Αρχαία Α' Γυμνασίου Ενότητα 3

Αρχαία Α’ Γυμνασίου 3

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Αρχαία Α’ Γυμνασίου

Ενότητα 3

Κείμενο

Ἀθηναῖοι, ὡς καὶ οἱ ἑτέρας πόλεις κατοικοῦντες, πολλὰ ἐν τῷ βίῳ ἐπιτηδεύουσι, ἵνα τὰ ἀναγκαῖα πορίζωνται: Ναυσικύδης ναύκληρος ὢν περὶ τὴν τοῦ σώματος τροφὴν ἑαυτῷ καὶ τοῖς οἰκείοις ἐσπούδαζε, τοῦτ’ αὐτὸ δ’ ἐποίουν Ξένων ὁ ἔμπορος καὶ Ξενοκλῆς ὁ κάπηλος. Πολύζηλος ἀπὸ ἀλφιτοποιίας ἑαυτὸν καὶ οἰκέτας ἔτρεφε, ἔτι δὲ πολλάκις τῇ πόλει ἐλειτούργει. Γλαύκων ὁ Χολαργεὺς ἐγεώργει καὶ βοῦς ἔτρεφε, Δημέας δὲ ἀπὸ χλαμυδουργίας διετρέφετο, Μεγαρέων δ’ οἱ πλεῖστοι ἀπὸ ἐξωμιδοποιίας. Οὐκ ὀλίγοι τῶν πολιτῶν τέχνην τινὰ ἐξεμάνθανον, οἷον τὴν τῶν λιθοξόων, κεραμέων, τεκτόνων, σκυτοτόμων, καὶ πλεῖστα ἐπιτήδεια τῷ βίῳ ἐξειργάζοντο.

Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα 2.7.6 (ελεύθερη διασκευή)

Μετάφραση

Οι Αθηναίοι, όπως και αυτοί που ζουν/κατοικούν στις άλλες πόλεις, ασχολούνται με πολλά επαγγέλματα στη ζωή τους, για να εξασφαλίζουν τα αναγκαία αγαθά: ο Ναυσικύδης ως ιδιοκτήτης πλοίου / ναυτικός μεριμνούσε για τη συντήρηση του εαυτού του και των δικών του και το ίδιο ακριβώς έκαναν ο Ξένων ο έμπορος και ο Ξενοκλής ο μικροπωλητής. Ο Πολύζηλος συντηρούσε τον εαυτό του και τους οικιακούς δούλους του από την παρασκευή κριθάλευρου και επιπλέον πολλές φορές προσέφερε δημόσια υπηρεσία με δικά του χρήματα στην πόλη. Ο Γλαύκων από τον Χολαργό ήταν γεωργός και εξέτρεφε ζώα (ήταν κτηνοτρόφος) και ο Δημέας ζούσε από την τέχνη της κατασκευής χλαμύδων, ενώ οι περισσότεροι Μεγαρείς (ζούσαν) από την τέχνη της κατασκευής εξωμίδων (ανδρικών ενδυμάτων που άφηναν ακάλυπτους τους ώμους). Πολλοί πολίτες μάθαιναν καλά κάποια τέχνη, όπως αυτήν των μαρμαράδων, των τεχνιτών του πηλού, των μαραγκών, των τσαγκάρηδων, κι (έτσι) εξασφάλιζαν πάρα πολλά αναγκαία για τη ζωή.

Κείμενο - Μετάφραση σε Αντιστοίχιση

Ἀθηναῖοι,

ὡς καὶ οἱ κατοικοῦντες

ἑτέρας πόλεις,

ἐπιτηδεύουσι πολλὰ

ἐν τῷ βίῳ,

ἵνα πορίζωνται

τὰ ἀναγκαῖα:

Ναυσικύδης ὢν ναύκληρος

ἐσπούδαζε

περὶ τὴν τροφὴν τοῦ σώματος

ἑαυτῷ καὶ τοῖς οἰκείοις,

τοῦτ’ αὐτὸ δ’ ἐποίουν

Ξένων ὁ ἔμπορος

καὶ Ξενοκλῆς ὁ κάπηλος.

Πολύζηλος ἔτρεφε

ἑαυτὸν

καὶ οἰκέτας

ἀπὸ ἀλφιτοποιίας,

ἔτι δὲ πολλάκις

ἐλειτούργει

τῇ πόλει.

Γλαύκων ὁ Χολαργεὺς

ἐγεώργει

καὶ βοῦς ἔτρεφε,

Δημέας δὲ διετρέφετο

ἀπὸ χλαμυδουργίας,

οἱ δ’ πλεῖστοι Μεγαρέων

ἀπὸ ἐξωμιδοποιίας.

Οὐκ ὀλίγοι τῶν πολιτῶν ἐξεμάνθανον

τινὰ τέχνην,

οἷον τὴν τῶν λιθοξόων,

κεραμέων,

τεκτόνων,

σκυτοτόμων,

καὶ ἐξειργάζοντο πλεῖστα

ἐπιτήδεια τῷ βίῳ.

