κατάθλιψη

Η Κατάθλιψη στην Παιδική Ηλικία και Θεραπευτικές Παρεμβάσεις

Η κατάθλιψη ως διαταραχή, θεωρούνταν ανύπαρκτη στην παιδική ψυχοπαθολογία, με το πέρασμα των ετών όμως, οι ειδικοί επιστήμονες διαπίστωσαν ότι όχι μόνο υφίσταται, αλλά έχει παρουσιάσει και αύξηση ως προς την εμφάνιση της (Γαρύφαλλος, 2008).

Ορισμός κατάθλιψης

Με τον όρο κατάθλιψη εννοούμε μια κοινή ψυχική διαταραχή μέσα από την οποία ένα άτομο παρουσιάζει καταθλιπτική διάθεση, είναι δηλαδή μια κατάσταση θλίψης και μελαγχολίας και αυτό συνήθως οφείλεται σε κάτι ασήμαντο και επουσιώδες (Pachana, Helmes, Byrne, & al., 2010).  Το άτομο δύναται να παρουσιάσει απώλεια ενδιαφέροντος, χαμηλή αυτοεκτίμηση καθώς και διαταραχές ύπνου, όρεξης. Όταν όμως η κατάσταση αυτή δεν είναι παροδική αλλά επαναλαμβάνεται, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο άτομο, σε σημείο που να δυσκολεύεται να αντεπεξέλθει στις καθημερινές του ανάγκες. Σε ακραίες περιπτώσεις το άτομο που πάσχει από τη συγκεκριμένη διαταραχή μπορεί  να οδηγηθεί στην αυτοκτονία (Kessing, Bukh, Bock, &  al., 2010). Θα πρέπει να επισημανθεί πως όταν τα συμπτώματα επιμένουν για πάνω από δύο εβδομάδες τότε μιλάμε για μείζονα καταθλιπτική διαταραχή η οποία είναι η πλέον επικίνδυνη για το άτομο (American Psychiatric Association, 2013). Ειδικότερα τα παιδιά και οι έφηβοι με συμπτώματα κατάθλιψης εμφανίζουν μεταβολές στη διάθεσή τους, μειωμένο ενδιαφέρον να εξασκήσουν τις δραστηριότητές τους και πολλές φορές παρουσιάζουν σημαντική απώλεια βάρους. Επίσης άλλα περιστατικά εμφανίζουν αϋπνία, μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης, κόπωση και σε ακραίες περιπτώσεις αρνητικές σκέψεις για την ίδια τους τη ζωή, όπως επαναλαμβανόμενο αυτοκτονικό ιδεασμό με ή χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο (American Psychiatric Association, 2013).

Επιπολασμός

Όπως ειπώθηκε παραπάνω η παιδική κατάθλιψη εμφανίστηκε σχετικά πρόσφατα ως κλινική οντότητα. Ο λόγος που συνέβη είναι, γιατί οι ειδικοί δεν πίστευαν ότι ένα παιδί μπορεί να νοσήσει από αυτή (Wilmshurst, 2011). Τα ποσοστά εμφάνισης της κατάθλιψης στα παιδιά είναι συγκεχυμένα και εξαρτώνται, από το αν πάρθηκαν από κλινικό ή μη κλινικό δείγμα, από τις διάφορες ηλικιακές ομάδες και από τα διαφορετικά διαγνωστικά κριτήρια που εφαρμόστηκαν (Wilmshurst, 2011). Υπολογίζεται περίπου ότι η κατάθλιψη αφορά το 1% με 2% των παιδιών και το 4% με 8% των εφήβων. Όσον αφορά τους εφήβους, το 25%  θα παρουσιάσει τουλάχιστον ένα καταθλιπτικό επεισόδιο μέχρι να ενηλικιωθεί (Clarke, Hawkins, Murphy, & Sheeber, 1993). Οι εκτιμήσεις για παιδιά μικρότερων ηλικιών είναι αρκετά δύσκολες καθώς υπάρχουν αδυναμίες ανίχνευσης της διαταραχής σε αυτή την ηλικία. Τα ποσοστά μεταξύ αγοριών και κοριτσιών στην παιδική ηλικία δε διαφέρουν σημαντικά, στην εφηβική ηλικία όμως τα κορίτσια έχουν μεγαλύτερες αναλογικά πιθανότητες να νοσήσουν σε σχέση με τα αγόρια. Η διαφορά αποδίδεται σε πολλές αιτίες, όπως αλλαγές στο επίπεδο των ορμονών, οι οποίες μπορούν να προδιαθέτουν σε ιδιαίτερη ευαισθησία  (Angold et al., 1988).

