λατινικά ενότητα 35

Λατινικά Ενότητα 27

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ:

Λατινικά  Ενότητα 27

Το πνεύμα ωριμάζει όπως και οι καρποί

 

Μετάφραση σε αντιστοίχιση

Cum Accius venisset

ex urbe Roma Tarentum,

ubi Pacuvius recesserat

grandi iam aetate,

devertit ad eum.

Accius, qui erat

multo minor natu,

tragoediam suam,

cui nomen  est«Atreus»,

legit ei

desideranti.

Tum Pacuvius dixit

esse quidem sonora

et grandia

quae scripsisset,

sed tamen ea videri sibi

duriora et acerbiora.

«Ita est» inquit Accius

«ut dicis;

neque sane me paenitet id;

enim spero fore meliora,

quae scribam deinceps.

Nam quod est

in pomis,

idem aiunt esse

in ingeniis:

quae nascuntur

dura et acerba,

fiunt post

mitia et iucunda;

sed quae gignuntur

statim vieta et mollia,

mox non fiunt matura

sed putria».

Όταν ο Άκκιος ήρθε

από την πόλη Ρώμη στον Τάραντα,

όπου ο Πακούβιος είχε αποσυρθεί

σε μεγάλη ήδη ηλικία,

κατέλυσε σε αυτόν.

Ο Άκκιος, που ήταν

πολύ μικρότερος στην ηλικία,

την τραγωδία του,

της οποίας το όνομα είναι «Ατρέας»,

διάβασε σε αυτόν,

επειδή (ή: που) το επιθυμούσε.

Τότε ο Πακούβιος είπε

ότι ήταν βέβαια ηχηρά

και μεγαλόπρεπα

όσα είχε γράψει,

αλλά όμως του φαίνονταν

κάπως σκληρά και πικρά.

«Έτσι είναι» είπε ο Άκκιος

«όπως τα λες·

κι ούτε βέβαια μετανιώνω γι’ αυτό·

γιατί ελπίζω πως θα είναι καλύτερα

αυτά που θα γράψω αργότερα.

Γιατί αυτό που συμβαίνει

στους καρπούς,

το ίδιο λένε ότι συμβαίνει

και στο πνεύμα:

αυτοί που γεννιούνται

σκληροί και πικροί,

γίνονται μετά

γινωμένοι και ευχάριστοι·

όσοι όμως γεννιούνται

από την αρχή μαραμένοι και μαλακοί,

αργότερα δε γίνονται ώριμοι

αλλά σάπιοι».

Γλωσσικά – Γραμματικά σχόλια

cum: χρονικός σύνδεσμος = όταν. [Εδώ είναι ο ιστορικός ή διηγηματικός cum.]

Accius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Accius, Accii / Acci (αρσ. β’ κλ.) = ο Άκκιος. [Κλητική ενικ.: Acci.]

ex: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.

urbe: αφαιρετική ενικ. του ουσ. urbs, urbis (θηλ. γ’ κλ.) = η πόλη. [Γενική πληθ.: urbium.]

Roma: αφαιρετική ενικ. του ουσ. Roma, Romae (θηλ. α’ κλ.) = η Ρώμη. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]

Tarentum: αιτιατική ενικ. του ουσ. Tarentum, Tarenti (ουδ. β’ κλ.) = ο Τάραντας. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]

venisset: γ’ ενικ. υποτακτικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. venio, veni, ventum, venire (4) = έρχομαι.

ubi: αναφορικό τοπικό επίρρ. = όπου.

Pacuvius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Pacuvius, Pacuvii / Pacuvi (αρσ. β’ κλ.) = o Πακούβιος. [Κλητική ενικ.: Pacuvi.]

grandi: αφαιρετική ενικ., θηλ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. grandis, grandis, grande = μεγάλος.

iam: χρονικό επίρρ. = πια, ήδη.

aetate: αφαιρετική ενικ. του ουσ. aetas, aetatis (θηλ. γ’ κλ.) = ηλικία. [Γενική πληθ.: aetatum & aetatium.]

recesserat: γ’ ενικ. οριστικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. recedo, recessi, recessum, recedere (3) = αποσύρομαι.