Οι Αθηναίοι,

όπως και αυτοί που κατοικούν

στις άλλες πόλεις,

ασχολούνται με πολλά επαγγέλματα

στη ζωή τους,

για να εξασφαλίζουν

τα αναγκαία αγαθά:

ο Ναυσικύδης ως ιδιοκτήτης πλοίου

μεριμνούσε

για τη συντήρηση

του εαυτού του και των δικών του

και το ίδιο ακριβώς έκαναν

ο Ξένων ο έμπορος

και ο Ξενοκλής ο μικροπωλητής.

Ο Πολύζηλος συντηρούσε

τον εαυτό του

και τους οικιακούς δούλους του

από την παρασκευή κριθάλευρου

και επιπλέον πολλές φορές

προσέφερε «λειτουργίες»

στην πόλη.

Ο Γλαύκων από τον Χολαργό

ήταν γεωργός

και εξέτρεφε ζώα

και ο Δημέας ζούσε

κατασκευάζοντας χλαμύδες,

ενώ οι περισσότεροι Μεγαρείς

κατασκευάζοντας εξωμίδες.

Πολλοί πολίτες μάθαιναν καλά

κάποια τέχνη,

όπως αυτήν των μαρμαράδων,

των τεχνιτών του πηλού,

των μαραγκών,

των τσαγκάρηδων,

κι (έτσι) εξασφάλιζαν πάρα πολλά

αναγκαία για τη ζωή.

Απόδοση Nοήματος

Το απόσπασμα από τα Ἀπομνημονεύματα του Ξενοφώντα που μελετούμε αναφέρει χαρακτηριστικά επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων επισημαίνοντας ότι χάρη σε αυτά οι πολίτες συντηρούσαν τους εαυτούς τους, τους οικείους και τους δούλους τους, αλλά και πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στην πόλη τους. Ο Ξενοφών παρατηρεί μάλιστα ότι μεγάλο μέρος των Αθηναίων καταπιανόταν με χειρωνακτικά επαγγέλματα, για να συντηρηθεί.

Γλωσσικά – Γραμματικά Σχόλια

Ἀθηναῖοι: ονομ. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού β΄κλίσης ὁ Ἀθηναῖος.

ὡς: αναφορικό τροπικό επίρρημα (= όπως).

καί: καταφατικός παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

οἱ κατοικοῦντες: ονομ. πληθ. αρσ. της μετοχής ενεστ. ενεργ. φωνής ρ. κατοικέω, κατοικῶ (= κατοικώ, διαμένω).

ἑτέρας: αιτιατ. πληθ. θηλ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (= ο ένας ή ο άλλος από τους δύο, άλλος).

πόλεις: αιτιατ. πληθ. του θηλ. ουσιαστικού γ΄ κλίσης ἡ πόλις, τῆς πόλεως.

πολλά: αιτιατ. πληθ. ουδ. του ετερόκλιτου επιθέτου, ὁ πολύς ἡ πολλή, τὸ πολύ.

ἐν: κύρια πρόθεση συντασσόμενη με δοτική (= σε).

τῷ βίῳ: δοτ. εν. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ βίος (= η ζωή).

ἐπιτηδεύουσι: γ΄ πληθ. ορ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἐπιτηδεύω ( = καταγίνομαι με κάτι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ κάτι).

ἵνα: υποτακτικός τελικός σύνδεσμος (= για να).

τὰ ἀναγκαῖα: αιτιατ. πληθ. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ ἀναγκαῖος, ἡ ἀναγκαία, τὸ ἀναγκαῖον (= αναγκαίος, αναπόφευκτος).

πορίζωνται: γ΄ πληθ. υποτ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. πορίζομαι (= εξασφαλίζω, αποκτώ).

Ναυσικύδης: ονομ. εν. του κύριου αρσ. ουσιαστικού α΄ κλίσης Ναυσικύδης.

ναύκληρος: ονομ. εν. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ ναύκληρος (= ο ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου, ο ναυτικός, ο θαλασσινός).

ὤν: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής ενεστ. του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).

περί: πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= γύρω από, για, σχετικά με).

τὴν τροφήν: αιτιατ. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ τροφή (= η τροφή, η ανατροφή, η διατροφή).

τοῦ σώματος: γεν. εν. του ουδ. ουσιαστικού γ΄ κλίσης τὸ σῶμα, τοῦ σώματος.

ἑαυτῷ: δοτ. εν. αρσ. της αυτοπαθητικής αντωνυμίας γ΄ προσώπου.

τοῖς οἰκείοις: δοτ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ οἰκεῖος, ἡ οἰκεία/οἰκεῖος, τὸ οἰκεῖον (= συγγενής, φιλικός) // οἱ οἰκεῖοι = οι συγγενείς, οι στενοί φίλοι, οι δικοί μας άνθρωποι.

ἐσπούδαζε: γ΄ εν. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. σπουδάζω (= φροντίζω, ασχολούμαι).

τοῦτο: αιτιατ. εν. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὕτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή , αυτό).

