Υπέρ Μαντιθέου 3

Παράγραφος 3

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου

Προοίμιο Παράγραφος 3

Πρωτότυπο Κείμενο

Ἀξιῶ δέ͵ ὦ βουλή͵ ἐὰν μὲν τοῦτο μόνον ὑμῖν ἐπιδείξω͵ ὡς εὔνους εἰμὶ τοῖς καθεστηκόσι πράγμασι καὶ ὡς ἠνάγκασμαι τῶν αὐτῶν κινδύνων μετέχειν ὑμῖν͵ μηδέν πώ μοι πλέον εἶναι· ἐὰν δὲ φαίνωμαι καὶ περί τὰ ἄλλα μετρίως βεβιωκὼς καὶ πολὺ παρὰ τὴν δόξαν καὶ (παρὰ) τοὺς λόγους τοὺς τῶν ἐχθρῶν͵ δέομαι ὑμῶν ἐμὲ μὲν δοκιμάζειν͵ τούτους δὲ ἡγεῖσθαι χείρους εἶναι. Πρῶτον δὲ ἀποδείξω ὡς οὐχ ἵππευον οὔδ΄ ἐπεδήμουν ἐπὶ τῶν τριάκοντα͵ οὐδὲ μετέσχον τῆς τότε πολιτείας.

Μετάφραση

Έχω την αξίωση, κύριοι Βουλευτές, εάν μεν αυτό μόνο αποδείξω σε σας, ότι δηλαδή διάκειμαι φιλικά προς την παρούσα πολιτική κατάσταση και ότι έχω αναγκαστεί να συμμετέχω στους ίδιους κινδύνους με σας να μην υπάρχει ακόμα καμία ωφέλεια για μένα· εάν όμως αποδειχθώ ότι και ως προς τα άλλα έχω ζήσει με μετριοπάθεια και εντελώς αντίθετα προς όσα λένε και νομίζουν οι εχθροί μου, σας παρακαλώ από τη μια μεριά να επικυρώσετε την εκλογή μου, αυτούς από την άλλη να τους θεωρείτε χειρότερους. Και πρώτα θα αποδείξω ότι δεν ανήκα στην τάξη των ιππέων, ούτε βρισκόμουν εδώ την περίοδο των Τριάκοντα τυράννων, ούτε συμμετείχα στο τότε πολίτευμα.

Κείμενο – Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Ἀξιῶ δέ͵

ὦ βουλή͵

ἐὰν μὲν τοῦτο

μόνον ἐπιδείξω ὑμῖν͵

ὡς εὔνους εἰμὶ

τοῖς καθεστηκόσι

πράγμασι

καὶ ὡς ἠνάγκασμαι

μετέχειν

τῶν αὐτῶν κινδύνων ὑμῖν͵

μηδέν πώ μοι

πλέον εἶναι.

Ἐὰν δὲ φαίνωμαι καὶ

περί τὰ ἄλλα

μετρίως βεβιωκὼς

καὶ πολὺ

παρὰ τὴν δόξαν καὶ

(παρὰ) τοὺς λόγους τοὺς τῶν ἐχθρῶν͵

δέομαι ὑμῶν

ἐμὲ μὲν

δοκιμάζειν͵

τούτους δὲ

ἡγεῖσθαι χείρους εἶναι.

Πρῶτον δὲ ἀποδείξω

ὡς οὐχ ἵππευον

οὔδ΄ ἐπεδήμουν

ἐπὶ τῶν τριάκοντα͵

οὐδὲ μετέσχον τῆς τότε πολιτείας.

Έχω την αξίωση,

κύριοι Βουλευτές,

εάν μεν αυτό

μόνο αποδείξω σε σας,

ότι δηλαδή διάκειμαι φιλικά

προς την παρούσα

πολιτική κατάσταση

και ότι έχω αναγκαστεί

να συμμετέχω

στους ίδιους κινδύνους με σας

να μην υπάρχει ακόμα

καμία ωφέλεια για μένα.