devertit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου του ρήμ. deverto, deverti, deversum, devertere (3) και devertor, deverti, deverti (3, ημιαποθ.) = καταλύω, μένω.

ad: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.

eum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

Accius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Accius, Accii / Acci (αρσ. β’ κλ.) = ο Άκκιος. [Κλητική ενικ.: Acci.]

qui: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

multo: αφαιρετική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. multus, multa, multum = πολύς, πολλή, πολύ. [ΣΥΓΚΡ.: – (πληθ.: plures, –es, –a). ΥΠΕΡΘ.: plurimus, –a, –um.]

minor: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. minor, minor, minus = μικρότερος, -η, -ο. [Πρόκειται για συγκριτικό βαθμό του επιθ. της β’ κλ. parvus, parva, parvum. ΥΠΕΡΘ.: minimus, –a, –um.]

natu: αφαιρετική ενικ. του ουσ. natus, natus (αρσ. δ’ κλ.) = η ηλικία.

erat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι, υπάρχω.

tragoediam: αιτιατική ενικ. του ουσ. tragoedia, tragoediae (θηλ. α’ κλ.) = η τραγωδία.

suam: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, της κτητικής αντων. του γ’ προσ. για 1 κτήτορα suus, sua, suum = δικός του, δική του, δικό του.

cui: δοτική ενικ., θηλ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

Αtreus: ονομαστική ενικ. του ουσ. Atreus -i (αρσ. β’ κλ.) = ο Ατρέας. [Γενική ενικ.: Atrei & Atreos. Αιτιατική ενικ.: Atreum & Atrea. Κλητική ενικ.: Atreu.]

nomen: ονομαστική ενικ. του ουσ. nomen, nominis (ουδ. γ’ κλ.) = το όνομα.

est: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι, υπάρχω.

ei: δοτική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

desideranti: δοτική ενικ., αρσ. γένους, της μετοχής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. desidero, desideravi, desideratum, desiderare (1) = επιθυμώ.

legit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. lego, legi, lectum, legere (3) = διαβάζω.

tum: χρονικό επίρρ. = τότε.

Pacuvius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Pacuvius, Pacuvii / Pacuvi (αρσ. β’ κλ.) = o Πακούβιος. [Κλητική ενικ.: Pacuvi.]

dixit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου ενεργ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicere (3) = λέω. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: dic.]

sonora: αιτιατική πληθυντικού, ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. sonorus, sonora, sonorum = o ηχηρός.

quidem: τροπικό επίρρ. = βέβαια.

esse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι, υπάρχω.

et: συμπλεκτικός σύνδεσμος = και.

grandia: αιτιατική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. grandis, grandis, grande = μεγάλος.

quae: αιτιατική πληθυντικού, ουδ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

scripsisset: γ’ ενικ. υποτακτικής υπερσυντελίκου ενεργ. φων. του ρήμ. scribo, scripsi, scriptum, scribere (3) = γράφω.

sed: αντιθετικός σύνδεσμος = αλλά.

videri: απαρέμφατο ενεστώτα παθ. φων. του ρήμ. video, vidi, visum, videre (2) = βλέπω.

tamen: αντιθετικός σύνδεσμος = όμως.

ea: αιτιατική πληθυντικού, ουδ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

sibi: δοτική ενικ., του γ’ προσ. της προσωπικής αντων.

duriora: αιτιατική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. durior, durior, durius = σκληρότερος, -η, -ο. [Πρόκειται για συγκριτικό βαθμό του επιθ. της β’ κλ. durus, dura, durum.]

et: συμπλεκτικός σύνδεσμος = και.

acerbiora: αιτιατική πληθυντικού, ουδ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. acerbior, acerbior, acerbius = πικρότερος, -η, -ο. [Πρόκειται για συγκριτικό βαθμό του επιθ. της β’ κλ. acerbus, acerba, acerbum.]

ita: τροπικό επίρρ. = έτσι.

est: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι, υπάρχω.

inquit: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου του ελλειπτικού ρήμ. inquam = λέω.