αὐτό: αιτιατ. εν. ουδ. της οριστικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό ( = ο ίδιος).

δέ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, όμως, και).

ἐποίουν: γ’ πληθ. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ποιέω, ποιῶ ( = δημιουργώ, κάνω).

Ξένων: ονομ. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ Ξένων, τοῦ Ξένωνος.

ὁ ἔμπορος: ονομ. εν. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ ἔμπορος.

Ξενοκλῆς: ονομ. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ Ξενοκλῆς, τοῦ Ξενοκλέους.

ὁ κάπηλος: ονομ. εν. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ κάπηλος ( = ο μικροπωλητής).

Πολύζηλος: ονομ. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού β΄κλίσης ὁ Πολύζηλος, τοῦ Πολυζήλου.

ἀπό: κύρια πρόθεση συντασσόμενη με γενική (= από).

ἀλφιτοποιίας: γεν. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ ἀλφιτοποιία (= η παρασκευή κριθάλευρου).

ἑαυτόν: αιτιατ. εν. αρσ. της αυτοπαθητικής αντωνυμίας γ΄ προσώπου.

οἰκέτας: αιτιατ. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ὁ οἰκέτης, τοῦ οἰκέτου ( = ο δούλος του σπιτιού).

ἔτι: εδώ ποσοτικό επίρρημα (= ακόμα, επιπλέον).

πολλάκις: χρονικό επίρρημα (= πολλές φορές).

τῇ πόλει: δοτ. εν. του θηλ. ουσιαστικού γ΄ κλίσης ἡ πόλις, τῆς πόλεως.

ἐλειτούργει: γ’ εν. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. λειτουργέω, λειτουργῶ ( = εκτελώ δημόσια υπηρεσία με δικές μου δαπάνες).

Γλαύκων: ονομ. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ Γλαύκων, τοῦ Γλαύκωνος.

ὁ Χολαργεύς: ονομ. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ Χολαργεύς, τοῦ Χολαργέως (= ο κάτοικος του δήμου Χολάργου).

ἐγεώργει: : γ’εν. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. γεωργέω, γεωργῶ ( = είμαι γεωργός).

βοῦς: αιτ. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ/ἡ βοῦς, τοῦ βοός ( = το βόδι, ο ταύρος, η αγελάδα).

ἔτρεφε: γ’εν. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. τρέφω (= δίνω τροφή // (για ζώα) συντηρώ, διατηρώ, εκτρέφω).

Δημέας : ον. εν. του αρσ. κύριου ουσιαστικού α΄ κλίσης ὁ Δημέας, του Δημέου.

χλαμυδουργίας: γεν. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ χλαμυδουργία (= η τέχνη της κατασκευής χλαμύδων).

διετρέφετο: γ’εν. ορ. παρατ. μέσης φωνής του ρ. διατρέφομαι (= διατηρούμαι).

Μεγαρέων: γεν. πληθ. του αρσ. κύριου ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ Μεγαρεύς, τοῦ Μεγαρέως (= ο πολίτης ή κάτοικος των Μεγάρων).

οἱ πλεῖστοι: ονομ. πληθ. αρσ. του ετερόκλιτου επιθέτου ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολὺ στον υπερθετικό βαθμό.

ἐξωμιδοποιίας: γεν. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ ἐξωμιδοποιία (= η τέχνη της κατασκευής εξωμίδων, δηλ. ενδυμάτων που άφηναν ακάλυπτους τους ώμους).

οὐκ: αρνητικό μόριο (= όχι, δεν).

ὀλίγοι: ονομ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὀλίγος, ὀλίγη, ὀλίγον (= λίγος).

τῶν πολιτῶν: γεν. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ὁ πολίτης.

τέχνην: αιτιατ. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ τέχνη.

τι­νά: αι­τι­ατ. εν. αρ­σ. της α­ό­ρι­στης α­ντω­νυ­μί­ας τὶς, τὶς, τὶ (= κάποιος).

ἐξεμάνθανον: γ’ πληθ. ορ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ἐκμανθάνω (= μαθαίνω κάτι καλά).

οἷον: αναφορικό τροπικό επίρρημα (= όπως, για παράδειγμα).

τῶν λιθοξόων: γεν. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ λιθοξόος (= ο τεχνίτης της πέτρας, ο μαρμαράς).

κεραμέων: γεν. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ κεραμεύς, τοῦ κεραμέως ( = ο τεχνίτης του πηλού).

τεκτόνων: γεν. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού γ΄ κλίσης ὁ τέκτων, τοῦ τέκτονος (= ο μαραγκός, ο οικοδόμος).

σκυτοτόμων: γεν. πληθ. του αρσ. ουσιαστικού β΄ κλίσης ὁ σκυτοτόμος (= ο τσαγκάρης).

πλεῖστα: αιτιατ. πληθ. ουδ. του ετερόκλιτου επιθέτου ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολὺ στον υπερθετικό βαθμό.

