Γιώργος Σεφέρης: Ένας λυρικός Νομπελίστας
Στις 10 Δεκεμβρίου 1963, ο κυριότερος εκπρόσωπος της γενιάς του ’30, ο Γιώργος Σεφέρης, παραλαμβάνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ένας λογοτέχνης που με τον τρόπο γραφής του άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην λογοτεχνία, ένα στίγμα που μένει σταθερό και αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων, για να μας θυμίσει τη λυρικότητα, το στοχασμό, τη διαμαρτυρία, την Ελλάδα. Κι ας τον πληγώνει (η Ελλάδα) ό,που κι αν ταξιδέψει. Δεν τη ξεχνά, όμως. Όσα πικρά πράγματα κι αν του θυμίζει, καθώς
«Η μνήμη ό,που κι αν την αγγίξεις, πονεί».
Γιώργος Σεφέρης: Τα πρώτα χρόνια
Ο Γιώργος Σεφεριάδης (το πραγματικό του επώνυμο) είδε για πρώτη φορά το φως του κόσμου στις 13 Μαρτίου του 1900 (29 Φεβρουαρίου σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο) στη Σμύρνη της Μ.Ασίας. Καταγόμενος από σημαίνουσα οικογένεια Ελλήνων της Μ.Ασίας, ήταν ο πρωτότοκος υιός του δικηγόρου, ποιητή και πρύτανη -μετέπειτα- του Πανεπιστημίου Αθηνών, Στυλιανού Σεφεριάδη, και της Ναξιώτισσας Δέσποινας Τενεκίδη. Τον συντρόφευσαν αργότερα, τα δύο μικρότερα αδέλφια του, ο Άγγελος και η Ιωάννα. Η αδελφή του νυμφεύθηκε τον εξέχοντα πολιτικό και φιλόσοφο Κωνσταντίνο Τσάτσο.
Η ζωή στη Σμύρνη ταλαντεύεται ανάμεσα στην ανέμελη διάθεση που προσφέρουν τα παιδικά χρόνια και στη μελέτη που υπαγορεύουν οι συνθήκες. Η κατάσταση όμως, σύντομα θα αλλάξει. Ο διορατικός πατέρας της οικογένειας προβλέπει το δυσοίωνο μέλλον του ελληνικού στοιχείου και μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια εγκαθίστανται στην Αθήνα. Εκεί ο Σεφέρης θα ολοκληρώσει (1914) τη σχολική φοίτηση (που άρχισε το 1906 στη Σμύρνη) και θα μεταβεί στη Σορβόνη -λίγο αργότερα-, προκειμένου να σπουδάσει νομική, ακολουθώντας τα επαγγελματικά χνάρια του πατέρα του. Αποφοιτά με διδακτορικό τίτλο το 1924, αλλά ήδη έχει προλάβει να βιώσει μία περίοδο λύπης και νοσταλγίας από τη μια, και προσωπικής εξέλιξης και αισιοδοξίας από την άλλη.
Ο Σεφέρης και τα ταξίδια
Το 1922 βιώνει στο Παρίσι τη Μικρασιατική καταστροφή, γεμίζοντας με πληγές την ανεπούλωτη ψυχή του, κάτι που εκφράζει μέσω της ποίησής του.
Όμως, η μακρόχρονη παραμονή του στη Γαλλία θα τον φέρει σε επαφή με το μοντερνισμό και την πρωτοπορία του Πολ Βαλερί και άλλων Γάλλων ποιητών, έργα των οποίων θα μεταφράσει αργότερα. Γράφει σαν κι αυτούς, σκίζει ό,τι δεν του αρέσει, το πετά, και μετά πάλι τροφοδοτεί με νέες προσπάθειες τον αέναο κύκλο αναζήτησης ποιητικής ταυτότητας, μέχρι τη «Στροφή», την πρώτη του ποιητική συλλογή.
Διαβαίνει, σε ηλικία 31(!) ετών, τις λογοτεχνικές πύλες, λαμβάνοντας μέτριες έως και αποκαρδιωτικές κριτικές. Η καταξίωση θα έρθει αργότερα. Μετά τον έρωτα με την Ζαγκλίν (Παρίσι 1923), μια Γαλλίδα πιανίστα, που για δέκα χρόνια θα αποτελέσει μούσα της ερωτικής του ποίησης.