Accius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Accius, Accii / Acci (αρσ. β’ κλ.) = ο Άκκιος. [Κλητική ενικ.: Acci.]

ut: παραβολικός σύνδεσμος = όπως.

dicis: β’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. dico, dixi, dictum, dicere (3) = λέω. [β’ ενικ. προστακτικής ενεστώτα: dic.]

neque: αντιθετικός σύνδεσμος = ούτε.

id: ονομαστική ενικ., ουδ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.

me: αιτιατική ενικ., του α’ προσ. της προσωπικής αντων.

sane: τροπικό επίρρ. = βέβαια. [Συγκριτικός: sanius. Υπερθετικός: .]

paenitet: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα του απρόσωπου ρήμ. paenitet, paenituit, -, paenitere (2) = μετανιώνω.

meliora: αιτιατική πληθυντικού, ουδ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. melior, melior, melius = καλύτερος, -η, -ο. [Πρόκειται για συγκριτικό βαθμό του επιθ. της β’ κλ. bonus, bona, bonum. [Υπερθετικός: optimus, -a, -um.]

enim: αιτιολογικός σύνδεσμος = γιατί.

fore: απαρέμφατο μέλλοντα του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι, υπάρχω.

spero: α’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. spero, speravi, speratum, sperare (1) = ελπίζω.

quae: αιτιατική πληθ., ουδ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

deinceps: χρονικό επίρρ. = στη συνέχεια.

scribam: α’ ενικ. οριστικής μέλλοντα ενεργ. φων. του ρήμ. scribo, scripsi, scriptum, scribere (3) = γράφω.

nam: αιτιολογικός σύνδεσμος = γιατί.

quod: ονομαστική ενικ., ουδ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

in: πρόθεση (+ αφαιρετική) = σε.

pomis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. pomum, pomi (ουδ. β’ κλ.) = ο καρπός.

est: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι, υπάρχω.

idem: αιτιατική ενικ., ουδ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. idem, eadem, idem = ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο.

esse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, ‒, esse = είμαι, υπάρχω.

aiunt: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα του ελλειπτικού ρήμ. aio = λέω.

in: πρόθεση (+ αφαιρετική) = σε.

ingeniis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. ingenium, ingenii/ ingeni (ουδ. β’ κλ.) = το πνεύμα.

quae: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

dura: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. durus, dura, durum = σκληρός, τραχύς.

et: συμπλεκτικός σύνδεσμος = και.

acerba: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. acerbus, acerba, uacerbm = πικρός.

nascuntur: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. nascor, natus sum, nasci (3, αποθ.) = γεννιέμαι. [Μετοχή μέλλοντα: nasciturus, -a, -um.]

post: χρονικό επίρρ. = αργότερα.

fiunt: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. fio, factus sum, fieri = γίνομαι.

mitia: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. mitis, mitis, mite = γινωμένος.

et: συμπλεκτικός σύνδεσμος = και.

iucunda: ονομαστική πληθ., ουδετέρου γένους, του επιθ. της β’ κλ. iucundus, iucunda, iucundum = γλυκός, ευχάριστος.

sed: αντιθετικός σύνδεσμος = αλλά.

quae: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.

gignuntur: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα παθ. φων. του ρήμ. gigno, genui, genitum, gignere (3) = γεννώ.

statim: χρονικό επίρρ. = εξαρχής.

vieta: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. vietus, vieta, vietum = μαραμένος.

et: συμπλεκτικός σύνδεσμος = και.

mollia: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. mollis, mollis, molle = μαλακός.

non: αρνητικό μόριο = δεν, όχι.

matura: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. maturus, matura, maturum = ώριμος. [ΣΥΓΚΡ.: maturior, -ior, -ius. ΥΠΕΡΘ.: maturissimus, -a, -um & maturrimus, -a, -um.]

mox: χρονικό επίρρ. = έπειτα.

fiunt: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. fio, factus sum, fieri = γίνομαι.

sed: αντιθετικός σύνδεσμος = αλλά.

putria: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. puter, putris, putre = σάπιος. [ΣΥΓΚΡ.: putrior, -ior, -ius. ΥΠΕΡΘ.: putrissimus, -a, -um & puterrimus, -a, -um.]