ἐπιτήδεια: αιτιατ. πληθ. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ ἐπιτήδειος, ἡ ἐπιτηδεία/ἐπιτήδειος, τὸ ἐπιτήδειον ( = αρμόδιος, κατάλληλος). Στον πληθυντικό σαν ουσιαστικό τὰ ἐπιτήδεια (= τα απαραίτητα για τη ζωή).

ἐξειργάζοντο: γ’ πληθ. ορ. παρατ. μέσης φωνής του ρ. ἐξεργάζομαι (= εξασφαλίζω).

Ομόρριζα- Παράγωγα Λέξεων Κειμένου

α.ε. μετάφραση Ομόρριζα-Παράγωγα ν.ε.
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον άλλος ετερόσημος, ετερόκλιτος, ετερώνυμος
ἐπιτηδεύω

τὰ ἐπιτήδεια

ασχολούμαι, καταπιάνομαι

τα αναγκαία για την επιβίωση

επιτήδειος, επιτηδευματίας, επιτηδευμένος, ανεπιτήδευτος
πορίζομαι εξασφαλίζω πόρος, άπορος, απορία, βιοπορισμός, βιοποριστικός
ποιῶ δημιουργώ, κάνω ποίηση, ποιητής, ποιητικός, αχειροποίητος, προσποιητός προσποίηση
ὁ οἰκέτης ο οικιακός δούλος οίκος, οικιστικός, περίοικος, ένοικος, νοικιάζω
ὁ τέκτων ο μαραγκός, ο οικοδόμος αρχιτέκτονας, τεκτονικός

Απαντήσεις στις Ερωτήσεις του Σχολικού Βιβλίου

  1. Να αναφέρετε στηριζόμενοι στο κείμενο επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων.

Τα επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων που αναφέρονται στο κείμενο είναι τα παρακάτω: ναυτικοί, έμποροι, μικροπωλητές, παρασκευαστές κριθάλευρου, γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ράφτες, μαρμαράδες , αγγειοπλάστες ή κεραμιστές, οικοδόμοι και τσαγκάρηδες.

  1. Σε ποια επαγγελματική δραστηριότητα διακρίθηκαν οι Αθηναίοι εξαιτίας της αδυναμίας της γης τους να τους συντηρήσει; Ποια επαγγέλματα που αναφέρονται στο κείμενο σχετίζονται με αυτή τη δραστηριότητα;

Επειδή οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να στραφούν σε επαγγέλματα που είχαν σχέση με την καλλιέργεια της γης λόγω της σχετικής φτώχειας της αττικής γης, επέλεξαν έναν άλλο τομέα στον οποίο επέδειξαν μεγάλη έφεση, το εμπόριο. Εκμεταλλευόμενοι τη γεωγραφική θέση της πόλης τους αλλά και την τοπική αγορά ασχολήθηκαν με τη ναυτιλία (ναυτικοί), το εμπόριο (έμποροι, μικροπωλητές) και τη βιοτεχνία (ράφτες, αγγειοπλάστες, μυλωνάδες, τσαγκάρηδες). Επίσης, σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης έπαιξαν τα μεταλλεία του Λαυρίου.

Επαγγέλματα που αναφέρονται στο κείμενο και σχετίζονται με τη δραστηριότητα των Αθηναίων στο εμπόριο και τα θαλασσινά ταξίδια είναι: ναύκληρος, ἔμπορος, κάπηλος.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ονόματος Ναυσικύδης, που προφανώς συνδέεται με την επαγγελματική ενασχόληση του συγκεκριμένου προσώπου. Και στη νέα ελληνική πολλά επίθετα δηλώνουν επάγγελμα, π.χ. Ράπτης, Παπάς, Μυλωνάς, Μάστορας, Καφετζόπουλος, Χαλβατζής κ.ά.

Β. Ετυμολογικά

Αρχαία Α’ Γυμνασίου 3 Ενότητα

1. Θεωρία

Σχετικά με τη δημιουργία των λέξεων στη γλώσσα μας αξίζει να θυμάσαι ότι:

  • ετυμολογία ονομάζουμε τη διερεύνηση της αληθινής σημασίας μιας λέξης βάσει της προέλευσής της καθώς και η μελέτη του τρόπου σχηματισμού της.
  • παράγωγες ονομάζουμε τις λέξεις που προέρχονται από μία άλλη λέξη, π.χ. ποιῶ > ποίησις, ποιητής, ποίημα.
  • σύνθετες ονομάζουμε τις λέξεις που προέρχονται από δύο ή περισσότερες λέξεις, π.χ. διά + κοσμῶ > διακοσμῶ.
  • ομόρριζες ονομάζουμε τις λέξεις, απλές ή σύνθετες, που προέρχονται από την ίδια ρίζα, π.χ. τρέφω > τροφή, τροφός, ἐκτρέφω, διατρέφω.