Το 1925 ο Σεφέρης γυρίζει στην Ελλάδα για να γίνει ένας ακόμα… Οδυσσέας, καθώς ένα χρόνο μετά θα προσληφθεί στο Διπλωματικό Σώμα του Υπουργείου Εξωτερικών και θα αρχίσει τα δικά του ταξίδια, το δικό του νόστο. Αρχικά, οδεύει στο Λονδίνο (1931-4), όπου γνωρίζει τον ποιητή Τόμας Έλιοτ, και επηρεάζεται βαθιά από το έργο του.
Παράλληλα, γνωρίζει την Μάρω Ζάννου -μετέπειτα γυναίκα του-, η οποία έχει δύο παιδιά και είναι παντρεμένη. Ο πατέρας του, προς αποφυγή ενός σκανδάλου (που ήδη είχε ξεσπάσει), τον στέλνει στην Κορυτσά (1936-7), και μετά ακολουθεί η Αίγυπτος (1941-4), η Ν. Αφρική (1941-4), όπου ζει μακριά από τον πόλεμο, μετά πάλι Λονδίνο, Άγκυρα (1948-50), και τέλος Βυρηττός (1952-6).
Στο μεταξύ, στις 10 Απριλίου 1941, μια μέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, νυμφεύεται την Ζάννου και αναχωρούν για την Αίγυπτο για να ακολουθήσουν την ελληνική κυβέρνηση· από το γάμο αυτό δε θα προκύψουν παιδιά. Το 1957-62 ο Σεφέρης εγκαθίσταται στο Λονδίνο ως πρεσβευτής της Ελλάδας. Νοσταλγεί, όμως, την πατρίδα και αισθάνεται λύπη. Παρ’ όλα αυτά, όμως, ταξιδεύει συχνά και την επισκέπτεται όποτε το θελήσει με οδηγό την πένα του και τις λέξεις.
Το Νόμπελ και το τέλος της ζωής του
Η 10 Απριλίου 1963 σηματοδοτεί το αποκορύφωμα της προσωπικής του καταξίωσης και μέσω αυτού την αναγνώριση της αξίας της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας.
Η σουηδική ακαδημία τού απονέμει το Νόμπελ Λογοτεχνίας (καθώς -σύμφωνα με το σκεπτικό της ακαδημίας- προάγει την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό), κάτι που ήδη προοικονομείτο από το 1956, με το σύνολο του έργου του να είναι πια ευρύτερα μεταφρασμένο.
Το έδαφος είχε προλειανθεί και η παγκόσμια λογοτεχνία υποδέχεται ένα μεγάλο λογοτέχνη. Ο Σεφέρης επικρατεί των Μπέκετ και Νερούδα (ο πρώτος ήταν μηδενιστής και ο δεύτερος κομμουνιστής, κατά την ακαδημία), κάνοντας ακόμη πιο σπουδαίο το επίτευγμά του.
Ο λόγος που θα εκφωνήσει, θα αποτελέσει ύμνο για την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, είπε αποσπασματικά: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό, παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. [..] Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά. Κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. [..] Πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή λιγόστευε; Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται». Παρ’ όλα αυτά, όταν θα επιστρέψει στη χώρα, δε θα τον υποδεχτεί κανένας επίσημος από το ελληνικό κράτος(!) και κανένας εκπρόσωπος από κάποιο λογοτεχνικό σωματείο στο αεροδρόμιο.
Την επόμενη χρονιά, αναγορεύεται, κατά σειρά, επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ., της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ. Το 1966, απολαμβάνοντας την καταξίωση της ποίησής του, εκδίδει τα «Τρία κρυφά ποιήματα», το προτελευταίο έργο του. Ένα χρόνο μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, ο Σεφέρης σιωπά. Χάνεται από τα λογοτεχνικά δρώμενα και κατηγορείται έντονα ότι διάκειται ευνοϊκά προς τη Χούντα των Συνταγματαρχών, και λόγω της αστικής καταγωγής του δεν τολμά να αντισταθεί. Υπό το βάρος των κατηγοριών, 2 χρόνια μετά(!), μαγνητοφωνεί ομιλία στο ραδιόφωνο του BBC, όπου εργαζόταν, εναντίον της χούντας, γεγονός που του στερεί το διπλωματικό διαβατήριο και τον τίτλο του πρέσβη.