Συγκεντρωτική Παρουσίαση Γραμματικών Τύπων

Ουσιαστικά 

A΄ κλίση

Θηλυκά

Rōma,ae (δεν έχει πληθυντικό)

tragoedia,ae

Β΄ κλίση

Αρσενικά

Accius,ii, (i)  

Atreus, -i

Pacuvius,ii, (i)

Ουδέτερα

ingenium, -ii, (-i)

pomum, -i

Tarentum,i (δεν έχει πληθυντικό)

Γ΄κλίση

Θηλυκά

aetas, aetātis

urbs, urbis

Ουδέτερα

nomen, nominis

Δ΄κλίση

Αρσενικά

natus, -us

Παραθετικά Επιθέτων 

Β΄Κλίση

Θετικός 

acerbus, -a, -um

bonus, -a, -um

durus, -a, -um

iucundus, -a, -um

maturus, -a, -um

 

multi, -ae, -a

parvus, -a, -um

sonorus, -a, -um

Συγκριτικός 

acerbior,ior,ius

melior,ior,ius

durior,ior,ius

iucundior,ior,ius

maturior,ior,ius

 

plures, -es,(i)a

minor, -or, -us

Υπερθετικός

acerbissimus,a,um

optimus,a,um

durissimus,a,um

iucundissimus,a,um

maturissimus,a,um /

maturrimus, -a, -um

plurimi, -ae, -a.

minimus, -a, -um

Γ΄Κλίση

grandis, -is, -e

mitis, -is, -e

mollis, -is, -e

puter (putris), -is, -e

grandior, -ior, -ius

mitior, -ior, -ius

mollior, -ior, -ius

putrior, -ior, -ius

grandissimus, -a, -um

mitissimus, -a, -um

mollissimus, -a, -um

puterrissimus, -a, -um &

puterrimus, -a, -u

Αντωνυμίες

ego

idem, eadem, idem

is, ea, id

qui, quae, quod

se

suus, sua, suum

προσωπική

δεικτική

δεικτική

αναφορική

προσωπική

κτητική

Αρχικοί Χρόνοι Ρημάτων

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ   ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ  ΣΟΥΠΙΝΟ  ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ       ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

ΑΣΥΖΥΓΙΑ

desidero                 desideravi                desideratum   desiderare

spero                      speravi                     speratum        sperare

B’ ΣΥΖΥΓΙΑ

paenitet                  paenituit                  –                      paenitere                Απρόσωπο

video                      vidi                          visum             videre

Γ’ ΣΥΖΥΓΙΑ

dico                        dixi                           dictum            dicere

gigno                      genui                        genitum          gignere

lego                         legi                           lectum            legere

recedo                    recessi                      recessum        recedere

scribo                      scripsi                      scriptum         scribere

devertor/ deverto  deverti                     deversum       deverti/ devertere  Ημιαποθετικό

nascor                    natus sum                –                      nasci                       Αποθετικό (μτχ. μέλλ. nasciturus)

ΔΣΥΖΥΓΙΑ

venio                      veni                          ventum           venire

aio                          –                                –                      –                            Ελλειπτικό

inquam                   –                                –                      –                           Ελλειπτικό

fio                           factus sum                                      fieri                         Ανώμαλο

sum                        fui                            –                      esse                         Βοηθητικό

Συντακτική Ανάλυση

  1. Cum Accius ex urbe Roma Tarentum venisset: δευτ. επιρρ. χρονική πρότ.· εισάγεται με τον ιστορικό cum, ο οποίος χρησιμοποιείται σε διηγήσεις του παρελθόντος· εκφέρεται με υποτακτική, γιατί ο ιστορικός cum υπογραμμίζει τη βαθύτερη σχέση της κύριας και της δευτ. πρότ.· δημιουργεί μια σχέση αιτίου και αιτιατού ανάμεσά τους (είναι φανερός εδώ ο ρόλος του υποκειμενικού στοιχείου της υποτακτικής)· συγκεκριμένα, εκφέρεται με υποτακτική υπερσυντελίκου, γιατί εξαρτάται από ιστορικό χρόνο (devertit) και δηλώνει το προτερόχρονο (στο παρελθόν)· λειτουργεί ως επιρρ. προσδ. του χρόνου στο devertit.

venisset: ρήμ. Accius: υποκ. του venisset Tarentum: απρόθετη αιτιατική της κίνησης σε τόπο στο venisset ex urbe: εμπρόθ. προσδ. της κίνησης από τόπο στο venisset Roma: επεξήγηση στο urbe.