Ειδικότερα για τη μελέτη του φαινομένου της παραγωγής λέξεων χρήσιμες είναι οι ακόλουθες επισημάνσεις:

  • Πρωτότυπη ονομάζουμε τη λέξη από την οποία προήλθε η παράγωγη που εξετάζουμε, π.χ. για την παράγωγη λέξη σθεναρὸς πρωτότυπη λέξη είναι η λέξη σθένος.
  • Ρίζες ονομάζουμε τα πρωταρχικά θέματα μιας γλώσσας, από τα οποία προκύπτουν, με μετασχηματισμούς και προσθήκες καταλήξεων οι λέξεις της γλώσσας, π.χ. √ φερ– (> φερτός, φορά κ.ά.).
  • Ριζικές λέξεις ονομάζουμε τις λέξεις που παράγονται απευθείας από μία ρίζα με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων √ ναυ– > ναῦς, λίθο– > λίθος.
  • Παραγωγικές καταλήξεις ονομάζουμε τις καταλήξεις που προσθέτουμε στις πρωτότυπες ή ριζικές λέξεις, για να σχηματίσουμε παράγωγες, π.χ. ποιῶ > ποίησις, ποιητής, ποίημα.

Ειδικότερα για τη μελέτη του φαινομένου της σύνθεσης λέξεων χρήσιμες είναι οι ακόλουθες επισημάνσεις:

  • Συνθετικά (πρώτο, δεύτερο συνθετικό κ.ο.κ.) ονομάζουμε τις λέξεις από τις οποίες δημιουργείται μια σύνθετη λέξη, π.χ. εξετάζουμε, π.χ. για την παράγωγη λέξη σθεναρὸς πρωτότυπη λέξη είναι η λέξη σθένος.
  • Παρασύνθετες ονομάζουμε τις λέξεις που παράγονται από σύνθετες λέξεις, π.χ. ναῦς + πήγνυμι > ναυπηγός > ναυπηγικός.
  • Απλή ονομάζουμε μια λέξη που δεν είναι σύνθετη.

Απαντήσεις στις ασκήσεις του σχολικού βιβλίου

  1. Να κατατάξετε τις λέξεις που ακολουθούν σε απλές και σύνθετες: τρέφω, πόλις, βραχύβιος, κωμόπολις, βίος, ἀνατρέφω, ἐξωμιδοποιία, χλαμυδουργία, τέχνη, κατοικέω-κατοικῶ.
απλές λέξεις σύνθετες λέξεις
τρέφω, πόλις, βίος, τέχνη βραχύβιος, κωμόπολις, ἀνατρέφω, ἐξωμιδοποιία, χλαμυδουργία, κατοικῶ
  1. Να αντιστοιχίσετε τις πρωτότυπες λέξεις της στήλης Α΄ με τις παράγωγές τους στη στήλη Β΄:

Απάντηση: 1-ε, 2-γ, 3-β, 4-στ, 5-α, 6-δ.

Να αντιστοιχίσετε τις νεοελληνικές λέξεις της Α΄ στήλης με τις αρχαίες ελληνικές της Β΄ στήλης με τις οποίες παρουσιάζουν ετυμολογική συγγένεια. Συμβουλευθείτε το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής:

Απάντηση: 1-ε, 2-γ, 3-β, 4-στ, 5-α, 6-δ.

Γ. Γραμματική

1. Θεωρία

Οι τόνοι

α) Η οξεία (´) έμπαινε πάνω στο φωνήεν της συλλαβής που έπρεπε να προφερθεί σε υψηλότερο μουσικό ήχο. Ήταν σαν να ζητούσε από αυτόν που πρόφερε να υψώνει τον τόνο της φωνής του.

β) Η βαρεία (`) έμπαινε αρχικά πάνω στο φωνήεν κάθε συλλαβής πλην της συλλαβής που έπαιρνε τον κύριο τόνο. Αργότερα απέμεινε να τονίζει μόνο τη λήγουσα, όταν δεν ακολουθεί σημείο στίξης. Ήταν σαν να ζητούσε από αυτόν που πρόφερε να κατεβάσει τον τόνο της φωνής του.

γ) Η οξυβάρεια (ˆ) ή περισπωμένη (˜) έμπαινε πάνω από ένα μακρό φωνήεν, όταν ο ομιλητής θα έπρεπε να ανεβάσει και αμέσως κατόπιν να κατεβάσει τον τόνο της φωνής του κατά την προφορά του ίδιου φωνήεντος. Έτσι, η λέξη «βῆμα» προφερόταν στην α.ε. «μπέὲμα».

Τα πνεύματα

α) Η δασεία (῾), σημείο που μπορεί να μπει μόνο στην αρχή μιας λέξης που αρχίζει από φωνήεν, αρχικά ήταν γράμμα (Η). Έτσι, όταν σε μια αρχαία επιγραφή διαβάζουμε «ΗΕΛΛΑΣ», μεταγράφουμε «Ἑλλὰς» και το «ΗΟΡΟΣ» σε «ὅρος». Το γράμμα αυτό παρίστανε έναν λανθάνοντα δασύ φθόγγο (hellas/χελλάς , horos/χόρος). Όταν όμως το γράμμα Η διατέθηκε για να δηλώσει το μακρό Ε, προέκυψε η ανάγκη που γέννησε το σημείο της δασείας.