Ταξινομικό σύστημα κατάθλιψης με βάση το DSM- V

Η κατάθλιψη είναι μία ετερογενής διαταραχή, παρόλο που έχουν προταθεί κατά το παρελθόν διάφορες ταξινομήσεις, με την πάροδο των ετών προέκυψε η ανάγκη επαναδιατύπωσης ρεαλιστικότερων ορισμών. Το αναθεωρημένο διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών που χρησιμοποιεί η αμερικανική ψυχιατρική  εταιρεία γνωστό και ως DSM- 5, δίνει τις εξής ταξινομήσεις για τη διαταραχή της κατάθλιψης (American Psychiatric Association, 2013).

Μείζων καταθλιπτική διαταραχή

Η μείζων καταθλιπτική διαταραχή, είναι μια κατάσταση όπου το άτομο παρουσιάζει απώλεια ενδιαφέροντος αίσθημα κενότητας, ενοχής, αίσθημα θλίψης και πολλές φορές μεγάλη αλλαγή βάρους. Για να θεωρηθεί ότι ένα άτομο πάσχει από μείζων καταθλιπτική διαταραχή, θα πρέπει η διαταραχή να έχει διάρκεια περίπου δύο εβδομάδες και τα συμπτώματα να παρουσιάζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας (American Psychiatric Association, 2013).

Επίμονη καταθλιπτική διαταραχή

Η επίμονη καταθλιπτική διαταραχή είναι μια χρόνια κατάθλιψη με ηπιότερα όμως συμπτώματα σε σχέση με τη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή (American Psychiatric Association, 2013). Τα βασικότερα συμπτώματα των ατόμων με τη συγκεκριμένη ψυχική διαταραχή είναι η έλλειψη ύπνου ή όρεξης, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η κοινωνική απόσυρση. Πολλές φορές μπορεί να υπάρξει συννοσηρότητα με μείζων καταθλιπτική διαταραχή (American Psychiatric Association, 2013).

Κυκλοθυμική Διαταραχή

Τα άτομα με κυκλοθυμική διαταραχή σύμφωνα με το DSM – 5 παρουσιάζουν για μια περίοδο δύο ετών επεισόδια υπομανίας και καταθλιπτικές εμπειρίες που δεν πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για την υπομανία ή την μείζονα καταθλιπτική διαταραχή. Επίσης,  για να έχουμε κυκλοθυμική διαταραχή, τα επεισόδια αυτά πρέπει υπάρχουν χωρίς παύση για πάνω από δύο μήνες, τα συμπτώματα του ατόμου να μην μπορούν  να εξηγηθούν με βάση κάποια ψυχωτική διαταραχή και να μην υπάρχει κατά το παρελθόν μανιακό καταθλιπτικό επεισόδιο. Επιπλέον, σύμφωνα με το DSM – 5,  η κυκλοθυμική διαταραχή  δημιουργεί προβλήματα στις κοινωνικές και επαγγελματικές υποχρεώσεις και τα συμπτώματα δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τη χρήση ουσιών την ιατρική κατάσταση (American Psychiatric Association, 2013). Η κυκλοθυμική διαταραχή εμφανίζεται στα παιδιά όπως και στους ενήλικες, για αυτό όλα τα περιστατικά στα παιδιά πρέπει να εξετάζονται με κλινικό σκεπτικό (DeFilippis & Wagner, 2014). Επιπρόσθετα φαίνεται πως η κυκλοθυμική διαταραχή στα παιδιά παρουσιάζει συννοσηρότητα με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής – υπερκινητικότητας (American Psychiatric Association, 2013).

