθουσα Εκδηλώσεων Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης του Ιδρύματος.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης θα πραγματοποιηθεί συζήτηση με συμμετοχή και του συγγραφέα, ενώ θα διαβαστούν και αποσπάσματα από το έργο του.
Το filologika.gr εξασφάλισε και σας προσφέρει μια σύντομη κριτική αποτίμηση ενός εκ των διηγημάτων, όπως την κατέγραψε ο Λευτέρης Φράτης, ο οποίος θα αναγνώσει και αποσπάσματα του έργου στην εκδήλωση.
ΓΚΙΑΚ- ΜΙΑ ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗ
Σημαντικός σταθμός για τη νέα λογοτεχνική πιάτσα, είναι η έκδοση του Γκιάκ από τον Δημοσθένη Παπαμάρκο και τους Αντίποδες σε ένα καλαίσθητο και κομψό βιβλιαράκι.
Πρόκειται για μια συλλογή οκτώ διηγημάτων και μιας παραλογής, που χαρακτηρίζονται για την συνύπαρξη των εσωτερικών αντιθέσεων των ηρώων, σχετικά με τη ζωή που εκτέθηκε και διαβρώθηκε στον πόλεμο, την παλαιά αντίληψη για την τιμή και την αξιοπρέπεια και τη χάραξη νέων συνόρων για το αίμα και τη συγγένεια.
Σκόπιμο είναι να αναφερθεί, ότι η λέξη «Γκιάκ», επεξηγείται στην αρχή του βιβλίου και μάλιστα δίνονται όλες οι δυνατές σημασίες(4), που για την καλύτερη διαπραγμάτευση του σώματος του από τον αναγνώστη, φανερώνουν ενδιαφέροντες αρμούς, που συνθέτουν διαδοχικά το σύμπαν του Γκιάκ. Συγκεκριμένα, το αίμα, οδηγεί στην συγγένεια, που αυτό δομεί και σε μια ευρύτερη έκταση, παρουσιάζει την έννοια της φυλής. Επίσης, η σημασία του Γκιακ ως αντεκδίκηση, διατρέχει τη σύνθεση του βιβλίου, όπου από το πρώτο κιόλας διήγημα, η έννοια αυτή πρυτανεύει και θρυμματίζει την εικόνα για τον απονήρευτο ψυχισμό των ανθρώπων της υπαίθρου.
«Εδώ, λέει, μέναν οι Αρχαίοι»
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το διήγημα «Τα Μπουκουμπάρδια», μια ευαίσθητη ιστορία στο περιθώριο του πολεμικού δράματος. Πρόκειται για την εξιστόρηση ενός ήρωα που συμμετείχε στο μικρασιατικό μέτωπο, σε έναν νεαρό, με αφορμή τα μπουκουμπάρδια, τα γλυκά και μικρά σύκα που εξοβελίζονται από τη σημερινή αφθονία των αγαθών. Πολύ περισσότερο, μοιάζει με ανεπιτήδευτη διήγηση ενός παππού στο δισέγγονό του με κάποια «νόστιμα» περιστατικά που τονίζουν την αντίθεση ανάμεσα στον διαρκή ζόφο του πολέμου και σε ανθρώπινες στιγμές όπως λ.χ η αγάπη του λοχαγού για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Η αφήγηση, όπως επισημάναμε αφορμάται από τα γλυκά μπουκουμπάρδια( στην αρβανίτικη διάλεκτο με την οποία οι ήρωες ανακαλούν, περιγράφουν και αναστοχάζονται την ζωή μέσα στη βαρβαρότητα) που απολάμβανε ο αφηγητής της ιστορίας και από τη λαιμαργία του τζάκισε το χέρι του μέσα στο ιερό του Απόλλωνα. Μια πρώτη ευαισθησία που μπορεί κανείς να διακρίνει, είναι η ανάγκη ενός μορφωμένου αξιωματούχου του στρατού να βιώσει και πάλι την ατμόσφαιρα του αρχαίου πολιτισμού και να μοιραστεί το πάθος και το σεβασμό του με τα αμόρφωτα φανταράκια.
Η αξία της γνώσης και η ανάγκη να τη μοιραστείς ακόμα και με ανθρώπους, που από αυτά δεν σκαμπάζουν, είναι μια ευαισθησία. Ακόμη και η έκφραση απορίας των «ακροατών του μαθήματος» και η δίχως έρεισμα συγκατάνευση τους στα λεγόμενα του, είναι μια πλήρωση. Ενδεικτικό της εξαχρείωσης, που επιφέρει ο πόλεμος, είναι αφενός η απορία των φαντάρων απέναντι στα κελεύσματα του λοχαγού να τον ακολουθήσουν και αφετέρου ο ενδόμυχος δισταγμός του αφηγητή μήπως πρόκειται για προσκλητήριο εκτέλεσης. Στη διαδρομή, ο λοχαγός έπειτα από τη δεύτερη ερώτηση του αφηγητή, σπεύδει να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις του και να καθησυχάσει τον αφηγητή πως δεν τους πάει «για σκότωμα».
Είναι σημαντικό, ότι ο αφηγητής φροντίζει να ενημερώσει για την ταυτότητα και τις σπουδές του ανωτέρου του και δεν χάνει ευκαιρία να εκφράσει δωρικά και λαϊκότροπα το σεβασμό του απέναντι στη μόρφωση και τη δεινότητα του. Αυτό διαφαίνεται από την εμβριθή ξενάγηση που τους έκανε. Μια ξενάγηση δοσμένη στα πρότυπα της καθημερινής ζωής τους για να γίνει αντιληπτή.
Εκεί, μέσα από την αριστοτεχνικά δοσμένη αφήγηση, ο αναγνώστης πείθεται για το γνωσιολογικό υπόβαθρο του λοχαγού.
Η ροή της ξενάγησης διακόπτεται με την εικόνα του αφηγητή να έχει εντοπίσει μια συκιά και να την ρημάζει. Ουσιαστικά, πρόκειται για παράλληλη μα ρεαλιστική εικόνα, που τονίζει ότι η ζωή και οι άμεσες ανάγκες της, προηγούνται κάθε φιλολογίας.
Πριν τελειώσει η αφήγηση, η παιγνιώδης διάθεση του λοχαγού για την τιμωρία του Απόλλωνα, επισκιάζεται από μιαν αλήθεια: «Ρε λοχαγέ, τι μας τσαμπουνάς; Οι άνθρωποι που’ ταν εδώ είναι πεθαμένοι χρόνια. Άμα πεθάνανε αυτοί και χάθκε η πίστη, έζησε ο θεός;» Το διήγημα, κλείνει με τη μελαγχολική και μετέωρη πληροφορία για το θάνατο του λοχαγού, δυο μήνες αργότερα « παραέξω, στο Σελτσούκ». Η αντίστιξη ανάμεσα στη ροή του πολέμου, τις όμορφες κουβέντες για την αρχαία ζωή και εντέλει για τον αυριανό θάνατο, συνθέτουν ένα μωσαϊκό πικρό και βαθύτατα εξομολογητικό: «Κάθε φορά που τα θυμάμαι, κάθε φορά ορφανεύω απ’ την αρχή», επισημαίνει ο αφηγητής στο πρώτο διήγημα της συλλογής και όσοι διάβασαν το βιβλίο είναι έτοιμοι να το επιβεβαιώσουν.
Ο Λευτέρης Φράτης είναι φοιτητής του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών και μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής του Colloquium Νεοελληνικής και Συγκριτικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας. Έργα του ιδίου μπορείτε να δείτε στο ιστολόγιο του.
Η Ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!
Η Ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!