Σημειώσεις: 1. Να θυμάστε ότι δασύνονται πάντα το υ και το ρ, όταν βρίσκονται στην αρχή μιας λέξης, π.χ. ὕδωρ, ῥοή.

  1. Όταν, ιδιαίτερα μετά από έκθλιψη, οι φθόγγοι κ, π, τ βρεθούν μπροστά από λέξη που παίρνει δασεία, μετατρέπονται αντίστοιχα σε χ, φ, θ, π.χ. πί + ἡμέρα > φήμερος, κατά + ἥσυχος > καθησυχάζω.

β) Η ψιλή (᾽) σημειώνεται στην αρχή μιας λέξης, όταν η λέξη αυτή δεν παίρνει δασεία. Οι περισσότερες λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο παίρνουν ψιλή.

Οι κανόνες τονισμού

Κύριοι κανόνες

  1. Μια βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία, π.χ. τέμνω, τόμος.
  2. Μια προπαραλήγουσα που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία, π.χ. ἄτομον.
  3. Η μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη, π.χ. μνήμη.
  4. Η μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία, π.χ. οἶκος.
  5. Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, ο τόνος δεν φτάνει ποτέ στην προπαραλήγουσα, π.χ. ἄνθρωπος≠ἀνθρώπου.

Δευτερεύοντες κανόνες

  1. Η βαρεία αντικαθιστά την οξεία στη λήγουσα των λέξεων, όταν δεν ακολουθεί σημείο στίξεως, π.χ. τιμὴ.
  2. Οι μακρόχρονες καταλήξεις των ουσιαστικών και των επιθέτων στη γενική και δοτική ενικού, όταν τονίζονται, παίρνουν περισπωμένη, π.χ. τῆς τιμῆς.

Απαντήσεις στις ασκήσεις του σχολικού βιβλίου

  1. Να τονίσετε τις ακόλουθες λέξεις, δικαιολογώντας την επιλογή σας, και να βάλετε το σωστό πνεύμα:

θήκη: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη.

λέγω: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.

νῆσος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.

στάδιον: Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία.

περίβολος: Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία.

ἄδυτον: Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία.

ναῦλος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.

κτῆνος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.

μέσον: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.

τρόπος: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.

λόγων: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.

νέος: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.

βῶλος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.

ταῦρος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.

δούλων: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη.

δοῦλος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.

γενναίων: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη.

οἶνος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.

γενναῖος: Η μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία,

μῆκος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.

ζεῦγος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.

οἶκτος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.

ῥώμη*: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη.

ῥήτωρ*: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη.

ψῆφος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.

χῶρος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.

πολέμων: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.

τραπέζης: Βραχεία συλλαβή που τονίζεται παίρνει πάντοτε οξεία.

ἀνθρώπων: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει οξεία, όταν και η λήγουσα είναι μακρόχρονη.

τοῖχος: Μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει περισπωμένη, όταν η λήγουσα είναι βραχεία.

* Λέξη που αρχίζει από – δασύνεται.

  1. Να συνδυάσετε τις φράσεις της στήλης Α΄ με τις κατάλληλες της στήλης Β΄, ώστε να σχηματιστούν νοηματικώς αποδεκτές προτάσεις:

Η λέξη διετρέφετο είναι ρήμα.

Η λέξη τινὰ είναι αντωνυμία.

Η λέξη ἀπὸ είναι πρόθεση.

Η λέξη κεραμέων είναι ουσιαστικό.

  1. Να γράψετε (με τη βοήθεια του Λεξικού) προτάσεις στη ν.ε. χρησιμοποιώντας τις παρακάτω λόγιες φράσεις: εν κινήσει, εν δράσει, εν ανάγκη, εν προκειμένω, ενόψει, επ’ αυτοφώρω, εν καιρώ, εν λευκώ.

Είναι πολύ επικίνδυνο να μιλάς στο κινητό, ενώ οδηγείς και βρίσκεσαι εν κινήσει.

Οι τηλεθεατές είχαν τη μοναδική ευκαιρία να παρακολουθήσουν την ειδική ομάδα διάσωσης της Πυροσβεστικής εν δράσει.

Ο πατέρας μου είπε ότι εν ανάγκη θα καταφύγουμε στο δανεισμό για να επισκευάσουμε το σπίτι.

Γενικά δεν συμφωνώ με τις επιλογές του, αλλά εν προκειμένω έπραξε άριστα που προσέλαβε έναν τόσο αποδοτικό υπάλληλο.

Οι αρχές κάλεσαν τον πληθυσμό να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός ενόψει του επερχόμενου καύσωνα.

Οι ληστές συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω τη στιγμή που έβγαιναν από την Τράπεζα.

Εν καιρώ θα καταλάβεις πόσο σημαντική υπήρξε η συμβολή μου στην αντιμετώπιση των προβλημάτων σου.