Άλλα είδη

Άλλα είδη κατάθλιψης είναι η εποχιακή κατάθλιψη που εμφανίζεται κυρίως το φθινόπωρο και το χειμώνα, όπως επίσης και η παραληρητική ή ψυχωσική κατάθλιψη. Η ψυχωσική κατάθλιψη χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα της κατάθλιψης αλλά και από ψευδαισθήσεις. Τέλος στη λανθάνουσα ή συγκαλυμμένη κατάθλιψη τα συμπτώματα είναι άτυπα και το άτομο παρουσιάζει συμπτώματα αποφυγής. Πολλές φορές ο εθισμός στο αλκοόλ ή η κατάχρηση ουσιών υποδηλώνουν συγκαλυμμένη κατάθλιψη. Στα παιδιά συνήθως εμφανίζεται με τη μορφή παραβατικών συμπεριφορών όπως σκασιαρχείο από το σχολείο (American Psychiatric Association, 2013).

Θεραπευτικές παρεμβάσεις

Σημαντική προϋπόθεση για τη θεραπεία της κατάθλιψης είναι η ενδυνάμωση της ψυχικής ανθεκτικότητας του παιδιού, όταν το ειδικό προσωπικό καταλάβει ότι υπάρχει πρόβλημα. Ως ψυχική ανθεκτικότητα ορίζεται η ικανότητα του ατόμου να αναγεννιέται, να επανέρχεται και να ξεπερνά τις δυσκολίες. Δεν Αποτελεί ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του ατόμου, αλλά μια συνεχιζόμενη διαδικασία που ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος μπορεί να μεταβάλλεται (Condly, 2006). Αυτό Σημαίνει πως μπορεί κάλλιστα να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί. Οι Kaslow & Thompson  μετά από μελέτες κατέληξαν σε δύο θεραπευτικά προγράμματα που πληρούν τα κριτήρια για αποτελεσματικές θεραπείες στα παιδιά με κατάθλιψη (Wilmshurst, 2011). Αυτές είναι, η γνωστική και συμπεριφορική θεραπεία για παιδιά και η γνωστική και συμπεριφορική θεραπεία για εφήβους, αργότερα προστέθηκε και η διαπροσωπική θεραπεία για εφήβους από τους Mufson, Weissman, & Moreau  (Wilmshurst, 2011). Με την γνωστική συμπεριφορική θεραπεία οι ειδικοί θεραπευτές επιδιώκουν μια ενεργητική αντιμετώπιση του προβλήματος. Μέσα από αυτή, τα παιδιά και οι έφηβοι μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν τα καταθλιπτικά γεγονότα, και μαθαίνουν να παραμορφώνουν την αρνητική σκέψη και να εφαρμόζουν γνωσιακές τεχνικές (Condly, 2006). Οι θεραπευτές παροτρύνουν τα παιδιά να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες που απαιτείται η συνεργασία με άλλους, με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνονται οι σχέσεις στήριξης (Dobson, Quigley & Dozois, 2014). Το ειδικό επιστημονικό προσωπικό εστιάζει σε συμπεριφορικά προβλήματα που τις περισσότερες φορές αυξάνουν το πρόβλημα της κατάθλιψης και δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη εποικοδομητικής συνεργασίας του παιδιού με τους γονείς καθώς και τους συγγενείς. Με αυτόν τον τρόπο οι ίδιοι οι γονείς βλέπουν τα θετικά αποτελέσματα της θεραπείας και με τη σειρά τους  όλο και πιο πολύ (Dobson, Quigley & Dozois, 2014). Η γνωστική συμπεριφορική έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματική καθώς σύμφωνα με έρευνες έχει εξαιρετικά αποτελέσματα στους εφήβους με ήπια ή μέτρια κατάθλιψη (DeFilippis & Wagner, 2014). Μία άλλη μέθοδος θεραπευτικής αντιμετώπισης, που αφορά τους εφήβους είναι η διαπροσωπική θεραπεία. Η διαπροσωπική θεραπεία δίνει την προσοχή της σε θέματα αναπτυξιακά που έχουν να κάνουν με την εφηβεία, όπως οι ιδανικές σχέσεις, ο αποχωρισμός από τους γονείς και η στάση απέναντι στις επαφές με τους συνομηλίκους. Η διαπροσωπική ψυχοθεραπεία εστιάζει στην ανάληψη των πρωτοβουλιών από τον έφηβο, αφού πλέον είναι ηλικιακά έτοιμος να το κάνει. Ο έφηβος παίρνει το ερέθισμα να αναλάβει πρωτοβουλίες ώστε να αντιμετωπίσει το διαπροσωπικό πρόβλημα που τον ταλανίζει και προσπαθεί να δώσει λύσεις, ενεργό ρόλο διαδραματίζουν και οι γονείς αν είναι εφικτό (Wilmshurst, 2011). Η φαρμακευτική αντιμετώπιση της παιδικής κατάθλιψης εγείρει πολλούς προβληματισμούς και συζητήσεις, ειδικότερα αν λάβουμε υπ όψιν μας ότι ένα μεγάλο ποσοστό 30% – 40% δεν ανταποκρίνεται θετικά στην φαρμακευτική θεραπεία (Emslie et al., 1997). Το γεγονός αυτό βρίσκει απάντηση στο ότι όλα αυτά τα χρόνια τα φάρμακα τα οποία είχαν δημιουργηθεί για την παθολογία της κατάθλιψης προορίζονταν για τους ενήλικες, έτσι ο κίνδυνος για παρενέργειες στα παιδιά είναι μεγάλος (Wilmshurst, 2011). Μέχρι σήμερα το μοναδικό εγκεκριμένο φάρμακο για χρήση σε παιδιά άνω των 8 ετών είναι το Prozac.

Καταλήγοντας, θα λέγαμε πως είναι πολύ σημαντικό οι γονείς οι εκπαιδευτικοί και όλοι όσοι είναι υπεύθυνοι για τα παιδιά να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς τους, να συζητούν μαζί τους έτσι ώστε να βρίσκονται συνεχώς σε επαγρύπνηση για να μην τραυματιστεί η παιδική ψυχή.

Βιβλιογραφία

  • Γαρύφαλλος, Γ. (2008). Κατάθλιψη και συννοσηρότητρα. Θεραπευτικές οδηγίες. Ελληνική Ψυχιατρική Γενικού Νοσοκομείου, 5, pp. 37-46.
  • American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and Statical Manual of Mental Disorders, Fifth Edition, DSM-V, Washington, DC: ΑΡΑ
  • Angold, A. (1988). Childhood and adolescent depression. I. Epidemiological and etiological aspects. British Journal of Psychiatry, 152, 601- 617
  • Clarke, G., Hawkins, W., Murphy, M., & Sheeber (1993). School – based primary prevention of depressive symptomatology in adolescents: Findings from two studies. Journal of adolescent Research, 8, 183 – 204.
  • Condly, S. J. (2006). Resilience in children a review of literature with implications for education. Urban education, 41 (3), 211 – 336
  • Defilippis, M. & Wagner, K. (2014). Management of treatment – Resistant depression in children and adolescents. Pediatric Drugs, 16 (5), 353 – 361.
  • Dobson, K., Quigley, L. & Dozois, D., (2014). Toward an integration of interpersonal Risk models of Depression and cognitive – Behaviour therapy. Australian Psychologist, 49 (6), 328 – 336.
  • Emslie, G. J., Rush, A. J., Weinberg, W. A., Kowatch, R. A, Hughes, C., Carmody, T., et al. (1997). A double – blind, randomized, placebo – controlled trial of fluoxentine in children and adolescents with depression. Archives of general Psychiatry, 54, 1031 – 1037.
  • Kessing, L., Bukh, J., Bock, C., et al., (2010). Does bereavement – related first episode depression differ from other kinds of first depressions? Soc Psychiatry Psychiatr epidemiol, 45, pp. 801 – 808.
  • Pachana, N., Helmes, E., Byrne, G., et al., (2010). Screening for mental disorders in residential aged care facilities. Int Psychogeriatr,  pp. 1-14.
  • Wilmshurst, L. (2011). Εξελικτική ψυχοπαθολογία, μια αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg.

Κωνσταντίνος Μανίκας για την Ομάδα του filologika.gr

 

Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!

Η Ομάδα του filologika.gr

Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!

0
Would love your thoughts, please comment.x