Το 1971 γράφει το τελευταίο έργο του, το «Επί Ασπαλάθων». Αρχές Αυγούστου του ίδιου έτους εισάγεται στον Ευαγγελισμό για εγχείριση δωδεκαδάχτυλου του λεπτού εντέρου. Η εγχείριση αποτυγχάνει και ο Σεφέρης, ένα μήνα μετά, πεθαίνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές. Η κηδεία του θα είναι παλλαϊκή, με την πομπή που οδηγεί τη σωρό στο Α’ Νεκροταφείο, να τραγουδά την «Άρνηση», μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη. Στις 23 του ίδιου μήνα η εφημερίδα το Βήμα δημοσιεύει το «Επί Ασπαλάθων».
Σεφέρης και Μουσική
Εξέχουσα θέση στη ζωή, αλλά και στην ποίηση του Σμυρνιού λογοτέχνη, κατείχε η μουσική. Ο Σεφέρης αγαπούσε τα έργα των Μπαχ, Χάιντν, Μπετόβεν, Μπράμς, Τσόπιν, Ράβελ, Στράους, Ντεμπισί, Στραβίνσκ και Βάγκνερ.
Από τους μεγάλους μουσικούς, και ειδικά από τον Ντεμπισί, πήρε τη λυρικότητα, την αρτιότητα στο στίχο και την υποβλητικότητα. Αν τον γνώριζε, και ήταν φίλος του, θα του χάριζε τη «Στέρνα», έχει δηλώσει.
Για τους κλασικούς είχε εκφράσει το παράπονο ότι [..] «δε βρέθηκε ένας να μου πει πως κάποτε ο Μπετόβεν είχε εκφράσει μ᾿ έναν τόσο χειροπιαστό τρόπο την ωριμότητα του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο, την ελευθέρωση από τό θάνατο, με τόσο ανθρώπινο τρόπο. Ότι ο Μπαχ είναι ίσως ο μόνος που υπάρχει, που να μην είναι ούτε cerebral, ούτε sense, ούτε sentimental, ούτε romantique, ούτε classique, ούτε precieux, ούτε naturel, ούτε prime-sautier, ούτε τίποτα από δαύτα, κανένας χαρακτηρισμός: είναι ο γυμνός άνθρωπος, πλέριος, ζυγισμένος, χωρίς καμιά γωνιά, που μας μοιάζει ή που δεν μας μοιάζει, κι όμως ξέρουμε πως είναι αυτός πλέριος και αληθινός».
Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από διακεκριμένους Έλληνες συνθέτες, όπως είναι οι: Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Μίλτος Πασχαλίδης, Αδελφοί Κατσιμίχα, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δήμος Μούτσης, Αργύρης Μπακιρτζής, Δημήτρης Αγραφιώτης, Θεόδωρος Αντωνίου, Λεωνίδας Ζώρας, Θεόδωρος Καρυωτάκης, Περικλής Κούκος, Γιώργος Κουρουπός, Γεώργιος Πονηρίδης, Θάνος Μικρούτσικος και Τζον Τάβενερ.
«Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν᾿ αντικρίσετε τον ήλιο. Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν᾿ αντικρίσετε τον άνθρωπο». (ποίημα«Κίχλη»).
Επίλογος
Λυρικότητα, στοχασμός, νοσταλγία, μελαγχολία, σχοινοβασία μεταξύ μοντέρνου και παραδοσιακού, κριτική και Ελλάδα είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το παζλ του έργου και της ζωής του Γιώργου Σεφέρη.
Ερωτεύθηκε δυο φορές, παντρεύτηκε, μα δεν απέκτησε παιδιά. Μόνιμη αγάπη του, η Ελλάδα, που χάρη στην πένα του και λίγες λέξεις, ταξίδευε συνέχεια κοντά της.
Υπήρξε καταγγελτικός απέναντι στο φασισμό, μα όχι αδυσώπητος. Όμως, η πρωτοπορία του έργου του, η μοντέρνα και ρηξικέλευθη ποίησή του σε συνδυασμό με τη βαθιά σκέψη του, είναι στοιχεία που τον καθιστούν κορυφαίο εκπρόσωπο της Γενιάς του ’30 και έναν από τους πιο λαοφιλείς ποιητές/λογοτέχνες της γενιάς του, κι όχι μόνο.
Χάρης Αβραμίδης για την ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω.
Η Ομάδα του filologika.gr
Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!