Εάν όμως αποδειχθώ ότι

και ως προς τα άλλα

έχω ζήσει με μετριοπάθεια

και εντελώς αντίθετα

προς όσα νομίζουν

και λένε οι εχθροί μου,

σας παρακαλώ

από τη μια μεριά

να επικυρώσετε την εκλογή μου,

αυτούς από την άλλη

να τους θεωρείτε χειρότερους.

Και πρώτα θα αποδείξω

ότι δεν ανήκα στην τάξη των ιππέων,

ούτε βρισκόμουν εδώ

την περίοδο των Τριάκοντα τυράννων,

ούτε συμμετείχα στο τότε πολίτευμα.

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

ξιώ: α’ εν. οριστ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. ἀξιόω-ἀξιῶ (= έχω την αξίωση να).

δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (εδώ λειτουργεί ως μεταβατικός).

βουλή: κλητ. εν. του θηλ. ουσιαστικού α΄ κλίσης ἡ βου­λή (= οι Βουλευτές).

άν: υποθετικός σύνδεσμος (= εάν).

μὲν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (στην προ­κειμένη περίπτωση δε μεταφράζεται).

τοτο: αιτιατ. εν. ουδ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).

μόνον: 1) αιτιατ. εν. ουδ. του δευτερόκλιτου επιθέτου μόνος, μόνη, μόνον (= μόνο)· 2) ποσοτικό επίρρημα (= μόνο).

μν: δοτ. πληθ. προσωπικής αντωνυμίας β’ προσώπου (ὑμῖν=σε εσάς).

πιδείξω: α΄ εν. υποτ. αορ. α΄ ενεργ. φωνής του ρ. ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω (= αποδεικνύω).

ς: ειδικός σύνδεσμος (= ότι).

εὒνους: ονομ. εν. του αρσ. δευτερόκλιτου συνηρημένου επιθέτου ὁ/ἡ εὒνους, τὸ εὒνουν (= φιλικός, ευμενής).

(εὒνους εἰμί τινὶ = διάκειμαι φιλικά προς κάποιον, συμπαθώ κάποιον).

εἰμί: α΄ εν. οριστ. ενεστ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).

τος καθεστηκόσι: δοτ. πληθ. ουδ. της μετοχής πα­ρακ. ενεργ. φωνής του ρ. καθίσταμαι (=εγκαθίσταμαι).

(τοῖς καθεστηκόσι πράγμασι = στο παρόν πολίτευμα).

πράγμασι: δοτ. πληθ. ουδ. του ουσιαστικού γ’ κλίσης τὸ πράγμα, τοῦ πράγματος.

καί: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

ς: ειδικός σύνδεσμος (= ότι).

νάγκασμαι: α’ εν. οριστ. παρακ. μέσης φωνής του ρ. ἀναγκάζομαι (= αναγκάζομαι, υποχρεώνομαι).

τῶν ατών: γεν. πληθ. αρσ. της οριστικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό (= ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο).

(τῶν αὐτῶν = στους ίδιους).

κινδύνων: γεν. πληθ. αρσ. του ουσιαστι­κού β’ κλίσης ὁ κίνδυνος (= ο κίνδυνος).

μετέχειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. με­τέχω (= συμμετέχω, παίρνω μέρος).

μν: δοτ. πληθ. προσωπικής αντωνυμίας β’ προσώπου (ὑμῖν = με εσάς).

μηδέν: αιτιατ. εν. ουδ. της αόριστης επιμεριστικής αντωνυμίας μηδείς, μηδεμία, μηδέν (= κανείς, καμία, κανένα/τίποτα).

πώ: εγκλιτικό μόριο, χρονικό (= ακόμη, ως τώρα).

μοι: δοτ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (μοι = σε εμένα).

πλέον: αιτιατ. εν. ουδ. του ανώμαλου επιθέτου πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολύ στον συγκριτικό βαθμό (πλέον = περισσότερο).