  1. ubi Pacuvius grandi iam aetate recesserat: δευτ. αναφορική πρότ., προσδιοριστική στο Tarentum (της πρότ. 1 εισάγεται με το αναφορικό επίρρημα ubi· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα με οριστική υπερσυντελίκου, γιατί αναφέρεται στο παρελθόν (ή: γιατί δηλώνει πράξη συντελεσμένη στο παρελθόν πριν από κάποια άλλη).

recesserat: ρήμ. ● Pacuvius: υποκ. του recesserat ● aetate: αφαιρετική του χρόνου στο recesserat ● grandi: επιθετικός προσδ. στο aetate ● iam: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο aetate.

  1. devertit ad eum: κύρια πρότ. κρίσεως.

devertit: ρήμ. ενν. Accius: υποκ. του devertit ● ad eum: εμπρόθ. προσδ. της στάσης σε τόπο στο devertit.

  1. Accius, […] tragoediam suam, […] ei desideranti legit: κύρια πρότ. κρίσεως.

legit: ρήμ. ● Accius: υποκ. του legit ● tragoediam: άμεσο αντικ. του legit ● ei: έμμεσο αντικ. του legit ● suam: επιθετικός προσδ. στο tragoediam· εκφράζει άμεση αυτοπάθεια ● desideranti: αιτιολογική μτχ., συνημμένη στο ei (ή επιθετική μτχ., επιθετικός προσδ. στο ei).

  1. qui multo minor natu erat: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στο Accius (της πρότ. 4 εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία qui· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα με οριστική παρατατικού, γιατί αναφέρεται στο παρελθόν.

erat: ρήμ. ● qui: υποκ. του erat ● minor: κατηγορούμενο στο qui μέσω του erat ● multo: αφαιρετική του μέτρου στο minor ● natu: αφαιρετική της αναφοράς στο minor.

  1. cui Atreus nomen est: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στο tragoediam (της πρότ. 4 εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία cui· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα με οριστική ενεστώτα, γιατί αναφέρεται στο παρόν.

est: ρήμ. ● nomen: υποκ. του est ● Atreus: παράθεση στο nomen● cui: δοτική προσωπική κτητική στο est.

  1. Tum Pacuvius dixit sonora quidem esse et grandia […], sed videri tamen ea sibi duriora et acerbiora: κύρια πρότ. κρίσεως.

dixit: ρήμ. ● Pacuvius: υποκ. του dixit ● esse / videri: ειδικά απαρέμφατα, αντικ. του dixit ● quae scripsisset (πρότ. 8): δευτ. ουσιαστική αναφορική πρότ., υποκ. του esse (ετεροπροσωπία) ● sonora / grandia: κατηγορούμενα υποκ. του esse ● quidem: επιρρ. προσδ. του τρόπου στο esse ενν. ea: υποκ. του videri (ετεροπροσωπία) και του ενν. esse ενν. esse: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του videri ● duriora / acerbiora: κατηγορούμενα στο ενν. ea μέσω του ενν. esse· εκφράζουν απόλυτη σύγκριση ● sibi: δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου στο videri ● tum: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο dixit.

  1. quae scripsisset: δευτ. ουσιαστική αναφορική πρότ.· εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quae· εκφέρεται με υποτακτική του πλαγίου λόγου· συγκεκριμένα, με υποτακτική υπερσυντέλικου, γιατί εξαρτάται από ιστορικό χρόνο (το απαρέμφατο esse είναι ιστορικός χρόνος, επειδή εξαρτάται από το dixit) και εκφράζει το προτερόχρονο στο παρελθόν· λειτουργεί ως υποκ. του esse.

scripsisset: ρήμ. ενν. Accius: υποκ. του scripsisset ● quae: αντικ.  του scripsisset.