Με φοβίζει το ότι δίνεις κάθε φορά εν λευκώ εξουσιοδότηση να μιλάει για λογαριασμό σου στον συγκεκριμένο άνθρωπο. 

  1. Να συνδυάσετε τις λέξεις της στήλης Α΄ με τις κατάλληλες λέξεις της στήλης Β΄, ώστε να σχηματιστούν λόγιες φράσεις που χρησιμοποιούνται στη ν.ε. Στη συνέχεια να σχηματίσετε με αυτές προτάσεις στη ν.ε.:

Ήθελε να τα καταφέρει πάση θυσία και δεν υπολόγιζε τις αρνητικές συνέπειες για την υγεία του.

Πιστεύω ότι το καλύτερο θα ήταν να λύσουμε τις διαφορές μας ενώπιος ενωπίω και όχι να διαδίδουμε φήμες ο ένας πίσω από την πλάτη του άλλου.

Ήταν τόσο θυμωμένος μαζί της που δεν ήθελε επ’ ουδενί λόγω να της μιλήσει.

Επί τη ευκαιρία της επισκέψεώς σας, κύριε Πρωθυπουργέ, θα ήθελα να σας υπενθυμίζω το φλέγον για την περιοχή μας θέμα των αγροτικών αποζημιώσεων.

Όλα θα συζητηθούν εν ευθέτω χρόνω, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες.

  1. Αφού παρατηρήσετε την εικόνα, να επιλέξετε την κατάλληλη συνοδευτική φράση:

Χαλκεῖς ξίφη σιδηρᾶ ποιοῦσιν (= Τεχνίτες του μετάλλου κατασκευάζουν σιδερένια ξίφη).

Παράλληλα Κείμενα

Τα παράλληλα κείμενα της Ενότητας συμπληρώνουν την εικόνα για τα επαγγέλματα που αποκομίσαμε από το κείμενο του Ξενοφώντα.

 Πρώτο παράλληλο κείμενο

Οὕτω δ΄ ἴσχυέ τε καὶ μέγας ἦν τότε καὶ πολύς͵ ὥστ΄ ἔτι καὶ νῦν

ὑπὸ τῆς ῥώμης τῆς τότ΄ ἐκείνης͵ ὁπόταν μόνον ὄρθριον ᾄσῃ͵

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ΄ ἔργον͵ χαλκῆς͵ κεραμῆς͵ σκυλοδέψαι͵

σκυτῆς͵ βαλανῆς͵ ἀλφιταμοιβοί͵ τορνευτολυρασπιδοπηγοί·

 οἱ δὲ βαδίζουσ΄ ὑποδησάμενοι νύκτωρ.

Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες στ. 488-492

 Απόδοση κειμένου στη νέα ελληνική

Και ήταν τότε (ο πετεινός) τόσο πανίσχυρος και μέγας και πολύς, ώστε, ακόμα και τώρα, από την τότε δύναμή του, και μόνο που θα τραγουδήσει το πρωί, αναπηδούν όλοι για δουλειά: χαλκουργοί, κανατάδες, βυρσοδέψες, παπουτσήδες, λουτράρηδες, αλευράδες, τεχνίτες που κατασκευάζουν με τόρνο λύρες και ασπίδες· και άλλοι, αφού βάλουν τα υποδήματά τους, περπατούν αξημέρωτα».

Δεύτερο παράλληλο κείμενο

Ὅπου γὰρ ὕλη μὲν ἦν λίθος͵ χαλκός͵ ἐλέφας͵ χρυσός͵ ἔβενος͵ κυπάρισσος͵ αἱ δὲ ταύτην ἐκπονοῦσαι καὶ κατεργαζόμεναι τέχναι τέκτονες͵ πλάσται͵ χαλκοτύποι͵ λιθουργοί͵ βαφεῖς χρυσοῦ͵ μαλακτῆρες ἐλέφαντος͵ ζωγράφοι͵ ποικιλταί͵ τορευταί͵ πομποὶ δὲ τούτων καὶ κομιστῆρες ἔμποροι καὶ ναῦται καὶ κυβερνῆται κατὰ θάλατταν͵ οἱ δὲ κατὰ γῆν ἁμαξοπηγοὶ καὶ ζευγοτρόφοι καὶ ἡνίοχοι καὶ καλωστρόφοι καὶ λινουργοὶ καὶ σκυτοτόμοι καὶ ὁδοποιοὶ καὶ μεταλλεῖς͵ ἑκάστη δὲ τέχνη͵ καθάπερ στρατηγὸς ἴδιον στράτευμα͵ τὸν θητικὸν ὄχλον καὶ ἰδιώτην συντεταγμένον εἶχεν͵ ὄργανον καὶ σῶμα τῆς ὑπηρεσίας γινόμενον͵ εἰς πᾶσαν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἡλικίαν καὶ φύσιν αἱ χρεῖαι διένεμον καὶ διέσπειρον τὴν εὐπορίαν.

Πλούταρχος, Περικλῆς 12.6

 Απόδοση κειμένου στη νέα ελληνική

Γιατί όπου το υλικό ήταν πέτρα, χαλκός, ελεφαντόδοντο, χρυσός, έβενος και κυπαρίσσι και οι τεχνίτες που κατεργάζονταν και επεξεργάζονταν το υλικό ήταν ξυλουργοί, πλάστες (πηλού ή κεριού), χαλκουργοί, μαρμαράδες, επιχρυσωτές, τεχνίτες του ελεφαντόδοντου, ζωγράφοι, διακοσμητές, τορνευτές και προμηθευτές και μεταφορείς του (υλικού) διά θαλάσσης ήταν έμποροι, ναύτες και κυβερνήτες πλοίων και διά ξηράς αμαξοποιοί, ζευγολάτες, αμαξηλάτες, κατασκευαστές σκοινιών, λιναράδες, βυρσοδέψες, οδοποιοί, μεταλλωρύχοι· και, όπως ακριβώς ένας στρατηγός έχει το δικό του στράτευμα, έτσι και κάθε τέχνη είχε το πλήθος των μισθωτών και τους ανειδίκευτους οργανωμένους, που γίνονταν όργανο και σώμα της υπηρεσίας της· οι ανάγκες (της κοινωνίας) μοίραζαν και σκορπούσαν σε όλους, για να το πω έτσι, τους πολίτες ανεξαρτήτως ηλικίας και δεξιοτήτων την ευημερία.

Απαντήσεις στις Ερωτήσεις

  1. Ποια επαγγέλματα αναφέρει ο Αριστοφάνης και ποια ο Πλούταρχος; Ποια από αυτά διατηρούνται ως τις μέρες μας;

Τα επαγγέλματα που αναφέρει ο Αριστοφάνης είναι οι χαλκιάδες (=χαλκουργοί , αυτοί που φτιάχνουν διάφορα αντικείμενα από μέταλλο), οι κανατάδες (= αγγειοπλάστες), οι υποδηματοποιοί (= βυρσοδέψες, αυτοί που κατεργάζονται δέρματα), οι παπουτσήδες (= τσαγκάρηδες), οι λουτράρηδες (= ιδιοκτήτες ή υπάλληλοι δημόσιων λουτρών), οι αλευράδες (= μυλωνάδες) και οι τεχνίτες που κατασκευάζουν με τόρνο λύρες, ασπίδες κ.λπ.

Στο δεύτερο κείμενο του Πλουτάρχου αναφέρονται τα εξής επαγγέλματα: ξυλουργοί, κηροποιοί, αγγειοπλάστες, χαλκουργοί, μαρμαράδες, βαφείς χρυσού, τεχνίτες του ελεφαντόδοντου, ζωγράφοι, διακοσμητές, τορνευτές, προμηθευτές και μεταφορείς των παραπάνω απαραίτητων υλικών, έμποροι, ναύτες , κυβερνήτες πλοίων, αμαξοποιοί, ζευγολάτες (= γεωργοί που οργώνουν), οδηγοί αρμάτων, κατασκευαστές σκοινιών, οι παραγωγοί λινών υφασμάτων, βυρσοδέψες, εργάτες που έφτιαχναν δρόμους και τεχνίτες μετάλλων.

Σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν τα περισσότερα από αυτά τα επαγγέλματα. Βέβαια, άλλα έχουν μετεξελιχθεί, για να προσαρμοστούν στις ανάγκες της εποχής μας, και άλλα τείνουν προς εξαφάνιση. Αυτά που διατηρούνται είναι: οι χαλκουργοί, οι αγγειοπλάστες, οι υποδηματοποιοί, οι τσαγκάρηδες, οι ξυλουργοί, οι κηροποιοί, οι μαρμαράδες, οι μπογιατζήδες, οι τεχνίτες πολύτιμων λίθων, οι λιθοξόοι, οι ζωγράφοι, οι διακοσμητές, οι τορνευτές, οι προμηθευτές, οι μεταφορείς, οι έμποροι, οι ναύτες, οι κατασκευαστές και επισκευαστές μεταφορικών μέσων (π.χ. αυτοκινήτων), οι γεωργοί, οι οδηγοί (των σύγχρονων βέβαια μεταφορικών μέσων), οι βιοτέχνες που παράγουν διάφορα προϊόντα και οι εργάτες. Όπως παρατηρούμε, τα επαγγέλματα μετεξελίχθηκαν υπό την πίεση των σύγχρονων αναγκών και της τεχνολογικής προόδου.

  1. Να εντοπίσετε ποια από τα επαγγέλματα που αναφέρονται στα παραπάνω αποσπάσματα απαντούν και στο κείμενο της Ενότητας.

Τα επαγγέλματα που αναφέρονται και στο κείμενο της Ενότητας και σε αυτά του Επιμέτρου είναι: τσαγκάρηδες, οικοδόμοι, αγγειοπλάστες, μαρμαράδες, ράφτες (λινοποιοί), κτηνοτρόφοι, γεωργοί, μυλωνάδες, έμποροι και ναυτικοί.

Η Ομάδα του filologika.gr


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν τα Φιλολογικά μαθήματα ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.