εἶναι: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (=είμαι).

(μηδέν εἶναί μοι = να μην έχω).

άν: υποθετικός σύνδεσμος (= εάν).

δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, όμως).

φαίνωμαι: α’ εν. υποτ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. φαίνομαι (=φαίνομαι , δίνω την εντύπωση).

(φαίνομαι βεβιωκώς = είναι φανερό ότι έχω ζήσει).

καί: παρατακτικός συμπλεκτικός σύνδεσμος.

περί: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= ως προς).

τὰ λλα: αιτιατ. πληθ. ουδ. της αόριστης επιμερι­στικής αντωνυμίας ἂλλος, ἂλλη, ἂλλο (= άλλος, άλλη, άλλο).

μετρίως: τροπικό επίρρημα (= με μέτρο, με μετριοπάθεια, κόσμια, τίμια).

βεβιωκώς: ονομ. εν. αρσ. της μετοχής παρακ. ενεργ. φωνής του ρ. ζήω-ζῶ (= ζω).

πολύ: ποσοτικό επίρρημα, (= πολύ).

παρά: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με αιτιατική (= αντίθετα προς, διαφορετικά από).

τὴν δόξαν: αιτιατ. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ δόξα (= η γνώμη).

τοὺς λόγους: αιτιατ. πληθ. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ λόγος (= ο λόγος)

(οἱ λόγοι = τα λόγια, οι ισχυρισμοί).

τν χθρν: γεν. πληθ. αρσ. του ουσιαστικού β’ κλίσης ὁ ἐχθρός (= ο εχθρός).

δέομαι: α΄ εν. οριστ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. δέομαι (= παρακαλώ).

μν: γεν. πληθ. προσωπικής αντωνυμίας β’ προσώπου (ὑμῶν=εσάς).

μέ: αιτιατ. εν. προσωπικής αντωνυμίας α’ προσώπου (ἐμε=εμένα).

μὲν: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος (= αλλά, όμως).

δοκιμάζειν: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του ρ. δοκιμάζω.

(δοκιμάζω τινά = εξετάζω και θεωρώ κάποιον κατάλληλο για δημόσιο υπούργημα, ερευνώ, ελέγχω, κρίνω, εγκρίνω ή επικυρώ­νω την εκλογή κάποιου).

τούτους: αιτιατ. πληθ. αρσ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὓτη, τοῦτο (= αυτός, αυτή, αυτό).

δὲ: παρατακτικός αντιθετικός σύνδεσμος(= αλλά, όμως).

γεσθαι: απαρ. ενεστ. μέσης φωνής του ρ. ἡγέομαι-ἡγοῦμαι (= νομίζω).

χείρους: αιτιατ. πληθ. αρσ. του δευτερόκλιτου επιθέτου ὁ κακός, ἡ κακή, τὸ κακόν (=ο ηθικά κακός) στον συγκριτικό βαθμό (δεύτερος τύπος αντί χείρονας). ΣΗΜ.: Ο τύπος χείρων κλίνεται κατά την τρίτη κλίση.

εναι: απαρ. ενεστ. ενεργ. φωνής του βοηθητικού ρ. εἰμί (= είμαι).

Πρτον: αιτιατ. εν. ουδ. του τακτικού αριθμητικού επιθέτου ὁ πρῶτος, ἡ πρώτη, τὸ πρῶτον (= πρώτος, πρώτη, πρώτο).

ποδείξω: α’ εν. οριστ. μέλλ. ενεργ. φωνής του ρήματος ἀποδείκνυμι και ἀποδεικνύω (= αποδεικνύω).

ς: ειδικός σύνδεσμος (= ότι τάχα, ότι δήθεν)

οχ: αρνητικό επίρρημα.

ππευον: α΄ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ἱππεύω (= ιππεύω).

οὐδ'(= οδέ): σύνδεσμος, συμπλεκτικός, παρατακτικός (= ούτε).

πεδήμουν: α’ εν. οριστ. παρατ. ενεργ. φωνής του ρ. ἐπιδημέωἐπιδημῶ (= βρίσκομαι στην πατρίδα μου, διαμένω στην πόλη).

πί: κύρια πρόθεση συντασσόμενη (εδώ) με γενική (= σε, κατά).

τῶν τριάκοντα: γεν. πληθ. αρσ. του απόλυτου αριθμητικού επιθέτου οἱ τριάκοντα, αἱ τριάκοντα, τὰ τριάκοντα (= τριάντα). Κατά την κλίση κλίνεται μόνο το άρθρο.

οὐδέ: σύνδεσμος, συμπλεκτικός, παρατακτικός (= ούτε).

μετέσχον: α’ εν. οριστ. αορ. β’. ενεργ. φωνής του ρ. μετέχω (=συμμετέχω, παίρνω μέρος)

τότε: χρονικό επίρρημα.

τῆς πολιτείας: γεν. εν. θηλ. του ουσιαστικού α’ κλίσης ἡ πολιτεία (= το πολίτευμα, το καθεστώς).

Ετυμολογική προσέγγιση

εὒνους: < εὖ + νοῦς

πράγμασι (τ πργμα): < πράττω

δόξαν (δόξα): < δοκέω -ῶ (= νομίζω)

δοκιμάζειν (δοκιμάζω): < δόκιμος < δοκέω -ῶ

ππευον (ππεύω): < ἱππεύς < ἳππος

πεδήμουν (πιδημ): < ἐπί + δῆμος

πολιτείας ( πολιτεία): <πολιτεύω < πολίτης < πόλις

Λεξιλογικός πίνακας

α.ε. Μετάφραση Σύνθετα-Παράγωγα ν.ε.
ἀξιῶ αξιώνω αξίωση, αξίωμα, αξιωματικός, απαξίωση, καταξίωση
βουλή βουλή βλ. παρ. 1 βουλή
ἐπιδείξω αποδεικνύω επίδειξη, επιδειξίας, επιδεικτικός, επιδεικνύω, επιδειξιομανία
εὔνους φιλικός ευνοϊκός, εύνοια, ευνοητός, ευνοιοκρατία, ευνοιοκρατικός
εἰμὶ είμαι ουσία, απουσία, απών, απούσα, ουσιώδης, ανούσιος, εξουσία, περιουσία, ουσιαστικός, απουσιολόγιο, όντως, όν
καθεστηκόσι εγκαθίσταμαι βλ. παρ. 1 καταστῆναι
πράγμασι πράγμα πραγματικότητα, πραγματικός, διαπραγμάτευση, εμπράγματος, διαπραγματευτής, απραγματοποίητος, πραγματοποίηση, πραγματεύομαι, πραγματογνώμονας
κινδύνων κίνδυνος επικίνδυνος, επικινδυνότητα, ακίνδυνος, κινδυνεύω, κινδυνολογία
μετέχειν συμμέτεχω βλ. παρ. 1 εἶχον
μηδέν τίποτα μηδαμού, μηδεμώς, μηδενικός, μηδαμινότητα, μηδαμινός, μηδενίζω, μηδείς, μηδενιστής, εκμηδένιση, εκμηδενίζω
πλέον περισσότερο πλειονότητα, πλειοψηφία, πλεόνασμα, πλεονασματικός, πλειοδότης, πλεονέκτης, πλεονεξία, επιπλέον, πλειστηριασμός
φαίνωμαι παρουσιάζομαι φανερός, φανερώνω, φάντασμα, φανέρωση, φως, αφανής, εμφανής, άφαντος, εμφαντικός, φαινόμενο, φαινομενικός, περιφανής
μετρίως μετριοπάθεια μέτριος, μετριάζω, μετριοφροσύνη, μετριοπαθής, μέτρο, μετρώ, μετροταινία, συμμετρία, άμετρος, περίμετρος, καταμέτρηση
βεβιωκὼς ζω βλ. παρ. 1 βεβιωμένων
πολὺ πολύ βλ. παρ. 1 πολλήν
δόξαν γνώμη δόξα, δοξασία, δοξάζω, δοξαστικός, δόγμα, δοξολογώ, ένδοξος, άδοξος, ματαιοδοξία, μισαλλοδοξία, φιλόδοξος, φιλοδοξώ
λόγους λόγος βλ. παρ. 2 λέγοντος
ἐχθρῶν εχθρός εχθρεύομαι, έχθρα, εχθρικός, εχθρότητα, εχθροπραξία
δέομαι παρακαλώ δέηση, δεητικός, ενδεής, δέοντα, δεοντολογία, δεοντολόγος, αδεής
δοκιμάζειν περνώ δοκιμασία δοκιμασία, δόκιμος, δοκιμή, δοκιμαστικός, δοκιμαστήριο, δοκιμασμένος, αδόκιμος, δοκίμιο, αποδοκιμασία, επιδοκιμασία
ἡγεῖσθαι θεωρώ βλ. παρ. 1 ἡγοῦμαι
χείρους χειρότερος χειροτερεύω, χειροτέρευση, χειρότερος
πρῶτον αρχικά πρώτος, πρωτίστως, πρωταρχικός, πρωτοπόρος, πρωταθλητής
ἀποδείξω αποδεικνύω απόδειξη, αποδεικτικός, αποδεδειγμένος, αποδεικτέος, αναπόδεικτος, αποδεικνύω, αποδείξιμος
ἵππευον ιππεύω ιππέας, ιππικό, ιππότης, ιπποσύνη, έφιππος, ιππόδρομος, ιπποπόταμος, ιπποτροφείο, ιπποφορβείο, αφιππεύω, αφίππευση
ἐπεδήμουν μένω επιδημία, επιδημητικός, επιδημιολόγος, επιδημικός, επιδημιολογία
τριάκοντα τριάντα τριακονταετία, τριακονταετηρίδα, τριακονταπλάσιος, τριακοντάκις
μετέσχον συμμετέχω βλ. παρ. 1 εἶχον
πολιτείας πολίτευμα πολιτεία, πολιτειακός, συμπολιτεία, πολίτευμα, πολιτικός, πολίτης

Χρονικές αντικαταστάσεις

  • ἀξιῶ, ἠξίουν, ἀξιώσω, ἠξίωσα, ἠξίωκα, ήξιώκειν
  • ἐπιδεικνύω, ἐπιδείξω, ἐπιδεδειχώς ὦ
  • εἰμί, ἦ/ἦν, ἒσομαι, ἐγενόμην, γέγονα, ἐγεγόνειν
  • καθισταμένοις, καταστησομένοις/κατασταθησομένοις, καταστησαμένοις/ καταστᾶσι/ κατασταθεῖσι, καθεστηκόσι, καθεστῶσι
  • ἀναγκάζομαι, ἠναγκαζόμην, ἀναγκασθήσομαι, ἠναγκάσθην, ἠνάγκασμαι, ἠναγκάσμην
  • μετέχειν, μεθέξειν/μετασχήσειν, μετασχεῖν, μετεσχηκέναι
  • εναι, ἒσεσθαι, γενέσθαι, γεγονέναι
  • φαίνωμαι, φήνωμαι /φανθῶ/ φανῶ, πεφηνώς ὦ/πεφασμένος ὦ
  • ζῶν, ζήσων/ζησόμενος/βιωσόμενος, ζήσας/βιούς, βεβιωκώς
  • δέομαι, ἐδεόμην, δεήσομαι, δεηθήσομαι, ἐδεησάμην, ἐδεήθην, δεδέημαι, ἐδεδεήμην
  • δοκιμάζειν, δοκιμάσειν, δοκιμᾶσαι, δεδοκιμακέναι
  • ἡγεῖσθαι, ἡγήσεσθαι/ἡγηθήσεσθαι, ἠγήσασθαι, ἡγηθῆναι, ἡγῆσθαι
  • εναι, ἒσεσθαι, γενέσθαι, γεγονέναι
  • ἀποδείκνυμι/ ἀποδεικνύω, ἀπεδείκνυν/ἀπεδείκνυον, ἀποδείξω, ἀπέδειξα, ἀποδέδειχα, ἀπεδεδείχειν
  • ἱππεύω, ππευον, ἱππεύσω, ἳππευσα, ἳππευκα, ἱππεύκειν
  • ἐπιδημῶ, ἐπεδήμουν, ἐπιδημήσω, ἐπεδήμησα, ἐπιδεδήμηκα, ἐπεδεδημήκειν
  • μετέχω, μετεῖχον, μεθέξω/μετασχήσω, μετέσχον, μετέσχηκα, μετεσχήκειν

Εγκλιτικές αντικαταστάσεις

  • ξι, ἀξιῶ, ἀξιοῖμι/ἀξιοίην, (ἀξιοῦν, ἀξιῶν)
  • ἐπέδειξα, ἐπιδείξω, ἐπιδείξαιμι, (ἐπιδεῖξαι, ἐπιδείξας)
  • εμί, ὦ, εἲην, (εἶναι, ὢν)
  • ἠνάγκασμαι, ἠναγκασμένος ὦ, ἠναγκασμένος εἲην, (ἠναγκάσθαι, ἠναγκασμένος)
  • φαίνομαι, φαίνωμαι, φαινοίμην, (φαίνεσθαι, φαινόμενος)
  • δέομαι, δέωμαι, δεοίμην, (δεῖσθαι, δεόμενος)
  • ποδείξω, ἀποδείξοιμι, (ἀποδείξειν, ἀποδείξων)
  • μετέσχον, μετάσχω, μετάσχοιμι, (μετασχεῖν, μετασχών)

Συντακτική ανάλυση

ἀξιῶ δέ͵ ὦ βουλή͵ μηδέν πώ μοι πλέον εἶναι: Κύρια πρόταση

ἀξιῶ: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ εἶναι: αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο μηδέν (ετεροπροσωπία).

πλέον: επιθετικός προσδιορισμός στο μηδέν.

μοι: δοτική προσωπική κτητική στο εἶναι.

πώ: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο εἶναι .

ὦ βουλή: κλητική προσφώνηση.

ἐὰν μὲν τοῦτο μόνον ὑμῖν ἐπιδείξω: Δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός της προϋπόθεσης στο μηδέν πώ μοι πλέον εἶναι της κύριας πρότασης που προηγείται. Εκφράζει το προσδοκώμενο. Η απόδοση είναι εξαρτημένη (μηδέν εἶναι). (Υπόθεση: ἐὰν ἐπιδείξω Απόδοση: μηδέν ἒστω).

ἐπιδείξω: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο /τοῦτο: άμεσο αντικείμενο /ὑμῖν: έμμεσο αντικείμενο.

μόνον: κατηγορηματικός προσδιορισμός στο τοῦτο.

ὡς εὔνους εἰμὶ τοῖς καθεστηκόσι πράγμασι: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ως επεξήγηση στο τοῦτο της δευτερεύουσας επιρρηματικής υποθετικής πρότασης που προηγείται.

εἰμὶ: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ εὔνους: κατηγορούμενο στο ἐγώ (ενν.) μέσω του συνδετικού ρήματος εἰμί.

πράγμασι: δοτική αντικειμενική στο εὔνους.

τοῖς καθεστηκόσι: επιθετική μετοχή με υποκείμενο το άρθρο της τοῖς ως επιθετικός προσδιορισμός στο πράγμασι.

καὶ ὡς ἠνάγκασμαι τῶν αὐτῶν κινδύνων μετέχειν ὑμῖν: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ως επεξήγηση στο τοῦτο της δευτερεύουσας επιρρηματικής υποθετικής πρότασης που προηγείται.

ἠνάγκασμαι: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ μετέχειν: αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο, με υποκείμενο ἐγώ (ενν.) (ταυτοπροσωπία)/ κινδύνων: άμεσο αντικείμενο στο μετέχειν / ὑμῖν: έμμεσο αντικείμενο στο μετέχειν.

τῶν αὐτῶν: επιθετικός προσδιορισμός στο κινδύνων δυνάμει του άρθρου.

ἐὰν δὲ φαίνωμαι καὶ περί τὰ ἄλλα μετρίως βεβιωκὼς καὶ πολὺ παρὰ τὴν δόξαν καὶ (παρὰ) τοὺς λόγους τοὺς τῶν ἐχθρῶν: Δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση ως επιρρηματικός προσδιορισμός της προϋπόθεσης στο δέομαι δοκιμάζειν καὶ ἡγεῖσθαι της κύριας πρότασης που ακολουθεί. Εκφράζει το προσδοκώμενο. Η απόδοση είναι εξαρτημένη (ἐμέ μέν δοκιμάζειν, τούτους δὲ ἡγεῖσθαι). (Υπόθεση: ἐὰν φαίνωμαι Απόδοση: δοκιμάζετέ με καὶ ἡγεῖσθε).

φαίνωμαι: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ βεβιωκὼς: κατηγορηματική μετοχή με υποκείμενο ἐγώ ως κατηγορούμενο στο υποκείμενό της από το φαίνωμαι.

περί τὰ ἄλλα: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο βεβιωκὼς.

 μετρίως: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο βεβιωκὼς.

παρὰ τὴν δόξαν καὶ (παρὰ) τοὺς λόγους: εμπρόθετοι επιρρηματικοί προσδιορισμοί της εναντίωσης στο βεβιωκὼς.

τοὺς τῶν ἐχθρῶν: επιθετικός προσδιορισμός στο τοὺς λόγους δυνάμει του άρθρου.

πολὺ: επιρρηματικός προσδιορισμός του ποσού στο παρὰ τὴν δόξαν καὶ (παρὰ) τοὺς λόγους.

δέομαι ὑμῶν ἐμὲ μὲν δοκιμάζειν͵ τούτους δὲ ἡγεῖσθαι χείρους εἶναι: Κύρια πρόταση

δέομαι: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο /ὑμῶν: έμμεσο αντικείμενο/ μὲν δοκιμάζειν -δὲ ἡγεῖσθαι: άμεσα αντικείμενα, τελικά απαρέμφατα, με υποκείμενο ὑμᾶς(ενν.) (ετεροπροσωπία)/ἐμὲ: αντικείμενο στο δοκιμάζειν/εἶναι: αντικείμενο στο ἡγεῖσθαι, ειδικό απαρέμφατο, με υποκείμενο τούτους (ετεροπροσωπία)/ χείρους: κατηγορούμενο στο τούτους μέσω του συνδετικού ρήματος εἶναι.

πρῶτον δὲ ἀποδείξω: Κύρια πρόταση

ἀποδείξω: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο.

πρῶτον: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἀποδείξω.

ὡς οὐχ ἵππευον: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ως αντικείμενο του ἀποδείξω της κύριας πρότασης που προηγείται.

 ἵππευον: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο.

οὔδ΄ ἐπεδήμουν ἐπὶ τῶν τριάκοντα: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ως αντικείμενο του ἀποδείξω της κύριας πρότασης που προηγείται.

οὔδ’ ἐπεδήμουν: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο.

ἐπὶ τῶν τριάκοντα: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο οὔδ’ἐπεδήμουν.

οὐδὲ μετέσχον τῆς τότε πολιτείας: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση ως αντικείμενο του ἀποδείξω της κύριας πρότασης που προηγείται.

οὐδὲ μετέσχον: ρήμα/ ἐγώ (ενν.): υποκείμενο/ πολιτείας: αντικείμενο.

τῆς τότε: επιθετικός προσδιορισμός στο πολιτείας δυνάμει του άρθρου.

Ερμηνευτικά Σχόλια

  • Ο Μαντίθεος ζητά από τους βουλευτές, αφού τον ακούσουν και πειστούν για την αθωότητά του, να εγκρίνουν τη βουλευτική του εκλογή.
  • Τέλος, κλείνει το προοίμιο αναφέροντας συνοπτικά το κατηγορητήριο και λέγοντας πως θα προσπαθήσει να αποδείξει τα εξής:
  1. Ότι δεν υπηρέτησε ως ιππέας την περίοδο των τριάκοντα (οὐχ ἵππευον)
  2. Ότι απουσίαζε εκείνο το διάστημα από την Αθήνα (οὐδ’ ἐπεδήμουν)
  3. Ότι δεν έλαβε ποτέ μέρος στο ολιγαρχικό καθεστώς (οὐδὲ μετέσχον τῆς τότε πολιτείας)

Με το προοίμιο πετυχαίνονται:

  1. η πρόσεξις, εφόσον ο Μαντίθεος πρωτοτυπεί εκφράζοντας ευγνωμοσύνη προς τους κατηγόρους του και έτσι κερδίζει την προσοχή των βουλευτών,
  2. η εύνοια, διότι εκφράζει μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και αναφέρεται σε θέματα που αφορούν στην συμμετοχή του στους δημοκρατικούς αγώνες των Αθηναίων,
  3. και η ενημέρωση (κατατόπιση), εφόσον στο τέλος αναφέρεται συνοπτικά στο κατηγορητήριο λέγοντας πως στη συνέχεια θα ανασκευάσει τις κατηγορίες, ζητώντας παράλληλα από τους βουλευτές την έγκριση της βουλευτικής του εκλογής.

Σημεία στα οποία φαίνεται η εύνοια:

  • εὔνους εἰμὶ τοῖς καθεστηκόσι πράγμασι
  • ἠνάγκασμαι τῶν αὐτῶν κινδύνων μετέχειν ὑμῖν
  • περὶ τὰ ἄλλα μετρίως βεβιωκὼς

Σημεία στα οποία φαίνεται η ενημέρωση:

  • οὐχ ἵππευον
  • οὐδ’ ἐπεδήμουν ἐπὶ τῶν τριάκοντα
  • οὐδὲ μετέσχον τῆς τότε πολιτείας

Για την ανάληψη βουλευτικού ή άλλων ανώτατων αξιωμάτων οι υποψήφιοι έπρεπε:

  • να ήταν γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες
  • να είχαν τη νόμιμη ηλικία
  • να είχαν εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στην πατρίδα, τους θεούς και τους γονείς
  • και ο τρόπος ζωής τους να ήταν άμεμπτος και αψεγάδιαστος.

Για να μεταβείτε σε κάποια άλλη Ενότητα του ρητορικού λόγου, επιλέξτε τον αντίστοιχο σύνδεσμο από τον παρακάτω πίνακα:

Ενότητα Ενότητα
Ενότητα 1Ενότητα 2
Ενότητα 3Ενότητα 4
Ενότητα 5Ενότητα 6
Ενότητα 7Ενότητα 8
Ενότητα 9Ενότητα 10
Ενότητα 11Ενότητα 12
Ενότητα 13Ενότητα 14
Ενότητα 15Ενότητα 16
Ενότητα 17Ενότητα 18
Ενότητα 19Ενότητα 20

Τα ερμηνευτικά σχόλια επιμελήθηκε η Κυριακή Θεοδοσιάδου

Φιλόλογος, Υπ. Διδάκτωρ Παιδαγωγικής ΠΔΜ και ιδιοκτήτρια στο Φιλολογικό Διδασκαλείο

 

 

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.