  1. inquit Accius: κύρια πρότ. κρίσεως.

inquit: ρήμ. ● Accius: υποκ. του inquit.

 Ita est: κύρια πρότ. κρίσεως.

est: ρήμ. ενν. id: υποκ. του est ita: επιρρ. προσδ. του τρόπου στο est.

  1. ut dicis: δευτ. επιρρ. απλή παραβολική πρότ., που δηλώνει τρόπο· εισάγεται με τον παραβολικό σύνδεσμο ut (που σχηματίζει παραβολικό ζεύγος με το επίρρ. ita της κύριας πρότ. 10)· εκφέρεται με οριστική, γιατί η σύγκριση αφορά δύο πράξεις ή καταστάσεις που είναι ή θεωρούνται αντικειμενική πραγματικότητα· συγκεκριμένα, με οριστική ενεστώτα, γιατί αναφέρεται στο παρόν· λειτουργεί ως β’ όρος σύγκρισης (α’ όρος είναι η κύρια πρότ. 10).

dicis: ρήμ. ενν. tu: υποκ. του dicis.

  1. neque id me sane paenitet: κύρια πρότ. κρίσεως.

paenitet: ρήμ. ● id: υποκ. του paenitet ● me: αιτιατική του προσώπου που μετανιώνει στο paenitet ● sane: επιρρ. προσδ. του τρόπου στο paenitet.

  1. meliora enim fore spero: κύρια πρότ. κρίσεως.

spero: ρήμ. ενν. ego: υποκ. του spero ● fore: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του spero ενν. ea: υποκ. του fore (ετεροπροσωπία) ● meliora: κατηγορούμενο στο ενν. ea μέσω του fore.

  1. quae deinceps scribam: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στο ενν. ea (της πρότ. 13 εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quae· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα με οριστική μέλλοντα, γιατί αναφέρεται στο μέλλον.

scribam: ρήμ. ενν. ego: υποκ. του scribam ● quae: αντικ. του scribam ● deinceps: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο scribam.

  1. Nam […] idem esse aiunt in ingeniis: κύρια πρότ. κρίσεως.

aiunt: ρήμ. ενν. homines: υποκ. του aiunt ● esse: ειδικό απαρέμφατο, αντικ. του aiunt ● idem: υποκ. του esse (ετεροπροσωπία) ● in ingeniis: εμπρόθ. προσδ. της κατάστασης στο esse.

  1. quod in pomis est: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στο idem (της πρότ. 15 εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quod· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα με οριστική ενεστώτα, γιατί αναφέρεται στο παρόν.

est: ρήμ. ● quod: υποκ. του est ● in pomis: εμπρόθ. προσδ. της κατάστασης στο est.

  1. quae dura et acerba nascuntur: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στο ενν. ea (της πρότ. 18 εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quae· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα με οριστική ενεστώτα, γιατί αναφέρεται στο παρόν.

nascuntur: ρήμ. ● quae: υποκ. του nascuntur ● dura / acerba: κατηγορούμενα στο quae μέσω του  nascuntur. 

  1. post fiunt mitia et iucunda: κύρια πρότ. κρίσεως.

fiunt: ρήμ. ενν. ea: υποκ. του fiunt ● mitia et iucunda: κατηγορούμενα στο ενν. ea μέσω του fiunt ● post: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο fiunt.

  1. sed […] non matura mox fiunt sed putria: κύρια πρότ. κρίσεως.

fiunt: ρήμ. ενν. ea: υποκ. του fiunt ● matura / putria: κατηγορούμενα στο ενν. ea μέσω του fiunt ● mox: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο fiunt.

  1. quae gignuntur statim vieta et mollia: δευτ. επιθετική αναφορική πρότ., προσδιοριστική στο ενν. ea (της πρότ. 19 εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quae· εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό· συγκεκριμένα με οριστική ενεστώτα, γιατί αναφέρεται στο παρόν.

gignuntur: ρήμ. ● quae: υποκ. του gignuntur ● vieta / mollia: κατηγορούμενα στο quae μέσω του gignuntur ● statim: επιρρ. προσδ. του χρόνου στο gignuntur.

Η ομάδα του filologika.gr 


Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook.